Χάριν της τεκνοποιίας (δηλαδή της μεγάλης ανάγκης για την ανανέωση του πληθυσμού), οι Αθηναίοι έκαμαν νόμο που ενθάρρυνε τους άντρες να παίρνουν και δεύτερη γυναίκα, γόνιμη, όταν η πρώτη έφτανε σε ηλικία που δεν μπορούσε πια να τεκνοποιήσει.

Ads

Αυτό το νόμο αξιοποίησε ο Σωκράτης, όταν η Ξανθίππη έπαψε πια να είναι γόνιμη, αλλ’ όμως δεν έπαψε να του σπάζει πιάτα στο κεφάλι.
Τα πιάτα του τα έριχνε λένε εξαιτίας του ότι ο Σωκράτης ποτέ δεν την έκανε πλούσια. Πώς να την κάνει πλούσια, όταν γι’ αυτόν η φτώχεια (η επιλεγμένη κι όχι η επιβαλλόμενη φτώχεια) συνδεόταν με την ξενοιασιά και τον απέραντα ελεύθερο χρόνο που απολαμβάνουν τα παιδιά και οι θεοί;

Και δεν είναι τούτο ένας μύθος. Στο Αρχαιολογικό Μουσείο των Αθηνών μπορείτε να δείτε την προσευχή του Σωκράτη προς τον Πάνα, όπου ο σοφός παρακαλεί τον θεό να μην του αφαιρέσει ποτέ την πολύτιμη φτώχεια, που τον κρατάει μέσα στην πραγματικότητα, με την οποία οι πλούσιοι δεν μπορούν να έχουν καμιάν επαφή. Δεν ήταν ο μόνος άλλωστε που έβλεπε στη φτώχεια (ή στην ουσιαστική ολιγάρκεια) την τέχνη του ζην.

Ο Θαλής, ο Δημόκριτος, ο Διογένης, μα και όλοι οι άλλοι αρχαίοι σοφοί, πίστευαν σε αυτό που αργότερα είπε ο Νίτσε: «Να είσαι ο άνθρωπος του είμαι κι όχι του έχω». Να ζεις με τα ελάχιστα ουσιαστικά, ώστε να έχεις άφθονο χρόνο για το παιχνίδι, τον έρωτα, την συν-ζήτηση, τον στοχασμό, τη δημιουργία.

Ads

Λοιπόν ο Σωκράτης, καθώς ήταν νομοταγής και καυλιάρης, αξιοποίησε τον νόμο αυτό των Αθηναίων και στα εξήντα του πήρε ως δεύτερη γυναίκα του την δεκαεξάχρονη Μυρτώ, εγγονή του Αριστείδη του Δίκαιου.

Οι περισσότεροι συγγραφείς που μιλούν για τον Σωκράτη, αποκρύβουν το γεγονός αυτό ή το αλλοιώνουν, γιατί θέλουν να επιβάλλουν σε μας το δικό τους αρχέτυπο του σοφού, σύμφωνα με το οποίο αυτός είναι άκαυλος, μουλάρι, μισεί το σώμα και τον έρωτα, μισεί τη γυναίκα, και κρυμμένος στα βουνά «προσεύχεται για το καλό μας». (Το καλό μας, που ιδιότροπο καθώς είναι, «δεν έρχεται με προσευχές, αλλά, μόνο με ανθρώπινα χέρια»).
 
ΥΓ. : Μήπως εντέλει αυτό που παρουσιάστηκε στο δικαστήριο σαν διαφθορά των νέων (εκ μέρους του Σωκράτη) άλλο δεν ήταν παρά ο θανάσιμος φθόνος των κατηγόρων για την ερωτική του ευρωστία;  

Και μήπως αυτό που παρουσιάστηκε στο δικαστήριο ως ασέβεια προς τους θεούς (εκ μέρους του Σωκράτη), άλλο δεν ήταν παρά το θανάσιμο μίσος των κατηγόρων για κείνον που δηλώνοντας αγνωστικιστής, (δηλώνοντας ότι «ένα γνωρίζει ότι τίποτε δεν γνωρίζει»), προσβάλει θανάσιμα τις τόσο βολικές γι’ αυτούς ψευδογνώσεις τους; Μάλλον αυτό συμβαίνει.

Αλλά ο Σωκράτης έχοντας ολοκληρώσει μια πλήρως συνειδητή ζωή, δεν ήθελε άλλο να ζήσει μέσα σ’ ένα κόσμο που αυτιά είχε και δεν άκουγε, μάτια είχε και δεν έβλεπε. Νοστάλγησε την επιστροφή του στη μοναξιά του αιώνιου Τίποτε(1). Γι’ αυτό και, ενώ οι δικαστές πήγαιναν να τον απαλλάξουν, τους αμόλησε τις προκλητικές του αλήθειες,  ώστε να νοιώσουν προσβεβλημένοι και να τον καταδικάσουν.

Την επιθυμία του Σωκράτη να φύγει από μια ζωή που είχε κάμει πλέον τον πλήρη κύκλο της, δεν την βλέπω μόνο στην προκλητικότητα προς το δικαστήριο. Τη βλέπω και στο ότι, ενώ οι φίλοι του μπορούσαν άνετα να τον φυγαδεύσουν δεν το δέχτηκε. Και τη βρίσκω τέλος στην τελευταία του φράση, όπου μιλά για την ζωή και για τον θεό της ιατρικής, τον Ασκληπιό:

Η τελευταία παραγγελία του Σωκράτη
 
Mε την ειρηνική του ειρωνεία
(οι λέξεις τούτες έχουνε τη ρίζα τους κοινή),
ενώ το κώνειο πλησίαζε στους τόπους της καρδιάς,
είπε ο Σωκράτης προς τους φίλους του:
Πλάτων(2), Χαρμίδη,  Kρίτων, Φαίδων κι όλοι εσείς
οι φίλοι μου εδώ να μην ξεχάσετε
να θυσιάσετε για χάρη μου έναν κόκορα
που τον χρωστάω στον μεγάλο Ασκληπιό.
Γιορταστικό κι ασύγκριτο καλό:
Σήμερα, επιτέλους, ο θεός της γιατρικής
με απαλλάσσει απ’ την αρρώστια της ζωής.
 
(1) Μα κι εδώ στάθηκε αγνωστικιστής ο Σωκράτης. Όταν είπε στους δικαστές ότι προτιμά τον θάνατο, εξήγησε: «Γιατί εκεί αν υπάρχει ζωή θα βρεθώ με τους μεγάλους ποιητές και τους μεγάλους σοφούς μας. Πράγμα προτιμότερο από το να ζω μαζί σας. Αν πάλι τίποτε δεν υπάρχει, προτιμώ το τίποτε από σας».
 
(2) Η ποίηση χρησιμοποιεί την θρησκεία, αλλά δεν είναι θρησκεία. Χρησιμοποιεί τη φιλοσοφία, αλλά δεν είναι φιλοσοφία. Χρησιμοποιεί την ιστορία, αλλά δεν είναι ιστορία. Έτσι, αν και γνωρίζω πως ο Πλάτων δεν ήταν παρών στις τελευταίες στιγμές του Σωκράτη, εγώ τον τοποθετώ εκεί, επειδή έτσι επιθυμεί το ποίημά μου.

Γιάννης Υφαντής, είναι ποιητής