Ο Αλέξης Λεόντιεφ [1903-1979], καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Μόσχας, αφιέρωσε 55 χρόνια της ζωής του στην ψυχολογική έρευνα και για 45 χρόνια ήταν ο αρχηγός του πιο σημαντικού και του πιο γόνιμου ψυχολογικού ρεύματος της Σοβιετικής Ένωσης. Στις αρχές της δεκαετίας του 70 δημοσίευσε, στην επιθεώρηση “Questions de Philosophie”, σειρά άρθρων αφιερωμένων στα θεωρητικά και μεθοδολογικά προβλήματα της ψυχολογίας. Από τα άρθρα αυτά απαρτίστηκε η παρούσα εργασία που πρωτοκυκλοφόρησε το 1974 στη Σοβιετική Ένωση. Είναι το τελευταίο βιβλίο του Λεόντιεφ κι αποτελεί ένα είδος επιστημονικής διαθήκης. Αυτό το βιβλίο του Λεόντιεφ είναι ένα θεωρητικό και μεθοδολογικό δοκίμιο, που εκθέτει με μορφή εξαιρετικά σύντομη και πυκνή την ψυχολογική θεωρία της δραστηριότητας και τις απόψεις του συγγραφέα για τη συνείδηση και την προσωπικότητα. Το εισαγωγικό κεφάλαιο «Δραστηριότητα και συνείδηση» υπάρχει στην αγγλική έκδοση του βιβλίου του Α. Λεόντιεφ «Δραστηριότητα –Συνείδηση – Προσωπικότητα» και δεν υπάρχει στην ελληνική έκδοση του βιβλίου.

Ads

* Πρωτοδημοσιεύτηκε στο «Φιλοσοφία στην ΕΣΣΔ, Προβλήματα διαλεκτικού υλισμού», 1977, απ΄ τους Προοδευτικούς Εκδότες. Τη μετάφραση έκανε ειδικά για το Πολιτικό Καφενείο το μέλος της ΣΟ, Γιώργος Παπανικολάου.
 
Για ν αρχίσουμε, η συνείδηση υπάρχει μόνο στη μορφή της πνευματικής εικόνας, που αποκαλύπτει τον περιβάλλοντα κόσμο στο υποκείμενο. Η δραστηριότητα, απ την άλλη, παραμένει ακόμα πρακτική, εξωτερική. Σ ένα επόμενο στάδιο και η δραστηριότητα επίσης γίνεται αντικείμενο της συνείδησης. Ο άνθρωπος γίνεται ενήμερος των ενεργειών των άλλων ανθρώπων και μέσω αυτών, των δικών του ενεργειών. Μπορούν τώρα να επικοινωνήσουν με χειρονομίες ή προφορική γλώσσα. Αυτή είναι η προϋπόθεση για τη γένεση των εσωτερικών ενεργειών και λειτουργιών που λαμβάνουν χώρα στο μυαλό, στο «επίπεδο της συνείδησης». Η εικόνα-συνείδηση γίνεται επίσης δραστηριότητα-συνείδηση. Είναι σ αυτή την πληρότητα, που η συνείδηση αρχίζει να φαίνεται ότι χειραφετείται απ την εξωτερική πρακτική αισθητή δραστηριότητα και επιπλέον φαίνεται να την ελέγχει.

Μια άλλη θεμελιώδη αλλαγή που υφίσταται η συνείδηση στην πορεία της ιστορικής ανάπτυξης, συνίσταται στην καταστροφή της αρχικής συνοχής της συνείδησης της εργασιακής συλλογικότητας και εκείνης των ξεχωριστών μελών της. Αυτό συμβαίνει διότι η περιοχή της συνείδησης διευρύνεται, προσλαμβάνοντας φαινόμενα που ανήκουν στη σφαίρα των ατομικών σχέσεων, συνιστώντας κάτι το ειδικό στη ζωή καθενός από αυτούς. Επιπλέον, η ταξική διαίρεση της κοινωνίας, θέτει τους ανθρώπους σε άνισες, ανταγωνιστικές σχέσεις προς τα μέσα της παραγωγής και το κοινωνικό προϊόν. Έτσι η συνείδησή τους δοκιμάζει την επίδραση αυτής της ανισότητας, αυτό τον ανταγωνισμό. Την ίδια στιγμή αναπτύσσονται ιδεολογικές αντιλήψεις και εισέρχονται στην διαδικασία με την οποία τα ξεχωριστά άτομα γίνονται γνώστες των σχέσεων της πραγματικής ζωής τους.

Αναδύεται έτσι μια πολύπλοκη εικόνα των εσωτερικών σχέσεων, εξυφάνσεων και ενδομεταφορών που δημιουργήθηκαν απ την ανάπτυξη των εσωτερικών αντιφάσεων, που σε αφηρημένη μορφή αποκαλύπτονται στην ανάλυση των απλούστερων σχέσεων που χαρακτηρίζουν το σύστημα της ανθρώπινης δραστηριότητας. Με την πρώτη ματιά η εμβύθιση της έρευνας σ αυτή την πολύπλοκη εικόνα, φαίνεται να την εκτρέπει απ το καθήκον της ειδικής ψυχολογικής μελέτης της συνείδησης και να την οδηγεί στην αντικατάσταση της ψυχολογίας απ την κοινωνιολογία. Αλλά δεν είναι καθόλου αυτή η περίπτωση. Αντίθετα, τα ψυχολογικά χαρακτηριστικά της ατομικής συνείδησης, μπορούν να κατανοηθούν μόνο μέσω των συνδέσεών τους με τις κοινωνικές σχέσεις στις οποίες εμπλέκονται τα άτομα.

Ads

Στα φαινόμενα της συνείδησης ανακαλύπτουμε, πριν απ όλα, το αισθητικό τους υφάδι. Είναι αυτό το υφάδι που σχηματίζει την αισθητή σύνθεση της ιδιαίτερης εικόνας της πραγματικότητας – πραγματικά αντιληπτή ή αναδυόμενη στη μνήμη, αναφερόμενη στο μέλλον ή ίσως μόνο φανταστική. Αυτές οι εικόνες ίσως πρέπει να διακριθούν απ την έγκλισή τους, τον αισθητό τόνο τους, τον βαθμό της διαύγειας, ότι είναι λιγότερο ή περισσότερο επίμονες κ.ο.κ.

Η ειδική λειτουργία των αισθητών εικόνων της συνείδησης είναι ότι αυτές προσθέτουν ρεαλισμό στη συνειδητή εικόνα του κόσμου που αποκαλύφθηκε στο υποκείμενο. Με άλλα λόγια, είναι χάρη στο αισθητό περιεχόμενο της συνείδησης, που ο κόσμος βλέπεται απ το υποκείμενο σαν υπάρχων όχι στη συνείδησή του, αλλά έξω απ τη συνείδησή του, σαν το αντικειμενικό «πεδίο» και αντικείμενο της δραστηριότητάς του. Αυτός ο ισχυρισμός μπορεί να εμφανιστεί παράδοξος, διότι η μελέτη των αισθητών φαινομένων έχει από απομνημόνευτων χρόνων προχωρήσει πέρα από θέσεις που οδηγούν αντίθετα, στην ιδέα της «καθαρής τους υποκειμενικότητας», της «ιερογλυφικής τους φύσης». Κατά συνέπεια, το αισθητό περιεχόμενο των εικόνων δεν βλέπεται σαν κάτι που επηρεάζει «την άμεση σύνδεση μεταξύ της συνείδησης και του εξωτερικού κόσμου», αλλά μάλλον σαν ένας φραγμός μεταξύ τους.

Στη μετα-Χέλμχολτζ περίοδο, η πειραματική μελέτη των διαδικασιών της αντίληψης είχε αναπάντεχες επιτυχίες. Η ψυχολογία της αντίληψης κατακλύζεται τώρα με γεγονότα και ξεχωριστές υποθέσεις. Αλλά το εκπληκτικό είναι ότι σε πείσμα αυτών των επιτυχιών, η θεωρητική θέση του Χέλμχολτζ έχει παραμείνει αδιάσειστη. Ομολογουμένως, στις περισσότερες ψυχολογικές μελέτες, είναι παρούσα αφανώς, στο πίσω πλάνο, σαν να λέμε. Μόνο λίγοι ψυχολόγοι τη συζητούν σοβαρά και ανοιχτά, όπως ο Ρίτσαρντ Γκρέγκορι, για παράδειγμα, ο συγγραφέας του ό,τι είναι προφανώς πιο αφομοιωτικό των σύγχρονων βιβλίων στην οπτική αντίληψη1.

1 R.L. Gregory, Το έξυπνο μάτι, Λονδίνο 1970.

Η δύναμη της θέσης του Χέλμχολτζ βρίσκεται στο γεγονός ότι, στη μελέτη της φυσιολογίας της όρασης, αυτός κατανοούσε το ανέφικτο της συναγωγής των εικόνων των αντικειμένων άμεσα απ τις αισθήσεις, του προσδιορισμού αυτών με τα πρότυπα που σκιαγραφούν οι ακτίνες του φωτός στον αμφιβληστροειδή του ματιού. Απ την άποψη της εννοιολογικής δομής της φυσικής επιστήμης εκείνο τον καιρό, η λύση του προβλήματος που προτάθηκε απ τον Χέλμχολτζ, η πρότασή του ότι η λειτουργία των οργάνων των αισθήσεων αναγκαστικά συμπληρώνεται απ τη λειτουργία του μυαλού, που χτίζει απ τις αισθητές νύξεις τις υποθέσεις του («συμπεράσματα») για την αντικειμενική πραγματικότητα, είναι η μόνη δυνατή.

Το θέμα είναι ότι οι αντικειμενικές εικόνες της συνείδησης θεωρήθηκαν σαν πνευματικά φαινόμενα εξαρτώμενα από άλλα φαινόμενα για την εξωτερική τους αιτία. Με άλλες λέξεις, η ανάλυση προχώρησε στο επίπεδο της διπλής αφαίρεσης, η οποία εκφράστηκε, απ τη μια, στον αποκλεισμό των αισθητών διαδικασιών απ το σύστημα της δραστηριότητας το υποκειμένου και απ την άλλη, στον αποκλεισμό των αισθητών εικόνων απ το σύστημα της ανθρώπινης συνείδησης. Η ιδέα του αντικειμένου της επιστημονικής επίγνωσης σαν ένα σύστημα, δεν αναπτύχθηκε κατάλληλα.

Σε αντίθεση με αυτή την προσέγγιση, που παρατηρεί τα φαινόμενα σε απομόνωση το ένα από το άλλο, η ανάλυση του συστήματος της συνείδησης απαιτεί τα «διαπλαστικά στοιχεία» της συνείδησης να μελετούνται στις εσωτερικές τους σχέσεις που δημιουργούνται απ την ανάπτυξη των μορφών σύνδεσης που το υποκείμενο έχει με την πραγματικότητα και επομένως, πρωταρχικά απ την άποψη της λειτουργίας που το καθένα απ αυτά εκπληρώνει στις διαδικασίες παρουσίασης μιας εικόνας του κόσμου στο υποκείμενο. Τα αισθητά-στοιχεία που ενσωματώνονται στο σύστημα της συνείδησης δεν αποκαλύπτουν άμεσα τη λειτουργία τους. υποκειμενικά αυτή η λειτουργία εκφράζεται μόνο έμμεσα, σε μια μη διαφοροποιημένη «αίσθηση της πραγματικότητας». Ωστόσο, αυτή άμεσα αποκαλύπτεται μόλις υπάρχει η οποιαδήποτε παρέμβαση ή παραμόρφωση στην αντίληψη των εξωτερικών επιδράσεων.

Η προφανής φύση των πνευματικών αισθητών εικόνων βρίσκεται στην αντικειμενικότητά τους, στο γεγονός ότι δημιουργούνται σε διαδικασίες δραστηριότητας που σχηματίζουν την πρακτική σύνδεση μεταξύ του υποκειμένου και του εξωτερικού αντικειμενικού κόσμου. Ανεξάρτητα από το πόσο σύνθετες γίνονται αυτές οι σχέσεις και οι μορφές της δραστηριότητας που τις πραγματοποιούν, οι αισθητές εικόνες διατηρούν την αρχική τους αντικειμενική αναφορά.

Φυσικά, όταν συγκρίνουμε με τον τεράστιο πλούτο των γνωστικών αποτελεσμάτων της ανεπτυγμένης ανθρώπινης δραστηριότητας τις συνεισφορές που έγιναν σ αυτή άμεσα απ τις αντιλήψεις των αισθήσεών μας, την αισθαντικότητά μας, το πρώτο πράγμα που μας χτυπάει στο μάτι, είναι το πόσο περιορισμένες είναι αυτές, πόσο σχεδόν μηδαμινές. Επιπλέον δε, ανακαλύπτουμε ότι οι αισθητές αντιλήψεις σταθερά αντιφάσκουν με την πνευματική μας όραση. Αυτό δίνει αφορμή για ν αναπτυχθεί η ιδέα ότι οι αισθητές αντιλήψεις παρέχουν μόνο την ώθηση που θέτει σε κίνηση τις γνωστικές ικανότητές μας και ότι οι εικόνες των αντικειμένων δημιουργούνται από εσωτερικές λειτουργίες σκέψης, ασυνείδητες ή συνειδητές. Με άλλες λέξεις, εμείς δεν αντιλαμβανόμαστε τον αντικειμενικό κόσμο εάν δεν τον συλλάβουμε (με τη σκέψη) πρώτα. Αλλά πως θα μπορούσαμε να συλλάβουμε με τη σκέψη αυτό τον κόσμο εάν αυτός πρώτ απ όλα δεν αποκαλύψει τον εαυτό του σε μας, στην αισθησιακά δοσμένη αντικειμενικότητά του;

Οι αισθητές εικόνες είναι μια γενική μορφή της πνευματικής αντανάκλασης που δημιουργείται απ την αντικειμενική δραστηριότητα του υποκειμένου. Αλλά στον άνθρωπο οι αισθητές εικόνες αποκτούν μια νέα ποιότητα, συγκεκριμένα, το νόημά τους ή τη σημασία. Οι σημασίες είναι έτσι τα πιο σημαντικά «διαπλαστικά στοιχεία» της ανθρώπινης συνείδησης.

Όπως ξέρουμε, ένα τραύμα ακόμη και στα κύρια αισθητήρια συστήματα –την όραση και την ακοή – δεν καταστρέφει την συνείδηση. Ακόμη και κωφά, μουγκά και τυφλά παιδιά που έχουν αποκτήσει επαρκή γνώση των ειδικά ανθρώπινων λειτουργιών της αντικειμενικής δραστηριότητας και της γλώσσας (η οποία μπορεί ν αποκτηθεί μόνο με ειδική εκπαίδευση, φυσικά), αποκτούν μια κανονική συνείδηση που διαφέρει από τη συνείδηση των ανθρώπων που μπορούν να δουν και ν ακούσουν μόνο στην αισθητή τους υφή, που είναι εξαιρετικά φτωχή. Είναι ένα διαφορετικό ζήτημα όταν για κάποιο λόγο αυτή η «ανθρωποποίηση» της δραστηριότητας και η επαφή δεν συμβαίνει. Σ αυτή την περίπτωση, παρά το γεγονός ότι η αισθητικοκινητική σφαίρα μπορεί να είναι τελείως άθικτη, η συνείδηση δεν αναφύεται.

Έτσι, τα νοήματα διαθλούν τον κόσμο στη συνείδηση του ανθρώπου. Το όχημα του νοήματος είναι η γλώσσα, αλλά η γλώσσα δεν είναι ο δημιουργός του νοήματος. Κρυμμένοι πίσω από γλωσσικά νοήματα (σημασίες) είναι κοινωνικά διαμορφωμένοι τρόποι ενέργειας (λειτουργίες), στην πορεία των οποίων οι άνθρωποι αλλάζουν και αντιλαμβάνονται την αντικειμενική πραγματικότητα. Με άλλες λέξεις, τα νοήματα είναι οι γλωσσικά μεταλλαγμένες και υλοποιημένες μορφές της ύπαρξης του αντικειμενικού κόσμου, οι ιδιότητές του, οι συνδέσεις και οι σχέσεις που αποκαλύπτονται με τη συλλογική κοινωνική πρακτική. Έτσι τα νοήματα τα ίδια, δηλαδή, σε αφαίρεση από τη λειτουργία τους στην ατομική συνείδηση, είναι τόσο μόνο «ψυχολογικά», όσο και η κοινωνικά αναγνωρισμένη πραγματικότητα που βρίσκεται πίσω από αυτά.

Τα νοήματα μελετούνται – στη γλωσσολογία, στη σημειωτική και στη λογική. Την ίδια στιγμή, σαν ένα από τα «διαπλαστικά στοιχεία» της ατομικής συνείδησης, εισέρχονται στην περιοχή των προβλημάτων της φιλοσοφίας. Η κύρια δυσκολία του φιλοσοφικού προβλήματος του νοήματος βρίσκεται στο γεγονός ότι αναπαράγει όλες τις αντιφάσεις που εμπλέκονται στο ευρύτερο πρόβλημα της συσχέτισης μεταξύ του λογικού και του ψυχολογικού στη σκέψη, μεταξύ της λογικής και της ψυχολογίας των εννοιών.

Μια λύση σ αυτό το πρόβλημα που προσφέρθηκε απ την υποκειμενική-εμπειρική ψυχολογία, είναι ότι οι έννοιες (ή τα ρηματικά νοήματα) είναι ένα ψυχολογικό προϊόν, το προϊόν της σχέσης και γενίκευσης των αισθήσεων στη συνείδηση των ξεχωριστών υποκειμένων, τα αποτελέσματα των οποίων συνάπτονται στις λέξεις. Αυτή η άποψη, όπως ξέρουμε, έχει εκφραστεί όχι μόνο στην ψυχολογία, αλλά επίσης σε ιδέες που ανάγουν τη λογική σε ψυχολογία.

Μια άλλη εναλλακτική λύση είναι ν αναγνωρίσουμε ότι οι έννοιες και οι λειτουργίες με έννοιες ελέγχονται από αντικειμενικούς λογικούς νόμους, που αφορούν την ψυχολογία μόνο ως προς τις εκτροπές απ αυτούς τους νόμους που παρατηρούνται στην πρωτόγονη σκέψη, σε συνθήκες παθολογίας ή μεγάλου συναισθηματικού στρες και ότι είναι καθήκον της ψυχολογίας να μελετήσει την οντογενετική ανάπτυξη των εννοιών και της σκέψης. Πράγματι η μελέτη αυτής της διαδικασίας κυριαρχεί στην ψυχολογία της σκέψης. Αρκεί να υπενθυμίσουμε τις εργασίες του Πιαζέ, του Βιγκότσκι και τις αναρίθμητες σοβιετικές και ξένες μελέτες της ψυχολογίας της διδασκαλίας.

Μελέτες για το πώς τα παιδιά σχηματίζουν έννοιες και λογικές λειτουργίες, έχουν καίρια συνεισφορά σ αυτό το πεδίο. Έχει αποδειχθεί ότι ο σχηματισμός των εννοιών στο μυαλό του παιδιού δεν ακολουθεί το πρότυπο του σχηματισμού των αισθητών γενικών εικόνων. Τέτοιες έννοιες είναι το αποτέλεσμα μιας διαδικασίας αφομοίωσης «έτοιμων» ιστορικά διαμορφωμένων νοημάτων και αυτή η διαδικασία λαμβάνει χώρα στη δραστηριότητα του παιδιού κατά τη διάρκεια της σχέσης του με τους ανθρώπους γύρω του. Μαθαίνοντας να εκτελεί κάποιες ενέργειες, το παιδί τιθασεύει τις αντίστοιχες λειτουργίες, που ουσιαστικά σε μια συμπιεσμένη ιδεώδη μορφή, αναπαρασταίνονται στο νόημα.

bhxos.blogspot.gr

Στη νέα στήλη μας για την Παιδεία, παρουσιάζουμε απόψεις για τον πολιτισμό και την εκπαίδευση καθώς και προτάσεις εναλλακτικής διδασκαλίας στα σχολεία. Μπορείτε να μας στείλετε γνώμες και προτάσεις σας, στο [email protected].