Στις 9 Ιουνίου του 2012 έφυγε από τη ζωή, στα 87 της χρόνια, η συγγραφέας και ηθοποιός Ζωρζ Σαρρή. Εκτός από το πλούσιο συγγραφικός της έργο και της βραβευμένες ερμηνείες της, η Ζωρζ Σαρρή συμμετείχε στην Αντίσταση και στην ΕΠΟΝ. Το 2006 παραχώρησε στο Ρεπορτάζ χωρίς Σύνορα, μια συνέντευξη ιστορικής αξίας στην οποία μιλά για τα χρόνια της Αντίστασης, τα Δεκεμβριανά και τον Εμφύλιο.
 

Ads

Γεννήθηκε το 1925 στην Αθήνα από Μικρασιάτη πατέρα και Γαλλίδα μητέρα. Άρχισε από πολύ μικρή να ασχολείται με το θέατρο, με δάσκαλο το Βασίλη Ρώτα. Μεγαλύτερη, στα χρόνια της Κατοχής, φοίτησε στη Δραματική Σχολή του Ροντήρη. Στη διάρκεια του πολέμου η Ζωρζ Σαρή συμμετείχε στην Αντίσταση και στην ΕΠΟΝ. Το ’47 αναγκάστηκε να φύγει εξόριστη στο Παρίσι, αλλά συνέχισε τις σπουδές της στη σχολή του Σαρλ Νιτλέν.


Στο Παρίσι γνώρισε και παντρεύτηκε τον Αιγυπτιώτη χειρούργο Μάρκελλο Καρακώστα, από τον οποίο απέκτησε δυό παιδιά. Το 1962 επέστρεψε στην Ελλάδα και άρχισε να εμφανίζεται στο θέατρο και τον κινηματογράφο μέχρι το 1967.
 
Πρωτοεμφανίστηκε ως συγγραφέας το 1969 με το Θησαυρό της Βαγίας, που μεταφέρθηκε και στην τηλεόραση. Συνέχισε γράφοντας πολλά βιβλία κυρίως για μικρά παιδιά και νέους, όπως επίσης και θεατρικά έργα. Το 1994 βραβεύτηκε με το Βραβείο Παιδικού Λογοτεχνικού Βιβλίου για το μυθιστόρημα Νινέτ.

Το 1995 και το 1999 βραβεύτηκε από τον Κύκλο Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου. Το 1988 προτάθηκε για το βραβείο Χανς Κρίστιαν Άντερσεν. Ως ηθοποιός βραβεύτηκε το 1960 με το βραβείο Β’ Γυναικείου ρόλου τουΦεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης.

Ads

Ολόκληρη η συνέντευξη στο Ρεπορτάζ Χωρίς Σύνορα: 

Όταν τελειώνει ο πόλεμος, εσείς πού βρίσκεστε; Τι κάνετε;
 
Νομίζω ότι έξω από την χαρά μου και την ευτυχία μου ότι νικήσαμε και όλα μαζί, έπαιζα στο θέατρο, σε ένα θέατρο που λεγόταν Παπαϊωάννου επάνω στην Πατησίων προς την Ομόνοια. Και παίζαμε, είχαμε πάρα πολλούς συναδέλφους, ή μάλλον όχι, εγώ είχα τελειώσει την σχολή του Ροντήρη, ήταν και η Ασπασία Παπαθανασίου, ήταν και άλλοι, αλλά όσο και να είναι ήταν καινούριοι ηθοποιοί και ήταν η Σεβαστίκογλου που μας έκανε. Αλλά πώς λεγόταν, ξέχασα το έργο. Και παίζαμε. Μαζί με όλα αυτά που κάναμε, μας έστελναν και από την επαρχία πράγματα που μας ήταν απαραίτητα, γιατί ήμαστε πάρα πολύ φτωχοί τα παιδιά που ήταν στην Αντίσταση, εμείς. Θυμάμαι, μας είχαν στείλει ύφασμα, δεν θυμάμαι ράφτρα μας έραψε ή μου έραψε το παλτό, ή μας τα στείλανε. Έτοιμα δεν νομίζω. Και ήμασταν πολύ ευχαριστημένοι. Τα είχαμε όλα στο θέατρο. Και ένα πρωί, ένα βράδυ, ούτε αυτό θυμάμαι γιατί έχουν περάσει πάνω από 60 χρόνια, μας κάψανε το θέατρο. Ποιοι; Οι γνωστοί άγνωστοι εκείνης της εποχής.
 
Αυτό δεν μας εμπόδισε, όχι, μας εμπόδισε να συνεχίσουμε το θέατρο αλλά δεν μας εμπόδισε να είμαστε σε μία Αντίσταση και με μία συνέχεια, γιατί νοιώθαμε ότι υπήρχε κάτι που δεν πήγαινε καλά. Ναι, είχαμε μία ελπίδα με τον Παπανδρέου τον Γεώργιο. Αλλά όταν μας φώναζε από το μπαλκόνι στην πλατεία, στη μεγάλη πλατεία, μας φώναζε και μας έλεγε λαοκρατία και ναι και έχετε δίκιο και όλα, εγώ τα πίστευα. Αλλά μου φαίνεται ότι ήταν λόγια για το ξεκίνημά του. Τέλος πάντων, εκ των υστέρων, δεν θα μιλήσουμε τώρα για αυτά, γιατί ήμουν και τότε λίγο αφελής, για να μην πω πολύ και δεν θα ανακατευόμουν και σήμερα με εκείνη την εποχή με πολιτικό τρόπο.
 
Λοιπόν, πηγαίναμε. Στις 3 Δεκεμβρίου πήγαμε να κάνουμε και μία μεγαλύτερη διαδήλωση, ήμαστε πάρα πολλοί, ήταν ο Μάνος ο Ζαχαρίας που είναι ο σκηνοθέτης από την Ρωσία, ήταν ο Γιάννης ο Ξενάκης, πάρα πολλοί γνωστοί και άλλοι που δεν υπάρχουν πια στην ζωή. Και πήγαμε μπροστά στον Άγνωστο Στρατιώτη και τραγουδούσαμε. Τραγουδήσαμε πολλά πράγματα. Θυμάμαι ότι τραγουδήσαμε εκτός από την Αντίσταση, τραγουδήσαμε «Πέσατε θύματα αδέλφια εσείς», ήταν ένα ρώσικο τραγούδι για αυτούς που είχαν πεθάνει στα χρόνια της Κατοχής και της Γερμανίας. Το παίξαμε αλλά δεν ξέραμε ότι πίσω από τον Άγνωστο Στρατιώτη ήταν αστυνομικοί και στρατιωτικοί από την άλλη πλευρά. Μας χτύπησαν πάρα πολύ άσχημα. Φοβήθηκα. Μπορώ να πω ότι εκείνη την ώρα, εκείνη την ημέρα, δεν το είχα συνηθίσει, δεν μου είχε τύχει. Ήταν οι Γερμανοί βέβαια, αλλά δεν μου είχε τύχει να με χτυπήσουν με όπλο. Πήγαινα και κρυβόμουν. Εκεί πού να πάμε. Ήμαστε πάρα πολύς κόσμος. Πολλοί νέοι. Σκορπιστήκαμε, πέθαναν πάρα πολλοί, σκοτώθηκαν πολλοί. Και από εκείνη την στιγμή καταλάβαμε ότι πρέπει να συνεχίσουμε την Αντίσταση.
 
Εκείνη την εποχή κανένας δεν ήξερε, εκτός από ένα δυο που ήταν περισσότερο μέσα στην πολιτική, δεν ήξερα ότι είχαν μοιράσει την Ελλάδα από την μια μεριά ο Στάλιν και από την άλλη ο Τσώρτσιλ. Αυτό δεν το ήξερα. Και επειδή όλος ο δικός μας ο στρατός ήταν πάνω στα βουνά, ήταν και περίμεναν και το ήξεραν ότι θα έδινε την εντολή ο Στάλιν και θα μπαίνανε μέσα. Ήμαστε σίγουροι ότι η νίκη ήταν δική μας. Αυτό το θυμάμαι. Σίγουροι 100%. Αλλά θυμάμαι ότι εχθροί μου εκείνη την εποχή, ίσως γιατί ήμουν σε αυτά τα μέρη και όχι αλλού, ήταν οι Εγγλέζοι. Μόνο οι Εγγλέζοι για εμένα. Δεν είχα έρθει σε επαφή με Έλληνες. Ίσως γιατί η γειτονιά ήταν τέτοια, οι Εγγλέζοι μας χτυπούσαν ό,τι και αν ήμαστε, ό,τι και αν κάναμε. Αυτό δεν θα το ξεχάσω. Και παρόλο που δεν είναι η στιγμή, μπορώ να σας πω αυτό που συνέβηκε όταν πια εγώ ήμουν στο νοσοκομείο και ερχόταν στην Αγία Όλγα οι αδερφές μου να με δουν, περπατούσαν πάρα πολύ άνετα σε ένα δρόμο που δεν ήταν καλός δρόμος, αλλά περπατούσαν για να έρθουν. Όχι εκείνες δεν ήταν άνετες γιατί ήξεραν ότι είχα πληγωθεί πολύ βαριά και ερχόταν. Και ήταν ένα Πρώτων Βοηθειών. Και ερχόταν με αρρώστους. Και πέρασε ένα αεροπλάνο Εγγλέζων, κατέβηκε και τους έκανε όλους, αυτό το λέγανε και το έχει γράψει βέβαια η αδερφή μου σε ένα ημερολόγιο, τίποτα, δεν έμεινε τίποτα. Λοιπόν, αυτό το έκαναν συχνά, θέλω να πω, οι Εγγλέζοι. Γιατί χτυπάγανε αυτή την στιγμή ένα μέρος που δεν ήταν πόλεμος, που δεν υπήρχε καμία σύγκρουση, ήταν ένα αυτοκίνητο που είχε πληγωμένους.

 
Όταν μπήκαν οι Εγγλέζοι στην Αθήνα, πώς τους είδατε;
 
Α, τέτοια ευτυχία δεν έχω νοιώσει ποτέ μου. Ήταν πολύ ωραίες μέρες, τους λάτρευα. Νόμιζα, πίστευα στον Τσώρτσιλ που μας τηλεφωνούσε τα χρόνια της Κατοχής, όχι δεν μας τηλεφωνούσε, από το ραδιόφωνο και μας έλεγε μπράβο στους Έλληνες. Για αυτό που έκαναν. Γιατί στην Ελλάδα η μεγαλύτερη αντίσταση της Ευρώπης ήμαστε. Η πιο δυνατή από όλες τις χώρες και από την Γαλλία βέβαια και από άλλες. Αυτό το ξέρω, δεν είναι δικό μου, αυτό το διάβασα και το ξέρω και είμαι σίγουρη.
 
Και νομίζω έχετε πει ότι τους βλέπατε σαν αδέρφια τους Εγγλέζους;
 
Όχι αδέρφια, σωτήρες. Και παίρναμε και σοκολάτες και γλεντάγαμε και κάναμε. Μετά τους γνωρίσαμε καλά. Εγώ τους γνώρισα καλά.
 

Στις 3 του Δεκέμβρη ήσαστε οπλισμένοι εσείς;
 
Όχι. Καλά, δεν ξέρω τι έκαναν άλλοι. Γύρω μας αυτοί που μας είπαν να πάμε, είχαν την σημαία, δεν θυμάμαι, ούτε είδα κανένα από εμάς να χτυπάει. Δεν το θυμάμαι. Ήμουν μέσα στην πλατεία. Και ύστερα υπάρχουν και οι άλλοι, μπορούμε να ρωτήσουμε. Υπήρχαν μάρτυρες, δεν έχουν πεθάνει όλοι. Όχι, δεν νομίζω. Δεν ήμαστε οπλισμένοι.
 
Και όταν συνέβησαν αυτά τι κάνατε εσείς από εκεί και πέρα;
 
Όταν συνέβησαν αυτά, τίποτα. Ήμαστε πάντοτε πιστοί. Όπως σας είπα, πιστεύαμε στην νίκη, πιστεύαμε, αλλά εγώ δεν πρόλαβα. Γιατί στις 12 του μήνα, δηλαδή, άρχισε ο πόλεμος, δεν ξέρω ποια ημερομηνία ήταν, δεν ήταν στις 3 επίσημα, μετά που μπήκαν και οι Εγγλέζοι και ήμαστε στην Φωκίωνος Νέγρη σε ένα σχολείο και ήμαστε πάρα πολλοί γνωστοί και άγνωστοι, όπως σας είπα. Είναι ο Γιάννης ο Ξενάκης, ο Μάνος ο Ζαχαρίας, τέλος πάντων, πάρα πολλοί. Δεν μου έρχονται στο νου γιατί είναι πάρα πολλά τα πρόσωπα. Όταν γράφω βέβαια ένα βιβλίο βάζω τα ονόματα. Και ήταν μία μέρα πάρα πολύ όμορφη, δεν μπόρεσε να έρθει η Άλκη, γιατί ήταν μαζί της ένας πληγωμένος, από παλιά, νέος και δεν μπορούσε να περπατήσει. Αλλιώς θα ήταν και εκείνη εκεί και δεν ξέρω αν θα ήταν εν ζωή.
 
Λέω η Άλκη Ζέη, γιατί έχουμε και έχουμε και 68 χρόνια φιλία. Πώς το είπα αυτό, αφού λέει ότι είναι πιο νέα από εμένα. Τέλος πάντων. Λοιπόν, ήμαστε εκεί, ήταν πάρα πολύ ωραία, στον ήλιο περιμέναμε. Ο Μάνος ο Ζαχαρίας πάλι εκεί θα μας μιλούσε και θα μας έλεγε αν θέλαμε να πάμε στο ΕΛΑΣ Πόλης. Εγώ αν ήθελα, γιατί ήμουν στην ΕΠΟΝ. Και ήμουν έτοιμη. Και στην κουζίνα υπήρχαν φασόλια για να φάμε, ζεστά, γιατί θα έπρεπε και να φάμε, γιατί η πείνα ήταν μεγάλη εκείνες τις μέρες, δεν είχε μαγαζιά, δεν είχε τίποτα, τίποτα. Εκεί που καθόμασταν και λέγαμε ένα σωρό σαχλαμάρες, ήρθαν βέβαια. Φαντάζομαι ήταν από τους Εγγλέζους. Αφήστε, πάρα πολλοί λένε αυτό, οι άλλοι λένε το άλλο. Πάντως, πέρασαν, μας χτύπησαν. Πέρασαν, δεν το καταλαβαίνω, δεν το κατάλαβα. Και επειδή λένε πολλοί και άλλα πράγματα, γιατί εγώ είχα ακούσει ότι ήταν από τον Λυκαβηττό που μας χτύπησαν. Τέλος πάντων.
 
Και σκοτώθηκαν δέκα παιδιά δικά μας. Και εγώ πληγώθηκα πάρα πολύ στο πόδι και στο χέρι και αλλού, αλλά προπαντός στο χέρι και στο πόδι. Και σύρθηκα, θυμάμαι, και πήγα στη κουζίνα. Είχα ένα καινούριο παλτό αυτή την φορά, και ήταν τα φασόλια και μόνο το παλτό μου σκεφτόμουν. Και ήρθε ο Μάνος ο Ζαχαρίας και μου λέει μη κάνεις έτσι. Λέω, μα το παλτό μου, λερώθηκε με τα φασόλια. Τι θα κάνω; Και μου λέει, δεν είναι τίποτα. Κομουνίστρια δεν είσαι; Ένα χέρι σου κόπηκε. Ε, και; Αυτό θυμάμαι, τίποτα άλλο. Μετά με πήραν και με πήγαν στον νοσοκομείο στην Αγία Όλγα. Αλλά θυμάμαι αυτό, που και αυτός θα είχε χάσει το μυαλό του. Σήμερα λέει δεν είπα κάτι τέτοιο. Αλλά να βλέπει και μόνο τους δικούς του τους συντρόφους σκοτωμένους, ένα ζευγάρι και να έχει πεθάνει και το ζευγάρι και ο αρραβωνιαστικός και η κοπέλα στα πόδια του, δεν είναι και λίγο. Και όλοι οι άλλοι.

 
Και σας πήγαν στην Αγία Όλγα;
 
Ναι, με πήγαν το βράδυ με ένα, δεν ήταν αυτοκίνητο, μία καρότσα και μας πήγαν και μας έβαλαν στην αυλή, δεν ξέρω αν υπήρχαν κουβέρτες, το αίμα χυνόταν, βάζανε σιγά, σιγά για να τους χειρουργήσουν. Και λέγανε μερικοί, αυτοί με το παραμικρό κόβανε ένα χέρι και ένα πόδι. Μα το κάνανε για να σώσουν τον άνθρωπο. Ποιος προλάβαινε να κάνει την εγχειρισούλα; Δεν γινόταν. Και με πήγαν και εμένα. Με βάλανε επάνω στο κρεβάτι και ήταν ένας χειρούργος νέος και μου λέει τώρα κοπέλα μου μέτρα. Και εγώ μετρούσα και έλεγα ένα, δύο, τρία, είμαι ευτυχισμένη. Από εκεί και πέρα τα έχασα όλα. Ήμουν στα πρόθυρα, δεν μου έκοψε το χέρι, άλλωστε το βλέπετε, εδώ είναι. Αλλά μου φαίνεται ότι άγγιξα τον θάνατο οπωσδήποτε γιατί δεν το λέω εγώ, το λένε οι άλλοι. Είχα χάσει, είχα πολύ πυρετό και το πόδι μου και το χέρι μου. Και νομίζω ότι αυτός ο μικρός, ο γιατρός χειρουργός τελικά με έσωσε. Γιατί επειδή με ήξερε από το πανεπιστήμιο που με έβλεπε που φώναζα, που έλεγα ζήτω και πάμε και κάνουμε, είπε, από ό,τι μου είπαν οι νοσοκόμες όταν συνήρθα, αφήστε την και ας ριψοκινδυνέψουμε. Εγώ δεν της κόβω το χέρι.
 

Η οικογένειά σας ήξερε την δράση σας;
 
Ναι. Ο πατέρας μου ήταν απελπισμένος. Ήταν καθηγητής, καταπληκτικός άνθρωπος, κλεισμένος στο σπίτι του, ήξερε και την πείνα και τον φόβο και όλα αυτά τα πράγματα τα ήξερε. Εγώ δεν τα ήξερα γιατί ζούσα απέξω και δεν με ένοιαζε τίποτα. Και η μαμά μου ήταν, εξαιτίας των Γερμανών βέβαια τότε, στο Δαφνί. Δεν την είχαμε κοντά μας. Την είχαμε μετά. Και ήταν κάτι φοβερό. Αλλά ήταν πιο δυνατή η αντίσταση.
 
Και οι αδερφές σας πότε σας βρήκαν;
 
Ήρθαν και τους είπαν, ξέρετε, έγινε αυτό στο σχολείο αυτό και σκοτώθηκαν, αλλά η αδερφή σου έχασε το χέρι της και οι άλλοι σκοτώθηκαν. Πήρε την άλλη μου αδερφή και ήρθαν να δούνε αν είμαι ζωντανή ή όχι. Την τρίτη φορά που ήρθαν έγινε αυτό που σας είπα με τους Εγγλέζους. Λοιπόν, ήρθαν και είδαν ό,τι είδαν. 40 άνθρωποι στο ίδιο μέρος, δύο, δύο στα κρεβάτια, κάτι τέτοιο. Ήταν τραγικά γιατί τα πτώματα, μάλλον όχι τα πτώματα, οι πληγωμένοι έρχονταν ο ένας πίσω από τον άλλο. Ήταν πάρα πολλοί, πάρα πολλοί, και πού να τους βάλουν και πώς να τους φροντίσουν. Εγώ βρήκα αυτό το κρεβάτι και ήμουν τυχερή.
 
Και τι σας έλεγε η αδερφή σας; Όταν πλέον ανακτήσατε τις αισθήσεις σας και ξεφύγατε από τον κίνδυνο, τι σας έλεγε η αδερφή σας για την κατάσταση έξω;
 
Πρώτα από όλα δεν ξέρω αν μπορούσαν να δουν και εκείνοι την κατάσταση γιατί ήταν από την μεριά την δική μας και όχι από την μεριά των άλλων. Δεν είχαμε μία, δεν μπορούσαμε, ό,τι μαθαίναμε, το μαθαίναμε από τους δικούς μας. Μπορεί και να λέγανε θα σταματήσει ο πόλεμος, θα έρθουν οι άλλοι. Δεν ξέραμε. Ο φόβος βέβαια, υπήρχε για αυτούς που δεν έκαναν Αντίσταση. Η αδερφή μου έκανε. Κάπως είχαμε σχεδόν την ίδια ηλικία. Η μεγάλη μου αδερφή που έπαιρνε την θέση της μητέρας μου δεν τα ήξερε όλα αυτά. Ήξερε ότι πληγώθηκα και όταν ήμουν επιπόλαια να σηκωθώ να φύγω από το σπίτι και να πάω εκείνη την ημέρα στο σχολείο. Λοιπόν, αυτοί το μόνο που σκέφτονταν, και το ξέρω και μου το είπαν, ήταν θα ζήσω ή όχι. Εγώ δεν τα καταλάβαινα όλα αυτά. Κάτι θυμάμαι, όχι για τις πρώτες μέρες. Αλλά είναι φλου.
 
Και όταν συνήρθατε πώς ήταν το κλίμα;
 
Ήταν τραγικό αλλά πάλι δεν το είδα. Όταν είσαι στην άκρη, άκρη, σε ένα κρεβάτι δικό σου, δεν βλέπεις και τι γίνεται αλλού. Αλλά η αδερφή μου τα έβλεπε τα κομμένα πόδια. Ένας που είχαν κοπεί μπροστά του και φαίνεται θα είχε τρελαθεί και έβγαζε το σεντόνι για να τα δείξει. Ένας άλλος που της έλεγε έλα να μου ξύσεις το πόδι. Και θυμάμαι που η αδερφή μου έλεγε ότι ευτυχώς που είχε και ένα πόδι και του έξυνε γιατί δεν είχε το πόδι. Όλα αυτά τα έβλεπε. Αλλά δεν ήταν μόνο αυτό. Τα παιδιά που μπαίνανε μέσα, και εγώ είχα ένα παιδί μία εποχή, μπαίνανε στο κρεβάτι ενός άλλου αρρώστου. Ή βάζανε κουβέρτες κάτω, όταν υπήρχαν οι κουβέρτες και βάζανε χάμω τους αρρώστους. Πώς να γίνει; Το νερό που πίναμε, ας πούμε, αυτό το θυμάμαι, γιατί έλεγα στην αδερφή μου τι νερό είναι, μα είναι τενεκές έξω, τενεκές για όλα και βάζανε το ποτήρι και φέρνανε το νερό. Δεν είχαμε τίποτα. Και όταν ήρθαν οι Εγγλέζοι, τότε να δείτε. Εκεί μας ήρθε επιτέλους το φαΐ. Ήταν κονσέρβες κορν μπηφ. Με τον πυρετό που είχα, δεν είχαμε πια νοσοκόμες, είχαν φύγει, ήταν οι πρόσκοποι που μας έκαναν τα πάντα, παιδιά, τους τα δίναμε. Αυτοί ήταν ευτυχισμένοι, εμείς όμως τι τρώγαμε. Δεν είχε γάλα. Και είχαμε κάνει μία απεργία τότε.
 
Πείτε μου λίγο τι έγινε όταν ήρθαν οι Εγγλέζοι στο νοσοκομείο.
 
Τίποτα. Δεν ξέρω, δεν μπορώ να το καταλάβω πώς αυτοί που ήταν τα αδέλφια μου ήταν σαν τους Γερμανούς σχεδόν, πολύ σκληροί. Όχι με τους πληγωμένους. Αλλά τα ήξερα. Δεν μας έδιναν τίποτα να φάμε. Εμείς θέλαμε γάλα με τον πυρετό που είχαμε. Και βέβαια, πότε, πότε ερχόταν κάποιος, κόσμος, και μας έδινε ένα πορτοκάλι και το μοιραζόμασταν με τον γείτονα, με την γειτόνισσα. Άντρες και γυναίκες ήταν στο ίδιο, 40 ήταν. Και πέθαιναν κάθε μέρα. Και μπαίνανε κάτι, για να μη τον βλέπουμε. Τίποτα. Νομίζω ότι ήταν και αυτοί όταν ήρθαν, χειρότερα από πριν, γιατί δεν είχαμε την ελευθερία μας και δεν μπορούσαμε και να φύγουμε αν θέλουμε. Πώς να φεύγαμε; Αφού ήμαστε αυτής της πλευράς και ήμαστε εχθροί τους.
 
Και τι σας έλεγαν για τους δικούς σας;
 
Ξέρετε, δεν μπορούσαν να μου πουν. Γιατί εγώ δεν ήξερα αγγλικά και εκείνος δεν ήξερε ελληνικά. Ξέραμε μονάχα ό,τι μας έλεγαν οι άλλοι που λέγανε το τέρας δεν φέρνει γάλα, δίνει τέτοια. Τι να πούμε. Δεν νομίζω ότι μιλούσαν, τι να μιλήσουν; Με τους άρρωστους; Με αυτούς που πέθαιναν; Που πονούσαν, που φωνάζανε δώσε μου ένα παυσίπονο; Που δεν υπήρχε.
 
Για τους δικούς σας τους συντρόφους τι μαθαίνατε; Τι γινόταν έξω στην Αθήνα;
 
Πολύ λίγα πράγματα. Πρώτα δεν μου λέγανε την αλήθεια. Είχαν σκοτωθεί πάρα πολλοί άλλοι και είχαν πει να μην τα μαθαίνει, φτάνει, οι δικοί μου. Και ήξερε, γιατί ακούγαμε πολύ συχνά όλα αυτά που ακούγαμε με αεροπλάνα, και εγώ ζητούσα, θυμάμαι, βάλτε με κάτω από το κρεβάτι, γιατί τότε φοβόμουν ότι μπορούσα να το ξαναπάθω. Γιατί το πόδι μου, προπαντός, αυτό ήταν το χειρότερο μετά, γιατί το ξέχασαν και φαίνεται ότι είχε αυτό και όταν το είδαν πάλι φαίνεται σκέφτηκαν ότι μπορούσαν να αναγκαστούν να κόψουν ένα πόδι. Και έγιναν πολλά πράγματα.
 
Μου είπατε ότι τότε φοβόσαστε, ενώ πριν μου λέγατε ότι δεν φοβόσαστε τίποτα.
 
Ναι, γιατί κοιτάξτε, είχα και τους θανάτους που ήταν πλάι, το καταλάβαινα ότι πέθαιναν γύρω μου, ήξερα πια ότι μπορεί και να πεθάνω. Θυμάμαι μία φορά που είπα στην αδελφή μου, πεθαίνω, θα πεθάνω, πού είναι η μαμά; Αυτό το θυμάμαι. Γιατί ο πυρετός όσο και να με έκανε να μην καταλαβαίνω πολλά, ήταν στιγμές που τις θυμάμαι. Διψούσα, πεινούσα. Τι να φάω;
 
Όταν πλέον είχατε αναρρώσει, αισθανόσαστε έτσι ότι θα νικήσετε;
 
Ναι, ήμουν αρκετά, το ίδιο ήμουν πάντοτε στην ζωή μου και τώρα ακόμα, άνθρωπος που πίστευα στο αύριο. Λοιπόν, όταν με πήραν και με πήγαν στο σπίτι και όταν ήρθε και αυτός ο μικρός γιατρός για να με βοηθήσει για το πόδι και για το χέρι -είχε τελειώσει πια ο Εμφύλιος- και θυμάμαι ότι με δεκανίκια άρχισα να σηκώνομαι και με πήγαν κοντά, εκεί που είναι ο βασιλιάς επάνω στο άλογο, πού πήγα; Στο Πεδίον του Άρεως. Πήγα εκεί και ήταν μία μάνα εκεί, ποιος ξέρει, και μου λέει κοριτσάκι μου, φαίνεται ότι ήμουν και καλή, δεν ήμουν και μεγάλη, το καημένο. Εγώ καημένη; Την κόρη σου ρώτα αν είναι καημένη. Εγώ πανευτυχής βγήκα. Από εκεί και πέρα πήγαινα στα θέατρα, περήφανη. Μου κάνανε αγάπες. Να βλέπω θέατρο. Και μετά πήγα στον Ευαγγελισμό πολλούς μήνες για να δω τι θα γίνει.
 
Τι νομίζετε ότι έγινε εκείνο τον Δεκέμβρη; Δηλαδή εσείς πήγατε εκεί πέρα και νομίζετε ότι υπήρχε ξεκάθαρη πολιτική από πλευράς του Κόμματος;
 
Δεν νομίζω. Εκ των υστέρων ναι, το κατάλαβα. Αλλά και αν το ήξερε ένας δεν θα ερχόταν να μου το έλεγε. Αυτό που σας είπα πριν. Ότι ήταν μοιρασμένοι. Ο κόσμος ήταν μοιρασμένος. Εμείς από την μεριά των Εγγλέζων και ξεχάσατε ότι ήρθε ο Τσώρτσιλ εκεί και πήγε στη Μεγάλη Βρετανία και παραλίγο να τον σκοτώσουν. Γιατί; Αυτό θέλανε. Να σκοτώσουν τον Τσώρτσιλ. Είχε τελειώσει. Αυτοί που μάχονταν ακόμα το ξέρανε σίγουρα ότι είχε τελειώσει η υπόθεση της Ελλάδας. Και βέβαια, τότε, εγώ δεν μπορούσα να ξέρω, δεν ήξερα, θα θέλανε τους Ρώσους. Σίγουρα. Αυτοί που πολεμούσαν με τους Εγγλέζους. Αυτό είναι σίγουρο. Οι Ρώσοι θα μας σώζανε.
 
Και διάβασα στο βιβλίο σας ότι μαθαίνατε από κάποιους ασθενείς που ερχόντουσαν ότι θέλανε, όταν είχε έρθει ο Τσώρτσιλ, να ανατινάξουν την Μ. Βρετανία.
 
Αυτό σας είπα. Την ήξερα την ιστορία. Μου την είχε πει ένας συγγραφέας καταπληκτικός, ο οποίος πέθανε τώρα, ο οποίος ήταν σχεδόν μέσα στην υπόθεση. Αυτά που έγραψα, δηλαδή, δεν τα βρήκα. Όλα αυτά που έγραψα πήγαινα και έβρισκα αυτούς που ήταν εν ζωή και μου λέγανε. Λοιπόν, όταν βάζουν αυτό τον ψηλό, τον ωραία ντυμένο κλπ που θέλουν να ανατινάξουν, είναι πρόσωπα αληθινά σε ένα τέτοιο ξενοδοχείο. Αυτό το βιβλίο που έχω γράψει. Δεν θα μπορούσα να το βρω εγώ. Πώς; Κλεισμένη σε ένα νοσοκομείο; Είναι δύσκολο.
 
Με αυτό που ήθελα να κλείσω, είναι ότι γράψατε κάπου, «στην αρχή τους ρίχναμε λουλούδια και μετά τους ρίχναμε χειροβομβίδες»…
 
Και εκείνοι όμως μας έδιναν σοκολάτες και μετά μας έδιναν, όχι χειροβομβίδες, πολύ περισσότερα. Μας χτυπούσαν χωρίς να, πάρα πολύ. Ναι, βέβαια. Τα όπλα τα δικά μας ήταν τιποτένια μπροστά στα δικά τους τα όπλα και στην δύναμή τους. Αυτά τα μαθαίνω εκ των υστέρων, είπα. Δεν ήμουν εκεί. Ήταν πόλεμος κανονικός.
 
 *Τα κείμενα που δημοσιεύονται αποτελούν την ακριβή απομαγνητοφώνηση των συνεντεύξεων, χωρίς καμία επεξεργασία.