Εθελοντισμός και αναπηρία. Πολύ πιθανό στο μυαλό μας να είναι δύο ασύμβατες έννοιες, ακόμα και αντιθετικές. Η διαφορετικότητα, η φυσική-ψυχική-νοητική έλλειψη πολύ συχνά αποτελεί “αυτονόητο” συνειδησιακό κώδικα που συνδέεται με τον διαχωρισμό υγιείς, αρτιμελείς από την μία, ανάπηροι μη ικανοί από την άλλη. Συνδέεται με την περιθωριοποίηση, τον αποκλεισμό και την έλλειψη ευκαιριών, όπου έχουμε δράσεις, προγράμματα, ευκαιρίες και προτεραιότητες που παρέχονται σε υγιείς.

Ads

Ο εθελοντισμός ωστόσο είναι άρρηκτα συνδεμένος με την αλληλεγγύη και την ανιδιοτελή προσφορά. Όποια μορφή εθελοντικής δράσης και να επιλέξει κανείς τα κοινά τους χαρακτηριστικά θα είναι η συνδρομή, η συμπαράσταση,η συμπόρευση στις ανθρώπινες δράσεις. Με άλλα λόγια η υπέρτατη προάσπιση των θεμελιωδών δικαιωμάτων των ανθρώπων.

Ο εθελοντισμός σίγουρα δεν είναι τυχαία και ευκαιριακή δράση, γιατί χαρακτηρίζεται από συνέχεια, διάρκεια, αφοσίωση και σοβαρότητα. Δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να είναι εφαλτήριο προσωπικής προβολής, ή κοινωνικο-πολιτικο-οικνονομικής ανέλιξης. Δεν μπορεί ακόμα να συνδέεται με αδιαφανείς διαδικασίες στην διαχείριση οικονομικών ή άλλων πόρων καθώς και ανθρώπινου δυναμικού.

Ο εθελοντισμός είναι στάση ζωής που ορίζει τόσο το συναισθηματικό όσο και το αξιακό, φιλoσοφικό δομικό υλικό του ατόμου.

Ads

Κυρίως λόγω του επαναπροσδιορισμού του εθελοντισμού στα πλαίσια της Ε.Ε. τόσο με πιό ολοκληρωμένες κοινωνικο-νομοθετικές πολιτικές, όσο και με τα πλαίσια οικονομικής υποστήριξης που θεσπίστηκαν, τελευταία παρατηρείται ραγδαία αύξηση του “οργανωμένου κοινωνικού εθελοντισμού” (ΜΚΟ) με μεγάλη ποικιλία ως προς τις μορφές διοίκησης, οργάνωσης των δράσεων και των σκοπιμοτήτων.

Βεβαίως σήμερα πιά κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει την γενική παραδοχή ότι ο εθελοντισμός αποτελεί παγκοσμίως δείκτη πολιτισμού για μία χώρα και αποτελεί ένα σημαντικότατο μέσο βελτίωσης της ποιότητας ζωής σε κοινωνικό επίπεδο. Στο δε πολιτικό έρχεται να καλύψει ελλείψεις, απάθεια, οικονομικές δυσχέρειες, έλλειψη τεχνογνωσίας και ανθρώπινων πόρων.

Τώρα, ο όρος ΑΜΕΑ (άτομα με αναπηρία) αναφέρεται στα άτομα εκείνα που πάσχουν από συγκεκριμένες ανεπάρκειες ή δυσλειτουργίες  που οφείλονται σε φυσικούς, διανοητικούς, ή κοινωνικούς παράγοντες. Στην Ε.Ε. υπολογίζονται  στα 40 εκ. οι άνθρωποι με κάποια αναπηρία και μπορεί να φτάνει και το 15% του πληθυσμού σε μια χώρα. Στην Ελλάδα, όπως και σε άλλες χώρες με χαμηλό πολιτισμικό δείκτη, η αναπηρία συνδέεται με έλλειψη πολιτικής βούλησης και δράσης που αναπόφευκτα διαιωνίζει και  οδηγεί στην κοινωνική μη ανοχή, στην απομόνωση, την απάθεια και την αναλγησία και ενίοτε σε ακραίες λεκτικές και φυσικές επιθέσεις.

Έρχονται τώρα οι ειδικοί επιστήμονες, γιατροί, ψυχολόγοι, ανθρωπολόγοι να μας διαβεβαιώσουν ότι σε ένα υποστηρικτικό περιβάλλον τα άτομα με αναπηρία μπορούν όχι μόνο να αυτονομηθούν για το δικό τους καλό, αλλά και να γίνουν χρήσιμα και παραγωγικά μέλη της κοινωνίας. Όπως γνωρίζουμε η εκπαίδευση και η στήριξη ενεργοποιούν άλλες ικανότητες που έχει το άτομο, σε τέτοιο βαθμό που το ίδιο και το περιβάλλον του δεν γνωρίζει. Όλοι γνωρίζουμε τις ψηλές κατακτήσεις-διακρίσεις-  ατόμων με αναπηρία στον επαγγελματικό, επιστημονικό, αθλητικό στίβο και βέβαια στις τέχνες και τα γράμματα.

Ωστόσο στις σύγχρονες κοινωνίες και ιδιαίτερα στην χώρα μας η ένταξη αυτών των ατόμων είναι ιδιαίτερα περιορισμένη – παρά τις όποιες προσπάθειες – με αποτέλεσμα και η κοινωνία μας να χάνει τις ιδιαίτερες ικανότητες και δεξιότητες τους με τεράστια οικονομική απώλεια και τα ίδια τα άτομα να μπαίνουν στο περιθώριο, την ανία, την μοναξιά, την παθολογία. Έτσι στοχοποιούνται, γίνονται θύματα στιγματισμού και άνισης μεταχείρησης τρέφοντας τις προκαταλήψεις και τα νοσηρά στερεότυπα.

Τα άτομα με αναπηρία στην μεγάλη τους πλειοψηφία έχουν έντονη την επιθυμία της συμμετοχής και της ένταξης τους στον κοινό βίο. Τους ενδιαφέρουν πολλοί τομείς δράσης και εξειδίκευσης, οι περισσότεροι δε, προτιμούν να κερδίζουν με προσωπική προσπάθεια το εισόδημα τους από  το να τους δίνεται το προνιακό ξεροκόμματο.

Αν η κοινωνία μας δεν έχει τις δομές, την φαντασία και ικανότητα, τις γνώσεις και τους θεσμούς να ξεκινήσει κάτι προς αυτήν την κατεύθυνση πιο πλατιά, τότε ας κάνουμε κάτι πιό απλό. Ας τους ωθήσουμε, ενθαρρύνουμε και εντάξουμε στον εθελοντισμό.

Πολύ συνοπτικά θα αναφέρουμε μερικά από τα βασικά ψυχολογικά και κοινωνικά οφέλη του εθελοντισμού σύμφωνα με την ψυχολόγο Ελευθερία Μουστάκα που έχουν να κάνουν τόσο με άτομα με αναπηρία όσο και με υγιή:

α) Αυξάνει την αυτοεκτίμηση του ατόμου. Μέσα από τον εθελοντισμό δίνεται η δυνατότητα στα άτομα να προσφέρουν στους συνανθρώπους τους και αυτή και μόνο η προσφορά τους δίνει χαρά και περιφάνεια  για τον χαρακτήρα τους και τις δυνατότητες τους. Η χαρά της αυτοεκπλήρωσης δηλαδή.

β) Μειώνει τις πιθανότητες εμφάνισης κατάθλιψης. Η κοινωνική απομόνωση αποτελεί ίσως έναν από τους μεγαλύτερους κινδύνους εμφάνισης κατάθλιψης με τις σοβαρές ζημιογόνες και οικονομικές συνέπειες στα ίδια τα άτομα, το περιβάλλον τους και το κράτος.

γ) Γεμίζει την ζωή του ατόμου με χαρά και ευτυχία. Έχει μετρηθεί μεγάλη αύξηση ενδορφινών στο αίμα – οι ορμόνες της ευτυχίας- στους εθελοντές  και βέβαια κατά συνέπεια παρατηρείται αισθητή βελτίωση της υγείας τους και μείωση του πόνου σε πολλές περιπτώσεις.

δ) Βελτιώνει τις κοινωνικές δεξιότητες. Πολλά άτομα με αναπηρία δυσκολεύονται να επικοινωνήσουν με άλλους και να δημιουργήσουν φιλίες και καινούργιες σχέσεις. Με τον εθελοντισμό έρχονται σε επαφή με μικρές ή μεγάλες ομάδες εθελοντών, με άλλα άτομα με αναπηρία και κυρίως με άτομα που τα διακρίνει η συναισθηματική ωριμότητα, η ευπρέπεια και η αλληλεγγύη.

Ίσως και να μην υπάρχει άλλο υποκτάστατο στις σύγχρονες κοινωνίες όπου το άτομο να μπορεί να κατακτήσει τόσο την απόλυτη συναισθηματική πληρότητα, όσο και την ολοκλήρωση της προσωπικότητάς του στηριζόμενο πάνω σε ηθικές και  πολιτικές αρετές.

Εν τέλει η συμμετοχή στην κοινή δράση μάς βοηθά στην συνεχή εξελικτική μας πορεία με την γνώση και την αυτογνωσία. Όσο πιό πολύ εντασσόμαστε τόσο πιό πολύ εντάσσουμε.

Βλέπετε, η ζωή μάς τραβάει από το μανίκι και όλοι μαζί προχωράμε ανακαλύπτοντας τα υπέροχα μονοπάτια της αλληλεγγύης και της προσφοράς στον άνθρωπο.
Άλλωστε η ανθρώπινη πορεία δεν είναι μιά συλλογική πράξη αμοιβαιότητας και συνεχούς βελτίωσης; 

Αρετή Γεωργοσοπούλου


Η Αρετή Γεωργοσοπούλου – Μακρέλ είναι καθηγήτρια Κοινωνικών Επιστημών και συγγραφέας.
Γεννήθηκε στον Πειραιά. Σπούδασε Κοινωνικές Επιστήμες στην Αθήνα και στη Σκοτία. Ασχολήθηκε από νωρίς με τη διδασκαλία και το γράψιμο. Ζει στο Ντράφι Αττικής με τον άντρα της και την κόρη τους.


Δείτε επίσης στο tvxs: