Ο θάνατος άφησε ημιτελές το σχέδιο του. Πέθανε χωρίς να κατακτήσει το ευρύ αναγνωστι­κό κοινό. Σαν πιθανές αιτίες γι’ αυτό, θα αναφερθεί ο αντιαριστερισμός του, το δύσκολο ύφος του, και η αρνητικότητα των χαρακτήρων του.

Ads

Ο θάνατος του Αλέξανδρου Κοτζιά, από ατύχημα (έπεσε και χτύπησε στο κεφάλι), στις 19 του Σεπτέμβρη, συγκλόνισε τον πνευματικό κόσμο της χώρας. Σχετικά νέος, 66 χρόνων (γεννήθηκε στις 27 Ιανουαρί­ου 1926), πέθανε αφήνοντας ανολοκλήρωτη τη σειρά από επτά νουβέλες που σχεδίαζε με το γενικό τίτλο “Τα παιδιά του Κρόνου”.

Παρ’ όλα αυτά, άφησε μια αξιοσημείωτη σε όγκο συγγραφική δουλειά. Εκτός από 17 μεταφράσεις, έγραψε 7 μυθιστορήματα, 3 νουβέλες, ένα θεατρικό έργο, 3 ιστορικά αφηγήματα και 3 τό­μους με κριτικά κείμενα (από το 1961 ως το 1987). Ήταν βιβλιοκριτικός στην “Καθημερινή”, και στο “Βήμα” το 1971-72, ενώ από το 1976 ως το 1982, που αποχώρησε από τη δημοσιογραφία, είχε την επιμέλεια της φιλολο­γικής “Καθημερινής”). Σαν ελάχιστη συμβολή στη μνή­μη του, θα κάνουμε μια σύντομη παρουσίαση των μυ­θιστορημάτων του και των νουβελών του.

Η “Πολιορκία“, το πρώτο του έργο, εκδόθηκε το 1953, όταν ο συγγραφέας ήταν μόλις 27 χρονών, και σε αναθεωρημένη έκδοση το 1961. Ο Κοτζιάς, στο μυθιστόρημα αυτό, καταθέτει τη δι­κιά του στάση απέναντι στα ταραχώδη εκείνα χρονιά του εθνικού διχασμού. (Συμπαραταγμένος με το ΕΑΜ μέχρι τα Δεκεμβριανά, οδηγήθηκε μετά οριστικά έξω από τις γραμμές της αριστεράς).

Ads

Κεντρικό πρόσωπο στο μυθιστόρημα αυτό είναι ο Μηνάς Παπαθανάσης. Ήρωας στους βαλκανικούς πο­λέμους  (“Μου δώσανε τέσσερα μετάλλια και προαγωγή επί του πεδίου της μάχης”) και στη μικρασιατική εκ­στρατεία, θα ακολουθήσει μια τυχοδιωκτική ζωή στο εξωτερικό μέχρι να παντρευτεί με συνοικέσιο τη Χρι­στίνα και να κατασταλάξει οριστικά στην Ελλάδα.

Όταν βλέπει την Αριστερά να κάνει “μια συγκρατημένη αντίσταση” και να έχει σαν κύριο στόχο την εξό­ντωση των πολιτικών της αντιπάλων, μπαίνει επικεφα­λής σε κάποια ομάδα εθελοντών πολιτών, που συγκρο­τήθηκαν για να αντισταθούν στα επαναστατικά σχέδια των αριστερών. Και καθώς δεν του αρέσουν τα ημίμε­τρα, γίνεται συνεργάτης των Γερμανών, που είναι σί­γουροι και αποτελεσματικοί διώκτες της αριστεράς.

Το μυθιστόρημα ξεκινάει το ’43, τότε που οι Γερ­μανοί είναι ολοφάνερο ότι έχουν χάσει το παιχνίδι, και οι αριστεροί κυριαρχούν, εξοντώνοντας τους συ­νεργάτες των Γερμανών. Ο Μηνάς Παπαθανάσης ζει με το φόβο της επικείμενης δολοφονίας του. Με τε­ντωμένα τα νεύρα, θα προβεί σε χίλιες δυο φρικαλεότητες, θα σκοτώσει κυριολεκτικά στο ξύλο έναν αρι­στερό που πήγε να του ανατινάξει το σπίτι, θα εκτελέ­σει στην τύχη τρεις αθώους επιβάτες ενός λεωφορείου σε εκδίκηση για το φόνο της γυναίκας του (η οποία διέδωσε, ουσιαστικά για να αυτοκτονήσει, ότι αυτή τά­χα είχε καρφώσει στον άντρα της τους υπόπτους) και θα πνίξει, χωρίς να το καταλάβει, πάνω στην οργή του, την παρακόρη του.

Ο Παπαθανάσης, κατά τις προθέσεις του συγγρα­φέα νομίζουμε, είναι ένα τραγικό πρόσωπο. Διαπράτ­τει εγκλήματα, αλλά αυτό οφείλεται στα τεντωμένα του νεύρα, στο μόνιμο φόβο της δολοφονίας. Είναι εξάλ­λου προδομένος από παντού. Οι Γερμανοί, χάνοντας τον πόλεμο, “εκθέτουν” τους συνεργάτες τους με το να εκτελούν σωρηδόν τους αριστερούς που τους έχουν παραδώσει, ρίχνοντας έτσι τον απλό κόσμο στην αγκα­λιά της αριστεράς.

Η δεξιά, καθώς το ΕΑΜ κυριαρχεί, κάνει το στρατηγικό της ελιγμό, ερχόμενη σε συμφω­νία με την αριστερά και αποκηρύσσοντας τα “μαύρα πρόβατα”, αυτόν και τους ομοίους του, που από υπερ­βάλλοντα αντικομμουνισμό είχαν γίνει συνεργάτες των Γερμανών, αποδιοπομπαίοι τράγοι της υπόθεσης. Ο δι­ευθυντής του, μακιαβελικός, κατανοεί τη σκοπιμότητα της ενέργειας, μπροστά στον ύψιστο στόχο της συντρι­βής της αριστεράς, η οποία, όπως προβλέπει, πέφτει στην παγίδα, ενώ οι εναπομείναντες συνεργάτες, όπως επίσης προβλέπει, θα επανέλθουν κάτω από τη σκέπη των εθνικοφρόνων του Καΐρου για να συντρίψουν την αριστερά.

Ο Παπαθανάσης, με μια πράξη αυτοκτονίας και γενναιότητας, μη αντέχοντας να περιμένει τη δολοφο­νία του, ρίχνεται σε μια καταδίωξη αριστερών, με δυο από τους άντρες του, σε μια ολοφάνερη παγίδα.

Η “Πολιορκία”, με έξι μόλις εκδόσεις σε σαράντα χρόνια, “διαβάστηκε στραβά από την  αριστερά”, υπο­στηρίζει η Β. Γεωργοπούλου σε άρθρο της στην “Ελευ­θεροτυπία” τη μεθεπομένη του θανάτου του, ενώ ο Αλέξανδρος Αργυρίου, σε κείμενο του που παρατίθεται στο οπισθόφυλλο, γράφει ότι “γέννησε πολλές παρανοήσεις για το που έγερνε η πλάστιγγα”.

Κατά τη γνώμη μου δε γέννησε καμιά παρανόηση. Το βιβλίο είναι καθαρά αντικομουνιστικό,  και σαν τέ­τοιο δεν το δέχτηκε το αναγνωστικό κοινό, στην πλειο­ψηφία του φιλοαριστερό. Οι αριστεροί σκιαγραφούνται με τα μελανότερα χρώματα, από το νεαρό που πήγε να ανατινάξει το σπίτι του Παπαθανάση που παρουσιάζε­ται σα μισότρελος διανοούμενος, μέχρι την πρώην φί­λη τού Σαράντη, ενός από τα πρωτοπαλίκαρα του Πα­παθανάση, η οποία φτάνει στο σημείο να ξανακάνει έρωτα μαζί του προκειμένου να τον παρασύρει σε παγίδα και να τον σκοτώσει με το νυν αρραβωνιαστικό της.

Το ότι ο Κοτζιάς παρουσιάζει τους άντρες του Πα­παθανάση σαν ένα τσούρμο αποβράσματα, μάλλον ο­φείλεται στη “δύναμη του ρεαλισμού”, για την οποία μίλησε ο Μαρξ αναφερόμενος στο έργο του “αντιδρα­στικού” Μπαλζάκ, και στην προτίμηση του για τους αρνητικούς ήρωες όπως θα φανεί από τα μεταγενέστε (σελ. 15) ρα έργα του. Παρ’ όλα αυτά, από τους άντρες του Παπαθανάση βρίσκεται σε πρώτο πλάνο ο αγνός Σαράντης, που τον πιάνει ιερή αγανάκτηση όταν βιάζουν μια κοπέλα, και, ενώ είναι ετοιμοθάνατος, αρνείται με­γαλόψυχα ότι τον πρόδωσε η πρώην φιλενάδα του, για να μην της κάνουν κακό.

Μπορεί να ήταν στις προθέσεις του Κοτζιά να πα­ρουσιάσει αμερόληπτα μια φάση του “τριακονταετούς πολέμου” της νεότερης ιστορίας μας, όμως το κλίμα του διχασμού και το νεαρό της ηλικίας του δεν του το επέτρεψαν. Απεναντίας, έχω την εντύπωση ότι υποκρύ­πτεται μια απολογητική για τις φρικαλεότητες της δε­ξιάς. Οι υψηλά ιστάμενοι ήσαν τρομοκρατημένοι, οι υ­φιστάμενοι κοινωνικά αποβράσματα, αφού ήσαν οι μό­νοι διαθέσιμοι, μια και ο πολύς κόσμος είχε πέσει στην αγκαλιά της αριστεράς εξαιτίας των φρικαλεοτήτων των Γερμανών.

Η “Πολιορκία” δε θα διαβαστεί, ούτε και οι “Αδελφοφάδες” του Καζαντζάκη, ο οποίος πραγματικά τηρεί μέσες αποστάσεις. Την παράσταση θα την κλέψουν οι αριστεροί συγγραφείς, ακόμη και τα μετριότερα ταλέ­ντα, όπως ο Λουντέμης.

Το ότι ο Κοτζιάς υπήρξε αντιχουντικός, το ότι αρ­γότερα προσεγγίζει, με άλλους δεξιούς συγγραφείς, συγγραφείς της αριστεράς σε μια κοινή αντιαυταρχική στάση,1 το ότι είναι από τα καλύτερα ταλέντα της πε­ζογραφίας μας, δεν είναι λόγοι για να διαβάσουμε το έργο του στραβά, από μια καλλιεργημένη προκατάληψη ότι δεν μπορεί ένα έργο καλό να είναι και αντικομουνιστικό, λες και μόνο οι αριστεροί συγγραφείς έ­χουν το προνόμιο να γράφουν καλά.

Και όμως, ο παραληρηματικός λόγος του τρελού α­ριστερού πριν τον πνίξει ο Παπαθανάσης.. η περιγραφή του προξενιού του Παπαθανάση, η ντοστογιεφσκική ε­ξομολόγηση του Θεοδόση, σαν πατέρας Καραμαζώφ, ο θάνατος του Σαράντη, είναι από τις ωραιότερες σελί­δες της λογοτεχνίας μας. Σίγουρα αυτό το βιβλίο θα ε­κτιμηθεί καλύτερα στο μέλλον, όταν η διάσταση αρι­στεράς – δεξιάς θα παύσει να ταλανίζει την πολιτική μας ζωή και ο εμφύλιος θα φαντάζει στα μάτια μας σαν αληθινός “τριακονταετής”, σαν άσκοπη κι ανόητη αιματοχυσία.

Το “Μια σκοτεινή υπόθεση“, παρ’ όλο που το χω­ρίζει μόλις ένας χρόνος από την “Πολιορκία”, διαφέ­ρει αρκετά απ’ αυτή. Μικρότερο σε έκταση και ολιγοπρόσωπο, αντλεί την υπόθεση του όχι από τα ταραγμένα χρόνια του εμφυλίου, αλλά από τη μετεμφυλιακή καθημερινότητα.

Ο Γιάννης Γιαννόπουλος είναι ένας τριανταπεντά­ρης φουκαράς δημόσιος υπάλληλος. Με σαλεμένο το μυαλό, ανεπαρκέστατος στη δουλειά του, αποτελεί α­ντικείμενο όχι απλά ειρωνείας, αλλά κυριολεκτικά κο­ροϊδίας των συναδέλφων του και της σπιτονοικοκυράς του. Και όμως, όπως μαθαίνουμε από τη συνάντηση με το συμμαθητή του Περσίδη, στα μαθητικά του χρόνια υπήρξε ένας φέρελπις νεανίας.

Η κατάρρευση του, α­φήνει ο συγγραφέας να υπονοηθεί, οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στη διάψευση μεγάλων προσδοκιών. Ο Κο­τζιάς χρησιμοποιεί και εδώ την τριτοπρόσωπη αφήγη­ση, και ένας λόγος, φαντάζομαι, είναι το ότι του επι­τρέπει μια πληρέστερη παρουσίαση, από κάθε δυνατή οπτική γωνία, του τρικυμισμένου κόσμου του ήρωα του. Όμως δεν είναι αυτός ο μόνος λόγος.

Είναι γνωστό ότι ο ήρωας στον οποίο επικεντρώνε­ται ο “φακός” της αφήγησης είναι ο ήρωας που τραβά τη συμπάθεια μας πολύ περισσότερο όταν ο ίδιος είναι ο αφηγητής. Ο Κοτζιάς όμως αρέσκεται να παρουσιά­ζει αρνητικούς ήρωες, και, έχοντας συνείδηση ότι σαν κεντρικοί ήρωες τραβούν τη συμπάθεια του αναγνώ­στη, για να μην αυξήσει αυτή τη συμπάθεια αποφεύγει την πρωτοπρόσωπη αφήγηση, η οποία έλκει κατ’ εξο­χήν την προτίμηση των νεότερων πεζογράφων. Με την τριτοπρόσωπη αφήγηση δημιουργείται μια αποστασιο­ποίηση, ενώ η πρωτοπρόσωπη, σαν εξομολόγηση, μας δένει περισσότερο με τον αφηγητή. Σαν τον Μπρεχτ, ο Κοτζιάς δε θέλει να αγαπάμε τους ήρωες του, αλλά να τους θέτουμε κριτικά απέναντι μας, να τους συζητάμε. 

Παρ’ όλ’ αυτά υπάρχουν και θετικοί ήρωες, που τραβούν – και αξίζουν – τη συμπάθεια μας. Όμως παί­ζουν πάντα ένα δευτεραγωνιστικό ρόλο, συμπληρωμα­τικό, για να αναδειχτεί η αρνητικότητα των κεντρικών ηρώων, οι οποίοι τους ταλαιπωρούν. Η Χριστίνα υπο­φέρει από το Μηνά και τη συμμορία του. Η δεκαεξά­χρονη Αλίκη, εγκαταλειμμένη από τον πατέρα και τα­λαιπωρημένη από τη μητέρα της, θα μπει με αφέλεια στη ζωή του Γιαννόπουλου. Ο Γιαννόπουλος θα την κοροϊδέψει επανειλημμένα, κάποιες συμπτώσεις θα την οδηγήσουν στο δωμάτιο του, θα κάνει έρωτα μαζί της, για να τρομοκρατηθεί στη συνέχεια με την ασύστατη προοπτική μιας δίωξης για αποπλάνηση. Έχει κάποιο σχέδιο. Μήπως να τη σκοτώσει;

Ο συγγραφέας χειρίζεται με επιδεξιότητα το σασπένς. Όχι! θα προσπαθήσει τρεις φορές να ζητήσει τη βοήθεια του πετυχημένου φίλου του, τον οποίο τό­σο βοήθησε στα μαθητικά τους χρόνια, να του δώσει δουλειά, να φύγει, να παντρευτεί. Όταν επιτέλους τολ­μά να τη ζητήσει, και του δίνεται, θα την αποποιηθεί ολότελα ανόητα, για να βάλει μπρος το σχέδιο του, το οποίο προς το παρόν αγνοούμε.

Πριν το επιχειρήσει, θα παρακολουθήσει από μακριά την απελπισμένη μι­κρούλα που την έστησε στο ραντεβού, κατά το οποίο υποτίθεται ότι θα την έπαιρνε να φύγουν και να πα­ντρευτούν, θα τη δει να αποπειράται να αυτοκτονήσει, χωρίς να προσπαθήσει να την εμποδίσει, θα την ακο­λουθήσει επί ώρες, μέχρι που θα τη βρει η μητέρα της. Επιστρέφει σπίτι με την απόφαση να εκτελέσει το σχέ­διο του – να αυτοκτονήσει. Αφήνει ένα γράμμα. Πηγαί­νει στο Φάληρο, παίρνει μια βάρκα, με τις τσέπες του γεμάτες πέτρες.

Η αφηγηματική προσδοκία είναι η αυτοκτονία, η οποία θα συνιστούσε μια κάθαρση για την απαίσια συμπεριφορά του στη μικρούλα, ενώ ταυτόχρονα θα τον παρουσίαζε να διαθέτει και ένα θετικό χαρακτηριστικό, το θάρρος, προκαλώντας έτσι τον “έλεό” μας, (σελ. 16) με την αριστοτελική έννοια, αποκαθιστώντας τη συμπάθεια που καλλιέργησε η αφηγηματική τεχνική της εστίασης της αφήγησης στο πρόσωπό του και υπονόμευσε η μυθοπλασία.

Δεν θα αυτοκτονήσει, θα αδειάσει τις τσέπες του από τις πέτρες. “Τουλάχιστον να τα βόλευα όπως ό­πως, να δείχνουν τα ρούχα μου μουσκεμένα”, μονολογεί. Ο αναγνώστης θα μείνει με τη στυφή γεύση ότι ο ήρωάς του κατρακύλησε ακόμη χαμηλότερα στη συνεί­δησή του, ενώ ήταν έτοιμος να αποκατασταθεί. Σε α­ντιστάθμισμα ο συγγραφέας θα κερδίσει σαν αφηγη­τής, ξεγελώντας τον αναγνώστη σε μια αφηγηματική προσδοκία.2

Ο “Εωσφόρος“, το τρίτο μυθιστόρημα του Αλέξαν­δρου Κοτζιά, εκδόθηκε το 1959, πέντε χρόνια μετά το “Μια σκοτεινή υπόθεση”. Η αριστερά, που εξαφανίζε­ται στο “Μια σκοτεινή υπόθεση”, επανεμφανίζεται σαν αντικείμενο χλεύης, ενώ η πινακοθήκη των ηρώων του γίνεται και πάλι πλούσια, όπως στην “Πολιορκία”.

Ο “Εωσφόρος” είναι το λιγότερο διαβασμένο από όλα τα μυθιστορήματα του έτσι κι αλλιώς ολιγοδιαβασμένου Κοτζιά, έχοντας κάνει μόλις τρεις εκδόσεις μέ­χρι σήμερα. Το να αποδοθεί αυτό στον αντιαριστερισμό του είναι κατά  τη γνώμη μου μια υπερβολική απλοποίηση. Πιστεύω ότι υπάρχουν δυο ακόμη παράγοντες που ο Κοτζιάς δεν είναι δημοφιλής. Ο πρώτος έχει να κάνει με το ύφος του. Το αφαιρετικό, στιγμές στιγμές παραληρηματικό, ύφος του εσωτερικού μονόλογου απαιτεί μια τεταμένη προσοχή από την πλευρά του αναγνώστη, για να συμπληρώσει τα χάσμα­τα, να κάνει τους αναγκαίους συνειρμούς.3

Τα βιβλία του Κοτζιά δεν είναι βιβλία για να διαβάζει κανείς για αναψυχή, μετά το μόχθο της καθημερινής βιοπάλης. Είναι βιβλία για αφοσιωμένους φιλαναγνώστες, για “εστέτ” του διαβάσματος, για τους οποίους ο μύθος εξα­φανίζεται μέσα στο ύφος.

Tο ύφος, το στυλ, θα καλλιεργηθεί μετά μανίας τη δεκαετία του ’70, όταν το ευρύ κοινό θα έχει στρίψει την πλάτη του στο διάβασμα της λογοτεχνίας για να πέσει με τα μούτρα στο πολιτικό βιβλίο.

Ο τρίτος παράγοντας έχει να κάνει με την ψυχολο­γία του αναγνώστη. Ο αναγνώστης θέλει να ταυτίζεται με τους ήρωες, να τους συμπονά. Όμως με κανένα από τους ήρωες του Κοτζιά δεν μπορούμε να ταυτιστούμε. Όλοι τους είναι ξεπεσμένοι, και προκαλούν περισσότε­ρο την περιφρόνηση παρά τον οίκτο μας.

Ο Κοτζιάς, πιστεύουμε, δε θέλει να ταυτισθεί ο α­ναγνώστης με τους ήρωες του, κάνοντάς τους, έστω και ελάχιστα, αξιαγάπητους. Παρ’ όλα αυτά, νομίζει ότι μια πλήρης εμπλοκή της βούλησης του αναγνώστη οδηγεί σ’ αυτό το αποτέλεσμα. Λέει χαρακτηριστικά: “Αν η εμπλοκή της βούλησης μας είναι πλήρης – και αυτό εξαρτάται από το διαμέτρημα του συγγραφέα -τότε, καθώς συμβαίνει διαβάζοντας π.χ. το “Έγκλημα και Τιμωρία”, μεταμορφωνόμαστε και μεις φανταστικά σε κακοποιούς. Υπάρχει τάχα αναγνώστης που δεν έ­χει ιδρώσει από λαχτάρα ωσότου να κατέβει το κλιμακοστάσιο και να ξεφύγει ο Ρασκόλνικωφ, όταν παγιδεύεται στο άδειο διαμέρισμα ύστερα από τους δυο στυγερούς φόνους που έχει διαπράξει;”

Το πρόβλημα όμως πιστεύουμε δεν είναι του ανα­γνώστη, αλλά του συγγραφέα. Έστω και αν με την τε­χνική του ο Κοτζιάς τον εκβιάζει σε μια ενεργητικότε­ρη συμμετοχή, ο αναγνώστης δε θα ταυτισθεί ποτέ με τους ήρωες του, όχι όμως γιατί δεν είναι του διαμε­τρήματος του Ντοστογιέφσκι. Ο Ντοστογιέφσκι, στους αρνητικούς ήρωες του, παρουσιάζει το κακό σαν περι­τύλιγμα μιας βαθύτερης, ουσιαστικής καλοσύνης, και απ’ αυτή την άποψη χαρακτηριστικός είναι ο Δημή­τρης Καραμαζώφ. Γι’ αυτό μπορούμε και ταυτιζόμαστε μαζί τους. Στον Κοτζιά οι ήρωες είναι απόλυτα αρνη­τικοί, σχεδόν η ίδια η ενσάρκωση του κακού. Το πε­ρισσότερο που μπορούμε να νιώσουμε, για κάποιους απ’ αυτούς, είναι οίκτος.

Κεντρικό πρόσωπο στο έργο είναι ο Φίλιππος, τε­λειόφοιτος πολυτεχνείου, μανιοκαταθλιπτικός, που θα ταλαιπωρήσει όλους όσους βρίσκονται γύρω του μέχρι να αυτοκτονήσει. Με υπερβολική δόση έπαρσης, αυτοοίκτου και αυτοκατηγορίας, εξίσου παρορμητικός, θυ­μίζει αρκετά το Δημήτρη Καραμαζώφ, χωρίς όμως να διαθέτει την καλωσύνη που διαθέτει αυτός πίσω από την αρνητική κρούστα. Εκτός αυτού, από το έργο α­πουσιάζουν ήρωες όπως ο Ιβάν και ο Αλιόσα.

Ο Στέφης, ο αφηγητής (στο έργο αυτό έχουμε πρωτοπρόσωπη αφήγηση), είναι φουκαράς, αφελής, ασύ­στολα ψευδολόγος. Η Ευγενία, μια στυγνή υπολογίστρια. Ο Ιάσων, τελειόφοιτος ιατρικής, υπερόπτης, το­ποθετεί τον εαυτό του σε μια κάστα κυρίων της επερχόμενης νέας τάξης. Ο χοντρός Δημήτρης είναι ο α­νόητος της παρέας. Ο Βασιλειάδης είναι ο χωρίς ηθι­κές αρχές αριστερός, που για να στρατολογήσει το Φί­λιππο θα του ρίξει στα πόδια του την όμορφη αδελφή του, την οποία αυτός θα εκδώσει στο όνομα μιας επαναστατικής σκοπιμότητας που δεν τη θεωρεί ασυμβίβα­στη με την κομμουνιστική ηθική, πριν την εγκαταλεί­ψει.

Όμως αυτή η περιπέτεια του Φιλίππου με την α­ριστερά θα του στοιχίσει ένα από τα μαθήματα του πτυχίου του, που θα αποτελέσει τον εκλυτικό – ασφαλώς όχι τον αιτιακό – παράγοντα της κατάρρευσής του.

Ακόμη και οι δευτερεύοντες ήρωες είναι αξιοπεριφρόνητοι, από τον πατέρα του Στέφη, παλιό καταχρα­στή, μέχρι τη μάνα του, η οποία δε βλέπει την ώρα να πεθάνει ο άντρας της. Το μόνο πρόσωπο το οποίο μπορούμε να συμπαθήσουμε είναι η γιαγιά του Φιλίπ­που, η οποία υποφέρει από τις παραξενιές και τις παλαβομάρες του.
  Όμως υπάρχει και ένας ακόμη λόγος που αντιπα­θούμε αυτούς τους ήρωες. Όταν δεν αντιμετωπίζουν με ειρωνεία ο ένας τον άλλο, ενώ υποτίθεται ότι είναι φίλοι, βρίζονται, φτύνονται και γρονθοκοπούνται.

Και ο νατουραλισμός (Ζολά κ.λπ.) επιδεικνύει αρ­νητικούς ήρωες. Όμως αυτό γίνεται στα πλαίσια μιας κοινωνικής καταγγελίας. Όμως η κοινωνική αυτή κα (σελ. 17) ταγγελία εδώ φαίνεται μόνο στο οπισθόφυλλο, σαν μια βιασμένη προσθήκη της τελευταίας στιγμής, και καθόλου μέσα από το έργο.4

Η κοινωνική καταγγελία αφήνει ένα παραθυράκι “ελέου” για τους νατουραλι­στικούς ήρωες. Εδώ, αντίθετα, η κοινωνία δεν παρου­σιάζεται στις καταπιεστικές και αλλοτριωτικές της δομές, αλλά σαν απλό σκηνικό, όπου κινούνται οι ήρωες. Ένα έργο που οι ήρωές του μας δημιουργούν μόνο απέχθεια, είναι ένα έργο που δε θα θελήσουμε να ξαναδιαβάσουμε, αν δεν το αφήσουμε μισοτελειω­μένο, και φυσικά δε θα το συστήσουμε στους φίλους μας.

Αν η “Πολιορκία” είναι ένα δοκίμιο πάνω στο φό­βο, η “Απόπειρα” (1964) είναι μια σάτιρα της πολιτι­κής: μια παρωδία της “κοινοβουλευτικής” πολιτικής, έ­νας σαρκασμός της “επαναστατικής” πολιτικής. Στο πρόσωπο του Περικλή Περδικάρη παρωδούνται οι εθνοσωτήρες στρατιωτικοί, οι ανίερες συμμαχίες (θα συμμαχήσει στο τέλος με την αριστερά),5 οι διεφθαρμέ­νοι κομματάρχες, ο αφελής όχλος. Σαρκάζονται οι “αποσυνάγωγοι” της αριστεράς, που ενώ το κίνημα είναι με το όπλο παρά πόδα (ο μυθιστορηματικός χρόνος εί­ναι το 1953) αυτοί επιμένουν σε τρομοκρατικές ενέρ­γειες.

Η Φραγκίσκα, αγωνίστρια που η ήττα και η α­ποπομπή της από τις τάξεις του κόμματος της σάλε­ψαν τα μυαλά, όπως θα φανεί στο τέλος, θα επιδιώξει τη βοήθεια του Περικλή, που προ δεκατετραετίας ήταν ερωτευμένος μαζί της, για να δολοφονήσουν το θείο του, “εκτελώντας” μια θανατική καταδίκη της επανα­στατικής κυβέρνησης. Ο Περικλής, τριανταπεντάρης, α­νύπαντρος, κατώτερο τραπεζικό στέλεχος, μπροστά στα υπαρξιακά του αδιέξοδα θα τη βοηθήσει ποικιλο­τρόπως, συμμετέχοντας ακόμη και στην απόπειρα, που θα αποτύχει γιατί ο στρατηγός πρόλαβε και πέθανε πιο πριν.

Οι άλλοι δυο αποσυνάγωγοι, φίλοι της Φραγκίσκας, είναι ο Χαρίλαος, τρομοκρατημένος παράνο­μος, με θανατική καταδίκη, ο οποίος, όταν προδομέ­νος θα περικυκλωθεί από την αστυνομία στο σπίτι που κρύβεται, θα ανακτήσει το θάρρος του και θα βρει ένα μάταια ηρωικό θάνατο, και ο Δήμος Τσούτσουρας, που θα πεθάνει φυματικός, πεταμένος σα σκυλί σε ένα νο­σοκομείο, εγκαταλειμμένος σχεδόν από όλους.

Ο Περικλής, στον οποίο εστιάζεται η τριτοπρόσωπη αφήγηση, είναι ίσως ο λιγότερο αρνητικός από όλους τους ήρωες του Κοτζιά. Το περισσότερο που θα μπο­ρούσε να του καταλογήσει κανείς είναι η αφέλεια, η ο­ποία τον κάνει μέχρι και συνεργό σε μια απόπειρα δολοφονίας. Όσο για τους θετικούς ήρωες, είναι και πά­λι δευτερεύοντα πρόσωπα: ο ταξιτζής, που μεταφέρει το Δήμο στο νοσοκομείο, και μεγαλόψυχα αρνείται να δεχτεί το αγώι, και η Μαρία, η σπιτονοικοκυρά του, που του παραστέκεται.

Το ενδιαφέρον για το έργο οικοδομείται σε ένα πιο επιτυχημένο σασπένς: την απόπειρα δολοφονίας, και την ευόδωση ενός ειδυλλίου, που παραπλανητικά προ-οικονομούν οι υπότιτλοι των τριών μερών (το προξε­νιό, το ειδύλλιο, ο έρως). Οι ωραιότερες σελίδες, πάντως, είναι αυτές, όπου παρωδούνται οι πολιτικές συ­γκεντρώσεις.

Η “Πολιορκία”, το “Μια σκοτεινή υπόθεση”, ο “Εωσφόρος”, ήταν πινακοθήκες αρνητικών προσώπων, που έστεκαν μπροστά σε ένα περίπου ουδέτερο σκηνικό. Ήταν λες διαβολικά όντα σταλμένα κατευθεί­αν απ’ την κόλαση. Στην “Απόπειρα” υπάρχει η υπο­ψία ότι τα διαβολικά αυτά όντα μπορεί να μην ήλθαν απ’ την κόλαση, ότι μπορεί να είναι όντα αυτοφυή. Το βλέμμα του συγγραφέα αγκαλιάζει το σκηνικό όχι πια σαν ένα άψυχο χώρο, αναγκαίο για να μην αιωρούνται οι ήρωες του στο κενό, αλλά σαν ένα χώρο που βρί­σκεται σε διαλεκτική σχέση μαζί τους.

Από χώρος φυ­σικός γίνεται χώρος κοινωνικός. Ο σαρκασμός και η σάτιρα, που μόλις έκαναν μια δειλή εμφάνιση στον “Εωσφόρο”, κάνουν τώρα εντυπωσιακά την εμφάνιση τους. Όμως το μεγάλο βήμα γίνεται με το “Γενναίο Τηλέμαχο” (1972).

Το κακό δεν έρχεται πια απ’ τον κόσμο της κόλα­σης, είναι αυτόχθονο στον “κόσμο της Τίγρης”. Οι άν­θρωποι γεννιώνται με αγγελικές προδιαγραφές. Όμως ο κόσμος της Τίγρης σιγά σιγά τους καταβροχθίζει, και σταδιακά μεταμορφώνονται σε διάβολους.

Αυτό είναι το εντελώς καινούριο που έρχεται με το “Γενναίο Τηλέμαχο”. Ενώ στα προηγούμενα έργα οι ή­ρωες ήταν απ’ την αρχή αρνητικά πρόσωπα, εδώ εμφα­νίζονται κυριολεκτικά ήρωες, πριν καταντήσουν γκάγκστερς. Ο Λεωνίδας Παπαλουκάς, ο πατέρας, “… στο γεφύρι στ’ Αργυρόκαστρο τραυματίστηκε, στάθηκε να περάσουν πρώτα οι φαντάροι μην πιαστούνε αιχμάλω­τοι όταν όλα σκόρπισαν, το βάλανε στα πόδια οι στρατηγοί επαγγελματίες ήρωες καπελαδούρες και πα­ράσημα. Όμως εκείνος στάθηκε”. Στην κατοχή θα απο­κρούσει με βδελυγμία προτάσεις του αδελφού του για μια επιχείρηση απάτη.

Αργότερα θα μετατραπεί σε στυ­γνό επιχειρηματία και απατεώνα. Ο Πέτρος Παπαλου­κάς ο γιος, θα φύγει από το σπίτι αηδιασμένος με τον πατέρα του, και ενώ θα μπορούσε να υπηρετήσει σε α­σφαλές πόστο στο στρατό, θα προτιμήσει να πάει στο μέτωπο -μαίνεται ο εμφύλιος – και θα τραυματισθεί. Όμως και αυτόν θα τον καταβροχθίσει ο κόσμος της Τίγρης. Στο τέλος του έργου θα τον δούμε να πεθαίνει, επιτυχημένο επιχειρηματία και τετράπαχο, από απο­πληξία.

Το άλμα αυτό έχει τις αδυναμίες του. Ο Κοτζιάς σαν προσωπογράφος νιώθει πιο άνετα με αρνητικούς ήρωες. Αυτό φαίνεται χαρακτηριστικά στην περίπτωση του Πέτρου, του κεντρικού ήρωα. Πριν ακόμη τον κα­ταβροχθίσει ο κόσμος της Τίγρης, εκφράζεται κακόψυ­χα για τους άλλους. Η οχιά είναι η φίλη της μητέρας του, το έκτρωμα η γυναίκα του, η κόμπρα η ερωμένη του, η δράκαινα και ο βεληγκέκας η μητέρα και ο πα­τέρας αντίστοιχα της ερωμένης του, ο μπάκακας ο θεί­ος του, ο γκεπεού η σπιτονοικοκυρά του κ.λπ.

Ο Κο­τζιάς βιάζεται να μεταμορφώσει τους ήρωες του σε αρ­νητικούς, με αποτέλεσμα η μεταμόρφωση αυτή να φαί­νεται ελάχιστα πειστική, με πιο χαρακτηριστική την (σελ. 18) περίπτωση της Νενέτας, της αδελφής του Πέτρου, που σε χρόνο αστραπή θα ξεχάσει τον αγνό και ιδεαλιστή Χρήστο, για να κυλιστεί στην κραιπάλη της μεγάλης ζωής.

Το άλλο χαρακτηριστικό του έργου είναι ότι ο συγ­γραφέας κάνει μια στροφή στον αντιαριστερισμό του. Οι αρνητικές εκφράσεις που χρησιμοποιούσε στα προηγούμενα έργα του για τους αριστερούς γίνονται πιο ήπιες, και τούτο δεν πρέπει να είναι άμοιρο του γεγονότος ότι το έργο γράφτηκε μέσα στα χρόνια της δικτατορίας. Ο ένας από τους δυο θετικούς ήρωες του έργου, ο Χρήστος, ο φίλος του Πέτρου, είναι αριστε­ρός. Αηδιασμένος από τον κόσμο της Τίγρης, αφήνει τον εαυτό του ανυπεράσπιστο στα χέρια της αστυνο­μίας και της δικαιοσύνης, σαν ένα τρόπο αυτοκτονίας. Τελικά θα αθωωθεί.

Όμως πιο θετικός ήρωας απ’ αυτόν είναι ο Τηλέ­μαχος, ο λιθουανός πρόσφυγας. Κυνηγημένος από χιτ­λερικούς και κομμουνιστές, αντί να προσφέρει γη και ύδωρ στον κόσμο της Τίγρης και να γίνει πετυχημένος καθηγητής σε ένα αμερικανικό πανεπιστήμιο, προτιμά να γίνει καντηλανάφτης στην Πρέβεζα. Γράφει ποιήμα­τα σε μια γλώσσα που στην Ελλάδα κανείς δεν κατα­λαβαίνει. Στο τέλος θα αυτοκτονήσει. Είναι σα να θέ­λει να πει ο Κοτζιάς ότι δεν υπάρχει άλλος τρόπος για να ξεφύγει κανείς από τον κόσμο της Τίγρης.

Πάντως αυτό συνιστά ένα βήμα αισιοδοξίας από τη μεριά του. Βλέπουμε κάπου, μέσα στο ζοφερό κόσμο που απεικονίζει, να υπάρχει ανθρωπιά, έστω και κατα­δικασμένη. Και επειδή δεν μπορεί να τη χειριστεί κε­ντρικά (σαν τον Ιερώνυμο Μπος μπορεί να ζωγραφίζει καλύτερα διαβόλους παρά αγγέλους), μας μεταδίδει την πρόθεσή του τιτλοφορώντας το έργο από ένα δευτερεύον πρόσωπο. Σκοτεινή πάντως παραμένει για μένα η συνωνυμία με το μπορντελοξενοδοχείο. Μήπως για να δικαιολογηθεί περισσότερο ο τίτλος; Για να δηλώσει άραγε ο συγγραφέας μ’ αυτό τον τρόπο, ότι το καλό και το κακό σ’ αυτόν τον κόσμο συνυπάρχουν, συχνά κάτω από το ίδιο όνομα; Άγνωστο. Και ο συγ­γραφέας, που θα μπορούσε ίσως να μας λύσει την α­πορία, τραγικά απών.

Το ύφος του Κοτζιά οδηγείται σ’ αυτό το έργο στη φυσιολογική του κατάληξη, ένα χειμαρρώδη λόγο που συχνά φτάνει τη μια σελίδα χωρίς ούτε ένα σημείο στί­ξης, παίρνοντας μια χροιά ολότελα ποιητική.

Ο μυθιστορηματικός χρόνος είναι ο αγαπημένος χρόνος του συγγραφέα, η επαύριο της λήξης του εμφύλιου. Με ένα χρονικό άλμα όμως στο τελευταίο κεφαλαίο, 35 σελίδες, μεταβαίνει στην περίοδο της δικτατορίας.

Η αφήγηση είναι κι εδώ τριτοπρόσωπη. Ο αφηγητής αφηγείται από τη σκοπιά του Πέτρου, ο οποίος συχνά αποτελεί και τον αποδέκτη της αφήγησης, σαν να αφη­γείται στον Πέτρο ένας άλλος του εαυτός. Στο τελευ­ταίο κεφάλαιο έχουμε πρωτοπρόσωπη αφήγηση, όπου αφηγείται πραγματικά ένας άλλος εαυτός του Πέτρου, που συζητά μαζί του αποκαλώντας τον μεθύστακα. Ο αφηγητής γίνεται στη συνέχεια ο Πέτρος, αφού σπάσει τον καθρέφτη που βρίσκεται μπροστά του, καταστρέ­φοντας έτσι το είδωλο του. Ο Πέτρος, μεθυσμένος, νο­μίζει ότι είναι και αυτός λιθουανός, για να ταυτισθεί στο τέλος, ετοιμοθάνατος, ακόμη περισσότερο με τον Τηλέμαχο. Όπως ο Τηλέμαχος, έτσι και αυτός, σε τε­λευταία ανάλυση είναι θύμα του κόσμου της Τίγρης.

Ιδιαίτερο υφολογικό χαρακτηριστικό του έργου εί­ναι η χρήση άλλων κειμένων. Υπάρχουν αποσπάσματα από το Άσμα Ασμάτων, ενώ ο συγγραφέας στο στόμα του αγροίκου Τσαγκαράκη βάζει υπέροχες μαντινάδες. Στο επόμενο έργο του, την “Αντιποίηση αρχής”, θα πα­ραθέσει αποσπάσματα από μια προπολεμική φυλλάδα με το βίο του Κατσαντώνη, σε όχι και τόσο άψογη κα­θαρεύουσα.

Στην “Αντιποίησις αρχής” (1979) ο Κοτζιάς για πρώτη φορά εγκαταλείπει τον αγαπημένο του αφηγη­ματικό χρόνο, την περίοδο αμέσως μετά τον εμφύλιο. Εδώ η ιστορία που αφηγείται λαμβάνει χώρα το μυθι­κό εκείνο τριήμερο του ξεσηκωμού του πολυτεχνείου. Με τις αναδρομές βέβαια του ήρωα καλύπτει όλη την περίοδο του “τριακονταετούς πολέμου” 1943-1973.

Και πάλι εδώ ο Κοτζιάς μας δίνει μια έκθεση αρ­νητικών ηρώων, με πρώτους και καλύτερους τα δυο ξαδέλφια, που φέρνουν και τα δυο το όνομα Μένιος Κατσαντώνης. Ο ένας κινείται στο χώρο του παρακρά­τους και του λούμπεν προλεταριάτου, ο δεύτερος, παρ’ όλο που ξεκινάει από τον ίδιο χώρο, καταλήγει στον κόσμο της υψηλής πολιτικής, υπουργός και δεξί χέρι του δικτάτορα. Η πρωταγωνιστική φιγούρα είναι όμως ο πρώτος, μια κακέκτυπη φιγούρα του Μηνά Παπαθανάση της “Πολιορκίας”.

Σε αντίθεση με εκείνον, “ο Μένιος Κατσαντώνης το καυχιέται: βόλι δεν τράβηξε ποτέ καταπάνω σε ζωντανό κορμί, στο αίμα δεν έβαψε τα χέρια του και απεχθάνεται τη βία, το πιστόλι αχρεί­αστο”. Ακόμη, σε αντίθεση με τον Παπαθανάση, ο Κατσαντώνης βρίσκεται στα όρια της βιολογικής κατάρ­ρευσης. Την τρίτη μέρα πεθαίνει.

Τέλος, ο Κατσαντώ­νης, κάθε φορά που νιώθει να στριμώχνεται, δε γίνεται άγριος και αιμοβόρος όπως ο Παπαθανάσης, αλλά α­κολουθεί μια τακτική καιροσκοπισμού, όχι για λόγους πολιτικούς, αλλά για λόγους επιβίωσης: στην κατοχή, αφού πάει με τους Γεριιανούς, θα τους προδώσει στη συνέχεια στους αριστερούς αντάρτες, όταν φαίνεται ότι η έκβαση του πολέμου αρχίζει να γέρνει προς τη μεριά των συμμάχων, και αυτούς πάλι στους Εγγλέζους, όταν μετά το Δεκέμβρη φαίνονται να έχουν χάσει το παιχνίδι. Στα χρόνια της δικτατορίας, βρίσκεται χα­φιές στην ασφάλεια.

Δεν θα διστάσει όμως να καρφώσει στους αριστερούς; συνάδελφό του, όταν αυτός του “τρώει” την ερω­μένη, με αποτέλεσμα αυτοί να τον καθαρίσουν με ένα σκηνοθετημένο ατύχημα. Τέλος, θα αποκαλύπτει στους μεν και στους δε από ασήμαντες έως σημαντικές πλη­ροφορίες, κατά πώς τον βολεύει κάθε φορά.

Το πρόβλημα με τον Κατσαντώνη το εντοπίσαμε ήδη και στην περίπτωση του Παπαθανάση. Ο δέκτης μιας αφήγησης έχει την τάση να ταυτίζεται με τους (σελ. 19)
πρωταγωνιστές της. Έτσι, χωρίς να το καταλαβαίνου­με, φτάνουμε να νιώθουμε θαυμασμό για την ηρωική αυτοκτονία του Παπαθανάση, και οίκτο για τον ξεπε­σμό του Κατσαντώνη. Και με δεδομένο ότι ο δέκτης γενικεύει, αφού μέσα από τις ατομικές ιστορίες δίνεται πάντα μια εικόνα του γενικού, τουλάχιστον στη ρεαλι­στική πεζογραφία, με τα γυαλιά της οποίας διαβάζουμε ακόμη, ο αναγνώστης κινδυνεύει στο τέλος να νιώσει οίκτο6 για τα κοινωνικά αποβράσματα που στελεχώ­νουν το παρακράτος, αφού κατά βάθος είναι φουκαρά­δες και θύματα.

Το ύφος του Κοτζιά είναι το γνώριμο ύφος των προηγούμενων έργων του, ώριμο ήδη στο “Γενναίο Τη­λέμαχο”. Όπως εύστοχα παρατηρεί ο Σπύρος Τσακνιάς7 για την “Αντιποίηση αρχής”, “στον παραλη­ρηματικό λόγο της συναιρεί την τριτοπρόσωπη αφήγη­ση με τον εσωτερικό μονόλογο, και τη δεξιοτεχνική χρήση του πλάγιου λόγου”. Στην ίδια αφηγηματική ε­νότητα επίσης, ο Κοτζιάς συναιρεί τωρινά επεισόδια με επεισόδια από την κατοχή, ιδιαίτερα στις σκηνές βασανιστηρίων, συναιρεί πρόσωπα, του Κατσαντώνη με του λήσταρχου παππού του που εκτελέστηκε με α­ποκεφαλισμό, και τέλος συναιρεί τη δική του γλώσσα ως συγγραφέα με εκείνη του λαϊκού αφηγήματος “Κα­τσαντώνης”, στο οποίο αναφερθήκαμε και πριν.

Το έβδομο και τελευταίο μυθιστόρημα του Κοτζιά είναι η “Φανταστική περιπέτεια” (1985). Στο έργο αυτό ο Κοτζιάς σατιρίζει τις υπερφίαλες μετριότητες στο χώρο της λογοτεχνίας, και γενικά την έπαρση που χα­ρακτηρίζει αρκετά άτομα του χώρου.

Η σάτιρα όμως αυτή διαφέρει από τη στυφή και α­γέλαστη σάτιρα των προηγούμενων έργων του με κά­ποιες λίγες εξαιρέσεις στον “Εωσφόρο” και στην “Απόπειρα”. Είναι μια σάτιρα απολαυστική, που στιγ­μές στιγμές γίνεται ξέφρενα σπαρταριστή. Η ποωτοπρόσωπη αφήγηση, την οποία χρησιμοποιεί για δεύτε­ρη φορά ο Κοτζιάς μετά τον “Εωσφόρο”, δημιουργεί μια πρόσθετη κωμική εντύπωση.

Ο Αλέξανδρος Καπά­νταης, μιλώντας για τον εαυτό του και το έργο του ή σχολιάζοντας -περιφρονητικά πάντα- τους ομοτέχνους του, δεν έχει συναίσθηση του πόσο γελοίος φαίνεται. Ο Κοτζιάς μάλιστα, με μια διάθεση αυτοσαρκαστική -κά­ποια από τα ολισθήματα του ήρωά του ίσως υπήρξαν πειρασμοί και για τον ίδιο- του δίνει στοιχεία από τη δική του ταυτότητα. Γεννήθηκαν την ίδια ημερομηνία, 27 Ιανουαρίου, τα αρχικά των ονομάτων τους είναι τα ίδια, και, όπως επισημαίνει ο Σπύρος Τσακνιάς,8 και τα επώνυμα τους είναι περίπου συνώνυμα. Κοτζιάς είναι ο εύσωμος, καπάνταης ο παλικαράς.

Στα πρόσωπα των παιδιών του Καπάνταη σατιρί­ζονται χαρακτηριστικοί τύποι της μεταχουντικής Ελλάδας. Ο Ανδρέας, πρεζάκιας, κλεφτρόνι, πυγμάχος, αθυρόστομος και προκλητικός, θα σπάσει σα βουτυρόπαιδο στο κέντρο εκπαίδευσης νεοσύλλεκτων και θα λιποτακτήσει. Ο Νάσος, έγκλειστος στο πολυτεχνείο ό­πως και ο Αντρέας, θα το ρίξει στις μπίζνες, και θα φτάσει στην πιο ακραία έκφραση απάρνησης της οικογένειάς του, αλλάζοντας το όνομα του. Όσο για τη Σοφία, αποχαλινωμένη -η ίδια θα έλεγε απελευθερωμένη-σεξουαλικά, θα αναμασάει παράταιρα επαναστατικά τσιτάτα της προηγούμενης δεκαετίας, και θα διασκεδά­ζει την ανία της μαζεύοντας πτυχία.
Στο έργο αυτό σατιρίζεται ακόμη ο κρατικός μηχα­νισμός -ο Αλέξανδρος Καπάνταης είναι διευθυντής σε υπουργείο- τότε υπό πασοκικό έλεγχο, αλλά με αναφο­ρά και στον προπασοκικό. 

Στη “Φανταστική περιπέτεια” σατιρίζονται όμως και πρόσωπα καθόλου φανταστικά, που εμφανίζονται μάλιστα με τα πραγματικά τους ονόματα, όπως Σαχίνης, Χουρμούζιος, Μπάμπης Κλάρας, Αλκής θρύλος κ.λπ. Με το πραγματικό του όνομα εμφανίζεται και ο ίδιος ο Κοτζιάς, στα γραφεία του Κέδρου, όπου ο Αλέξανδρος Καπάνταης ψάχνει το Γιάννη Κοντό για να ρωτήσει γιατί καθυστερεί η έκδοση του βιβλίου του. Δεν ξέρουμε αν μ’ αυτό έχει πρόθεση να σατιρίσει και τον Κέδρο για κάποιους από τους τίτλους των εκδόσε­ών του. Σατιρίζονται ακόμη ιδρύματα όπως η Ακαδη­μία και το Πνευματικό Κέντρο του δήμου Αθηναίων, και θεσμοί όπως τα διάφορα λογοτεχνικά βραβεία, μη εξαιρουμένου και του κρατικού. Η επιτροπή μάλιστα αυτού του τελευταίου τον “εκδικήθηκε” προσφέροντας του το γι’ αυτό ακριβώς το μυθιστόρημα.

Ο αφηγηματικός χρόνος του Κοτζιά, από το τριή­μερο της “Αντιποίησης αρχής”, συμπιέζεται ακόμη πε­ρισσότερο, στη μια μέρα, ενώ ο μυθιστορηματικός, με τις αναδρομές του φτάνει όπως πάντα μέχρι την κατοχή. Ο εσωτερικός μονόλογος αναπτύσσεται ακόμη περισ­σότερο. Συναντούνται κάπου πεντέμισυ σελίδες χωρίς ί­χνος σημείου στίξεως, ενώ σε ένα άλλο σημείο συμφύρονται οι σκέψεις του Αλέξανδρου Καπάνταη με παραστάσεις κατά τη διάρκεια μιας διαδρομής με αυτοκί­νητο.

Ακόμη ο Κοτζιάς πλουτίζει υφολογικά το έργο με την παράθεση, εκτός της πρωτοπρόσωπης αφήγησης του Καπάνταη και άλλων κειμένων: την επιστολή, με τα εναλλασσόμενα ύφη ανάλογα με τον αποστολέα, το απομαγνητοφωνημένο κείμενο, τις σημειώσεις πάνω στην εκπονούμενη βιογραφία του Καπάνταη με τίτλο Desiderata, ενώ εμφανίζονται, οιονεί  ντοκουμέντα, βιβλιοκριτικά σημειώματα και ευχαριστήριες επιστολές στον κ. Καπάνταη για την ευγενική προσφορά των έρ­γων του. Εισηγητής της τεχνικής αυτής αν δεν κάνω λάθος ο Ντον Πάσος, θα βρει στην Ελλάδα και άλλους μιμητές, όπως ο Τσίρκας π.χ. ή ο Φαίδων Ταμβακάκης, ο οποίος στην “Υστάτη” παραθέτει αποσπάσματα ναυ­τικού ημερολογίου με τις χαρακτηριστικές ενδείξεις.

Στον “Ιαγουάρο” (1987) την πρώτη από τις σχεδιαζόμενες επτά νουβελες με το γενικό τίτλο “Τα παιδιά του Κρόνου”, ο Κοτζιάς μας δίνει τη συνέχεια ενός επεισοδίου της “Πολιορκίας”. Η Φιλιώ, με τον αρραβωνιαστικό της το Φάνη, ξεγελούν το Σαράντη, από τα τσιράκια του Παπαθανάση, παλιό φίλο της Φιλιώς, τον παρασέρνουν σε ένα ραντεβού, όπου η Φιλιώ ανα­γκάζεται να κάνει έρωτα μαζί του. Στην επιστροφή θα τον σκοτώσουν. Δεν ξεψυχά αμέσως, οι σύντροφοι του (σελ. 20) θα τον προλάβουν ζωντανό, όμως αυτός πραγματικά μεγαλόψυχος για ταγματασφαλίτης, δεν προδίνει τη Φιλιώ. Αυτά στην “Πολιορκία”.

Στον “Ιαγουάρο”, μα­θαίνουμε ότι η Φιλιώ, γεμάτη τύψεις, περιποιείται την άρρωστη μητέρα του, που ο θάνατος του γιου της την άφησε χωρίς προστάτη. Παντρεύεται με το Φάνη, αλλά το γεγονός ότι αναγκάσθηκε να δοθεί στο Σαράντη φαρμακώνει τον ερωτά τους (μπορεί ο σκοπός να α­γιάζει τα μέσα, όμως αυτά τα μέσα πληρώνονται κάπο­τε). Ο Φάνης θα βγει κρυφά στο βουνό, θα συλληφθεί και θα εκτελεστεί.

Αυτή φεύγει για τις ΗΠΑ με το μω­ρό της, για να επιστρέψει το ’58 και να διεκδικήσει για το γιο της το μερίδιο της κληρονομιάς του άντρα της από την κουνιάδα της, μια ανόητη φανατισμένη α­ριστερή, τη Δήμητρα. Αυτή προσπαθεί με μια γυναικουλίστικη κουτοπονηριά να την ξεγελάσει με κάποιο συμβιβασμό, πράγμα που δεν την αφήνει να πραγματο­ποιήσει ο άντρας της, κομμουνιστής κι αυτός, όμως με ηθικές αρχές, ποιητής και ρομαντικός, αγανακτισμένος μπροστά στην κατάφωρη αδικία.

Τελικά τι μένει στον αναγνώστη απ’ αυτή την ιστο­ρία; Κατ’ αρχήν, μια δυσκολία στην παρακολούθηση της αφήγησης, εκτός πια κι αν ο αναγνώστης έχει διαβάσει πρόσφατα, όπως εγώ, την “Πολιορκία”. Ο Γιώργος Βέης σε βιβλιοκριτικό σημείωμά του9 παρουσιάζει ελα­φρά διαστρεβλωμένη την ιστορία, ενώ ούτε αυτός, ούτε ο Δημοσθένης Κούρτοβικ10 φαίνονται να συνειδητο­ποιούν, αφού δεν το αναφέρουν, τη σύνδεση της ιστο­ρίας αυτής μ’ εκείνη της “Πολιορκίας”.

Ακόμη, μας παρουσιάζεται ένας Κοτζιάς αντικομμουνιστής που παρουσιάζει σαν ήρωα το δοσίλογο Σαράντο, και ηθι­κά εκτρώματα τους κομμουνιστές, από την ταρτούφα της κομουνιστικής ηθικής Δήμητρα μέχρι τον υπερα­σπιστή της σοβιετικής επανάστασης μπάρμπα Σταύρο, που καταδίνει το γιο του για οικογενειακές διαφορές στους Γερμανούς, οι οποίοι τον εκτελούν. Η παρουσία του Ηλία, του άντρα της Δήμητρας δεν διορθώνει την εντύπωση. Έτσι για τον αναγνώστη καλό είναι να α­ποχωρήσει το μήνυμα από το μέσο και να απολαύσει για άλλη μια φορά την αριστουργηματική γλώσσα του Κοτζιά, τον εσωτερικό μονόλογο της Δήμητρας στην “κομμουνιστική” ιδιόλεκτο, που λόγω της τυποποίησής της την είπαν και ξύλινη γλώσσα.

Για τρίτη φορά χρησιμοποιεί εδώ ο Κοτζιάς την πρωτοπρόσωπη αφήγηση για να προκαλέσει μια εντύπωση ανάλογη μ’ αυτή της “Φανταστικής περιπέτειας”: όπως ο Αλέξανδρος Καπάνταης αποκαλύπτει τη γελοι­ότητά του χωρίς να το συνειδητοποιεί, έτσι και η Δή­μητρα αποκαλύπτει την υποκρισία της, τη διάσταση α­νάμεσα στις κομουνιστικές αρχές της και τις πράξεις της, χωρίς να το αντιλαμβάνεται. Ακόμη, κάτι που πρέ­πει να προσυπογράψουμε στον αντικομουνισμό τον Κοτζιά, ενώ ο Παπαθανάσης της “Πολιορκίας” και ο Κατσαντώνης της “Αντιποίησης αρχής” προκαλούν τον οίκτο μας, τη λύπηση μας, κανένα τέτοιο αίσθημα δε μας δημιουργείται για τη Δήμητρα, αφού δεν πεθαίνει, ούτε παθαίνει τίποτα, αλλά απλά ματαιώνονται τα ά­νομα σχέδια της.

Στη “Μηχανή” (1989), τη δεύτερη από τις τρεις πα­ράλληλες ιστορίες (όλες διαδραματίζονται την ίδια μέ­ρα, στις 21 Μαΐου 1958), ο συγγραφέας αποσπάται για δεύτερη φορά από το κλίμα του τριακονταετούς (η πρώτη ήταν με τη “Φανταστική περιπέτεια”). Τη συνδέ­ει όμως, έστω και χαλαρά μαζί του, με το να παρου­σιάζει στις παρυφές της ιστορίας του (όπως και στην επόμενη, τον “Πυγμάχο”), το Στέλιο Τσαγκαράκη, την ορντινάτσα του Πέτρου στο “Γενναίο Τηλέμαχο”, που από φουκαράς έχει εξελιχθεί σε “κύριο”.

Ο Κώστας, ο ήρωας της ιστορίας, είναι ένα εξα­θλιωμένο άτομο, όπως ο Μένιος Κατσαντώνης, μόνο που δεν είναι χαφιές. Θα μεγαλώσει κάτω από ένα κα­ταπιεστικό πατέρα που τον εκμεταλλεύεται, θα αποπει­ραθεί να αυτοκτονήσει, θα τον κουκουλώσουν με μια γυναίκα δέκα χρόνια μεγαλύτερη του, η οποία κάποια στιγμή θα τον διώξει από το σπίτι για να μπάσει το φίλο της.

Θα ζήσει στη συνέχεια σε μια τρώγλη με τον πενιχρό μισθό του κομπάρσου του εθνικού θεάτρου. Τη μοιραία μέρα μια γειτόνισσά του, παπαδιά, θα του εμπιστευθεί, ως συνήθως, για φύλαξη το μωρό της. Αυτός θα κατουρήσει στο καροτσάκι του. Η γυναίκα του θα πιέσει την παπαδιά και τον άντρα της να τον μηνύσουν. Αυτοί εξαγριωμένοι από τις προτροπές της, θα πάνε στο εθνικό και θα τον δείρουν, με αποτέλεσμα να χάσει τη δουλειά του. Η γυναίκα του θα τον καταγ­γείλει επίσης για καταπάτηση της τρώγλης όπου ζει, με αποτέλεσμα να του πετάξουν τα πράγματα έξω και να τη σφραγίσουν.

Έτσι σε μια μέρα μένει χωρίς σπίτι και χωρίς δουλειά. Απώτερος σκοπός της γυναίκας του μ’ αυτή της την ενέργεια, να τον υποχρεώσει να ε­πιστρέψει στο σπίτι της μέχρι να γίνει ο αρραβώνας της κόρης τους, μήπως και φέρουν αντίρρηση οι γονείς του γαμπρού αν μυριστούν ότι οι γονείς της νύφης εί­ναι χωρισμένοι, και μετά να τον διώξει πάλι. Στο τέ­λος της νουβέλας η παπαδιά, μετανιωμένη για το επει­σόδιο, προσπαθεί να τον πείσει να πάρει το κλειδί του σπιτιού της γυναίκας του. Αυτός θα αρνηθεί, και η νουβέλα τελειώνει με τον Κώστα να απομακρύνεται και την παπαδιά να μονολογεί: “παράσιτο… τι θ’ απογίνουμε με τέσσερα μωρά… ο αχαΐρευτος… δεν έχει πού την κεφαλή κλίναι”. 

Μέσα σ’ αυτόν τον κόσμο της υποκρισίας, της ιδιο­τέλειας και της κακομοιριάς υπάρχει ένα άτομο που ξεχωρίζει, η κόρη του, η μόνη που τον συμπονά. Οι αγγελικές δευτερεύουσες φιγούρες στα έργα του Κο­τζιά φαίνονται όμως να αποτελούν περισσότερο ένα υ­λικό που δεν μπορεί να ελέγξει ο συγγραφέας, παρά μια από πρόθεση δημιουργία μιας ελάχιστης έστω α­ντίθεσης στο κακό που βασιλεύει στον ζοφερό κόσμο των έργων του.

Τον ίδιο ζοφερό κόσμο δημιουργεί στα έργα της και η Ευγενία Φακίνου, όμως με μια γλώσσα διαυγέ­στερη. Οι μυθιστοριογράφοι μετά τη δεκαετία του ’80, διεκδικώντας ένα πολυπληθέστερο αναγνωστικό κοινό, (σελ. 21) που μέχρι τότε το είχε προσεταιρισθεί το πολιτικό βι­βλίο, θα εγκαταλείψουν την κρυπτική γλώσσα του εσω­τερικού μονόλογου, στην οποία εντρυφούν πεζογράφοι μιας προηγούμενης γενιάς που απευθύνονται σε ένα πιο καλλιεργημένο αναγνωστικό κοινό, και θα διαβα­στούν περισσότερο. Ήδη ο Δημοσθένης Κούρτοβικ, ενώ θαυμάζει αυτή τη γλώσσα στον “Ιαγουάρο” το 1987, το 1989, στη “Μηχανή” αρχίζει να δυσανασχετεί. “Ο λόγος του ήρωα είναι πιο κατακερματισμένος, άτα­κτος και χαώδης απ’ όσο στα προηγούμενα βιβλία του συγγραφέα… πλησιάζοντας κανείς στο τέλος του βιβλί­ου έχει την αίσθηση ότι ο συγγραφέας κάνει το λόγο του ήρωά του πιο αποσπασματικό και συγκεχυμένο”.11

Στον “Πυγμάχο” (1991), την τελευταία νουβέλα του Κοτζιά, πρωταγωνιστικό ρόλο παίζει ο Αντωνιά­δης του “Εωσφόρου”, ο οποίος εδώ, εκτός από πα­θιασμένος του ιπποδρόμου, αποτελεί και ένα διπλό­τυπο του Καπάνταη της “Φανταστικής περιπέτειας”. Όσο για το Γιάννη, που πάνω του εστιάζεται ο φα­κός της αφήγησης, αποτελεί διπλοτυπική φιγούρα του αφηγητή του “Εωσφόρου”. Ο Αλέξανδρος Κοτζιάς μαζί με τη γυναίκα του την Ελένη, εμφανίζεται επί­σης σαν μυθιστορηματική φιγούρα, όπως και στη “Φανταστική περιπέτεια”.

Στη νουβέλα αυτή συναντούμε πολύ χαρακτηριστι­κά την τεχνική του “αντίστροφου τρόπου αφήγησης”, όπως την χαρακτηρίζει ο Γ. Αράγης.12 “Από ορισμένο παρόν προς ορισμένο παρελθόν… τα πληροφοριακά κενά που μένουν είναι τέτοια που ο αναγνώστης του κειμένου αδυνατεί να τα συμπληρώσει από μόνος του. Η συμπλήρωση θα γίνει σε άλλη ή σε άλλες περιστά­σεις, όταν ο πρωταγωνιστής θα επανέλθει στα ίδια γε­γονότα κατά τρόπο που να συμπληρώνει τα προηγού­μενα κενά”.

Έτσι μαθαίνουμε αρχικά για το θάνατο του Αντώ­νη Ελευθερίου σε τροχαίο ατύχημα με τη μοτοσυκλέτα του. Φαίνεται σα γεγονός άσχετο με την κυρίως ιστο­ρία. Αργότερα βλέπουμε τον Αντωνιάδη να προσπαθεί να πείσει τον εαυτό του ότι δεν ήταν αυτοκτονία. Μό­λις στις τελευταίες σελίδες μαθαίνουμε ότι πιθανόν να ήταν πράγματι αυτοκτονία, γιατί ο Αντωνιάδης τα είχε με την κοπέλα του. Και αυτό το μαθαίνουμε αποκρυ­πτογραφώντας την άτακτη φυγή της κοπέλας μόλις τον αντιλαμβάνεται μπροστά στο μνήμα, και μονόλογό του: Μ’ ένα σκελετό ανάμεσα μας… ε, δε γίνεται… Δεν πάει άλλο… Τέρμα”.

Οι τέτοιου είδους αποκρυπτογραφήσεις στο έργο του Κοτζιά δεν είναι πάντα εύκολες. Όπως λέει χαρακτηριστικά ο Σπύρος Τσακνιάς13 “τις δυσχέρειες του αναγνώστη επαυξάνει και ο κατακερμα­τισμός της πλοκής, οι ψηφίδες της οποίας βρίσκονται κατεσπαρμένες σε όλο το κείμενο, ανεξάρτητα από τη χρονική αλληλουχία των επεισοδίων. Βέβαια, η ανα­διάταξη των ψηφίδων / πληροφοριών οδηγεί συνήθως στην ανασυγκρότηση ενός ολοκληρωμένου μύθου, αλλά μια τέτοια αναδιάταξη απαιτεί ασυνήθη ενεργοποίηση της προσοχής και της μνήμης του αναγνώστη”.

Στις τρεις νουβέλες που πρόλαβε να ολοκληρώσει ο Κοτζιάς αναπτύσσονται δυο χαρακτηριστικοί τύποι, ο ιαγουάρος, ο άνθρωπος – αρπακτικό, και ο πυγμάχος, ψεύτης, κομπιναδόρος και αεριτζής, και μια χαρακτη­ριστική κατάσταση, της μηχανής, της εξαπάτησης και της πλεκτάνης. Ποιους άλλους τύπους και ποιες άλλες καταστάσεις να είχε άραγε στο νου του να παρουσιά­σει ο Κοτζιάς;

Ο θάνατος άφησε ημιτελές το σχέδιο του. Πέθανε χωρίς να κατακτήσει το ευρύ αναγνωστι­κό κοινό. Σαν πιθανές αιτίες γι’ αυτό αναφέραμε τον αντιαριστερισμό του, το δύσκολο ύφος του, την αρνητικότητα των χαρακτήρων του.

Γιατί όμως αυτή η αποστροφή για τους αρνητικούς ήρωες; Μόνο γιατί οι θετικοί είναι πιο γοητευτικοί, και θέλουμε να ταυτιζόμαστε μαζί τους; θα αποτολμή­σω μιαν απάντηση, κλείνοντας αυτή την παρουσίαση, παραφράζοντας τον Όσκαρ Ουάιλντ (πρόλογος στο “Πορτρέτο του Ντόριαν Γκρέυ”): Η αντιπάθεια του α­ναγνωστικού κοινού για τους αρνητικούς ήρωες του Κοτζιά είναι η λύσσα του Κάλιμπαν που βλέπει τη φάτσα του στον καθρέφτη.14
 
Μπάμπης Δερμιτζάκης, Το πεζογραφικό έργο του Αλέξανδρου Κοτζιά, Φιλολογική,  τ. 50, Ιαν-Μάρτ. 1995, σελ. 15-22.


Σημειώσεις:
 
1. Μάριο Βίττι, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Οδυσσέ­ας. Αθήνα 1977, σελ. 386.
2. Μια από τις τεχνικές της αφήγηση; είναι ο αναγνώστης να προσδοκά ένα ορισμένο τέλος και να διαψεύδεται. Κατά κύριο λόγο χρήση αυτής της τεχνικής κάνει το αστυνομικό μυθιστόρημα. Επιτυ­χημένος συγγραφέας αστυνομικών μυθιστορημάτων είναι αυτός που παρασύρει τον αναγνώστη να πιστέψει ότι ένα ορισμένο πρόσωπο είναι ο δολοφόνος, ενώ τελικά είναι κάποιος άλλος.
3. Ο ίδιος ο Κοτζιάς στο Αληθομανές Χαλκείον, η ποιητική ε­νός πεζογράφου στο Γράμματα και Τέχνες (αφιέρωμα στον Α. Κο­τζιά) Ίαν.-Μαρτ. 1952, τεύχος 63-64, γράφει χαρακτηριστικά: “Μην ε­πεξηγείς όσα ο επαρκής αναγνώστης μπορεί να αντιληφθεί, του α­φαιρείς την απόλαυση να λειτουργεί σαν συγγραφέας”.
4. Το κακό στο έργο του Κοτζιά παρουσιάζεται στη μεταφυσική του διάσταση, όπως υποστηρίζουν περίπου οι Στεργιόπουλος, Καρα­ντώνης, Ζήρας, Ζάννας (Γράμματα και Τέχνες, αφιέρωμα στον Α. Κοτζιά, ο.α., και Η μεταπολεμική πεζογραφία, τόμος Δ’. Α. Κοτζιάς, εκδόσεις Σοκόλη, Αθήνα 1989).
5. Γι’ αυτό το λόγο πιστεύω ότι στο πρόσωπο του Περδικάρη δεν παρωδείται μόνο ο Παπάγος, όπως έχει επισημάνει η κριτική, αλλά και ο Πλαστήρας.
6. Βλέπε και Σπύρου Τσακνιά, Η εξέλιξη της αφηγηματικής τεχνικής στο έργο του Αλέξανδρου Κοτζιά, Γράμματα και Τέχνες, αφιέρωμα στον Α. Κοτζιά, ο.α.
7. Σπύρος Τσακνιάς, Τόποι και τρόποι στην πεζογραφία της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς στο Γράμματα και Τέχνες, Σεπτ.-Οκτ. 1991, τ. 63.
8. Σπύρος Τσακνιάς, Γράμματα και Τέχνες, αφιέρωμα στον Α. Κοτζιά, ο.α.
9. Γράμματα και Τέχνες. Ιουλ.-Σεπτ. 1992, τεύχος 66.
10. Δ. Κούρτοβικ, Ημεδαπή εξορία, opera, Αθήνα 1992, σελ. 101.
11. Δ. Κούρτοβικ, ο. α.
12. Γ. Αράγης, Τρεις θέσεις για το μυθιστορηματικό έργο του Α. Κοτζιά, Γράμματα και Τέχνες, αφιέρωμα στον Α. Κοτζιά, ο.α.
13. Σπύρος Τσακνιάς, Η εξέλιξη της αφηγηματικής τέχνης του Α. Κοτζιά, Γράμματα και Τέχνες, αφιέρωμα στον Α. Κοτζιά, ο.α.
14. Η φράση του Όσκαρ Ουάιλντ είναι. “Η αντιπάθεια του 19ου αιώνα για τον ρεαλισμό είναι η λύσσα του Κάλιμπαν που βλέπει τη φάτσα του στον καθρέφτη. (Ο Κάλιμπαν είναι από τους χαρακτήρες της “Τρικυμίας” (The tempest) του Σαίξπηρ.