«Στις αρχές του εικοστού αιώνα, το όραμα μιας μελλοντικής κοινωνίας που θα ήταν απίστευτα πλούσια, άνετη, πειθαρχημένη και επαρκής, ένας κόσμος αστραφτερός από γυαλί, ατσάλι και κάτασπρο μπετόν, αποτελούσε μέρος της συνείδησης σχεδόν κάθε μορφωμένου ανθρώπου. Η επιστήμη και η τεχνολογία εξελίσσονταν ταχύτατα και φαινόταν φυσικό να υποθέτει κανείς πως θα συνέχιζαν να εξελίσσονται.

Ads

Αυτό δεν έγινε και τούτο οφείλεται, αφ’ ενός, στην ένδεια στην οποία οδήγησε μια μακρά σειρά πολέμων και επαναστάσεων, και, αφ’ ετέρου, στο ότι η επιστημονική και η πρόοδος βασίζονταν στην εμπειρική σκέψη που δεν μπορούσε να επιζήσει σε μια αυστηρά συγκροτημένη κοινωνία. Ο κόσμος είναι στο σύνολό του πιο πρωτόγονος σήμερα απ’ ό,τι πριν από πενήντα χρόνια. Κάποιες υπανάπτυκτες περιοχές έχουν προοδεύσει, και διάφορα όργανα, που έχουν πάντα κάποια σχέση με τον πόλεμο και την αστυνόμευση, έχουν τελειοποιηθεί, αλλά τα πειράματα και οι εφευρέσεις σε μεγάλο βαθμό σταμάτησαν».  

«Σε έναν κόσμο όπου οι άνθρωποι θα δούλευαν λίγο, όπου ο καθένας θα είχε αρκετή τροφή, θα ζούσε σε σπίτι με λουτρό και ψυγείο, θα είχε δικό του αυτοκίνητο ή ακόμα και αεροπλάνο, η πιο φανερή και ίσως η πιο σημαντική μορφή της ανισότητας θα είχε κιόλας εξαφανιστεί.

Αν γενικευόταν, ο πλούτος δεν θα παρείχε καμιά διάκριση. Αναμφίβολα, θα μπορούσε να φανταστεί κανείς μια κοινωνία όπου ο πλούτος, με την έννοια της ατομικής ιδιοκτησίας και της πολυτέλειας, θα μοιραζόταν ίσα, ενώ η δύναμη θα έμενε στα χέρια μιας μικρής προνομιούχας τάξης. Αλλά, στην πράξη, μια τέτοια κοινωνία δε θα μπορούσε να παραμείνει σταθερή για πολύ. Γιατί, αν όλοι απολάμβαναν με τον ίδιο τρόπο τις ανέσεις και την ασφάλεια, αποβλακωμένη από τη φτώχεια μεγάλη μάζα των ανθρώπων θα μπορούσε να μορφωθεί και να μάθει να σκέφτεται για τον εαυτό της και όταν γινόταν αυτό, αργά ή γρήγορα αυτή η μάζα θα καταλάβαινε ότι η προνομιούχα μειοψηφία δεν είχε κανένα λόγο ύπαρξης και θα την έβγαζε από τη μέση».

Ads

Αποσπάσματα από το βιβλίο του George Orwell, 1984 (εκδ. Κάκτος).

O Τζορτζ Όργουελ (25 Ιουνίου 1903 – 21 Ιανουαρίου 1950), πραγματικό όνομα Έρικ Άρθουρ Μπλερ, ήταν Βρετανός συγγραφέας και δημοσιογράφος. Το έργο του χαρακτηρίζεται από ξεκάθαρο πεζό λόγο, συνειδητότητα των κοινωνικών ανισοτήτων, αντίθεση στα ολοκληρωτικά καθεστώτα και αφοσίωση στον δημοκρατικό σοσιαλισμό. Σπούδασε υπότροφος στο Ίτον, όπου πρωτοδημοσίευσε κείμενά του σε περιοδικά. Το 1922 διορίστηκε αξιωματούχος στην αστυνομία της Βιρμανίας, απ’ όπου παραιτήθηκε μια εξαετία αργότερα, αμφισβητώντας τον ρόλο του στην αποικιακή διοίκηση. Στη συνέχεια έζησε για αρκετό καιρό φτωχικά σε Παρίσι και Λονδίνο, αλλάζοντας πολλά επαγγέλματα και συναναστρεφόμενος με περιθωριακούς. Η απόφασή του ήταν συνειδητή και χαρακτηρίστηκε από την απόρριψη του αστικού τρόπου ζωής, που συνοδεύτηκε από την πολιτική του ωρίμανση. Ο ίδιος χαρακτήριζε τον εαυτό του αναρχικό.

Τα βιβλία του Οι αλήτες του Παρισιού και του Λονδίνου (1933), Μέρες της Μπούρμα (1934), Η κόρη του παπά (1935) και Ο δρόμος προς την αποβάθρα του Γουίγκαν (1937), δίνουν το χρονικό της περιόδου αυτής και καταγράφουν την εξέλιξη των ιδεών του. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του έγραψε τα δύο βιβλία που του χάρισαν τη μεγάλη του φήμη. Το 1944 ολοκλήρωσε τη Φάρμα των Ζώων, πολιτική αλληγορία εμπνευσμένη από τη Ρωσική Επανάσταση και τη σταλινική περίοδο της ΕΣΣΔ. Το 1949 κυκλοφόρησε το τελευταίο του έργο, το περίφημο 1984. Με τη δράση τοποθετημένη στο μελλοντικό τότε έτος 1984, σκιαγραφεί αριστουργηματικά όσο και εφιαλτικά το ολοκληρωτικό αστυνομικό κράτος, όπου τα πάντα εξελίσσονται υπό την παρακολούθηση του Μεγάλου Αδελφού.

Πηγή: doctv.gr