Παρομοιάζουν πολλές φορές το ζεύγος Ρωμαίου και Ιουλιέτας με τον Τριστάνο και την Ιζόλδη, για να αναφερθούν σε έναν έρωτα που παρεμποδίζεται από τους κοινωνικούς κανόνες, για να τονίσουν με ποιον τρόπο η χριστιανοσύνη καταριέται και καταστρέφει το ζευγάρι, πνίγοντας το πάθος μέσα στον γάμο, για να αναζητήσουν την αποκάλυψη του θανάτου που δεσπόζει στην καρδιά της ερωτικής απόλαυσης.

Ads

 
Το σαιξπηρικό κείμενο εμπεριέχει, μαζί με όλα αυτά, ένα ακόμη πιο καυστικό στοιχείο, που το χειρίζεται με δόλια μανία στην καρδιά ακριβώς της πιο έντονης ερωτικής εξύμνησης, χάρη στην τέχνη της αμφισημίας και της ανατροπής των αξιών που το διαπερνά.

Από τις πρώτες κιόλας σελίδες του κειμένου είναι ολοφάνερο ότι μέσω του σαρκικού έρωτα θριαμβεύει το μίσος.

Από την πρώτη στιγμή, οι στολισμένες με λογοπαίγνια και χυδαιότητες κουβέντες των δύο ακολούθων κάνουν να πλανιέται πάνω από αυτό το υποτιθέμενο αμόλυντο ειδύλλιο η σκιά του σαρκικού έρωτα και των αντιστροφών κάθε είδους.

Ads

Είμαστε έτοιμοι να ακούσουμε τον Ρωμαίο να αποκρίνεται ότι η αγάπη είναι «τρέλλα γνωστικά καλοκρυμμένη» (Ι, Ι, 184), και μάλιστα «πολύ τραχιά, πολύ σκληρή, σαν μπόρα πέφτει κι αγκυλώνει σαν αγκάθι» (Ι, IV, 25-26).

Λίγο μετά, θα περιγραφεί από τον Μερκούτιο (ολέθριο πρόσωπο που οδηγεί με τον Μπενβόλιο σε μια αλυσίδα βίας και του οποίου ο θάνατος στην τρίτη πράξη θα αναγκάσει τον Ρωμαίο να πάρει εκδίκηση σκοτώνοντας τον Τυβάλτο) με τη μορφή της νεράιδας μαμής, της βασίλισσας Μάβας. Γνωμικό φάντασμα, γοητευτική και αποκρουστική, κυρίαρχος των ερωτευμένων σωμάτων, η νυχτερινή, μεθυσμένη και φονική άλλη όψη της ερωτικής φωτεινότητας, η βασίλισσα Μάβα έχει το πρόσταγμα με το «μαστίγιό της ποδάρι γρύλου με μονή κλωνά» (Ι, ΙV, 65).

Αλλά τις πιο εντυπωσιακές διατυπώσεις που αποδεικνύουν πόσο πολύ αυτός ο έρωτας στηρίζεται από ένα μίσος, θα τις ακούσουμε από την Ιουλιέτα.

Μπορούμε να διακρίνουμε, στα λόγια της νεαρής αριστοκράτισσας, μια απλή ρητορική μέθοδο που προαναγγέλλει τον τελικό θάνατο, είτε πάλι μια αμφίσημη προτασιακή διάταξη που συνδυάζει αντιτιθέμενους όρους και η οποία εμφανίζεται τόσο σε άλλα χωρία του έργου όσο και γενικότερα στην αισθητική του Σαίξπηρ.

Αλλά σε ένα βαθύτερο επίπεδο, φαίνεται ότι πρόκειται για ένα μίσος που βρίσκεται στην απαρχή του ερωτικού σκιρτήματος. Είναι ένα μίσος που προϋπάρχει του πέπλου της ερωτικής εξιδανίκευσης.

Να επισημάνουμε ότι είναι μια γυναίκα, η Ιουλιέτα, που έχει την πιο άμεση ασυνειδησία του, που τον αισθάνεται με τη διαύγεια του υπνοβάτη.

Έτσι, από την πρώτη τους συνάντηση –και ενώ ο Ρωμαίος ξεχνώντας αίφνης τη Ροζαλίνα που ο έρωτάς της τον βασάνιζε μέχρι πρότινος, ομολογεί ότι τον έχει κυριεύσει φόβος επειδή έμαθε ότι η Ιουλιέτα είναι κόρη της εχθρικής οικογένειας:

«Πολύ φοβάμαι, η αγωνία μου τώρα αρχίζει»- η Ιουλιέτα λέει με κάθε ειλικρίνεια: «Μόνη μου αγάπη από τον μόνο εχτρό» (My only love sprung from my only hate, I, V, 136).

Ωστόσο, ο Ρωμαίος δεν πήγαινε στη γιορτή των Καπουλέτων γνωρίζοντας ότι πηγαίνει σε ένα γλέντι μίσους; Ας ακούσουμε πάλι την Ιουλιέτα: «Τ’ όνομά σου μόνον είναι εχτρός μου» (ΙΙ, ΙΙ, 38).

Ή επίσης, στο αποκορύφωμα του ερωτικού μονόλογου που παρουσιάζει το πάθος της προσμονής και εξυμνεί τις αρετές των εραστών («Έλα νύχτα! Έλα, Ρωμαίο! Έλα ημέρα μου στη νύχτα!…»), η Ιουλιέτα συνεχίζει αθώα:

«Έλα, καλή μου νύχτα. (…) / Κι όταν πεθάνει, πάρ’ τον, σκόρπα τον αστράκια / και τόσο του ουρανού την όψη θα λαμπρύνει, / που όλος ο κόσμος θα ερωτευτεί…» (ΙΙΙ, ΙΙ, 20-23). «Κι όταν πεθάνει, πάρ’ τον, σκόρπα τον αστράκια».

Είναι σαν να ακούμε μια συγκρατημένη εκδοχή της ιαπωνικής Αυτοκρατορίας των αισθήσεων. Αυτή η έχθρα περνά απαρατήρητη επειδή επισκιάζεται από ένα μίσος που μπορεί κανείς να το αντικρίσει κατάματα –η οικογενειακή και κοινωνική κατάρα είναι περισσότερο ομολογήσιμη και υποφερτή από το ασυνείδητο μίσος μεταξύ των εραστών.

Γεγονός είναι πάντως ότι η απόλαυση της Ιουλιέτας αναγγέλλεται συχνά ως πρόβλεψη –ή μήπως επιθυμία;- του θανάτου του Ρωμαίου, πολύ πριν η ύπνωσή της ξεγελάσει τον Ρωμαίο οδηγώντας τον μέχρι την αυτοκτονία, και πολύ πριν αυτή η επιθυμία θανάτου επιστρέψει στην ίδια την Ιουλιέτα, τη στιγμή που αυτοκτονεί και η ίδια στη θέα του νεκρού σώματος του Ρωμαίου: «Σε βλέπω τώρα καθώς είσαι χαμηλά, νεκρός μέσα σε τάφο κείτεσαι βαθιά», λέει ήδη από την Τρίτη πράξη (ΙΙΙ, V, 55-56).

Ακόμη βαθύτερα, ακόμη πιο παθιασμένα, φαίνεται ότι έχουμε να κάνουμε με την εγγενή παρουσία του μίσους στο ερωτικό συναίσθημα.

Κατά τον Φρόυντ, στη σχέση με ένα αντικείμενο, με έναν άλλον, το μίσος προηγείται της αγάπης.

Αφ’ ης στιγμής κάποιος άλλος φαίνεται στα μάτια μου διαφορετικός από εμένα, είναι για εμένα κάτι ξένο, αποκρουστικό, απεχθές, αποκείμενο: κάτι μισητό.

Ακόμη και ο παραισθητικός έρωτας, που διαφέρει από την αυτοερωτική ικανοποίηση, ως πρώιμο συναίσθημα ναρκισσιστικής πληρότητας, όπου ο άλλος δεν είναι ευκρινώς χωρισμένος από εμένα, δεν λαμβάνει χώρα στη σχέση με αυτόν τον άλλον παρά πολύ αργότερα, μέσα από την ικανότητα για πρωτογενή εξιδανίκευση. 

Αλλά, αφ’ ης στιγμής η δύναμη της επιθυμίας που συνυφαίνεται με τον έρωτα περικλείει την ολότητα του εγώ [moi], αφ’ ης στιγμής θίγει την αντοχή του χάρη στον ενορμητικό χείμαρρο του πάθους, το μίσος –ως πρωτογενές ορόσημο της αντικειμενότροπης σχέσης- αναδύεται μέσα από την απώθηση.

Το μίσος είναι η κύρια νότα στην παθιασμένη μελωδία του ζευγαριού –είτε έχει ερωτικοποιηθεί με βάση τις παραλλαγές του σαδομαζοχισμού , είτε έχει καταστεί ψυχρά κυριαρχικό σε πιο μακροχρόνιες σχέσεις που έχουν ήδη εξαντλήσει τις ηδονές της παραπλανητικής όσο και σαγηνευτικής απιστίας.

Το ζευγάρι, ανεξαρτήτως αν είναι ετεροφυλοφιλικό ή ομοφυλοφιλικό, είναι αυτό το ουτοπικό στοίχημα που επιδιώκει να καταστήσει διαρκή τον χαμένο παράδεισο (μήπως όμως είναι κάτι που απλώς επιθυμείται αλλά που ποτέ κανείς δεν γνώρισε;) της αγαπητικής σύμπνοιας μεταξύ του παιδιού και των γονιών του.

Το παιδί, αγόρι ή κορίτσι, φαντάζεται παραισθητικά την ένωσή του με μια μητέρα-τροφό και έναν ιδεώδη-πατέρα, και ως εκ τούτου με ένα συσφαίρωμα που συμπυκνώνει ήδη τις δύο πλευρές σε μία.

Αυτό το παιδί, το ερωτευμένο παιδί, μέσω της μανίας του για το ζεύγος, θα επιχειρήσει να υπάρξουν δύο εκεί που ήταν τρεις.

Είτε το ερωτευμένο πρόσωπο είναι άντρας είτε γυναίκα, τη στιγμή που ποθεί να είναι μέρος ενός ζευγαριού, διασχίζει τον αντικατοπτρισμό που τον/την καθιστά «σύζυγο» ενός ιδεώδους πατέρα: τόσο πολύ το εξιδανικευμένο αντικείμενο αγάπης φορά τα στολίδια αυτού του «πατέρα της ατομικής προϊστορίας», γι’ αυτόν οποίο μιλά ο Φρόυντ και ο οποίος απορροφά αυτές τις απολαυστικές πρωτογενείς ταυτίσεις.

Μέσω ενός τέτοιου «ζευγαρώματος» με το ιδεώδες το οποίο υποστηρίζεται από μια ευτυχή και γαλήνια πατρότητα, ο άντρας εκθηλύνεται. Πράγματι, τι πιο αρσενικοθήλυκο, ή μάλλον τι πιο θηλυκό από τον έφηβο που έχει ερωτευτεί τρελά την έφηβη;

Διαπιστώνει όμως κανείς, σε τελική ανάλυση (δηλαδή αν το ζευγάρι γίνει πραγματικά ένα, δηλαδή αν διαρκέσει στο χρόνο), ότι καθένας από τους πρωταγωνιστές, εκείνος και εκείνη, παντρεύτηκε, στο πρόσωπο του άλλου/της άλλης, τη μητέρα του/της.

Απόσπασμα από το βιβλίο της Julia Kristeva, Ιστορίες αγάπης, εκδ. Κέδρος (κεφ.: Ρωμαίος και Ιουλιέτα: Το ζεύγος αγάπης – μίσους, σελ. 298-301).  Μετάφραση: Τάσος Μπέτζελος.
image

“Όσο πίσω κι αν γυρίζω αναπολώντας τους έρωτές μου, δυσκολεύομαι να μιλήσω γι’ αυτούς. Τούτη η έξαψη βρίσκεται πέραν του ερωτισμού, ως υπέρμετρη ευτυχία αλλά και καθαρή οδύνη: αμφότερες μετατρέπουν τις λέξεις σε πάθος. Η ερωτική γλώσσα είναι αδύνατη, ανεπαρκής, έντονα υπαινικτική τη στιγμή που θα τη θέλαμε άμεση, στο μέτρο του δυνατού. Είναι σμήνος μεταφορών, είναι λογοτεχνία. Λόγω του ενικού χαρακτήρα της, την αποδέχομαι μόνο σε πρώτο πρόσωπο. Ωστόσο, αυτό που θα ήθελα να συζητήσουμε εδώ είναι ένα είδος φιλοσοφίας του έρωτα. Καθότι, τι άλλο είναι η ψυχανάλυση, αν όχι μια ατέρμονη αναζήτηση αναγεννήσεων μέσω της ερωτικής εμπειρίας που ξαναρχίζει μόνο για να μετατοπιστεί, να ανανεωθεί και αν όχι να εκτονωθεί, τουλάχιστον να συσσωρευτεί και να εγκατασταθεί στην καρδιά της μεταγενέστερης ζωής του αναλυόμενου ως ευοίωνη προϋπόθεση για την ατελεύτητη ανανέωσή του, για το μη θάνατό του;”

Στο πιο προσωπικό βιβλίο της, η θεωρητικός και ψυχαναλύτρια Julia Kristeva αποπειράται να διερευνήσει ένα από τα πιο δύσκολα ανθρώπινα θέματα: τον έρωτα σε όλες τις εκφάνσεις του. Εκκινώντας από την παραδοχή ότι η ερωτική γλώσσα είναι ανεπαρκής για να εκφράσει το πάθος, την οδύνη, την ευτυχία του έρωτα, η Κρίστεβα επιχειρεί να συνθέσει μια νέα φιλοσοφία του έρωτα.


*My only love, my only hate = Μοναδική μου αγάπη, μοναδικό μου μίσος.

(φωτογραφία από έργο του ζωγράφου James Northcote (1746–1831)