Βρέθηκα σε μια εκκλησιά που δεν ξέρω ποιος θεός λατρευόταν. Καλά καλά δεν ξέρω πώς βρέθηκα. Ούτε τους τοίχους της – κι ωστόσο πελώριος, πανύψηλους, στον ουρανό – καλοδιάκρινα. Δεν είμαι βέβαιος καν αν είχε τοίχους ορατούς. Μα υπήρξα μάρτυρας της λειτουργίας. Όλη τελέστηκε μπρος μου, σ’ όλη της τη δόξα και την υπέργεια έξαρση. Ο θεός της πέθαινε. Στο πέρας της λειτουργίας θεός πια δεν θα υπήρχε. Και τελούσαν αυτό οι ιεροί λειτουργοί της. Μια μακραίωνη ιστορία πίσω υπήρχε – πίσω ο θεός υπήρχε, εφεξής δεν θα υπήρχε πια.

Ads

Την αλήθεια την είχε ο ίδιος προστάξει, ο ίδιος είχε βεβαιώσει το θάνατό του. Ο ίδιος είχε δείξει τον ήλιο της ανατολής της πρώτης μέρας στον κόσμο δίχως θεό. Παρά ταύτα ήταν μια λειτουργία. Παρά ταύτα το τυπικό της έπειθε. Ρίγη πίστεως συγκλόνιζαν τους ευσεβείς της. Μόνο που ο θεός πέθαινε, ξεψύχαγε μπρος τους με βεβαιότητα, παράδινε την πνοή στους ανέμους, στο χώρο τον δίχως θεό πια, στον άδειο χώρο. Κι ωστόσο, στον άδειο χώρο η λειτουργία υψώνονταν. Κι η λειτουργία αρκούσε, γίνονταν αυθύπαρκτη, αυτοδύναμη.

Ο θεός ο ίδιος πέθαινε μα οι μήτρες οι χρυσόδετες των ιερουργών τον υποχρεώναν. Είδα με τα μάτια μου το θεό να εκλιπαρεί να τον αφήσουν ήσυχο να πεθάνει. Μα η ασθενική πια μιλιά του χάνονταν μες την ιερουργία. Τα ορατόρια ανατείνονταν – ‘ο θεός πέθανε!’ – κι ο θεός ψιθύριζε ‘σιγότερα, σιγότερα, δεν πέθανε ακόμα ο θεός μα πεθαίνει, αφήστε τον εν ηρεμία’. ‘Όχι, ο θεός πέθανε!’ αντέτειναν τα ορατόρια κι ο θεός κυβερνούσε στυλωμένος ακούσια στο θόλο με τη φωνή τους. Πλησίασα τους ιερείς, φώναξα, είπα πως ο θεός πεθαίνει, αφήστε τον εν ηρεμία, μα στάθηκε αδύνατο. Όλο ήταν μες το τυπικό. Ακόμα και ο θεός που διαμαρτύρεται, δήθεν σα να διαμαρτύρεται, δήθεν σα να πεθαίνει. ‘Μα ο θεός πεθαίνει, αλήθεια πεθαίνει!’ φώναξα. ‘Ο θεός πεθαίνει! Ο θεός πεθαίνει!’ τραγούδησαν, σαν από μέσα απ’ το στόμα μου μάλιστα, δοξαστικά στο μέλος του ‘Ο θεός νικά!’. Έτρεξα στο θεό, τον ψαχούλεψα να βεβαιωθώ ξανά πως πεθαίνει, πως δεν τελετουργεί.

Τα πάντα, κι η μυρουδιά, με βεβαίωναν πως πεθαίνει, πέθανε κιόλας! Τώρα, μάλιστα, τα ορατόρια υψώνονταν κατ’ εξοχήν δοξαστικά. Κι όλοι πήραν από ένα κομμάτι του, διαμέλισαν το πτώμα του κι έλαβαν κι έστω από μια μπουκιά της πτωμαΐνης του. Οι γυναίκες κοιμήθηκαν μ’ αυτήν, έκαναν έρωτα, συνέλαβαν μ’ αυτήν, οι άντρες μ’ αυτήν, αυτήν ερωτεύτηκαν, μ’ αυτήν έσπειραν, τα παιδιά μ’ αυτήν έπαιξαν ξανά τις αρχαίες αμάδες. Ο θεός πέθανε, αυτή ήταν η λειτουργία, η μεγάλη του δόξα, η αιώνια δόξα του πτώματός του. Είδα τις μήτρες να φεύγουν, να χάνονται, τους τοίχους της εκκλησιάς να γίνονται αόρατοι, το ορατόριο να θαμπώνει, να σβήνει. Μα γύρω μου ο ορίζοντας έλαμπε πυρφόρος.

Ads

Πηγή: poihtikhalitheia.wordpress.com