Η συγγραφέας Βενετία Αποστολίδου, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια στο Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης του ΑΠΘ, μιλά για το Τραύμα και τη Μνήμη με την Κρυσταλία Πατούλη, όπως αναδύονται μέσα από την Ελληνική Λογοτεχνία της περιόδου 1949 – 2009, των συγγραφέων, κυρίως, που έζησαν την Κατοχή, την Αντίσταση και τον Εμφύλιο, καταλήγοντας κυνηγεμένοι στην εξορία ως πολιτικοί πρόσφυγες, ή μεταγενέστερων που έγραψαν σχετικά γι’ αυτούς, μυθοπλαστικά ή ρεαλιστικά. Η συγγραφέας, μελετώντας τη λογοτεχνία τους, αναδεικνύει, εκτός των άλλων, το βαθμό επίγνωσης -που δείχνει να ωριμάζει μέσα στα χρόνια- για κάποιες από τις τραυματικότερες εμπειρίες του Ελληνικού λαού. Θέμα έντονα φορτισμένο με ιστορική ευθύνη, για όλους, και για πάντα, όπως -εκτός των άλλων- περιγράφεται στους στίχους του Μικρού Μονομάχου: «Άμα κάνεις μια βουτιά στον εαυτό σου / δεν θα βρεις τον εαυτό σου / αλλά όλους τους άλλους / τους μικρούς και τους μεγάλους / γιατί ο χρόνος είναι ένας / και δεν πέθανε κανένας».
 

Ads

image

Στο βιβλίο σου «Τραύμα και μνήμη» το οποίο πήρε φέτος το Κρατικό Βραβείο ∆οκιµίου-Κριτικής, ποιό είναι το βασικότερο που μπορεί κανείς να κατανοήσει, μέσω της λογοτεχνίας των πολιτικών προσφύγων από το 1949 έως το 2009, αλλά και για την ίδια τη Ελληνική λογοτεχνία; 

Το βασικό που προσφέρει το βιβλίο, είναι ότι αναδεικνύει τον τρόπο σκέψης, την ψυχολογία, τα αισθήματα των πολιτικών προσφύγων μέσα από τα γραπτά τους, καθώς οι πολιτικοί πρόσφυγες αποτελούσαν μια terra incognita. Δεν γνωρίζαμε πώς ζούσαν, πώς σκέφτονταν τι αισθάνονταν στο καιρό της εξορίας τους αλλά και μετά τον επαναπατρισμό τους. Υπήρχε κάποια απώθηση, κάποια περιφρόνηση ίσως γι αυτούς.

Ads

Σαν αποκλεισμός;
Ναι, σαν αποκλεισμός. Ήταν σαν ακόμα και η ίδια η Αριστερά, να μην θέλει να δει την πίσω.. αυλή, που λέμε. Δηλαδή, αυτούς που ήταν κατά κάποιον τρόπο στην «πρώτη γραμμή του τραύματος». Αυτοί που πρώτοι τραυματίστηκαν, πάνω στους οποίους προστέθηκαν και τα άλλα τραύματα, αυτά της εξορίας, του επαναπατρισμού, κλπ.
Όλο αυτό αναδεικνύεται στη συνθετότητά του από το βιβλίο.
Και το δεύτερο είναι ότι, ασχολούμενοι με το τραύμα των πολιτικών προσφύγων, βλέπουμε διαφορετικά, φωτίζεται, δηλαδή, με διαφορετικό φως και το τραύμα των επιζώντων που παρέμειναν και έζησαν στην Ελλάδα και που δεν ήταν πρόσφυγες.
Αυτό ήταν για μένα το πιο σπουδαίο, για τον εαυτό μου κυρίως. Για το τι εγώ κατάλαβα.

Ποια πορεία έργου και ζωής σε έφερε στο σημείο να κάνεις όλη αυτή τη μελέτη; 

Είμαι φιλόλογος, αναπληρώτρια καθηγήτρια στο Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης του ΑΠΘ, διδάσκω νεοελληνική λογοτεχνία και διδακτική της λογοτεχνίας. Από τότε που ξεκίνησε η καριέρα μου, από την διδακτορική μου διατριβή, ασχολήθηκα περισσότερο με την κριτική της λογοτεχνίας. Ένα άλλο βιβλίο που έχω γράψει το οποίο αποτελεί –κατά κάποιον τρόπο- προοίμιο για το «Τραύμα και μνήμη» ήταν εκείνο για τον Δημήτρη Χατζή, που λεγόταν «Λογοτεχνία και ιστορία στη μεταπολεμική αριστερά. Η παρέμβαση του Δημήτρη Χατζή 1947-1981», των εκδόσεων Πόλις και μελετούσε κυρίως το φιλολογικό και το κριτικό έργο του. Ο Χατζής υπήρξε πολιτικός πρόσφυγας, για 25 περίπου χρόνια, στην Ουγγαρία και για ένα διάστημα στην Ανατολική Γερμανία. Έτσι, μέσα από την μελέτη για τον Χατζή, γνώρισα τον κόσμο των πολιτικών προσφύγων. Όταν, λοιπόν, τελείωσα το βιβλίο αυτό, στο οποίο είχα αφιερώσει μόνον ένα κεφάλαιο στη ζωή του στην εξορία, θέλησα να συνεχίσω αυτή την έρευνα για τους πολιτικούς πρόσφυγες, διότι με έχει συγκινήσει πάρα πολύ, η ιστορία τους, η ζωή τους, η περιπέτειά τους. Έτσι, συνέχισα να διαβάζω λογοτεχνικά βιβλία που έχουν γράψει οι πολιτικοί πρόσφυγες, λογοτεχνικά βιβλία που μιλούν γι αυτούς καθώς και ιστορικές μελέτες και κατέληξα σε αυτό το μικρό βιβλίο που συζητάμε τώρα.
 
Έχει γραφτεί κάτι παρόμοιο μέχρι τώρα, ειδκά στην Ελλάδα, το οποίο να είναι προσεγγισμένο από την πλευρά του τραύματος σε συνάρτηση με τη μνήμη;
 
Για τους πολιτικούς πρόσφυγες τα τελευταία χρόνια έχουν γραφτεί 2-3 ιστορικές μελέτες, ως βιβλία, αλλά επίσης υπάρχουν και κάποια άρθρα κυρίως από κοινωνικούς ανθρωπολόγους, οι οποίοι έχουν ερευνήσει τα τραύματα και την ιστορία των προσφύγων, με άλλους τρόπους, δηλ. με συνεντεύξεις κλπ.
Εγώ, το προσέγγισα το θέμα μέσα από την λογοτεχνία και γενικά τα κείμενα που έγραψαν οι πολιτικοί πρόσφυγες.
Οπωσδήποτε όμως, τα τελευταία χρόνια γίνεται συζήτηση γύρω από το τραύμα του Εμφυλίου. Γιατί το τραύμα των πολιτικών προσφύγων είναι μέρος ενός πιο συνολικού τραύματος του ελληνικού Εμφυλίου και των συνεπειών του.
Προσωπικά, ωφελήθηκα πάρα πολύ από τις αυτές τις μελέτες των ανθρωπολόγων.
 
Σύμφωνα με πολλούς ψυχοτραυματολόγους, όπως και τη γνωστή ψυχαναλύτρια Άλις Μίλερ, οι επιζώντες της βίας, ως άνθρωποι που έχουν υποστεί ψυχικό τραύμα, μπορούν να το διαχειριστούν κυρίως εφόσον δεν το απωθήσουν. Είναι δηλαδή σημαντική τόσο η δημοσιοποίηση των βιωμάτων τους όσο και η επανεπεξεργασία τους. Οπότε, ένα βιβλίο που πραγματεύεται τη μνήμη και το τραύμα των πολιτικών προσφύγων λόγω του εμφυλίου, μοιάζει να είναι πολύ σημαντικό και γι αυτόν τον λόγο.
 
Η ίδια η λογοτεχνία των πολιτικών προσφύγων έχει παίξει έναν ανάλογο ρόλο. Μέσα σε αυτό το βιβλίο, αναδεικνύω ακριβώς τον ρόλο που περιέγραψες, και που έχει παίξει η λογοτεχνία τους.
 
Πόσο, όμως, και η κοινωνία, που ήταν μάρτυρας των βιωμάτων τους, αλλά και τα παιδιά και τα εγγόνια αυτών των ανθρώπων, που έχουν κληρονομήσει την ιστορία τους, έχουν διαχειριστεί το τραύμα του ελληνικού εμφυλίου;
 
Αυτό είναι ένα μεγάλο ζήτημα που αφορά πολλές έρευνες και μπορεί να απαντηθεί με τη βοήθεια πολλών επιστημών. Εγώ μπορώ να πω πως το τραύμα των πολιτικών προσφύγων αλλά και συνολικά του εμφυλίου απασχολεί τη νεοελληνική πεζογραφία διαρκώς και γνωρίζει έξαρση τα τελευταία χρόνια.
 
Μέσα στο βιβλίο αναφέρεις για το θέμα της επαναβίωσης του τραύματος. Πολλοί, δεν γνωρίζουν, επίσης, ότι το ψυχικό τραύμα «σταματά τον χρόνο», με το να επαναβιώνεται, μέχρι, δηλαδή, να μπορέσει να το επαναεπεξεργαστεί κάποιος, με την συνεργασία της λογικής και του συναισθήματος.
 
Επαναβιώνεται ως ανάμνηση τραυματική. Η λογοτεχνία βοηθά ακριβώς σε αυτό: στην επεξεργασία του με τη βοήθεια της αφήγησης. Η αφήγηση, ως γνωστόν, είναι μια θαυμάσια σύζευξη λογικής και συναισθήματος.

Οι επιστήμονες της Συστημικής Σχολής, γνωρίζουν ότι όπως αντιδρά σε κάτι ένα άτομο, το οποίο από μόνο του είναι ένα σύστημα, αναλόγως συνήθως αντιδρά και μία κοινωνία, ως υπερσύστημα. Αν κάνουμε λόγο για τη διαταραχή μετατραυματικού στρες – στην οποία αναφέρεσαι και στο βιβλίο- πώς «απαντά» η λογοτεχνία των πολιτικών προσφύγων πάνω στο ζήτημα της επανάληψης;

Χωρίς να είμαι ειδική, θα έλεγα πως η λογοτεχνία που γράφουν οι πολιτικοί πρόσφυγες, ως συγγραφή αλλά και ως ανάγνωση, αποτελεί την «επανάληψη» του τραύματος σε ασφαλή συμφραζόμενα (δηλαδή στο πλαίσιο της μυθοπλασίας) και έτσι λειτουργεί θεραπευτικά.

Η ιστορικός Τασούλα Βερβενιώτη, η οποία έχει εντρυφίσει στην περίοδο της Αντίστασης και του εμφυλίου, μου έχει πει σε πρόσφατη συνέντευξη πως τον εμφύλιο η ελληνική κοινωνία, δεν τον έχει διαχειριστεί ακόμη, γι’ αυτό και παραμένει ένα ανεπίλυτο τραύμα.
 
Σε μια κοινωνία υπάρχουν πολλά επίπεδα και χώροι διαχείρισης των συλλογικών τραυμάτων: το θεσμικό, το επιστημονικό, το πολιτικό, το καλλιτεχνικό κλπ. Στη λογοτεχνία βρίσκουμε μια σημαντική προσπάθεια διαχείρισης, αλλά φυσικά η λογοτεχνία δεν αφορά όλους τους ανθρώπους ούτε από μόνη της αρκεί για να θεραπεύσει το τραύμα.
 
Η ίδια ιστορικός έχει πει, επίσης, ότι η Χούντα ήταν αποτέλεσμα του εμφυλίου.
 
Ναι, η Χούντα ήταν μία συνέπεια του εμφυλίου.
 
Ανησυχούν μάλιστα πολλοί, συν η συγκεκριμένη ιστορικός, Τασούλα Βερβενιώτη, ότι μπορεί στις σημερινές συνθήκες της κρίσης, να ξεσπάσει ένας νέος εμφύλιος και μάλιστα, κυρίως, επειδή ακόμη, δεν έχουμε διαχειριστεί ως κοινωνία τον τελευταίο.
 
Αυτά τα οποία συμβαίνουν, μπορεί να είναι συνέπειες παλαιοτέρων γεγονότων, όπως με το παράδειγμα της Χούντας, αλλά δεν είναι το ίδιο. Το ίδιο το ιστορικό γεγονός δεν επαναλαμβάνεται. Όμως, το τραύμα υπάρχει. Τα τελευταία χρόνια,  σημειώνεται βελτίωση σε σχέση με αυτήν τη διαχείριση, μέσα, τουλάχιστον, από γραπτά, από βιβλία κλπ.
Φαίνεται ότι έχει γίνει μεγάλος δρόμος προς την συμφιλίωση και η λογοτεχνία έχει συμβάλει πάρα πολύ σε αυτό. Αυτό που έχουμε κατορθώσει, σε σχέση με το τραύμα του Εμφυλίου, είναι να το δούμε ως τραύμα διττό, να αναγνωρίσουμε δηλαδή ότι και οι δύο πλευρές τραυματίστηκαν με πολλούς και διαφορετικούς τρόπους.
Αυτό είναι μία πάρα πολύ μακρά διαδικασία… Έχουν συμβεί τα γεγονότα εδώ και 60 χρόνια αλλά μόνο τα τελευταία 10 περίπου βρίσκουμε ουσιαστική αναγνώριση του διττού τραύματος, στη λογοτεχνία πάντοτε.

Η έκφραση των βιωμάτων όπως και η γνωστοποίηση των γεγονότων, είναι τα πρώτα βήματα που πρέπει να ξεκινήσουν να γίνονται μετά από ανάλογα γεγονότα…
 
Η βία αργεί να γνωστοποιηθεί. Δηλαδή, μετά υπάρχει για πολύ καιρό η σιωπή, που απωθεί τα γεγονότα. Δεν μπορεί να γίνει τίποτα τον καιρό της σιωπής.
Μετά, σιγά σιγά αρχίζει η επεξεργασία με την αφήγηση. Έχω διαβάσει σχετικά με την παγκόσμια «λογοτεχνία του τραύματος», όπως λέγεται, δηλαδή τα βιβλία που είναι γραμμένα σχετικά με το ολοκαύτωμα ή με τον πόλεμο του Βιετνάμ ή τον Ισπανικό εμφύλιο. Όλοι αυτοί οι μελετητές, καταλήγουν ότι μετά το τέλος του κάθε ιστορικού τραυματικού γεγονότος, χρειάζονται δέκα χρόνια περίπου για να ξεκινήσει δειλά δειλά μία πρώτη αφήγηση αυτού του γεγονότος.
Εδώ στην Ελλάδα δεν καθυστερήσαμε σε σχέση με άλλους λαούς. Ίσα ίσα. Μάλιστα αυτό το γεγονός με εντυπωσιάζει, διότι, αν και είχαμε ένα πολύ αυταρχικό καθεστώς μετά τον εμφύλιο, η λογοτεχνία μας κατόρθωνε και περνούσε έμμεσα και υπόγεια την επεξεργασία.
 
Κυρίως από πολιτικούς πρόσφυγες;
 
Ναι, από πολιτικούς πρόσφυγες διότι στη δική τους κοινότητα υπήρχε έντονο το αίτημα της μνημείωσης των εμπειριών τους, επενδυμένο βέβαια με πολιτικά προτάγματα. Αλλά και στην Ελλάδα. Για παράδειγμα, η ποίηση του Μανόλη Αναγνωστάκη έχει βοηθήσει πάρα πολύ σ’ αυτό, αλλά και αρκετοί πεζογράφοι. Αναφερόμενοι όμως, έμμεσα. Πάντα έμμεσα.
Στην ουσία, δηλαδή, είναι σαν να έχουμε δύο λόγους. Τις πρώτες δεκαετίες, ο ένας είναι ο επίσημος λόγος των πολιτικών και των δημοσιογράφων, που είναι ένας λόγος φανατικός, που ξύνει τις πληγές διαρκώς, που δεν βοηθάει ούτε στο ελάχιστο για κάποιον αναστοχασμό και την επεξεργασία του τραύματος, και από την άλλη έχουμε τη λογοτεχνία η οποία έμμεσα –και για όσους φυσικά την διαβάζουν- ανακουφίζει πάρα πολύ τους ανθρώπους.
Μου έχει τύχει, μετά από ομιλίες, να με πλησιάζουν άνθρωποι μεγάλης ηλικίας λέγοντάς μου ότι «Έτσι όπως τα λέτε γινόντουσαν: Παίρναμε ένα μυθιστόρημα και το διαβάζαμε και γαλήνευε η ψυχή μας, διότι βλέπαμε ότι η εμπειρία που είχαμε ζήσει κάπου αποτυπωνόταν!».
 
Η “ανακούφιση” αυτή, όμως, δεν υπάρχει μέχρι σήμερα, για εκείνους τουλάχιστον τους ανθρώπους που πήραν μέρος στην Αντίσταση και βρέθηκαν κυνηγημένοι στα βουνά και στη συνέχεια στην εξορία, όπως μου έχει πει, π.χ. η αείμνηστη Αντιστασιακή Μαχήτρια Μαρία Μπέικου. Δεν είναι θέμα «παρηγοριάς», δηλαδή, για ανάλογους ανθρώπους, αλλά δείχνει να είναι θέμα τιμής, για κάποιον ο οποίος είναι το λιγότερο: Επιζών της βίας.
 
Το πρώτο στάδιο είναι η καταγραφή των γεγονότων και των βιωμάτων και η δημοσιοποίησή τους, που θα προκαλέσει έναν δημόσιο διάλογο. Βέβαια, στο ατομικό τραύμα, είναι ξεκάθαρο ποιος είναι ο θύτης και ποιο είναι το θύμα. Στα ιστορικά τραύματα και ειδικά σε εμφύλιους, δεν είναι βέβαιο. Δηλαδή, πάντοτε, υπάρχει μία συνυπευθυνότητα.
Στο βιβλίο μου εγώ δεν είχα κάποια πρόθεση τιμής, δεν είχα, δηλαδή, κάποια μορφή «θετικής» προκατάληψης για εκείνη τη γενιά. Προσπάθησα να σκύψω και να μελετήσω κάτι που θεωρώ ότι είναι ενδιαφέρον, και αν κάνεις καλά τη δουλειά σου, βγαίνουν κάποια πράγματα που μπορούν να ωφελούν γενικότερα. Αυτή είναι η διαδικασία του μελετητή.
 
Ακόμη, όμως, και κάποιος που παρατηρεί π.χ. ένα επιστημονικό πείραμα, επηρεάζει το πείραμα. Αυτό έχει αποδειχθεί εδώ και χρόνια. Και αυτό που χρειάζεται, ίσως, είναι να πάρουν και προσωπική θέση οι άνθρωποι απέναντι στα επιστημονικά πορίσματά τους. Αυτό π.χ. δεν θα βοηθούσε το Τραύμα και την μνήμη;
 
Φυσικά, υπάρχουν πολλοί λόγοι που στρέφεται κάποιος στο να μελετήσει ένα θέμα.  Π.χ. δεν βρίσκουν ενδιαφέρον όλοι οι φιλόλογοι στο θέμα αυτού του βιβλίου. Πολλοί, όταν ξεκίνησα, μου έλεγαν «Μα γιατί να ασχοληθείς με τη λογοτεχνία των πολιτικών προσφύγων; Πρώτα πρώτα είναι μια λογοτεχνία κακής ποιότητας». Και απαντούσα, ότι δεν με ενδιαφέρει αν είναι καλής ποιότητας ή κακής ποιότητας ως λογοτεχνία.
Από την ώρα που αυτή η λογοτεχνία έχει παίξει έναν ιστορικό ρόλο, αξίζει να μελετηθεί.
Δηλαδή, υπάρχουν πάρα πολλές προκαταλήψεις, σε σχέση με αυτά τα πράγματα. Οπωσδήποτε.
Το λέω, για να τονίσω αυτό που είπες, ότι δεν είναι τίποτα αντικειμενικό. Φυσικά. Αλλά από εκεί και πέρα, από τη στιγμή που πας να το μελετήσεις θα προσπαθήσεις όσο το δυνατόν να κρατήσεις αποστάσεις.
 
Και αποστάσεις αλλά και γνώσεις, ίσως, πολλών οπτικών αυτού του θέματος, ανεξαρτήτως συμφωνίας ή όχι;

Ακριβώς.
 
Οπότε, εκτός από το επιστημονικό μέρος της μελέτης, που επετεύχθη επιτυχώς, το –ας πούμε- ηθικό ή συναισθηματικό μέρος της, ποιό, είναι πιθανά;
 
Το προσωπικό μέρος, ίσως, είναι ότι τους πόνεσα πάρα πολύ αυτούς τους ανθρώπους. Και τη ζωή τους όσο ήταν εκεί έξω, αλλά και το τραύμα του επαναπατρισμού, τη φοβερή δυσκολία της προσαρμογής όταν γύρισαν στην Ελλάδα.
Την περιφρόνηση που βιώσανε στην Ελλάδα, μετά.
Η απαξίωση ακόμα και για τα πτυχία τους, για τις σπουδές που είχαν κάνει στις σοσιαλιστικές χώρες, που δεν αναγνωρίζονταν εδώ, δεν είχαν καμία αξία κατά το Ελληνικό κράτος.
Για παράδειγμα ο Χατζής είχε κάνει διδακτορικό  στο Πανεπιστήμιο Χούμπολτ του Ανατολικού Βερολίνου και εδώ αυτό το διδακτορικό δεν είχε καμία αξία.
Όλα αυτά, πάρα πολύ με συγκίνησαν. Είναι πολύ μεγάλο το τραύμα αυτών των ανθρώπων.
Και όσο μπόρεσα και εγώ βέβαια, γνώρισα και κάποιους, κάποια παιδιά δεύτερης γενιάς, κλπ. και για μένα ήταν ένα μεγάλο σχολείο, ένα μεγάλο μάθημα ανθρωπισμού αλλά και βέβαια και πίκρας για πολλά πράγματα. Και για τον σοσιαλισμό, και για το κόμμα, και για όλα.
 
Και στο ατομικό τραύμα, ο κάθε θύτης, ήταν συνήθως στο παρελθόν θύμα, όχι βέβαια από το θύμα του. Οι συστημικοί λένε χαρακτηριστικά, ότι αν αναζητήσουμε τον φταίχτη, θα φτάσουμε στον Αδάμ και στην Εύα… Παρόλα αυτά, η κοινωνία αλλά και τα πρόσωπα, αποζητούν, έστω, κάποτε, την τιμή, το «να μπουν τα πράγματα στη θέση τους» με έναν τρόπο. Χρειάζεται να μετακινηθεί ο καθένας στον ρόλο που έπαιξε, δηλαδή, και όχι να διαστρεβλώνεται η θέση του.
 
Η πορεία, όπως εγώ την ανίχνευσα έχει ως εξής:  Με τον εμφύλιο, έχουμε δύο πλευρές οι οποίες στην αρχή, ο καθένας από την πλευρά του, παριστάνει για τον εαυτό του το θύμα και τον αντίπαλο τον βλέπει ως θύτη κλπ. Και καθώς περνούν τα χρόνια, δημιουργείται μια καινούργια αφήγηση, όπου αναγνωρίζεται ότι και ο άλλος, ο αντίπαλος, έχει τραυματιστεί.
 
Όπως στο διήγημα του Χατζή, που αγκαλιάζονται οι αντίπαλοι στρατιώτες;
 
Ακριβώς. Αυτό, έγινε πολύ αργά και σταδιακά. Δεν ήταν εύκολο να γίνει. Πάντως έγινε, βέβαια, αν και σε μία περιορισμένη κλίμακα. Δηλαδή δεν έχουμε πολλά τέτοια έργα. Και νομίζω –τουλάχιστον αυτό προσπάθησα να δείξω στο βιβλίο- ότι αυτή είναι μία πορεία προς την συμφιλίωση, που γίνεται μέσα από τη λογοτεχνία.
 
Ατομικά, η επούλωση ενός τραύματος, γίνεται με την συμφιλίωση, των δύο ημισφαιρίων του εγκεφάλου, της λογικής και του συναισθήματος, που μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν μπορούσαν να συνεργαστούν μεταξύ τους, διότι το σοκ του τραύματος τα είχε αναγκάσει σε διχασμό. Δηλαδή, η λύση, έρχεται με τη συνεργασία τους, και όχι με εξωτερική παρέμβαση. Επίσης, ο αποκλεισμός (εξορία), η αδικία (διαστρέβλωση), όπως και η λήθη (αποσιώπηση) αποτελεί ύβρη… Θυμάμαι πρόσφατα η Αντιστασιακή Μαχήτρια Κατίνα Tέντα – Λατίφη, μου έλεγε πως τον εμφύλιο προξένησε η άκρα δεξιά στην Ελλάδα και πως δεν θα έβγαινε στο βουνό, στον Δημοκρατικό Στρατό, εάν δεν την κυνηγούσαν να την σκοτώσουν. 
 
Οι άνθρωποι που πολέμησαν στον Εμφύλιο δεν είναι εύκολο να ξεφύγουν από το λόγο του θύματος. Από την ίδια τη γενιά δεν το περιμένει κανείς αυτό. Δηλαδή, ο Χατζής, είναι μία τεράστια εξαίρεση. Αλλά ήταν και ένας άνθρωπος με μεγάλη στοχαστικότητα και πολύ συνειδητός στο τι έκανε.
Είναι η νεώτερη γενιά που μπορεί να το κάνει αυτό. Η ίδια γενιά δεν μπορεί να το κάνει. Έχεις δίκιο.
Αυτό που λένε εξηγεί το γιατί βγήκαν στο βουνό. Δεν εξηγεί, το τι έγινε μετά. Δηλαδή, σταματούν την αφήγησή τους, μέχρι ενός σημείου, που δεν φέρνουν στην επιφάνεια τις βιαιότητες που έκαναν οι ίδιοι.
 
Ναι, διότι θεωρούν ότι αμύνονταν σε μία επίθεση κατάφορα παράλογη και τουλάχιστον άδικη.
 
Το θέμα του τραύματος και της μνήμης, έχει ακόμα πολύ δρόμο προς διερεύνηση. Υπάρχουν πολλές δυνατότητες να δει κανείς και άλλα βιβλία. Εγώ σταματώ, σε ό,τι αφορά τη λογοτεχνία γενικώς περί Εμφυλίου, στο 1994. Από εκεί και μετά, έχουν βγει πολλά άλλα βιβλία και από νεώτερους συγγραφείς, που μιλούν για τον εμφύλιο και βέβαια χρειάζεται επιπλέον μελέτη.
 
Σε σχέση με τη σημερινή δεινή κατάσταση, έχουμε φτάσει σε ένα σημείο να κυβερνά το οικονομικό κέρδος, έχουν απαξιωθεί οι αξίες, παρόλο που οι αξίες είναι ακόμα σημαντικότερες και από τις ιδέες οποιασδήποτε απόχρωσης….
 
Οι αξίες δεν είναι σταθερές. Κάθε εποχή έχει τις δικές της αξίες και ούτε μπορούμε να γυρίσουμε σε παλιότερες εποχές, ούτε σε παλιότερες ιδεολογίες, ούτε σε παλαιότερες αξίες. Πρέπει να βρούμε και να επινοήσουμε εκείνες τις αξίες που θα ήταν χρήσιμες στο σήμερα.
 
Πώς εξηγείται, άραγε, ότι σε συντριπτική πλειοψηφία , οι λογοτέχνες, που ασχολούνται, με την διαχείριση αυτού του τραύματος, είναι περισσότερο οι αριστεροί εκείνης της περιόδου;
 
Αυτό είναι ένα δύσκολο ερώτημα. Οι ηττημένοι ενός Εμφυλίου έχουν μεγαλύτερη ανάγκη να μιλήσουν, να υπερασπιστούν το δίκιο τους. Ο λόγος τους είναι αποκλεισμένος από τη δημόσια σφαίρα οπότε καταφεύγουν στη λογοτεχνία, την τέχνη. Οι νικητές έχουν όλη τη δημόσια σφαίρα δική τους, ακολουθούν συνήθως μια πολιτική αποσιώπησης και από μια βαθύτερη ενοχή που μπορεί να έχουν αλλά και γιατί επιδιώκουν τη γρήγορη λήθη. Ωστόσο, όπως γράφω στο τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου μου, έχουμε πολύ αξιόλογα λογοτεχνικά έργα από λογοτέχνες που θα έλεγε κανείς, με κάθε επιφύλαξη πάντα, ότι ανήκουν στην κεντροδεξιά ή στην κεντροαριστερά.
 

image
 
[…] Ο κόσμος των πολιτικών προσφύγων είναι ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον ερευνητικό πεδίο, στο οποίο διασταυρώνεται η ελληνική εμπειρία του εμφυλίου πολέμου και η μετεμφυλιακή της συνέχεια με την ευρωπαϊκή εμπειρία των κομμουνιστικών καθεστώτων. Πάνω από όλα είναι ένα πεδίο όπου μπορούν να διερευνηθούν ζητήματα ταυτοτήτων, καθώς οι πολιτικοί πρόσφυγες, κουβαλώντας τα τραύματα του πολέμου, εκτίθενται σε μια νέα, ερεθιστική σε προκλήσεις, αλλά και απαιτητική καθημερινότητα, η οποία θέτει σε συνεχή και βασανιστική δοκιμασία τις πολιτικές τους πεποιθήσεις και ιδεολογίες, την εθνική τους συνείδηση και τη σχέση τους με την «πατρίδα», τους κοινωνικούς και οικογενειακούς τους ρόλους. […]
 
Όπως έχει γραφτεί, η φωνή των πολιτικών προσφύγων δεν έφτανε στην Ελλάδα, τα δικά τους βιώματα ήταν το πιο απωθημένο κομμάτι της μετεμφυλιακής Αριστεράς. […]
 
… συμμετείχα και σε άλλες εκδηλώσεις και συνέδρια του Δικτύου για την Μελέτη των Εμφυλίων Πολέμων και θα ήθελα να δηλώσω ότι ωφελήθηκα πολύ από τον πλούτο των πληροφοριών που έχει φέρει στο φως ο μόχθος τόσων ερευνητών, νεότερων και μεγαλυτέρων, αλλά και από την αντιπαράθεση απόψεων, οπτικών, ιστοριογραφικών και ψυχολογικών προσεγγίσεων ή και πολιτικών στρατηγικών.
Αν επιχειρούσα να συνοψίσω σε μία φράση αυτή την ωφέλεια, θα έλεγα πως μέσα σ’ αυτά τα χρόνια μού έγινε θεμελιωμένη πεποίθηση η αόριστη αίσθηση την οποία είχα πάντα πως ο μελετητής της μεταπολεμικής νεοελληνικής λογοτεχνίας, αλλά και της ιστοριογραφίας και της κουλτούρας γενικότερα, δεν θα κατορθώσει να κατανοήσει πολλά φαινόμενα της πολιτισμικής μας ζωής εάν δεν κατανοήσει τη σημασία και τις πολλαπλές συνέπειες που είχε ο Εμφύλιος στη ζωή μας. […]
 
Οι πολιτικοί πρόσφυγες ήταν ένα κομμάτι της Αριστεράς, η ίδια η ύπαρξη του οποίου θύμιζε τον Εμφύλιο, τις συνέπειές του, το ανεπούλωτο τραύμα. Ήταν ζωτική ανάγκη, ίσως, το κομμάτι αυτό να απωθηθεί, να μπει στο χρονοντούλαπο της ιστορίας. Η λογοτεχνία των πολιτικών προσφύγων αγνοήθηκε, λοιπόν, όπως αγνοήθηκαν και απαξιώθηκαν και οι ίδιοι, η ζωή τους, οι εμπειρίες τους, έως πολύ πρόσφατα που η έρευνα άρχισε να ασχολείται με αυτούς. […]
 
Αποσπάσματα από την εισαγωγή του βιβλίου της Βενετίας Αποστολίδου, Τραύμα και μνήμη, εκδ. Πόλις (2010)

—-
Διαβάστε επίσης στο tvxs.gr

TVXS Συνέντευξη: Το βίωμα να είσαι μετανάστης

Προφορική ιστορία: Ένα ριζοσπαστικό κίνημα. Της Τασούλας Βερβενιώτη

«Αυτό που ζούμε τώρα είναι… α-φύλιος» Θ. Τερζόπουλος, σκηνοθέτης

«Φοβάμαι μη φαγωθούμε πάλι μεταξύ μας», συνέντευξη της ιστορικού Τ. Βερβενιώτη

Η αντιστασιακή μαχήτρια Μαρία Μπέϊκου στην τελευταία της συνέντευξη

«Είμαστε η μοναδική χώρα που δεν γιορτάζει την απελευθέρωση της» Τ. Βερβενιώτη, ιστορικός

“Τι πρέπει να κάνουμε;” Απαντά, η Τασούλα Βερβενιώτη

Κατίνα Τέντα – Λατίφη: Αυτή είναι η ιστορία μου

H Kατίνα Tέντα – Λατίφη για τον Πέτρο Σ. Κόκκαλη