Ξεκινώντας μια αναδρομή στην ιστορία, από τις πρωτογενείς κοινωνίες έως τη σύγχρονη εποχή, διαπιστώνουμε ότι η βία, η επιθετικότητα και η τάση για καταστροφή, αποτελούν ίσως τις πιο πολύπλοκες και συνάμα σκοτεινές εκδηλώσεις της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Έχουν τεράστιο αντίκτυπο και σημασία καθ’ όλη την ιστορική περίοδο της ανθρωπότητας. Το εγκληματικό φαινόμενο είναι αναπόσπαστα δεμένο με τις πιο βαθιές ρίζες της ανθρώπινης ύπαρξης και η τιμωρητική αντίδραση κατά του εγκλήματος ξεκινά με την ανάγκη ασφάλισης της κοινωνικής συμβίωσης. Τα διάφορα αγαθά που προστατεύει ο ποινικός νόμος και η αξιολόγησή τους αλλάζουν κατά πολύ στις εκάστοτε εποχές και χώρες. Όμως, αντίδραση στις βλαπτικές ανθρώπινες συμπεριφορές, υφίσταται σε όλες τις κοινωνίες είτε ως ποινή και τιμωρία είτε ως εξιλασμός ή δίκη. Της Ιωάννας Μπαλάφα

Ads

Ας αναφέρουμε συνοπτικά την εξέλιξη και διαμόρφωση των ποινικών μέσων και του εγκλήματος διακρίνοντας έξι κύριες ιστορικές φάσεις: Η πρώτη φάση ξεκινά από τις αρχαϊκές κοινωνίες (Ελλάδα και Ρώμη) έως την επικράτηση του χριστιανισμού. Κατά τη δεύτερη φάση, κυριαρχεί η σφραγίδα του χριστιανισμού στο Βυζάντιο και στη Δυτική Ευρώπη. Στην τρίτη περίοδο επικρατεί η διάδοση των ιδεών της Σχολής του Φυσικού Δικαίου και η απομάκρυνση από τα διάφορα θεολογικά δόγματα. Η τέταρτη φάση επηρεάζεται από την ανάπτυξη των ιδεών του Διαφωτισμού και τις προσπάθειες προστασίας των δικαιωμάτων του ανθρώπου και του πολίτη έναντι στην κρατική αυθαιρεσία.

Ακολούθως, κύρια γνωρίσματα της πέμπτης φάσης είναι, η επίδραση του θετικισμού και του επιστημονισμού στον χώρο του ποινικού δικαίου που απορρέει από την Ιταλική και Γερμανική Θετική Σχολή που ήρθε σε σύγκρουση με την ήδη ανεπτυγμένη φιλοσοφική σκέψη. Τέλος, στην έκτη φάση που διανύουμε έως σήμερα, συναντούμε τα νεώτερα ρεύματα της εγκληματολογίας και της ποινικής νομοθεσίας. Κύρια γνωρίσματα των σύγχρονων τάσεων και θεωριών είναι ο ανθρωπισμός, η αποηθικοποίηση των ποινικών διατάξεων και η επανένταξη του “εγκληματία” στο ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον το οποίο οφείλει να σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματά του.
 
Σε αυτό ακριβώς το σημείο γεννιούνται οι μεγάλοι προβληματισμοί και τα ερωτήματα. Πραγματικά υπάρχει ανθρωπισμός όταν μιλάμε για στέρηση της ελευθερίας; Τι συνεπάγεται για έναν άνθρωπο η στιγμή που πρωτομπαίνει στη φυλακή και έχει να αντιμετωπίσει ένα ιδρυματοποιημένο περιβάλλον που με τη σημερινή του μορφή είναι μαθηματικά βέβαιο ότι δεν θα τον σωφρονίσει αλλά θα του δώσει όλες τις δεξιότητες για να προβεί σε μεγαλύτερα αδικήματα ή και εγκληματικές συμπεριφορές; Τι σημαίνει για έναν ανήλικο η απομόνωση της φυλακής; Αλήθεια, όταν κάνουμε λόγο για τη φυλάκιση, έχουμε άραγε συναίσθηση για τί ακριβώς μιλάμε; Σε μια κοινωνία όπου οι επιστήμες εξανθρωπίζονται όλο και περισσότερο, πώς γίνεται ένα τόσο σοβαρό ζήτημα που διαπραγματεύεται κεκτημένα δικαιώματα να αντιμετωπίζεται τόσο απάνθρωπα και ταπεινωτικά; Το περιβάλλον της φυλακής αποτελεί ένα “άσυλο” όπου ένας μεγάλος αριθμός ατόμων, διαχωρίζονται από την υπόλοιπη κοινότητα για ένα συγκεκριμένο διάστημα και διάγουν έναν περιοριστικό και αυστηρά διαχειριζόμενο τρόπο ζωής (Goffman,1968), άρα η φυλακή περιλαμβάνει όλες τις πρακτικές που μπορούν να εφαρμοστούν σε ένα άσυλο τόσο από την πλευρά των κρατουμένων όσο και από την πλευρά των υπαλλήλων.
 
Πιο συγκεκριμένα, ένας κρατούμενος, έχει να διαχειριστεί το αρχικό σοκ του εγκλεισμού. Κυριολεκτικά κάνουμε λόγο για πέρασμα στην ‘’απέναντι όχθη’’, για επαναδιαπραγμάτευση όλων των αξιών και των ελευθεριών που είχε ένας άνθρωπος έως τη στιγμή του εγκλεισμού του στη φυλακή. Αυτό συνεπάγεται την προσπάθεια προσαρμογής του, σε ένα περιβάλλον που βασίζεται στην απομόνωση και στη χειραγώγηση και μέσα από τα νέα δεδομένα να μπορέσει να επιβιώσει.Ουσιαστικά πρέπει να μάθει να ζει με τις ψυχολογικές συνέπειες που συνεπάγονται η στέρηση της ελευθερίας, η στέρηση της ασφάλειας, του προσωπικού χώρου και της αυτονομίας, η σεξουαλική στέρηση και η στέρηση βασικών υπηρεσιών.  Οι στερήσεις αυτές οδηγούν πολλούς κρατούμενους σε εκδηλώσεις κατάθλιψης, διάφορων διαταραχών αλλά και σε απόπειρες αυτοκτονίας. Επιπλέον παράγοντες που διαιωνίζουν τις άσχημες συνθήκες είναι το συχνά μη εξειδικευμένο επιστημονικό προσωπικό και η μη ψυχολογική και επαγγελματική στήριξη των αποφυλακισμένων, καθώς και η γενικότερη σύγχυση γύρω από το σαφή διαχωρισμό των εξουσιών.
 
Ευρωπαϊκά, γίνεται προσπάθεια υιοθέτησης εναλλακτικών μορφών κράτησης, ειδικά στους ανήλικους, όπου στόχος δεν θα είναι ο λεγόμενος σωφρονισμός, αλλά η μέριμνα. Στην Ελλάδα τι ακριβώς συμβαίνει; Η κατάσταση στις ελληνικές φυλακές είναι λίγο έως πολύ η εξής: Σε ποσοστό άνω του 50%, οι κρατούμενοι είναι μεταξύ 20 και 30 ετών, οι φυλακισμένοι με κατηγορίες που αφορούν υποθέσεις ναρκωτικών αποτελούν πλειοψηφία και σχεδόν το 48% των κρατουμένων είναι μετανάστες.  Παράλληλα, το προσωπικό δεν επαρκεί και τέλος δεν υπάρχει μόνιμο ιατρικό προσωπικό με ψυχολόγους, κοινωνικούς λειτουργούς και κοινωνιολόγους. Αν στα παραπάνω προσθέσουμε τις κάκιστες συνθήκες υγιεινής και την απουσία συστημάτων και προγραμμάτων που να απασχολούν και να επιμορφώνουν τους κρατούμενους, τότε αντιλαμβανόμαστε το γενικό πλάνο της εικόνας μιας φυλακής.
 
Επιπλέον, όταν 8 στους 10 ανήλικους μετά την αποφυλάκισή τους, επιστρέφουν ως ενήλικες στη φυλακή, αυτό δείχνει όχι μόνο την ανεπάρκεια του σωφρονιστικού συστήματος αλλά και την κακή κοινωνική εκπαίδευση καθώς η οικογένεια και το ευρύτερο περιβάλλον στιγματίζουν τον ανήλικο και κατά μία έννοια του κάνουν εύκολο το να επιστρέψει σε παραβατικές συμπεριφορές και στην επανείσοδό του στη φυλακή, κάνοντας απαραίτητη τη ριζική επαναδιαπραγμάτευση των λόγων κράτησης ενός ανήλικου.
 
Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, γίνεται προσπάθεια για τη δημιουργία κέντρων μέριμνας που δεν θα έχουν σχέση με το περιβάλλον της φυλακής αλλά θα λειτουργούν ως ανοιχτές δομές και  η φυλάκιση να αφορά εγκλήματα όπως ανθρωποκτονίες, ληστείες, βιασμούς κτλ. Ουσιαστικά στόχος να είναι η θεραπεία και όχι ο εγκλεισμός και ο μετέπειτα στιγματισμός. Στην Ελλάδα λοιπόν,  που αποτελεί την ευρωπαϊκή χώρα με τα μεγαλύτερα ποσοστά προφυλακισμένων (κυρίως εξαρτημένων για υποθέσεις ναρκωτικών) και προφυλακισμένων ανήλικων και μεταναστών, υπάρχει ανάγκη άμεσης αποσυμφόρησης των φυλακών, ευνοϊκότερες ρυθμίσεις για πλημμελήματα, εναλλακτικές ποινές και απαγόρευση κράτησης για δικαστικά έξοδα, μέτρα για τη μείωση της σεξουαλικής και κοινωνικής απομόνωσης, εκπαιδευτική χρήση υπολογιστών και πρόσβαση στο internet, προγράμματα απεξάρτησης στους χρήστες κρατούμενους, ευεργετικός υπολογισμός της ποινής για φυλακισμένους με σοβαρά προβλήματα υγείας και υψηλά ποσοστά αναπηρίας, όπως και για τις μητέρες που κρατούνται με τα ανήλικα παιδιά τους και για άτομα άνω των 75 χρόνων.
 
Αν σκεφτούμε διεξοδικότερα, οι ευθύνες βαραίνουν μια ολόκληρη κοινωνία, καθώς όταν ο μέσος άνθρωπος είναι καχύποπτος και προκατειλημμένος απέναντι σε έναν αποφυλακισμένο, πώς θα μπορούσε να επιτευχθεί η περιβόητη κοινωνική επανένταξη;  Έτσι λοιπόν, παρατηρούμε ότι τα πάντα είναι ένα σύνολο από συγκοινωνούντα δοχεία με ίσες ευθύνες και ρόλους. Δικαιωματικά δεν μπορούμε να ζητάμε από κάποιον να ‘αλλάξει’ ενώ ταυτόχρονα εμείς οι ίδιοι να τον περιθωριοποιούμε, αδιαφορώντας για τη ψυχολογική ή σωματική κακοποίηση που συνεπάγεται ο εγκλεισμός.
 
Θα λέγαμε συνοπτικά ότι, οι σύγχρονες τάσεις που παρατηρούνται σε πολλές δυτικοευρωπαϊκές χώρες, συνδέονται με μια προσπάθεια εγκατάλειψης όποιων εκδικητικών, ανώφελων, δαπανηρών ή προσβλητικών για την ανθρώπινη αξία ποινών.  Αντίθετα, επιχειρείται η χάραξη μιας αντεγκληματικής πολιτικής που θα βοηθά στην κοινωνική επανένταξη του εγκληματία και ποινές όπως, ο εγκλεισμός σε ψυχοφθόρα σωφρονιστικά συστήματα  να μετατρέπονται σε άλλες μορφές «τιμωρητικής λειτουργίας». Κάτι τέτοιο βέβαια, ποικίλει από χώρα σε χώρα, ανάλογα με τις αντιλήψεις και τις οικονομικές ή άλλες ανάγκες που απαιτούνται για την πραγματοποίηση των παραπάνω.
 
Η ποινή αποτελεί ένα δυναμικό φαινόμενο, μια ρυθμισμένη αντίδραση του κράτους έναντι στο έγκλημα.. Κατά τη διάρκεια της ιστορίας, επιδιώχθηκε πολλές φορές η εξισορρόπηση αντίρροπων σχέσεων και κατευθύνσεων, που άλλοτε πετύχαινε και άλλοτε όχι.  Ταυτόχρονα, εφαρμόστηκαν πολλά φρικτά βασανιστήρια που τίποτε δεν δικαιολογούσε την εφαρμογή τους, εκτός από την άγνοια του ανθρώπου ως προς βασικές αρχές όπως, ελευθερία, ισότητα, δικαιοσύνη, δικαίωμα λόγου κτλ. Να μην ξεχνούμε ότι η φυλακή ως ίδρυμα και ίσως σε κάποιες περιπτώσεις ως αναγκαία συνθήκη, προορίζεται για να εξασφαλίζει και νομικά, όλα τα ατομικά δικαιώματα των κρατουμένων. Όμως, η στέρηση της ελευθερίας αποτελεί ούτως ή άλλως μια σοβαρή μορφή τιμωρίας και έννοιες όπως κοινωνική επανένταξη και εποπτευόμενη ελευθερία, θα πρέπει να είναι δεδομένο ότι εφαρμόζονται και να μην εντάσσονται πλέον στη σφαίρα της θεωρίας. Αποτελεί βέβαιο γεγονός ότι, η εγκληματική διάθεση του ανθρώπου και το αίσθημα μίσους είναι αναπόσπαστα κομμάτια της φύσης του, αλλά η αντιμετώπιση του εγκλήματος οφείλει να λειτουργεί σύμφωνα με τους κανόνες της εγκληματολογίας, τα αίτια και τη φύση των εγκλημάτων.
 
Ας κρατήσουμε υπόψη ότι ο καθένας θα μπορούσε να βρεθεί φυλακισμένος ιδιαίτερα με το ισχύον ελληνικό ποινικό σύστημα. Είναι πολύ δύσκολο να βγάλουμε ένα τελικό συμπέρασμα για ένα τόσο περίπλοκο ζήτημα, όπως η ποινική στέρηση της ελευθερίας, το οποίο αποτελεί κοινή παγκόσμια πρακτική εδώ και αιώνες και συνδέεται άμεσα με μία από τις πιο σκοτεινές και εκδικητικές πλευρές του ανθρώπινου είδους. Ας μην ξεχνούμε όμως, ότι στους τρόπους εκδίκησης και τιμωρίας αποτυπώνονται ο πολιτισμός και η Παιδεία ενός λαού. 

Μοιάζει διφορούμενο, τα σκοτεινά συναισθήματα να εμπλέκονται με έννοιες πολιτισμού, όμως και η ίδια η φύση του ανθρώπου είναι διφορούμενη και γι’ αυτό αποτελεί εξαιρετικά ενδιαφέρον πεδίο μελέτης σε όλα τα επίπεδα. Όμως, η χειραγώγηση των πολιτών και η συρρίκνωση του ρόλου του σύγχρονου κοινωνικού κράτους δεν πρέπει να αποτελούν εκδικητικό άλλοθι για την όποια προσωπική και κοινωνική μας ανασφάλεια, καταδικάζοντας ηθικά τους κρατούμενους και πέφτοντας θύματα της δικής μας άγνοιας.

Ads