Σαν σήμερα και σε ηλικία 77 ετών, έφυγε από τη ζωή το 1986 ο Benny Goodman, μια από τις εμβληματικότερες μορφές της τζαζ μουσικής παγκοσμίως. Ο Benny Goodman ήταν παίκτης τζαζ κλαρινέτου και ηγείτο μιας από τις πιο δημοφιλείς μπάντες την εποχή που ανθούσε η μανία του swing στις ΗΠΑ (1935-1945). Υπήρξε τόσο σημαντική μορφή για τη διαμόρφωση του ήχου και της κουλτούρας του swing, που το περιοδικό Time τον ονόμασε «Βασιλιά του Swing».

Ads

Ο Benjamin David Goodman γεννήθηκε στο Σικάγο, στις 30 Μαΐου του 1909, και ήταν μέλος μιας πολύτεκνης, φτωχής οικογένειας εβραϊκής καταγωγής. Οι γονείς του είχαν μεταναστεύσει στις Ηνωμένες Πολιτείες από την Ανατολική Ευρώπη και δεν μιλούσαν καν την αγγλική γλώσσα. Έφυγε από τη ζωή σαν σήμερα.

Ο Benny σπούδασε μουσική στο φημισμένο Hull House, του Jane Adams, συνεχίζοντας τη μουσική εκπαίδευση με δάσκαλο τον James Silvester. Στην ηλικία των δέκα ήταν ήδη εξειδικευμένος παίκτης κλαρινέτου. Ήταν δώδεκα ετών όταν εμφανίστηκε στη σκηνή σε ένα διαγωνισμό ταλέντων, παρουσιάζοντας μια μίμηση του δημοφιλούς Ted Lewis. Εκεί τον ανακάλυψε ο Ben Pollack και πέντε χρόνια αργότερα ζήτησε από τον Goodman να γίνει μέλος του συγκροτήματός του στο Λος Άντζελες στην Καλιφόρνια. Μετά από τρία χρόνια μουσικής συνύπαρξης με τον Pollack, ο Goodman εγκατέλειψε το συγκρότημα το 1929 για να ακολουθήσει σόλο πορεία.

Το 1934 δημιούργησε την πρώτη του μπάντα και έκανε μουσικές εμφανίσεις σε μια ραδιοφωνική σειρά που ονομαζόταν “Let’s Dance”. Αυτός μάλιστα θα γινόταν ο τίτλος του τραγουδιού-σήματος κατατεθέν του Goodman. Το συγκρότημά του έπαιζε επίσης μουσική σε αίθουσες χορού και ηχογράφησε αρκετούς δίσκους.

Το μεγάλο μπαμ

Το 1935 βρήκε το συγκρότημα του Goodman να περιοδεύει σε ολόκληρη τη χώρα, παίζοντας κομμάτια με τα οποία τους είχαν εφοδιάσει οι διοργανωτές των συναυλιών τους και διάφοροι μάνατζερς. Όμως οι εμφανίσεις τους δεν ήταν ιδιαίτερα επιτυχημένες και, ένα βράδυ, η μπάντα έφθασε στην αίθουσα Palomar Ballroom στο Λος Άντζελες με πολύ κακή διάθεση. Απελπισμένος να καταπλήξει το ακροατήριο, ο Goodman παρακίνησε το συγκρότημα να παίξει δύο κομμάτια, σε πιο γρήγορους όμως ρυθμούς από αυτούς που συνήθιζαν. Τότε ήταν που εκατοντάδες άνθρωποι από το κοινό θα απαντούσαν με ενθουσιασμό στο νέο αυτό ήχο. Η παράσταση θα αποτελούσε όχι μόνο στιγμή προσωπικού θριάμβου για τη μπάντα, αλλά και γενικότερα για το μουσικό στερέωμα, που θα αποκτούσε την πρώτη του επαφή με το swing.

Ads

Η δημοτικότητα του Goodman εκτοξεύθηκε, ενώ το συγκρότημά του γνώρισε τεράστια επιτυχία και πωλήσεις ρεκόρ, εβδομαδιαία ραδιοφωνική εκπομπή, εμφανίσεις σε δύο ταινίες μεγάλου προϋπολογισμού και φυσικά περίοπτη θέση στα μουσικά τσαρτς των ΗΠΑ.

Η μεγαλύτερη όμως αναγνώριση για το συγκρότημα του Goodman θα ερχόταν μέσα από μια εμβληματική συναυλία στο ιστορικό Carnegie Hall της Νέας Υόρκης, όπου θα κέρδιζε το σεβασμό ακόμα και των μεγαλύτερων πολέμιων του νέου αυτού μουσικού είδους. Η νύχτα της 16ης Ιανουαρίου του 1938 είναι πλέον διάσημη ως η νύχτα που η μπάντα ξεπέρασε τον εαυτό της, παρουσιάζοντας ζωντανά κομμάτια που ξεπέρασαν σε ποιότητα ακόμα και τις ίδιες τους τις ηχογραφήσεις. Αφού είχαν παρουσιάσει διάσημα τραγούδια, όπως το “King Porter Stomp” και το “Do not Be That Way”, η μπάντα έκλεισε τη συναυλία της με τη μεγάλης διάρκειας, κλασική εκδοχή του εμβληματικού “Sing, Sing, Sing”.

Οι άνθρωποι πίσω από το Goodman

Δύο από τους καλύτερους μουσικούς με τους οποίους συνεργαζόταν πάντα ο Goodman, ήταν ο πιανίστας Teddy Wilson (1912-1986) και ο drummer Lionel Hampton (1909-2002). Ωστόσο, έπαιζαν μόνο σε περιορισμένο κοινό, εξαιτίας του άγραφου κανόνα που δεν επέτρεπε στους λευκούς και Αφροαμερικανούς μουσικούς να παίζουν μαζί. Ο Goodman ήταν ο πρώτος λευκός bandleader που αμφισβήτησε τον διαχωρισμό αυτό στη μουσική βιομηχανία και προσέλαβε στη διάρκεια της καριέρας του πολλούς μεγάλους Αφροαμερικανούς μουσικούς για να παίξουν μαζί του.

Όμως πολλοί κορυφαίοι μουσικοί συμμετείχαν και αποχώρησαν από το συγκρότημα του Goodman με την πάροδο των χρόνων, περισσότερο από ό, τι σε άλλες μπάντες. Οι περισσότεροι μουσικοί θεωρούσαν τον Goodman κακό εργοδότη. Λέγεται ότι ήταν τσιγκούνης, ενώ δε δίσταζε να επιπλήξει τους μουσικούς του όταν έπαιζαν μια λάθος νότα, ακόμα και στις πρόβες. Ο ίδιος υπήρξε ένας εξαιρετικός παίκτης κλαρινέτου, που ήταν εξίσου εξοικειωμένος με τη δύσκολη, κλασική μουσική, όσο και με τη σύγχρονη swing. Δεν ήταν όμως καθόλου υπομονετικός με οτιδήποτε δεν άγγιζε τεχνικά την τελειότητα.

Η επόμενη φάση της καριέρας του Goodman

Μετά το 1945, το κλαρινέτο παραγκωνίζεται μετά την άνοδο της δημοφιλίας της μουσική bebop, ενός νέου στυλ τζαζ μουσικής. Ο Goodman θα προσπαθούσε για ένα διάστημα να αποδεχτεί τη νέα αυτή μουσική τάση, όμως το 1950 αποφάσισε να διαλύσει τη μπάντα του.

Από εκείνη την εποχή, οι δημόσιες εμφανίσεις του θα ήταν σπάνιες. Ήταν κυρίως με μικρά σχήματα και σχεδόν πάντα για τηλεοπτικές εκποπές, ηχογραφήσεις ή ευρωπαϊκές περιοδείες.

Η πιο διάσημη περιοδεία του, ωστόσο, θα ήταν μέρος της πρώτης πολιτιστικής ανταλλαγής με τη Σοβιετική Ένωση. Το 1962, κατόπιν αιτήματος του Υπουργείου Εξωτερικών των ΗΠΑ, ταξίδεψε στη Σοβιετική Ένωση με ορχήστρα. Το ταξίδι στέφθηκε από επιτυχία και βοήθησε σε μεγάλο βαθμό την αμερικανική τζαζ να γίνει δημοφιλής στην Ανατολική Ευρώπη.

Μετά το γάμο του το 1941, ο Goodman έγινε μόνιμος κάτοικος της Νέας Υόρκης. Η σύζυγός του, Alice, με την οποία απέκτησε δύο κόρες, πέθανε το 1978.

Ο Goodman διατήρησε τη συνήθεια να εμφανίζεται ζωντανά σε περιορισμένα μουσικά δρώμενα. Το 1985, εξέπληξε το κοινό με μια θεαματική εμφάνιση στο Φεστιβάλ Kool Jazz, στη Νέα Υόρκη.Έφυγε από τη ζωή την επόμενη χρονιά από καρδιακή προσβολή.

Η συμβολή του Goodman στην τζαζ μουσική μνημονεύεται ακόμα και σήμερα. Πολλοί κριτικοί μουσικής μετά το 1940 τον θέλουν υπερεκτιμημένο σε σχέση με άλλους μεγάλους τζαζίστες της εποχής. Παρ’ όλα αυτά, η τεχνική επιδεξιότητα του Goodman, ο εκλεπτυσμένος τρόπος στο παίξιμό του, το ιδιαίτερο σόλο στυλ του και το αναμφισβήτητο ταλέντο του θα μείνουν για πάντα στην ιστορία.

Χρονοδιάγραμμα της ζωής του David Goodman:
 
1909: Ο Benjamin David Goodman γεννιέται στο Σικάγο στις 30 Μαΐου. Είναι το ένατο από τα δώδεκα συνολικά παιδιά της οικογένειας.
 
1919: Του κάνουν δώρο το πρώτο του κλαρινέτο στην τοπική συναγωγή. Ξεκινά μαθήματα με τον Franz Schoepp της Συμφωνικής Ορχήστρας του Σικάγο.
 
1921: Κάνει το επαγγελματικό του ντεμπούτο στο θέατρο του Σικάγο, εκτελώντας μια μίμηση του Ted Lewis.
 
1923: Αφήνει το σχολείο για να παίζει με τοπικά συγκροτήματα, συμπεριλαμβανομένης της ορχήστρας του Bix Beiderbecke.
 
1926: Κάνει το δισκογραφικό του ντεμπούτο στο Σικάγο και την πρώτη του εμφάνιση στη Νέα Υόρκη, και με τον Ben Pollack.
 
1934: Φτιάχνει μια μεγάλη μπάντα και συμμετέχει σε μια επιτυχημένη οντισιόν για το Music Hall του Billy Rose στη Νέα Υόρκη. Μετά την εμπλοκή του Music Hall, η μπάντα ξεκινά μια τακτική εκπομπή στο ραδιοφωνικό πρόγραμμα του NBC, με το όνομα  «Ας χορέψουμε». Η σειρά διαρκεί έξι μήνες και ακολουθεί περιοδεία του συγκροτήματος.
 
1935: Καταγράφει την πρώτη του μεγάλη επιτυχία όταν η μπάντα του εμφανίζεται στην αίθουσα Palomar Ballroom στο Λος Άντζελες στις 21 Αυγούστου, σηματοδοτώντας την απαρχή της εποχής του swing.
 
1936: Το Goodman Trio, με τον Teddy Wilson στο πιάνο και τον Gene Krupa στα τύμπανα, εμφανίζεται για πρώτη φορά στο κοινό. Ξεκινά ραδιοφωνικό πρόγραμμα στο CBS, με τίτλο “Caravan Camel”, και αναγνωρίζεται από τους κριτικούς της εποχής ως το καλύτερο πρόγραμμα της swing περιόδου. Το πρόγραμμα συνεχίζεται μέχρι και το 1939. Το Goodman Quartet σχηματίζεται τον Αύγουστο με την προσθήκη του Lionel Hampton.
 
1937: Η δύναμη της μπάντας, η ακρίβεια και το ταλέντο της μαγεύουν τα ακροατήρια στο Paramount Theatre της Νέας Υόρκης. Εμφανίζονται στο “Hollywood Hotel” της Warner Brothers – μια ταινία που εξακολουθεί να παίζει στην τηλεόραση ως μια από τις καλύτερες του είδους της.
 
1938: Η Goodman Orchestra εμφανίζεται σε μια συναυλία στο Carnegie Hall, στις 16 Ιανουαρίου. Κάνει την πρώτη κλασσική της ηχογράφηση με το String Quartet της Βουδαπέστης.
 
1939: Ο Goodman μεταβαίνει από τη Victor στη δισκογραφική εταιρεία Columbia. Ένα νέο Sextet σχηματίζεται στη δυτική ακτή με τους Lionel Hampton, Fletcher Henderson, Charlie Christian, Art Bernstein και Nick Fatool. Μια δεύτερη συναυλία λαμβάνει χώρα στο Carnegie Hall.
 
1940: Ηχογραφείται το “Contrasts” με τους Bela Bartok και Joseph Szigeti.
 
1942: Εμφανίζεται με all star συγκρότημα στο “Syncopation” του RKO. Παντρεύεται στις 21 Μαρτίου την Alice Hammond Duckworth. Ξεκινά εμφανίσεις σε μια σειρά κινηματογραφικών ταινιών του Χόλιγουντ (1942-1944): “The Powers Girl”, “The Stage Door Canteen”, “All The Gang’s Here” “Sweet and Lowdown”, “Make Mine Music.” Ηχογραφεί V-Discs και κάνει τις μεταδόσεις των Ενόπλων Δυνάμεων σε όλη τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
 
1944:
Το νεοσύστατο Benny Goodman Quintet ξεκινά εμφανίσεις στο σόου του Billy Rose, με τις Beatrice Lillie και Bert Lahr.
 
1947: Το συγκρότημα διαλύεται και εργάζεται πια κυρίως με μικρά σχήματα.
 
1948:
Εμφανίζεται στην ταινία του RKO και του Samuel Goldwyn, “A Song Is Born” με τους Charlie Barnet, Tommy Dorsey, Louis Armstrong, Lionel Hampton και άλλους.
 
1950:
Ταξιδεύει στην Ευρώπη με νέο Sextet.

1951: Κάνει κλασσικές ηχογραφήσεις με το American Art Quartet και με τον Leonard Bernstein. Η συναυλία του 1938 στο Carnegie Hall κυκλοφορεί σε δίσκο από την Columbia και γίνεται τεράστια δισκογραφική επιτυχία.
 
1955: Κυκλοφορεί η ταινία “The Benny Goodman Story”, με πρωταγωνιστή τον Steve Allen.
 
1956:
Κάνει περιοδεία στην Άπω Ανατολή για το Υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ, με συναυλίες στην Ιαπωνία, τη Βιρμανία, την Καμπότζη, τη Μαλαισία, το Χονγκ Κονγκ και την Ταϊλάνδη.
 
1957: Οι αναγνώστες του περιοδικού Down Beat τοποθετούν τον Benny Goodman στο All-Time Jazz Hall of Fame. Η εμφάνισή του το 1958 στην Παγκόσμια Έκθεση Βρυξελλών καθιστά το αμερικανικό περίπτερο στο δημοφιλέστερο της έκθεσης.
 
1959:
Κάνει περιοδεία στην Ευρώπη με δεκαμελή μπάντα. Επιστρέφει με συναυλία στη Νέα Υόρκη και σπάει ταμεία. Οι Ρώσοι συνθέτες Shostakovich, Kabalevsky και Khrennikov παρακολουθούν τις συναυλίες του και τον επαινούν για τη δεξιοτεχνία του.
 
1961:
Κάνει την πρώτη του περιοδεία στη Νότια Αμερική, όπου η μπάντα του παίζει μπροστά σε πλήθος κόσμου στην Αργεντινή, τη Βραζιλία, τη Χιλή και την Ουρουγουάη.
 
1962: Κάνει μια πρωτοφανή περιοδεία στη Σοβιετική Ένωση υπό την αιγίδα του προγράμματος Πολιτιστικής Ανταλλαγής του Υπουργείου Εξωτερικών των ΗΠΑ. Μετά από έξι εβδομάδες επίσκεψης, εμφανίζεται σε τηλεοπτικό debate με τον Khrushchev, όπου υπερασπίζεται τη σύγχρονη τέχνη και τη μουσική. Η συνάντησή τους προβάλλεται από το NBC και είναι μέρος του ντοκιμαντέρ “The World of Benny Goodman”.
 
1964:
Ταξιδεύει στην Ιαπωνία με μια μικρή μπάντα. Όλες οι συναυλίες του βγαίνουν sold-out.
 
1966:
Με ένα νέο Sextet παίζει στο Rainbow Grill στο Rockefeller Center.
 
1969:
Κυκλοφορεί μια βιο-δισκογραφία του Benny Goodman. Περιγράφεται από έναν κορυφαίο κριτικό μουσικής ως «το πιο ολοκληρωμένο έργο που έχει κυκλοφορήσει ποτέ σε οποιαδήποτε μορφή τζαζ». Ο βασιλιάς Phumiphu της Ταϊλάνδης επισκέπτεται τον Goodman.
 
1970: Κάνει περιοδεία της Ευρώπης με 16 μουσικούς. Η συναυλία τους στη Στοκχόλμη ηχογραφείται ζωντανά και κυκλοφορεί ως δίσκος της London Records.
 
1972: Το περιοδικό Time / Life δημοσιεύει ένα εικονογραφημένο αφιέρωμα με τίτλο “The King in Person”.
 
1973: Το Benny Goodman Sextet κάνει για δύο εβδομάδες περιοδεία στην Αυστραλία. Το αυθεντικό Κουαρτέτο δίνει τρεις αξέχαστες συναυλίες στο Carnegie Hall στο Σικάγο και τη Σαρατόγκα.