Οι επιστήμονες εδώ και δεκαετίες γνωρίζουν ότι η κλιματική αλλαγή αλλάζει τον πλανήτη. Ωστόσο, σύμφωνα με νέα έρευνα, η αύξηση της θερμοκρασίας έχει επίσης σημαντικό αντίκτυπο και στις οικονομίες, από τη μία κάνοντας μερικές πλούσιες χώρες ακόμη πλουσιότερες και από την άλλη «φρενάροντας» την ανάπτυξη πολλών φτωχότερων χωρών.

Ads

Η ανισότητα μεταξύ των χωρών μειώθηκε τις τελευταίες δεκαετίες. Ωστόσο, μεταξύ του 1961 και του 2010, το χάσμα μεταξύ των χωρών θα μειωνόταν περισσότερο αν δεν συνέβαινε η κλιματική αλλαγή, όπως αναφέρει η έρευνα που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό της Εθνικής Ακαδημίας Επιστημών των ΗΠΑ. Ειδικότερα, σύμφωνα με τους επιστήμονες η «ψαλίδα» του πλούτου ανάμεσα στις φτωχότερες και στις πλουσιότερες χώρες έχει διευρυνθεί κατά περίπου 25% περισσότερο από ό,τι θα είχε συμβεί χωρίς τις επιπτώσεις της ανόδου της θερμοκρασίας. «Τα αποτελέσματα δείχνουν ότι οι περισσότερες από τις πιο φτωχές χώρες της Γης είναι σημαντικά φτωχότερες σήμερα από ό,τι θα ήταν χωρίς την παγκόσμια υπερθέρμανση. Ταυτόχρονα, η πλειονότητα των πλουσίων χωρών είναι πλουσιότερες από ό,τι θα είχαν υπάρξει χωρίς την κλιματική αλλαγή», δήλωσε ο Noah Diffenbaugh, συγγραφέας της μελέτης και επιστήμονας για το κλίμα στο Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ.

Διαπιστώθηκε μάλιστα, ότι ο ρυθμός ανάπτυξης (αύξησης του ΑΕΠ) στη διάρκεια των ετών με θερμοκρασίες μεγαλύτερες του μέσου όρου έχει επιταχυνθεί στις πιο κρύες χώρες (που συμβαίνει να είναι συνήθως και οι πιο πλούσιες), αλλά έχει επιβραδυνθεί στις πιο θερμές (που είναι και οι φτωχότερες).

Οι οικονομολόγοι, οι εμπειρογνώμονες ανάπτυξης και οι ηγέτες του κόσμου έχουν προειδοποιήσει εδώ και καιρό ότι η κλιματική αλλαγή είναι πιθανό να βλάψει τις φτωχές χώρες περισσότερο από τις πλούσιες. Η ανάκαμψη από καταστροφές όπως οι τυφώνες, οι πλημμύρες ή η ξηρασία είναι πιο δύσκολη όταν δεν υπάρχουν αρκετοί πόροι και η υψηλή θερμότητα μπορεί να δημιουργήσει σοβαρά προβλήματα στους ανθρώπους και στις καλλιέργειες. «Έτσι οι φτωχότερες χώρες θα επηρεαστούν περισσότερο από τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής», τόνισε ο Amir Jina, ειδικός περιβαλλοντικής πολιτικής στο Πανεπιστήμιο του Σικάγου.

Ads

Μεγάλο μέρος της έρευνας για τις κοινωνικές και οικονομικές επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής εξέτασε το μέλλον, χρόνια, δεκαετίες και αιώνες μπροστά. Αλλά τα τελευταία χρόνια, οι επιστήμονες έχουν αρχίσει να κάνουν ακριβείς υπολογισμούς για το πόσο η κλιματική αλλαγή μας έχει επηρεάσει ήδη. Το 2017, για παράδειγμα, διαπίστωσαν ότι εξαιτίας του τυφώνα Harvey είχαμε περίπου 15% περισσότερη βροχή σε σχέση με έναν κόσμο όπου δεν θα άλλαζε το κλίμα.

Οι Diffenbaugh και Marshall Burke, οι συντάκτες της νέας μελέτης, συνειδητοποίησαν ότι θα μπορούσαν να εφαρμόσουν την ίδια προσέγγιση στις οικονομίες. Ο Burke και οι συνάδελφοί του είχαν δείξει λίγα χρόνια πριν ότι υπάρχει μια αξιοσημείωτη σχέση μεταξύ της μέσης ετήσιας θερμοκρασίας σε μια χώρα και της οικονομικής της παραγωγής. Τοποθεσίες με θερμοκρασία γύρω στους 13 βαθμούς Κελσίου (όπως η Κίνα και οι ΗΠΑ) έχουν την υψηλότερη οικονομική παραγωγικότητα στον κόσμο. Όσο πιο μακριά βρισκόταν μια χώρα από αυτή την θερμοκρασία, τόσο λιγότερο παραγωγική ήταν.

Δεν είχε σημασία αν μια χώρα ήταν πλούσια ή φτωχή. Οι ψυχρότερες χώρες δεν παράγουν τόσα πολλά, όπως αντίστοιχα συμβαίνει το ίδιο και με τις χώρες που η μέση θερμοκρασία ξεπερνά τους 20 βαθμούς Κελσίου. Αυτές όμως πλήττονται περισσότερο καθώς, οι θερμότερες θερμοκρασίες μπορεί να δυσκολέψουν την εργασία των ανθρώπων και να επηρεάσουν τη γεωργική παραγωγή, μεταξύ πολλών άλλων επιπτώσεων.

Ποιος ευθύνεται για την κλιματική αλλαγή και ποιος πληρώνει το τίμημα;

Σε παγκόσμιο επίπεδο, η οικονομική ανισότητα έχει μειωθεί κατά τις τελευταίες δεκαετίες κατά περίπου 15% μεταξύ του 1975 και του 2010). Αλλά αυτό που διαπίστωσαν οι Diffenbaugh και Burke ήταν ότι μεταξύ του 1961 και του 2010, αυτό το χάσμα θα είχε μειωθεί κατά 25% περίπου, εάν δεν προχωρούσε η υπερθέρμανση του πλανήτη.

Ιδίως οι τροπικές χώρες τείνουν να έχουν θερμοκρασίες κατά πολύ πάνω από τις ιδανικές για οικονομική ανάπτυξη. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι αυτό τις έχει βλάψει. Από την άλλη, μερικές από τις μεγαλύτερες οικονομίες βρίσκονται κοντά στην τέλεια θερμοκρασία για οικονομική ανάπτυξη. Όμως μια μεγάλη άνοδος της θερμοκρασίας θα τις απομακρύνει ολοένα περισσότερο από την άριστη θερμοκρασία.

Η μελέτη εκτιμά ότι οι πέντε οικονομίες που έχουν τις μεγαλύτερες απώλειες μετά το 1961 λόγω της κλιματικής αλλαγής (με βάση τη μέση μεταβολή του ΑΕΠ ανά κεφαλή) είναι το Σουδάν (-36%), η Ινδία (-31%), η Νιγηρία (-29%), η Ινδονησία (-27%) και η Βραζιλία (-25%). Οι πέντε χώρες που έχουν ωφεληθεί περισσότερο από την άνοδο της θερμοκρασίας εκτιμάται ότι είναι η Νορβηγία (+34%), ο Καναδάς (+32%), η Σουηδία (+25%), η Βρετανία (+9,5%) και η Γαλλία (+4,8%).

Αλλά ανεξάρτητα από τις χώρες που πλήττονται περισσότερο από την κλιματική αλλαγή, αξίζει να εξεταστεί και ποιες χώρες ευθύνονται για την υπερθέρμανση του πλανήτη. Από τις 19 χώρες με τις υψηλότερες συνολικές εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα από το 1961 έως το 2010, οι 14 «χτυπήθηκαν» οικονομικά από την αύξηση της θερμοκρασίας. Αντίθετα, οι 18 χώρες με τις χαμηλότερες εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα, αναπτύχθηκαν οικονομικά πάνω από 25%.

«Γνωρίζαμε ήδη ότι οι χώρες που είναι πιο ευάλωτες στην κλιματική αλλαγή δεν συνέβαλαν πολύ στο να τη δημιουργήσουν», λέει η Celine Guivarch, εμπειρογνώμονας στον τομέα της κλιματικής αλλαγής και πολιτικής στο CIRED, το Διεθνές Κέντρο Ερευνών για το Περιβάλλον και την Ανάπτυξη, στο Παρίσι.

Οι χώρες που είναι «ευάλωτες» στο κλίμα έχουν τονίσει αυτό το σημείο στις διεθνείς διαπραγματεύσεις για την κλιματική αλλαγή. Κατά τη διάρκεια των συζητήσεων που προηγήθηκαν της συμφωνίας του Παρισιού για την κλιματική αλλαγή, το 2015, οι Ινδοί εκπρόσωποι για παράδειγμα πίεσαν για «αποκατάσταση του κλίματος» από τις πλούσιες χώρες που ήταν υπεύθυνες για το μεγαλύτερο μέρος των εκπομπών CO2 στον πλανήτη στο παρελθόν.

«Η κλιματική αλλαγή είναι πιθανό να κοστίσει σε όλους, παντού, ειδικά καθώς οι επιπτώσεις είναι όλο και πιο εμφανείς», επισήμανε ο Diffenbaugh. Από τη μεριά του ο J. Timmons Roberts, εμπειρογνώμονας περιβαλλοντικής πολιτικής στο Brown University, υπογραμμίζει σχετικά με τα αποτελέσματα της έρευνας, πόσο δύσκολο θα είναι να βρεθεί μια δίκαιη λύση στην τρέχουσα κλιματική κρίση.