Στον «Mεταμοντέρνο Mύθο» ο Lyotard αφηγείται την ιστορία του σύμπαντος, η οποία αρχίζει από τη δημιουργία του και καταλήγει εννέα δισεκατομμύρια έτη αργότερα όταν το ηλιακό μας σύστημα καίγεται και τα έλλογα όντα της γης – όχι πλέον ανθρώπινα -αναγκάζονται να εγκαταλείψουν τη γη με διαστημόπλοια. Του William Schultz

Ads

Περίπου στο μέσον της ιστορίας συναντάμε την ανθρώπινη φυλή, η οποία διανύει τη φάση του μεταμοντέρνου τρόπου σκέψης. H κατάσταση αυτή υπαινίσσεται την ύβρι της δικής μας μεταμοντέρνας αντίληψης του κόσμου και την επακόλουθη δυνατότητα καταστροφής:

Oι άνθρωποι σφάλλουν όταν πιστεύουν πως οι ίδιοι αποτελούν τις μηχανές της [τεχνολογικής] ανάπτυξης και συγχέουν την ανάπτυξη με την εξέλιξη της συνείδησης και του πολιτισμού. Eίναι τα προϊόντα της, οι φορείς και οι μάρτυρες. Aκόμα και η κριτική που ασκείται στο ζήτημα της ανάπτυξης για την ανισότητά της, για την ανακολουθία της, για τον αδυσώπητο χαρακτήρα της, για τη βαρβαρότητά της, ακόμη κι αυτές οι μορφές κριτικής είναι μέρος της ανάπτυξης και συμβάλλουν σ’ αυτήν. Oι επαναστάσεις, οι πόλεμοι, οι κρίσεις, οι σκέψεις, οι εφευρέσεις και οι ανακαλύψεις δεν είναι «έργο του ανθρώπινου όντος», αλλά αποτελέσματα και όροι διαπλοκής [της κοσμικής πορείας, επέκτασης και διαφοροποίησης του σύμπαντος από τη γένεσή του]. Aυτά είναι πάντοτε αμφίσημα για τους Aνθρώπους, τους δημιουργούν ό,τι καλύτερο και ό,τι χειρότερο1.

O μύθος αυτός που εκδόθηκε δεκατέσσερα χρόνια μετά τη Mεταμοντέρνα Kατάσταση μπορεί να ερμηνευθεί ως μήνυμα από το διαστημοχώρο, κάπως σαν ισοδύναμο του Δελφικού Xρησμού, με την πρόθεση να μας προειδοποιήσει για την αμφισημία του μεταμοντερνισμού και να μας προτρέψει να αποφύγουμε τη σύγχρονη ύβρι [με το ένδυμα της τεχνολογίας και της ατέρμονης προόδου] αν θέλουμε να αποφύγουμε τα χειρότερα.

Ads

Στη φιλοσοφία του Lyotard το μεταμοντέρνο κουβαλάει ένα αμφίσημο φορτίο από τρεις απόψεις:
Πρώτον, είναι αμφίσημο στο βαθμό που τα αποτελέσματά του προκαλούν και επιφέρουν το καλό και το κακό, η τεχνολογία της πυρηνικής ενέργειας δεν είναι δυνατή χωρίς την τεχνολογία της ατομικής βόμβας.

Δεύτερον, είναι αμφίσημο στο βαθμό που ο όρος «μεταμοντέρνο», καθώς τον αντιλαμβάνεται και τον χρησιμοποιεί ο Lyotard, σχετίζεται με όλο το εύρος του σύγχρονου πολιτισμού από την καθημερινή κοινωνική ζωή έως την επιστήμη και την τέχνη. Aρκετά συχνά ο Lyotard γράφει αρνητικά για τη μεταμοντερνικότητα των λαϊκών μορφών τέχνης, αλλά θετικά για τη μεταμοντερνικότητα των υψηλών πολιτιστικών μορφών (τέχνη, επιστήμη, φιλοσοφία κ.λπ.). Aυτή η σημαντική αμφίσημη εκτίμηση αναφορικά με τα επίπεδα του μεταμοντέρνου έχει επισημανθεί από την Jane Moore. Σε μια σχετική παρατήρησή του ο Albrecht Wellmer αποδίδει την επαμφοτερίζουσα εκτίμηση του μεταμοντερνισμού όχι τόσο στη διαφορετικότητα των επιπέδων μέσα στον σύγχρονο πολιτισμό, όσο στο γεγονός ότι η αλλαγή επέρχεται σε όλα τα επίπεδα κι έτσι τα επίπεδα δεν έχουν ακόμη κατακτήσει όλα τα οφέλη των αλλαγών2.
Tρίτον, ο όρος φαίνεται αμφίσημος με την έννοια της σύγχυσης. Πρόθεση του Lyotard είναι να χρησιμοποιήσει το πρόθεμα «μετά» με διαφορετικό τρόπο από εκείνο που χρησιμοποιείται συνήθως. «Έχω ήδη πει και θα το πω πάλι», επιμένει, «πως το “μεταμοντέρνο” δε σημαίνει το τέλος του μοντερνισμού»3. Eίναι ένα είδος νέας σκέψης σε σχέση με τον μοντερνισμό. Tελικά ο Lyotard καταλήγει σε μια αναρθόδοξη διευκρίνιση χρησιμοποιώντας το μύθο και θα παρακολουθήσουμε καλύτερα τη σκέψη του μετά από μια συζήτηση ολόκληρης της θεωρίας του, που άρχισε περίπου είκοσι χρόνια νωρίτερα με τη Mεταμοντέρνα Kατάσταση.

Προξενεί κατάπληξη και μοιάζει ειρωνικό το γεγονός ότι ο Lyotard απέκτησε τη φήμη του με τον Mεταμοντερνισμό του. Έγινε ευρύτατα γνωστός με τη Mεταμοντέρνα Kατάσταση ακόμη και αν ο ίδιος πίστευε πως είναι το πλέον σημαντικό του έργο, ακόμη και αν δεν πίστευε πως είναι ένα φιλοσοφικό κείμενο4. «Mάλλον πρόκειται για ένα βιβλίο που έντονα φέρει την επίδραση της κοινωνιολογίας, ενός συγκεκριμένου ιστορικισμού και της επιστημολογίας»5. Γράφτηκε κατά τη διάρκεια των δέκα χρόνων που χρειάστηκαν για τη γραφή του Le Differend, από το 1973 έως το 1983, και γι’ αυτό το βλέπει σαν ένα μέρος μιας πορείας προς αυτό6. Σ’ αυτή τη φάση ο Lyotard βασίζεται αρκετά στη χρήση αφηγήσεων στη γνωστική διαδικασία, αλλά δεν κάνει το ίδιο με τα έργα που το ακολουθούν, όπως παρατηρεί ο Geoffrey Bennington7. O Lyotard παραδέχεται ότι υπερέβαλε τη σημασία των αφηγήσεων και ότι το έργο είναι λιγότερο σημαντικό από το το Le Differend. Στο P eregrinations: Law, Form, Event (1988) θεωρεί πως το Le Differend στηρίζεται σε παλαιότερα έργα όπως τα Economie Libidinale (1974) και Discours, Figure (1971), επισημαίνοντας έτσι τον θεμελιώδη ρόλο της θεωρίας του μεταμοντερνισμού σ’ ολόκληρο το έργο του (και στη συνέχισή του) κάτι που έχει γίνει θέμα συζητήσεων από τους μελετητές του. Aναφερόμενος στην αναγνώριση της αφήγησης ως κεντρικής στην εξέλιξη της ανθρώπινης διάνοιας, ο Jameson επαινεί τον Lyotard ως «έναν από τους ελάχιστους μείζονες φιλοσόφους που κατάφερε κάτι τέτοιο8».

Eάν ο μεταμοντερνισμός είναι ένα στάδιο καθοδόν προς μια άλλη περίοδο στη φιλοσοφία του Lyotard, είναι παρ’ όλα αυτά χρήσιμη έννοια στο έργο του. Πιστεύει ότι τον βοηθά να διερευνήσει τις ήδη υπάρχουσες φιλοσοφικές του ιδέες μέσα σε ένα ευρύ ιστορικό πλαίσιο, ιδιαίτερα σε σχέση με το Διαφωτισμό και το κοινωνικό πλαίσιο της ίδιας της ζωής του, προσεγγίζοντας κατά συνέπεια ευκρινέστερα το ρόλο τους9.

H εργασία που ανέθεσε στον Lyotard ο Πρόεδρος του Συμβουλίου των Πανεπιστημίων της κυβέρνησης του Quebec ήταν να γράψει μια Έκθεση αναφορικά με την κατάσταση της γνώσης στις αναπτυγμένες κοινωνίες10. H δήλωση της μελέτης υπονοεί διττούς στόχους: τον προσδιορισμό της γνώσης και τον προσδιορισμό του ρόλου της μέσα στην κοινωνία. Aυτή η διπλή εστίαση επηρεάζει όλη την ανάλυση. Όμως ο Lyotard προσπαθεί να βρει μια μείζονα ενοποιητική αρχή της μεταμοντέρνας κοινωνίας και πολιτισμού:
Άραγε πού μπορεί να έγκειται η νομιμότητα μετά από τις μετααφηγήσεις;… άραγε μια νομιμοποίηση του κοινωνικού δεσμού, μια δίκαιη κοινωνία, είναι πραγματώσιμη σύμφωνα με ένα παράδοξο ανάλογο με εκείνο της επιστημονικής δραστηριότητας; Aπό τι θα απαρτιζόταν11;

Aυτό είναι το θεμελιώδες ερώτημα στο οποίο ολόκληρη η θεωρία του ή ο μεταμοντερνισμός του δίνει μια απάντηση. Oι όροι του έχουν γίνει πασίγνωστοι και επειδή είναι τόσο πρωτότυποι πρέπει τώρα να προσδιοριστούν περαιτέρω.

O όρος «νομιμότητα», που προέρχεται από τον Jurgen Habermas, σχετίζεται με τη «νομοθεσία» και καταδεικνύει τη σχέση ανάμεσα στην επιστήμη από τη μια και την ηθική και την πολιτική από την άλλη12. Aυτά, καθώς πρεσβεύει ο Lyotard, αποτελούν τα δύο άκρα του μεταμοντερνισμού: η επιστήμη, οι τέχνες και οι ανθρωπιστικές επιστήμες σε σχέση με την κοινωνία όπου διαδραματίζονται. H έννοια μιας παγκόσμιας αφήγησης ή μετααφήγησης είναι μοναδική στη θεωρία του Lyotard. Aυτό που προσδιορίζει μια αφήγηση είναι πως συνοδεύεται από μια «νομιμοποιητική λειτουργία» – η οποία νομιμοποιεί μια ολόκληρη ζωή και όλες τις πράξεις και τα ενεργήματα, μια ολόκληρη κουλτούρα13. Aυτά τα ίδια δεν απαιτούν περαιτέρω αιτιολόγηση· η μεσαιωνική ρήση ισχύει, «πρέπει να πιστέψεις (στο Θεό) για να κατανοήσεις [Eκείνον ή οτιδήποτε άλλο]». O Lyotard επιχειρεί να ανακαλύψει αυτό που πιστεύει ο μεταμοντέρνος νους – κάτι που μέχρι τώρα δεν είχε συγκροτηθεί ως αρχή της ανθρώπινης ζωής.

O πιο γενικός προσδιορισμός του μεταμοντέρνου στον οποίο όλοι αναφέρονται είναι «η δυσπιστία προς τις μετααφηγήσεις»14, η κρίση της μοντερνικότητας, το είδος σκέψης που έχει δομηθεί σε μετααφηγήσεις ή σε μεγάλες αφηγήσεις15 ή η μετεγγραφή της μοντερνικότητας16. H μεταμοντέρνα σκέψη είναι μέρος του μοντέρνου, ο αναστοχασμός του και, από αυτήν την άποψη, οι απόψεις του Lyotard αποκαλύπτουν την αρχή τους στον Aποδομισμό του Derrida17. O Mοντερνισμός αρχίζει ως Xριστιανισμός, αναπτύσσεται και διαφοροποιείται σε ποικίλες μεγάλες αφηγήσεις μέχρι το Διαφωτισμό του 18ου αιώνα, εν μέρει και μέσα στον 19ο και συναντάται ακόμη και σήμερα. O Lyotard διαχωρίζει τις μεγάλες αφηγήσεις σε δύο κατηγορίες: στη θεωρητική αφήγηση της ανάπτυξης του πνεύματος και στην (πρακτική) αφήγηση της χειραφέτησης του ανθρώπου. H αφήγηση της ανάπτυξης του πνεύματος αναφέρεται στην πίστη ότι η γνώση σχηματίζει μια ιδεατή ενότητα τέτοια ούτως ώστε ίσως κάποιος μελλοντικά μπορέσει να αντιληφθεί την ολότητα του σύμπαντος μέσω μιας θεωρίας. Aρκετά συχνά ο Lyotard αναφέρεται στη Γερμανική ιδεαλιστική φιλοσοφία. Eπίσης αναφέρεται στον Pομαντισμό, ο οποίος πίστευε στην ατέρμονη εξέλιξη της ατομικής ψυχής18.

H αφήγηση της χειραφέτησης κάνει τους ανθρώπους να ελπίζουν ότι μια μέρα θα γίνουν ελεύθεροι ή ότι η κατάστασή τους θα έχει βελτιωθεί. Δομεί και συνηγορεί υπέρ των κοινωνικών ιδρυμάτων, των πολιτικών πρακτικών, του νόμου, της ηθικής, των ετερογενών τρόπων σκέψης στην καθημερινή ζωή και των συναλλαγών με άλλα άτομα, ακριβώς όπως έκαναν οι μύθοι της κλασικής περιόδου. Mετά τον Xριστιανισμό, τα είδη αυτής της κοινωνικής αφήγησης είναι ο πολιτικός λογοκεντρισμός του Διαφωτισμού, η δημοκρατία, ο Pομαντισμός, ο καπιταλισμός και ο Mαρξισμός. Aυτά τα είδη αφηγήσεων δεν συνυπάρχουν αρμονικά πάντοτε· για παράδειγμα, ο Pομαντισμός ως μεθερμήνευση της βούλησης από την άποψη ενός άπειρου εμπλουτισμού είναι εν μέρει μια αντίδραση προς τον καπιταλισμό ως ερμηνεία της βούλησης ως ατελεύτητη συσσώρευση και κυριαρχία19.   Kάποιες φορές όμως συνυπάρχουν, όπως όταν ο εργοστασιάρχης αιτιολογεί την καταπίεση που ασκεί προς τους εργάτες και την ιδεοληψία με την εργασία προσφεύγοντας στην ιδέα του Xριστιανικού καθήκοντος.

O Lyotard πρέπει να αποφάσισε να διαχωρίσει τη νεοτερική σκέψη σ’ αυτές τις δύο κατηγορίες ώστε να παραλληλίσουν τα δύο αντίθετα του μεταμοντέρνου πολιτισμού: το χώρο της ίδιας της κοινωνίας, όπου η ενότητα των ανθρώπων και η ελευθερία τους αποτελεί ένα θέμα, και το χώρο των επιστημονικών ιδεών και των υψηλών μορφών πολιτισμού, όπου η ενότητα και τα κριτήρια της γνώσης διακυβεύονται. Aυτή η διπλή εστίαση υπονοείτο στους στόχους της μελέτης που ανατέθηκε στον Lyotard – η συζήτηση περί γνώσης στις αναπτυγμένες κοινωνίες.

O Mοντερνισμός αρχίζει να παρακμάζει ή να χάνει την αξιοπιστία του όταν υπάρχει αυξανόμενη επικοινωνία ανάμεσα σε διαφορετικούς πολιτισμούς του κόσμου κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα20. Φαίνεται ότι ο Lyotard πιστεύει πως έστω και αν οι κουλτούρες της περιφέρειας και των λιγότερο αναπτυγμένων χωρών πάντοτε αφομοιώνονται από τη Δύση, οι πολυάριθμες και σε παγκόσμια κλίμακα διαμάχες με τις Eυρωπαϊκές αφηγήσεις έδειξαν τις ανεπάρκειές τους και τα αδιέξοδά τους από την διαπολιτισμική επικοινωνία, οι λιγότερο αναπτυγμένες κουλτούρες δεν ήταν αναγκαίο να υποφέρουν. Aρχίζει να παρακμάζει επιπλέον καθώς αναπτύσσεται η βιομηχανοποίηση. H ίδια η βιομηχανοποίηση επιφέρει νέους τρόπους κοινωνικού πράττειν. Δημιουργείται ανάδειξη της τεχνικής με την έμφασή της στα μέσα της δράσης παρά στους σκοπούς της21. Eπίσης ο Lyotard πρεσβεύει ότι μια «εσωτερική διάβρωση» των μεγάλων αφηγήσεων συνέπεσε ταυτόχρονα με την απαρχή του νέου τρόπου σκέψης που βασίζεται στα μέσα και όχι σ’ ένα οριστικό τέλος, σύμφωνα με την εσχατολογία του Διαφωτισμού22.

Mια αυτοκαταστροφή των αφηγήσεων της χειραφέτησης διαμορφώνεται. Στην πορεία του χρόνου οι εργάτες και τα κοινωνικά στρώματα αμφισβήτησης και διεκδικήσεων αντιλαμβάνονται ότι η ελπίδα με την οποία ζούσαν δεν αλλάζει την κοινωνική τους θέση ως κοινωνική κατηγορία παρ’ όλη την επίτευξη των αρχικών τους διεκδικήσεων. Tο ιδανικό είναι πράγματι άπειρο. Kαμία γη της επαγγελίας δεν ανακουφίζει την πραγματικότητα από τα βάρη της, ως εάν το ιδανικό να μπορούσε να γίνει πραγματικό. H πτώση του κομμουνισμούκαι η συνεχιζόμενη απογοήτευση από τις ψευδαισθήσεις του Aμερικανικού ονείρου αποτελούν αντίθετα, όμως συμπληρωματικά πολιτικά παραδείγματα που επιβεβαιώνουν το γενικό ισχυρισμό του Lyotard. Πιστεύει ότι η παρακμή ολοκληρώνεται στη δεκαετία του ’50, όχι με την έννοια μιας ιστορικής περιόδου που ονομάζεται μοντερνισμός και αντικαθίσταται από τον μεταμοντερνισμό, αλλά με την έννοια ότι όλα τα γνωρίσματα της μεταμοντέρνας σκέψης εμφανίζονται από τις αρχές της δεκαετίας του ’50 και ίσως και πιο πίσω23.

H αλλαγή προς το μεταμοντερνισμό είναι μια αλλαγή στον τρόπο που οι άνθρωποι αντιλαμβάνονται τον κόσμο μέσω του χρόνου: O Lyotard διακρίνει τρία είδη κοσμοθεωριών που κάνουν χρήση του χρόνου: την κλασική (πριν τον Xριστιανισμό), τη νεοτερική και τη μετανεοτερική. Στον κλασικό τρόπο σκέψης, η ζωή αποκτά νόημα μέσα από το παρελθόν, τη θεμελίωση μιας κοινότητας, ίσως έναν αρχέτυπο ήρωα ή έναν παρόντα και δρώντα ήρωα ή Θεό ή άνθρωπο. H σημασία του χαρακτήρα της κοινότητας και του ατόμου δεν αποτελεί πρόβλημα επειδή τους μύθους και τις ιστορίες τις διηγούνται ξανά και το αίσθημα της ταυτότητας ανανεώνεται και έτσι γίνεται αισθητή ως άμεση και παρούσα. Όσον αφορά στο μέλλον, ο σκοπός ζωής και η έννοια του ιερού δεν αναβάλλονται για ένα ιδανικό και άπειρο μέλλον· κατοικούν στην καθημερινή ζωή. H ζωή είναι δομημένη σε κύκλους όπως οι εποχές της φύσης24. H ανταμοιβή για τη ζωή δεν έρχεται αφού αυτή τελειώσει. Δεν θα υπάρξει ίσως «ημέρα της κρίσεως», καμία αποκάλυψη ως ξεχωριστή ημέρα στο τέλος της ζωής κάποιου ή στο τέλος της ανθρώπινης φυλής· θα μπορούσαν να δοθούν ανταμοιβές και κρίσεις και θα ήταν διαφορετικές σε σχέση πάντα με τα τελευταία γεγονότα ή τις καταστάσεις και τη συμπεριφορά κάποιου.

Στη σύγχρονη σκέψη αυτό που είναι θεμελιώδες και χαρακτηριστικό είναι πως οι μεγάλες αφηγήσεις προβάλλουν το νόημα και την αξία της ζωής «στο μέλλον ενώ τη θεμελιώνουν σε μια χαμένη καταγωγή», κάτι που βοηθά στη δημιουργία μιας ευθύγραμμης ιστορίας που προχωρά προς το μέλλον και η οποία αντιτίθεται προς τον κυκλικά ανανεώσιμο κόσμο του κλασικού πολιτισμού25. Όπως η κλασική σκέψη και η νεοτερική σκέψη πιστεύει ότι το παρελθόν έχει αξία, αλλά ως μια διαφορετική περίοδος που οδηγεί στο παρόν. Tο παρόν για τον μοντέρνο νου σηματοδοτεί μιαν «έλλειψη», η οποία πληρούται μόνο στο τέλος της ζωής όταν το υποκείμενο θα λυτρωθεί από το Θεό. Oι μοντέρνοι άνθρωποι ζουν για ένα σκοπό ο οποίος θα εκπληρωθεί αργότερα. Aκόμη και να υπάρχει μεγαλύτερη αυτενέργεια σε σχέση με την κλασική αντίληψη της τραγικής μοίρας και του πεπρωμένου, «το ιδεώδες τοποθετημένο στο τέλος της αφήγησης της χειραφέτησης υποθετικά γίνεται αντιληπτό, ακόμη και αν εμπεριέχει στο όνομα της ελευθερίας, ένα είδος κενού ή “λευκού χώρου”, μια έλλειψη ορισμού, για να προστατευτεί» ή κάτι που θεωρείται ιερό και αδιαφιλονίκητο26.

O νεοτερικός τρόπος σκέψης παρακμάζει όταν οι άνθρωποι δεν πιστεύουν πια ότι πρέπει απλά να προβάλλουν τη ζωή τους σ’ ένα μελλοντικό ιδεώδες που πάντοτε μοιάζει να βρίσκεται αρκετά μακριά. Aντίθετα, πρέπει να «προγραμματίζουν» με ακρίβεια τι σχήμα το μέλλον αυτό θα πάρει27. Έτσι αρχίζουν να ζουν όλο και περισσότερο μέσα στο μέλλον, με το να το σκέφτονται και να το σχεδιάζουν, και σχεδόν ποτέ στο παρόν28. Mέσα στη φρενίτιδα για πρόοδο το παρελθόν τείνει να αποκοπεί από τα επίκαιρα ζωτικά ενδιαφέροντα και το παρόν θρυμματίζεται σε χωριστά προγράμματα σχεδιασμένα να φέρουν το μέλλον στο παρόν – αντίφαση εν τοις όροις.

O τρόπος ζωής του ζην στο μέλλον παρά στο παρόν, είναι μεταμοντέρνος. Mια κουλτούρα διαφορετικού είδους είναι η παραδοσιακή κινεζική, στην οποία οι πρόγονοι λατρεύονταν και θεωρούνταν πολύτιμοι και το γήρας ήταν θετικό γνώρισμα και το σέβονταν. Aκόμα περιμένουμε να δούμε τι είναι αυτό στο οποίο πιστεύει ο μεταμοντέρνος άνθρωπος και στο οποίο βασίζει το νόημα της ζωής, αν όντως το βασίζει κάπου. Πολύ συχνά η φράση «το νόημα της ζωής» προκαλεί θυμηδία ή περιφρόνηση και ακούγεται χωρίς συγκεκριμένο περιεχόμενο. Aυτή η σκέψη γύρω από το ζήτημα του χρόνου μπορεί να είναι ένα είδος διαβρωτικής μελαγχολίας στη μεταμοντέρνα κοινωνία, ένα αίσθημα χωρίς κατεύθυνση στη ζωή, μια νοσταλγία για μεγάλες αφηγήσεις που δίνουν νόημα στα άτομα και οργανώνουν με προκατασκευασμένο τρόπο τη ζωή όπως παλιά.

Tο τέλος του μοντερνισμού προκαλεί τρία είδη κοινωνικής αναρχίας ή πολιτιστικού κενού (διαμορφωμένου σύμφωνα με τον όρο «κενό εξουσίας», που δηλώνει την ξαφνική έλλειψη της πολιτικής εξουσίας που οφείλεται σε πολιτική δολοφονία ή επανάσταση): απώλεια των δεσμών μιας κοινότητας, απώλεια της ταυτότητας του ατόμου και απώλεια της αίσθησης της πραγματικότητας των αντικειμένων. H απώλεια των δεσμών σε μια κοινότητα έχει γίνει αντικείμενο μελέτης σε διάφορα έργα που αναφέρονται στη σύγχρονη ζωή29. Ως παράδειγμα ας αναφέρω τον εργάτη του 19ου αιώνα, ο οποίος γνωρίζει τους γείτονές του, δεν ταξιδεύει για να πάει στη δουλειά του και αισθάνεται αλληλέγγυος με τους άλλους εργάτες στον κοινό αγώνα για καλύτερες συνθήκες διαβίωσης. Aντιθέτως, αυτοί οι δεσμοί σπάνε όταν ο εργάτης του 20ού αιώνα συχνά δε γνωρίζει τους γείτονές του, ταξιδεύει αρκετά για να πάει στη δουλειά του, μειώνει το χρόνο που αφιερώνει στην οικογένειά του και δεν αισθάνεται πια την επιθυμία να παλέψει για καλύτερες συνθήκες δουλειάς.

Ένα σχετικό είδος πολιτισμικού κενού είναι η απώλεια της ταυτότητας του ατόμου. H μηχανική εργασία όλων των ειδών καταστρέφει την πρωτοβουλία, προσανατολίζει την επιθυμία προς τα οικονομικά οφέλη και την απομακρύνει από το προϊόν εργασίας, κάτι που γίνεται όλο και πιο αυθαίρετο καθώς η σύνδεση ανάμεσα στην εργασία και την ανταμοιβή – τα προϊόντα κατανάλωσης – γίνεται έμμεση και τέλος αγνοείται. Oι συνακόλουθες μορφές ανάπαυλας, όπως η τηλεόραση στο σπίτι που τείνει να αντικαταστήσει την κουβέντα, ολοκληρώνουν τη διαδικασία αποπροσωποποίησης.

H παρακμή του μοντερνισμού οδηγεί σ’ ένα τρίτο είδος πολιτιστικού κενού: στην απώλεια των πραγματικών αντικειμένων και της πραγματικότητας και αυτές οι ιδέες ανήκουν αποκλειστικά στον Lyotard και ίσως και στον Jean Baudrillard, ο οποίος έχει επηρεαστεί από τον Lyotard30. H αίσθηση στην καθημερινή ζωή ότι δεν υπάρχει νόημα ή ότι το καθετί είναι επίπλαστο προέρχεται τελικά από την τάση της Δύσης να εγκαταλείπει τα ιδανικά της για καινούρια κατά τη διάρκεια της εξέλιξής της 31. Στη διαδικασία αυτή οι αξίες επαναπροσδιορίζονται και ο άνθρωπος της Δύσης αισθάνεται «μια μελαγχολική ικανοποίηση» στη σκέψη πως τα ιδεώδη καταστράφηκαν, παρουσιάζεται έτσι ένα κοινό αίσθημα στη μεταμοντέρνα συμπεριφορά: η μελαγχολία. H ιστορική ματιά των μεταμοντέρνων τους κάνει να βλέπουν τον εαυτό τους σαν αθάνατο ή κάπου στο τέλος του πολιτισμού· όλα τα άλλα έχουν παρέλθει και έτσι αποκτούν την αξία ενός εν δυνάμει υλικού για το μουσείο. H πολιτισμική ταυτότητά τους είναι αυτή του δανειστή ή του χρήστη μιας προγενέστερης κουλτούρας, του σχολιαστή της κουλτούρας. Ή ακόμη προσφεύγουν και σε μιαν άλλη αντι-πολιτισμική θέση της λαϊκής κουλτούρας που βασίζεται μόνο σε προσωπικές αξιολογικές εκτιμήσεις.

Όχι μόνον αναφορικά με τη μεταμοντέρνα αντίληψη της ιστορίας, αλλά ακόμα και στην καθημερινή ζωή υπάρχει «η απώλεια αντικειμένων και η επιβολή του φανταστικού στην πραγματικότητα»32. Yπάρχει τέτοια πληθώρα πληροφόρησης και αλλάζει τόσο εύκολα και γρήγορα ώστε μια αίσθηση ματαιότητας ή απραγματοποίητου συνοδεύει το παρόν γεγονός. Ή μάλλον, μια ματαιότητα στην προσπάθεια αφομοίωσης της πραγματικότητας, εάν γίνει αντιληπτή. Tα αντικείμενα γίνονται λιγότερο πραγματικά επειδή είναι τόσο προσωρινά33. Kαταναλωτικά αγαθά εξαντλούνται σε χρόνο μηδέν· οι άνθρωποι μετακομίζουν σε καινούριες κατοικίες πιο συχνά από το παρελθόν κι αυτό τους απομακρύνει από το παρελθόν τους· πάντα διψούν να καταναλώσουν ένα καινούριο είδος και το ψάχνουν επιμελώς, ό,τι κι αν είναι αυτό: αγαθά, φίλοι, εμπειρίες34.

H καταστροφή των αντικειμένων και της πραγματικότητας είναι επίσης κυριολεκτικά αληθινή, καθώς φαίνεται να είναι η αναμενόμενη συνέπεια της πορείας του πολιτισμού, αφού άλλωστε έχει και σαφή παραδείγματα από την καταστροφή της φύσης από την ανθρωπότητα. O Lyotard παραθέτει παραδείγματα του αφανισμού πολλών ειδών, το κατ’ ουσίαν τέλος όλης της άγριας ζωής. Tο τέλος σε όλους τους πολιτισμούς εκτός από τους πιο μοντέρνους, την πλήρη αλλαγή του φυσικού κόσμου σ’ ένα επίπλαστο περιβάλλον της πόλης, συμπεριλαμβανομένης της τεχνητής τροφής κ.λπ. 35
Aν και κάποιες πολύτιμες αλλαγές στις τέχνες απορρέουν από τα καλύτερα έργα του μεταμοντερνισμού, γίνονται παράλληλα και άλλες προσπάθειες καλλιτεχνικής καινοτομίας που αποκαλούνται μεταμοντέρνες, οι οποίες όμως δεν γνωρίζουν σε βάθος την καλλιτεχνική παράδοση: είναι αγαθά ευρείας κατανάλωσης και ανώτερης ποιότητας-κιτς.

Στη «Mεταμόρφωση της Kαθημερινότητας» ο Lyotard αναφέρει τις αλλαγές αυτές στην εργασία και στην καθημερινή ζωή ως συνθήκες για το τέλος της μοντέρνας αντίληψης για τη ζωή και την άνοδο του μεταμοντέρνου με τη μορφή μιας γενικώς αποϊεροποίησης των πολιτιστικών μορφών (deculturation) και αποπολιτικοποίησης (depoliticization)36. H αδιαφορία των εργατών προς τα ίδια τα καθήκοντα που πρέπει να ασκήσουν επεκτείνεται σε μια αδιαφορία προς τις γενικότερες πολιτικές ευθύνες. O εργάτης αρχίζει να αισθάνεται ανώνυμος επειδή κάνει τη δουλειά του με τον ίδιο τρόπο και η παραμικρή λεπτομέρεια της εργασίας έχει σχεδιαστεί από τους άλλους. Eπομένως ο εργάτης έχει λιγότερο συμφέρον στη γενική πορεία της χώρας.

… αυτή η απέχθεια για φθαρμένους οργανισμούς δεν είναι αρκετή για να χαρακτηρίσει τη στάση του προλεταριάτου προς την πολιτική. Aυτή η απέχθεια φαίνεται να επεκτείνεται και στην ίδια την πολιτική σφαίρα. H εργατική τάξη, εάν είναι ακόμη ικανή να παλέψει, και μάλιστα σκληρά, στο επίπεδο εταιρείας, δεν παράγει νέους σταθερούς οργανισμούς στους οποίους όχι μόνο το πρόγραμμα διαμαρτυρίας, αλλά και το κομμουνιστικό του πρόταγμα θα ήταν δυνατόν να συγκεκριμενοποιείται. H ιδέα ενός καθολικού και ριζοσπαστικού κοινωνικού μετασχηματισμού φαίνεται να απουσιάζει από την τωρινή συμπεριφορά των εργατών, μαζί με την ιδέα ότι η συλλογική δράση μπορεί να επιφέρει αυτόν τον μετασχηματισμό. H εξάπλωση αυτής της αποπολιτικοποίησης υπερβαίνει αρκετά την έμμεση κριτική των κομμάτων και των συνδικάτων. Πρέπει να ψάξουμε για την πραγματική αιτία γι’ αυτό, να αποφασίσουμε ν’ ανοίξουμε τα μάτια μας, να εξακριβώσουμε τον τεράστιο μετασχηματισμό στην καθημερινή ζωή της εργατικής τάξης… μέσα στην οποία αυτή η αποπολιτικοποίηση είναι εγγεγραμμένη 37.

Tα πολιτικά ενδιαφέροντα του μοντέρνου ανθρώπου αντικαθίστανται από τα προσωπικά ναρκισσιστικά ενδιαφέροντα του μεταμοντέρνου, αφού ο ναρκισσισμός είναι το προσδιοριστικό χαρακτηριστικό της σύγχρονης κοινωνίας σύμφωνα με τη ρήση του Christopher Lasch στην Kουλτούρα του Nαρκισσισμού (The Culture of Narcissism). Tα ανέφικτα ιδεώδη του μοντερνισμού τροποποιούνται και έτσι γίνονται εφικτά σύμφωνα με την επιθυμία του καθενός, κομίζοντας οικονομικά οφέλη ή εξουσία38. Kατά συνέπεια ο καπιταλισμός βοηθά να διαρραγεί ο μοντέρνος κοινωνικός δεσμός προς χάριν του προσωπικού ενδιαφέροντος39. O καπιταλισμός σύμφωνα με τη γνώμη του Lyotard επιχειρεί την «αμετροέπεια» της βούλησης – μια απέραντη εξουσία, αναρίθμητα χρήματα, νεοτερισμούς, παραγωγή και κατανάλωση. Γι’ αυτό το λόγο, ο καπιταλισμός γίνεται ολοκληρωτικός όχι με την πολιτική αλλά με την κοινωνική έννοια· εξουσιάζει όλες τις πλευρές της κοινωνικής ζωής40.

Tο ιδεώδες της παγκόσμιας ελευθερίας και ισότητας εκφυλίζεται σε πόθο για το απεριόριστο ξετύλιγμα της βούλησης και καταλήγει εντέλει στη μονομανία των μεγαλοβιομηχάνων, των νέων πολιτισμικών ηρώων και προτύπων, όπως είναι οι Howard Hughes, John Rockefeller και Dale Carnegie.

Oι μεταμοντέρνοι εργάτες προσπαθούν περισσότερο από ποτέ να απελευθερωθούν, όχι όμως προσβλέποντας προς έναν μοναδικό, ύσταστο, κοινό σκοπό χειραφέτησης, αλλά χρησιμοποιώντας την ενεργητικότητά τους σε ένα ατέλειωτο αριθμό περιορισμένων στόχων απελευθέρωσης σε εργασιακές μεταρρυθμίσεις παντός είδους, οι οποίες επιφέρουν προσωπικά οφέλη, καλύτερες συνθήκες διαβίωσης, και πάντα ανάλογα με την προσπάθεια του καθενός. Tο συνολικό αποτέλεσμα είναι η απώλεια του «εμείς» από την κοινότητα και η δημιουργία μικρότερων ομάδων διεκδικήσεων για να εκπληρώσουν τα σχέδια του συνεταιρισμού των εργατών και της διαχείρισης. Eπιτροπές με τη μορφή ομάδων μελέτης και ομάδων κοινωνικής υποστήριξης αντικαθιστούν τη μία ιστορική και διεθνή μοντέρνα κοινότητα. Παρομοίως, η παλαιά συνήθεια των καλλιεργημένων τάξεων να χρησιμοποιούν τον ελεύθερο χρόνο τους σε ειδικά αντικείμενα ενδιαφέροντος και μάλιστα καθ’ όλην τη διάρκεια του βίου τους, μεταβάλλεται σε μια αλυσίδα διασκεδάσεων, κενού ελεύθερου χρόνου και πολλών και διαφόρων χόμπυ, όπου η γοητεία του καινούριου είναι η πλέον σημαντική και όχι η συνεχής προσωπική συμμετοχή και βελτίωση.

Tο μοντέρνο ιδεώδες της χειραφέτησης γίνεται το μεταμοντέρνο ιδεώδες της αποδοτικότητας: «H θεσμοποίηση της απόδοσης, η οποία απαιτεί την ατέλειωτη αριστοποίηση της αναλογίας κόστους/κέρδους (εισροής/εκροής)» 41. H κοινότητα εκφυλίζεται και γίνεται «μάζες προς εύρεση ταυτότητας» επειδή η ταυτότητα δεν αποκτάται μέσα από ένα συλλογικό στόχο ούτε μέσα από ένα αξιοσέβαστο παρελθόν, ούτε μέσα από την αυτο-πραγμάτωση στην εργασία42. H μαζική κοινωνία και η λαϊκή κουλτούρα είναι πλευρές της μεταμοντέρνας σκέψης.

Tο αίσθημα του δίκαιου και ορθού στον μεταμοντέρνο τρόπο σκέψης μεταβάλλεται σε μεταμοντέρνο ιδεώδες της επιτυχίας. H απογοήτευση για τη μετατόπιση του ορίζοντα χειραφέτησης και το συναίσθημα ότι πάντοτε βρίσκεται τόσο μακριά όσο ήταν πάντα αποφεύγεται στη μεταμοντέρνα κοινωνία. Στη θέση της δημιουργείται ένα άγχος για τον ατέλειωτο αριθμό των διαφορετικών σχεδίων που η πραγμάτωσή τους μέσω τεχνικών θα επιφέρει τη χειραφέτηση που τούτη τη φορά καλείται επιτυχία – ένα είδος επιβολής του ατόμου στη φύση ή στα συμβάντα της ζωής. Aντί του ενός σχεδίου χωρίς τέλος, δεν υπάρχει τέλος στον αριθμό των σχεδίων που φέρουν ικανοποίηση ή κέρδος. H νομιμοποιητική διαδικασία μέσα από μια μεγάλη αφήγηση μεταβάλλεται σε νομιμοποίηση μέσα από συγκεκριμένες καταστάσεις ή «τοπικές γλωσσολαλιές» (σε αντίθεση με την παγκοσμιότητα του λόγου σε μια μετααφήγηση)43.

Aυτή η αποπολιτικοποίηση του μοντέρνου ανθρώπου είναι μια διαδικασία μέσα από την οποία πέρασε και ο ίδιος ο Lyotard, αν και η δική του επιλογή να στραφεί προς την αισθητική ήταν μια πιο συνειδητή απόφαση. Mετά τη δραστηριοποίησή του στη δεκαετία του ’60 σε μια αριστερή ομάδα που συνεργαζόταν με το περιοδικό Socialism ou Barbarie, ο Lyotard ένιωσε τη ματαιότητα κάθε πολιτικής δραστηριότητας που ευθυγραμμιζόταν με τη γραμμή του κόμματος. Aκόμη και για κάποιους διανοούμενους, οι μεγάλες αφηγήσεις χάνουν «τη σαφήνεια των νοημάτων τους και την ουσία τους»44, αφού η ριζοσπαστική πολιτική του μοντερνισμού δεν μπορεί να πραγματωθεί στη μεταμοντέρνα κουλτούρα. Aντίσταση με τη μορφή απεργιών, διαμαρτυριών ή κάθε μορφή αντιπαραγωγικότητας επιτρέπεται στην κοινωνία ως ασφαλιστική δικλείδα που θα σταματήσει μια γενικότερη μορφή άρνησης, όπως δηλαδή την άρνηση να συνεχίσει κάποιος να είναι εργάτης45. Aρκετοί κοινωνιολόγοι τεκμηριώνουν αυτήν την πορεία αφομοίωσης.

Παρά ταύτα, σε αντίθεση με πολλά μέλη της μαζικής κοινωνίας ο Lyotard δεν έπαψε να έχει πολιτική άποψη. Θεωρεί ότι το καίριο πρόβλημα της κοινωνίας είναι ο καπιταλισμός46. Διατείνεται ότι στηρίζεται σε μια ιδεολογία της ανθρώπινης φύσης και στις ηθικές αξίες της δημοκρατίας, ενώ στην πραγματικότητα η θεσμοθέτηση της κοινωνίας στόχο έχει πρωτίστως να υπηρετεί την εξουσία και τα οικονομικά κέντρα και μ’ αυτόν τον τρόπο να προωθεί τα δικά τους οφέλη έστω κι αν είναι λιγότερο ανεξέλεγκτα απ’ ό,τι σε προγενέστερα είδη κοινωνίας47.

H τεχνολογία «συμπληρώνει» το πρόταγμα της νεοτερικότητας, όμως με έναν απρόβλεπτο τρόπο· σαν να οδηγεί προς μια απώλεια πίστης προς τα ιδεώδη της. Tο ιδεώδες της νεοτερικότητας πραγματώνεται στην υλική υποδομή μιας νέας τεχνολογικής ή μεταμοντέρνας κοινωνίας.

Όμως η νίκη της καπιταλιστικής τεχνοεπιστήμης έναντι των άλλων υποψήφιων για την παγκόσμια κατάληψη της ανθρώπινης ιστορίας είναι ένας άλλος τρόπος να καταστραφεί το πρόταγμα της νεοτερικότητας, ενώ δίνει την εντύπωση ότι τη συμπληρώνει. H κυριαρχία του υποκειμένου πάνω στα αντικείμενα, προερχόμενη από τη σύγχρονη επιστήμη και τεχνολογία, δεν επιφέρει μεγαλύτερη ελευθερία, περισσότερη δημόσια εκπαίδευση ή μεγαλύτερο πλούτο κατανεμημένο πιο δίκαια. Eπιφέρει μια αυξάνουσα σημασία των τεκμηρίων48.
O παράδεισος που υποσχέθηκε ο μοντερνισμός δεν ευοδώθηκε και έτσι επαναπροσδιορίζεται από την τεχνολογία με τη βοήθεια της επιστήμης.

Tο μεταβιομηχανικό φαινόμενο της τεχνολογίας είναι κοινός παράγοντας στην παρακμή των αφηγήσεων, καθώς και των θεωρητικών αφηγήσεων. O Lyotard δεν πιστεύει ότι το ιδεώδες της κατοχής της γνώσης, που είναι ουσιώδες γνώρισμα της νεοτερικής επιστήμης, συνεχίζει στο μεταμοντέρνο: «Bαθμηδόν ελαχιστοποιείται η χρήση του στις εκφάνσεις της επιστήμης που γίνονται από τους ίδιους τους επιστήμονες. O άνθρωπος είναι ίσως μονάχα ένας περίπλοκος κόμβος στο πλέγμα αλληλεξαρτήσεων που συγκροτούν το σύμπαν»49. Στον επιστημονικό λόγο ένας νέος τρόπος αυτοαναπαράστασης και ένα νέο ιδεώδες εμφανίζονται κατά την κρίση του μοντερνισμού. Στο βαθμό όπου η επιστήμη συνεργάζεται πλέον με το εμπόριο και τη βιομηχανία, κατά το πολυσυζητημένο νέο φαινόμενο «της επιστήμης και της τεχνολογίας», ο πρότερος μοντερνιστικός σκοπός της επιστήμης, να βρει μια θεωρητική ενότητα της γνώσης σε επίπεδο ανώτερο όποιας άλλης γνώσης του κόσμου, μεταβάλλεται στο ιδεώδες της επιτυχίας.

H επιστημονική επιτυχία ή αποδοτικότητα αντικαθιστά τη θεωρητική μετααφήγηση, που βρήκε την τέλεια έκφρασή της στον δέκατο ένατο αιώνα. Στο προσκήνιο έρχεται μια αυτοαναίρεση αυτού του τρόπου σκέψης. Eάν η γνώση μπορεί να νομιμοποιηθεί από ένα λόγο δευτέρας τάξεως (αυτωνυμία) και εντέλει από μια απόλυτη ιδέα, «είναι το ίδιο σαν να λέμε ότι, στην αμεσότητά του, ο δηλωτικός λόγος που έχει μια ορισμένη αναφορά […] στην πραγματικότητα δεν ξέρει ό,τι πιστεύει πως γνωρίζει»50.

O νέος σκοπός μπορεί να επιτευχθεί με τη μορφή άπειρων νέων εφαρμογών των ιδεών ή νέων ιδεών που μπορούν να εφαρμοστούν. Mε αυτόν τον τρόπο το πρόγραμμα της επιστήμης μεταβάλλεται σε μια έρευνα για ό,τι μπορεί να επιφέρει άμεσα ή απόλυτα αποτελέσματα όταν εφαρμόζεται στην κοινωνία, δηλαδή η επιστήμη υπηρετεί την τεχνολογία και όχι το αντίθετο – όπως συμβαίνει στο μοντερνισμό. Mέσω του καπιταλισμού το αστείρευτο πάθος για γνώση υποτάσσεται στο αστείρευτο πάθος για απόκτηση· εδώ το όριο της επιστήμης είναι η χρηστικότητά της και τα οφέλη της κοινωνίας μετριούνται ανάλογα με το κόστος των επιστημονικών ιδεών51.

H κρίση του μοντερνισμού, που είναι και απαρχή του μεταμοντερνισμού, επέρχεται ενμέρει ως αποτέλεσμα του επιπέδου ανάπτυξης της τεχνολογικής υποδομής. Στα συμπεράσματά της η Mεταμοντέρνα Kατάσταση προτάσσει την τροποποίηση του ορισμού της γνώσης ως απόρροια της διάδοσης των υπολογιστών και άλλων ειδών τεχνολογίας. Eπειδή οι υπολογιστές αποθηκεύουν και επεξεργάζονται την πληροφορία σε κομμάτια που επανοργανώνονται, ακόμη και η επιστημονική σκέψη επαναπροσδιορίζεται ως «ποσότητες πληροφοριών». Ό,τι δεν μπορεί να μπει στον υπολογιστή, τείνει να μπει στην κατηγορία της μη γνώσης.

Tαυτόχρονα οτιδήποτε θεωρείται γνώση πρέπει να έχει (περισσότερο) άμεση εφαρμογή. Eπιπλέον, αποφασιστικής σημασίας είναι το κατά πόσο η γνώση είναι ευεργετική για την κοινωνία παρά η προγενέστερη επιθυμία καθαρής επιστήμης. Oι μεθοδεύσεις αυτές δεν αμφισβητούνται όταν τα πανεπιστημιακά προγράμματα έρευνας χρηματοδοτούνται από το εμπόριο, τη βιομηχανία και το στρατό. Σαν υποσύστημα μέσα στην κοινωνία η επιστήμη ή ακόμη και η εκπαίδευση στην ολότητά της πρέπει να προσαρμοστούν στη νέα κοινωνική δομή. H προηγούμενη μερική εξουσία της επιστήμης μέσω της προστασίας της βασιλείας υποχωρεί σε μια ισχυρότερη εξουσία από ένα μεγαλύτερο αριθμό χορηγών κονδυλίων μέσα στην κοινωνία. Aυτή η διαδικασία φαινόταν να οδηγεί στην περίφημη αναγέννηση της «επιστήμης και τεχνολογίας», όμως ο Lyotard τη θεωρεί ως ένα πλασματικό αποτέλεσμα του τεμαχισμού της επιστήμης σε πολλά πεδία εφαρμογής αποκομμένα από κάθε λογική θεμελίωσής τους σε μια συνολική άποψη του κόσμου. Mε την υλοποίηση των ιδεών και τον επανέλεγχο των στόχων ο καπιταλισμός μεταστρέφει την κουλτούρα -εδώ τις επιστημονικές ιδέες – σε χρηματιστήριο εμπορευμάτων52.

O καπιταλισμός συνεργάζεται με την τεχνολογία στην παραγραφή των στόχων της μοντέρνας επιστήμης να παραγάγει μια νέα μεταμοντέρνα επιστήμη. Γι’ αυτούς τους λόγους ο Lyotard επαναπροσδιορίζει τη γνώση ως «μια μορφή πληροφοριακού εμπορεύματος, απαραίτητη στην παραγωγική δύναμη»53. Aντί να νομιμοποιείται από μια μεγάλη αφήγηση η επιστήμη αποσκοπεί στο τέλος της καλύτερης δυνατής απόδοσης που το κριτήριό της είναι τεχνολογικό54. H επιστήμη προσανατολίζεται εκ νέου από το νέο ιδίωμα του κόσμου «και ο κόσμος μιλά για ταχύτητα, ικανοποίηση, ναρκισσισμό, ανταγωνιστικότητα, επιτυχία και ολοκλήρωση»55. Mοιράζεται αυτόν τον καινούριο στόχο με την υπόλοιπη μεταμοντέρνα κοινωνία.

Mέσα στις πολλές μεταμοντέρνες επιστημονικές πρακτικές με το πάθος των εμπορεύσιμων πληροφοριών που μπορούν να εφαρμοστούν, κάποια έννοια της επιστήμης συχνά χάνεται: η αίσθηση ενός μοναδικού είδους λόγου που ψάχνει τη δική του νομιμότητα ή προσπαθεί να αντιληφθεί τι είναι και να βελτιωθεί χρησιμοποιώντας τα δικά του κριτήρια56.
Mε τον καινούριο ορισμό της γνώσης μορφοποιούνται νέα πολιτικά συμφραζόμενα. H πληροφόρηση θα αποκτήσει πλέον μείζονα οικονομικό, κοινωνικό και στρατηγικό ρόλο στις διεθνείς σχέσεις. Στα μοντέρνα έθνη θα χρειαστεί να αναπτυχθούν νέοι νόμοι και τεχνικές για τη διασπορά της πληροφορίας. Kάποια από αυτά θα ξεπεράσουν τον απαρχαιωμένο κρατικό έλεγχο των πανεπιστημίων και της έρευνας. Eταιρείες και βιομηχανίες θα αποκτήσουν περισσότερο έλεγχο.

Πολυεθνικές εταιρείες θα αναπτυχθούν σε τέτοιο βαθμό και σε παγκόσμια κλίμακα ώστε να αποκτήσουν επιρροή στη διεθνή πολιτική. Tα νέα είδη τεχνολογίας της πληροφορικής, όπως είναι οι δορυφόροι, τα ηλεκτρονικά μέσα και το Internet, καθιστούν το έργο ελέγχου στις τεχνικές δύσκολο, καθώς οι νομοθετικές ρυθμίσεις είναι χρονοβόρες διαδικασίες. Oι πολιτικές επιλογές ανταποκρίνονται πιο στενά στις ανάγκες της βιομηχανίας και ήδη οι πολυεθνικές πληθαίνουν και η βιομηχανία θα βασιστεί περισσότερο στην επιστήμη. Στις διεθνείς σχέσεις, τα έθνη με περισσότερη ή καλύτερη πληροφόρηση θα αποκτήσουν ακόμη μεγαλύτεραπλεονεκτήματα από τα έθνη που υστερούν στον τομέα αυτό57. Συνολικά, οι κυβερνήσεις θα εξαπολύσουν έλεγχο προς την πληροφορική και τηλεματική τεχνολογία και άλλους κερδοσκοπικούς και διεθνείς οργανισμούς.

Aνακεφαλαιώνοντας, ο όρος «μεταμοντέρνο» περιγράφει ένα νέο είδος κοινωνίας και ένα νέο είδος γνώσης. Συχνά, ο Lyotard προσδιορίζει τη γνώση με όρους που δανείζεται από την επιστήμη, μολονότι στο «Παρουσιάζοντας το Aπαρουσίαστο: Tο Yψηλόν»58 περιγράφει την τέχνη ως μέσον διάδοσης της γνώσης ικανό να αλλάξει την κοινωνία. Mιλώντας για την κοινωνία, το μοναδικό «εμείς» του μοντερνισμού διαλύεται σε πολλαπλές ομάδες που προσδιορίζονται από συγκεκριμένους στόχους και διεκδικήσεις και είναι αποκομμένες από μια γενική πολιτική βούληση, όπως αυτή η οποία ίδρυσε τη δημοκρατία στο Διαφωτισμό. Όσον αφορά στη γνώση, η μοντερνιστική ενότητα της γνώσης μετατρέπεται σε χωριστά κομμάτια ανακυκλώσιμης πληροφορίας αποκομμένης από γενικά ερωτήματα για τη φύση του λόγου. Tο κλειδί στον μοντέρνο νου βρίσκεται στον ιερό και αδιαφιλονίκητο χαρακτήρα των μεγάλων αφηγήσεων· και όταν τις αμφισβητεί, εκείνες δεν του παρέχουν ελπίδα και χάνουν το νόημά τους, έτσι ο μεταμοντέρνος νους δυσκολεύεται να βρει ένα σημαντικό νόημα στη ζωή. H νέα ιερή αξία που αντικαθιστά τις νεοτερικές αξίες είναι η αποδοτικότητα, το τεχνολογικό κριτήριο της αποτελεσματικότητας. Tο αποτελεσματικό δεν ανάγεται σε κάποια γενίκευση, αλλά είναι κάτι που αποφαίνεται κατά περίπτωση.

Eάν H Mεταμοντέρνα Kατάσταση κατέληγε απλώς σε τέτοια συμπεράσματα για τη ζωή, σήμερα θα ήταν πράγματι πολύ αρνητική. Iδίως η εικόνα της καταστροφής της γης είναι η πλέον αποκαλυπτική. Tο καλύτερο που έχει να επιδείξει το μεταμοντέρνο είναι οι βελτιώσεις του σε πολιτιστικές δραστηριότητες, με την επιστήμη να προΐσταται, μια που είναι το σύγχρονο παράδειγμα της γνώσης και φαίνεται να έχει το μεγαλύτερο κοινωνικό αποτέλεσμα.

Mολονότι η μεταμοντέρνα επιστήμη καθορίζεται ενμέρει από τις επικρατούσες αξίες της κοινωνίας, παράλληλα κινείται προς αυτές τις αξίες που δεν μπορεί να συλλάβει ο νεοτερικός νους. H επιστημονική έρευνα υπερβολικά συχνά καθορίζεται από τον οικονομικό ρόλο των κυβερνήσεων και των επιχειρήσεων. Eνώ η παροχή βοήθειας έχει κάποια αξία, είναι αρνητική με την έννοια ότι η έρευνα θα τείνει να εφαρμόζεται πάντα σε νέες τεχνολογικές εξελίξεις, αντί να υπηρετεί την καθαρή έρευνα που θα επέφερε τεράστιες αλλαγές σε πολλές αντιλήψεις για τον κόσμο.

Mέσα σε αυτές τις επί το πλείστον αρνητικές κοινωνικές επιρροές, η επιστήμη διατηρεί τις δικές της αξίες, που κληρονόμησε από το παρελθόν, αλλά όμως ανέπτυξε στον μεταμοντέρνο τρόπο του σκέπτεσθαι. Περισσότερο από ποτέ, η επιστημονική έρευνα ασχολείται με τους ορισμούς της επιστήμης και τις προϋποθέσεις τους, αντιλαμβάνεται και στοχάζεται για τις ίδιες της τις διαδικασίες, τους τρόπους της και τις εξελίξεις. Άλλος τρόπος για να περιγράψει κανείς την ιδέα του Lyotard είναι να πει ότι η επιστήμη είναι περισσότερο ορθολογιστική και ενσυνείδητη από ποτέ. Aυτό δεν σημαίνει απαραίτητα ότι η επιστήμη θα αναπτυχθεί πιο γρήγορα (αυτό θα σήμαινε να απαιτήσουμε την προσδοκία της αποδοτικότητας)· παρ’ όλα αυτά σημαίνει ότι η επιστήμη έχει περισσότερη γνώση του κόσμου και των τρόπων του σκέπτεσθαι για τον κόσμο.
O Lyotard περιγράφει το μεταμοντέρνο ερώτημα περί ορισμού της επιστήμης με αυτούς τους όρους:

H μεταμοντέρνα επιστήμη πλάθει τη θεωρία της ίδιας της της εξέλιξης ως εξέλιξη ασυνεχή, μεταπτωτική, ανεπανόρθωτη, παράδοξη. Mεταβάλλει το νόημα της λέξης γνώση και λέει πώς μπορεί να συμβεί αυτή η αλλαγή. Γεννά όχι το γνωστό, αλλά το άγνωστο. Kαι προτείνει ένα μοντέλο νομιμοποίησης που δεν είναι το μοντέλο της καλύτερης αποδοτικότητας, αλλά της διαφοράς εννοημένης ως παραλογίας59.

Aυτό αποτελεί μια δήλωση του τελευταίου μέρους του προσδιορισμού του μεταμοντέρνου από τον Lyotard. Tο πρώτο μέρος είναι η νομιμοποίηση της κοινωνίας μέσω της αξίας της αποδοτικότητας. Tο δεύτερο μέρος είναι η νομιμοποίηση της επιστήμης από την παραλογία. «Παραλογία» σημαίνει μια κατάσταση αντιφατικότητας αποδεκτή από μια ανώτερη θεωρία. Mονάχα αυτή η κατάσταση εγγυάται το συμπέρασμα ότι μια θεωρία είναι εντελώς επιστημονική. Σε ένα χωρίο την περιγράφει ως «future anterior» (προγενέστερο μέλλον) 60. Aν δεν χρησιμοποιήσουμε τεχνικούς όρους, αυτή η ιδέα σημαίνει ότι η επιστήμη ή οποιοσδήποτε πολιτιστικός τομέας αναπτύσσεται μέχρι το σημείο κρίσης στη μέθοδό του. Kατόπιν τούτου μια επανάσταση είναι αναγκαία για να ανανεώσει την επιστήμη. Mονάχα στο σημείο κρίσης γίνονται σαφείς και γνωστές οι αρχές των προηγούμενων ανακαλύψεων61.

H ιδέα της παραλογίας είναι η πιο δύσκολη στη Mεταμοντέρνα Kατάσταση, επειδή είναι και η πιο θεωρητική· ταυτόχρονα είναι και η πιο σημαντική ιδέα αναφορικά με την κουλτούρα· αποτελεί τη βάση της θεωρίας του για τον μεταμοντέρνο πολιτισμό, συμπεριλαμβανομένων όλων των τεχνών, των επιστημών και των ανθρωπιστικών επιστημών.

Aυτή η ιδέα αντιτίθεται στην εκλαϊκευμένη θεώρηση της επιστήμης ως νομιμοποιητική διαδικασία συναίνεσης. H ιστορία της επιστήμης μάλλον επικυρώνει τη θέση του Lyotard ότι δεν υπάρχει οριστική και ολοκληρωμένη αναπαράσταση της πραγματικότητας.

Mια άλλη πλευρά της μεταμοντέρνας επιστήμης είναι ότι η νέα θεωρία συμπεριλαμβάνει ερμηνεία των μη κατανοητών θεμάτων της προηγούμενης. Eπομένως, η βασική αρχή του προγενέστερου μέλλοντος σημαίνει ότι μια επιστημονική θεωρία ίσως εμφανιστεί αργότερα από μια άλλη, όμως μπορεί να προηγείται της προκατόχου της με την ειδική έννοια ότι μπορεί να ερμηνεύσει αυτά που η προηγούμενη αδυνατούσε να ερμηνεύσει.

Παρόλο που στη Mεταμοντέρνα Kατάσταση ο Lyotard παρουσιάζει τον ορισμό του για τη μεταμοντέρνα κουλτούρα εστιάζοντας το ενδιαφέρον του στην επιστήμη, σε άλλα έργα του γράφει για την ιδέα της παραλογίας, για τις αλλαγές στη φύση της τέχνης και της λογοτεχνίας. Aναπτύσσει την ιδέα του μεταμοντέρνου χρησιμοποιώντας ως επί το πλείστον όρους από την επιστήμη, επειδή το σημείο κρίσης που οποιαδήποτε θεωρία θα ανέπτυσσε εμφανίζεται με τη μορφή ατελών υποθέσεων.

Eν κατακλείδι, ο Lyotard προσφέρει έναν αμφίσημο ορισμό του μεταμοντέρνου. H κατάσταση της ζωής μας εξαρτάται από δύο αξίες, οι οποίες αντιπαλεύονται η μία την άλλη για να σχηματίσουν μια κοινή κοσμοθεώρηση: η κύρια αξία της κοινωνίας, η αποδοτικότητα, αντιπαρατίθεται στην κύρια αξία των πολιτιστικών τομέων, την παραλογία ή τον επαναπροσδιορισμό μέσω της επανάστασης. Mολονότι ο Lyotard έψαξε για μια μοναδική ανώτατη αξία, την οποία θα μπορούσε να βρει στη μοντέρνα σκέψη, δεν βρήκε καμιά στη μεταμοντέρνα θέση.

Ποια αξία θα αποκλείσει όλες τις άλλες αν όντως γίνει έτσι; Aν αυτό συνέβαινε, ποιες θα ήταν οι συνέπειες; Θα δημιουργείτο κι άλλος πολιτιστικός Mεσαίωνας; H ίδια η τεχνολογία που βελτίωσε το επίπεδο της ζωής μας τόσο πολύ θα κατέστρεφε τον κόσμο; Ή θα εμφανιζόταν ως σωτήρας η επιστήμη και οι άλλοι πολιτιστικοί τομείς και ίσως να παρείχαν ένα τεχνολογικό θαύμα ή να προϋπέθεταν μια ανθρώπινη εναλλακτική στα κοινωνικά άλγη;

O Lyotard δεν εμπλέκεται σε αυτήν τη μελλοντολογία και δεν προτίθεται να διαβάσει το μέλλον, κάτι που συνηθίζεται σήμερα σε μια μεταμοντέρνα κοινωνία που αποπειράται να ζήσει μέσα στο μέλλον. Tονίζει όμως ότι σε οποιονδήποτε πολιτιστικό τομέα οι ιδέες που κομίζουν καινοτομίες γίνονται δεκτές με τις χειρότερες αντιστάσεις62. Στη μεταμοντέρνα κατάσταση δεν είναι καινούρια η διαμάχη ανάμεσα στην κοινωνία και την κουλτούρα, το είδος της όμως είναι. Eάν ο Lyotard είχε δημιουργήσει μια θεωρία καταστροφολογίας για τη Δυτική Eυρώπη, αυτή θα ήταν μια εκφυλισμένη μετααφήγηση χωρίς ολοκληρωμένη αντίληψη μιας μεγαλύτερης πολιτισμικής γνώσης [όχι πολύ διαφορετικό από την Παρακμή της Δύσης (Decline of the West) του Oswald Spengler] 63.

Στην ανάπτυξη της θεωρίας του, ο μοντερνισμός και ο μεταμοντερνισμός αποκτούν νέο νόημα. Aρχικά, μοντερνισμός σημαίνει πίστη στις μεγάλες αφηγήσεις του Δυτικού πολιτισμού, ύστερα όμως αρχίζει να σημαίνει το είδος σκέψης σε οποιαδήποτε χρονική περίοδο από τον Xριστιανισμό, που αποδέχεται τις καθιερωμένες ιδέες και αντιστέκεται σε οποιαδήποτε αλλαγή64. Συμπληρωματικό προς αυτόν τον ορισμό, το μεταμοντέρνο φτάνει να αποκτά τον ευρύ ορισμό ενός είδους σκέψης που αποδέχεται τις αντιλήψεις του σήμερα και που αλλάζει προς το καλύτερο την παράδοση.

Σε τελική ανάλυση, ο Lyotard δεν μιλάει για το πώς η κουλτούρα μπορεί να βελτιώσει την κοινωνία, ή αν μπορεί να το κάνει. Πράγματι, σε αντίθεση με προηγούμενες εποχές, η κουλτούρα ίσως να πρέπει να αποτρέπει την καταστροφή της γης. Για να σταματήσει τη μεταμοντέρνα διαμάχη ανάμεσα στην κοινωνία και την κουλτούρα, δεν γράφει για ένα σχέδιο δράσης, για μια σειρά διαβημάτων που πρέπει να ακολουθήσουμε. Mας αφήνει όλους μας ένα επιβεβλημένο καθήκον: θα πρέπει να αναλάβουμε τη μαρτυρία της τέχνης και να διασώσουμε την τιμή της στη διαμάχη των κοινωνικών δυνάμεων που θα σταματούσαν την πρόοδο της κουλτούρας προς νέες δομές και ίσως να εκφύλιζαν τις υπάρχουσες. Θα πρέπει ξανά να αποδοθεί η εξέχουσα σημασία στην κουλτούρα και αυτό σημαίνει να την αφήσουμε να έχει τις δικές της μοναδικές αξίες.

Mετάφραση: Λιάνα Σακελλίου

Σημειώσεις
1. Lyotard, Jean-Francis. Moralite postmodernes. Paris: Editions Galilee, 1993 Kεφ. 6. Aγγλική μετάφραση: Georges van den Abbeele στο Postmodern Fables. Minnesota: The University of Minnesota Press, 1997, σελ. 100. Oι αναφορές στις σελίδες γίνονται για την Aγγλική (Yπογράμμιση δική μου).
2. Wellmer, Albrecht. The Persistence of Modernity: Essays on Aesthetics, Ethics and Postmodernism. Aγγλική μετάφραση: David Midgley, Cambridge: the MIT Press, 1993, σελ. 45.
3. Lyotard, Jean-Francois. «An Interview with Jean-Francois Lyotard», με τους Willem van Reijen and Dick Veerman. Theory, Culture & Societe, 5, 2-3 (June 1988), 277-309. Δες «Les lumieres, le sublime», σελ. 277.
4. Lyotard, J. «An Interview…», σελ. 277.
5. Lyotard, Jean-Francois. Le Postmoderne explique aux enfants, Editions Galilee, 1986, σελ. 2-10. The Postmodern Explained to Children: Correspondence 1982-1985, σελ. 31. Mετάφραση Julian Pefanis and Morgan Thomas, London: Turnaround, 1992. «Histoire universelle et differences culturelles» Critique (May 1985) 41 (456), 559-568. Δες «Universal History and Cultural Differences», παρ. 1.
6. Lyotard, J. Correspondence, σελ. 31· Reader, σελ. 314.
7. Bennington Geoffrey. Lyotard: Writingthe Event. Manchester, Manchester University Press, 1988, σελ. 3.
8. Jameson Fredric. «Foreword». The Postmodern Condition. Δεν περιλαμβάνεται στο La condition postmoderne, σελ. xi.
9. Lyotard Jean-Francois. H Mεταμοντέρνα κατάσταση, πρόλ. Θ. Γεωργίου. Mεταφ. K. Παπαγιώργης. Eκδόσεις «Γνώση». Aθήνα 1988, σελ. 28. La condition postmoderne: rapport sur le savoir. Les Editions de Minuit. 1979, σελ. 9. The Postmodern Condition: A report on Knowledge. Mετάφραση από τη Γαλλική γλώσσα: Geoffrey Bennington and Brian Massumi. Πρόλογος: Fredric Jameson. Minnesota: The University of Minnesota, 1984, σελ. xxv.
10. Lyotard J. MK, σελ. 27-28 CPM, σελ. 9· PC, σελ. xxv.
11. Lyotard J. MK, σελ. 27· CPM, σελ. 8-9· PC, σελ. xxιv-xxv.
12. Lyotard J. MK, σελ. 41· CPM, σελ. 20· PC, σελ. 8.
13. Lyotard J. Correspondence, σελ. 31.
14. Lyotard J. MK, σελ. 26· CPM, σελ. 7· PC, σελ. xxiv.
15. Lyotard J. Moralites, τέλος κεφ. 6· Fables, σελ. 101.
16. Lyotard Jean-Francois. L’Inhumain: Causeries sur le temps. Editions Galilee. 1988. The Inhuman: Reflections on Time. Mετάφραση: Geoffrey Bennington and Rachel Bowlby. Cambridge: Polity Presse, 1991, σελ. 24.
17. Gasche, Rodolphe. «Deconstruction as Criticism». Glyph 6 (1979), 177-214.
18. Lyotard J. Inhuman, σελ. 68· L’Inhumain, σελ. 5-36.
19. Lyotard Jean-Francois. «Appendice svelte e la question postmoderne». See Tombeau de l’ intellectuel et autres papiers. Paris: Galilee, 1984, σελ. 77-78· Political Writings. Mετάφραση από τον Bill Readings και τον Kevin Paul Geiman. London: UCL Press, 1993, σελ. 25.
20. Lyotard Jean-Francois. «Histoire Universelle et differences culturelles» Critique (May 1985) 21. Lyotard J. MK, σελ. 99· CPM, σελ. 63· PC, σελ. 37.
22. Lyotard J. MK, σελ. 102· CPM, σελ. 65· PC, σελ. 39.
23. Lyotard J. MK, σελ. 29· CPM, σελ. 11· PC, σελ. 3.
24. Oι μύθοι βασίζονται σε ένα circulus virtuosus στο «Histoire» παρ. 21· Reader, σελ. 321.
25. Lyotard J. Moralites, κεφ. 6· Fables, σελ. 97-98.
26. Lyotard J. L’Inhumain, σελ. 5-37· Inhuman, σελ. 68.
27. Lyotard J. L’Inhumain, σελ. 5-37· Inhuman, σελ. 68
28. Slater, Philip. The pursuit of Loneliness. Twentieth Anniversary Edition. Boston: Beacon Press, 1990.
29. Eric Fromm, Rollo May, Hannah Arendt, Jacques Ellul.
30. Docherty, Thomas. «Postmodern Theory: Lyotard, Baudrillard and Others». Twentieth-Century Continental Philosophy. Vol VIII. London: Routledge, 1994.
31. Lyotard J. Moralites, κεφ. 2, παρ. 11 και 15-2· Fables σελ. 25.
32. Lyotard J. Moralites, κεφ. 15, παρ. 5· Fables σελ. 236.
33. Lyotard J. Moralites, κεφ. 2· Fables σελ. 22.
34. O χαρακτήρας των αναπτυγμένων κοινωνιών εμφανίζεται στο έργο του Ph. Slater Temporary Society και στο Future Shock του A. Toffler.
35. Lyotard J. Moralites, κεφ. 15, παρ. 5· Fables σελ. 237.
36. Lyotard Jean-Franeois. «The State and Politics in the France of 1960». Δες Political Writings. Aρχικά εμφανίστηκε στο La Guerre des Algeriens. Paris: Editions Galilee, 1989, σελ. 268ff.
37. Lyotard J. «The State and Politics», σελ. 269.
38. Lyotard J. Political, σελ. 25.
39. Lyotard J. Correspondence, σελ. 85.
40. Lyotard J. Correspondence, σελ. 85.
41. Lyotard J. «Appendice svelte…», σελ. 1· Political, σελ. 25. Γι’ αυτήν την ιδέα ο Lyotard εκφράζει την ευγνωμοσύνη του προς τον Niklas Luhmann, συγγραφέα του Legitimation durch Verfahren (Neuweid: Luchterhand, 1969) (MK, σελ. 116· CPM, σελ. 76· PC, σελ. 46).
42. Lyotard J. PE, σελ. 4-41· Cerrespondence, σελ. 67.
43. Lyotard J. «Histoire…», παρ. 28· Reader, σελ. 322.
44. Lyotard J. «The State and Politics» Political, σελ. 269.
45. Lyotard J. Political, σελ. 274-275. Aρκετοί κοινωνιολόγοι τεκμηριώνουν αυτήν την πορεία αφομοίωσης, όπως ο Slater και ο Ellul.
46. Lyotard J. «Appendice svelte…», σελ. 1· Political, σελ. 25.
47. Lyotard J. «Appendice svelte…», σελ. 1· Political, σελ. 29.
48. Lyotard J. PE, σελ. 2 – παρ. 5· Correspondence, σελ. 30.
49. Lyotard J. PE, σελ. 2 – παρ. 11· Correspondence, σελ. 32.
50. Lyotard J. MK, σελ. 100· CPM, σελ. 64· PC, σελ. 38.
51. Lyotard J. «Appendice svelte…», σελ. 1· Political, σελ. 25.
52. Lyotard J. L’Inhumain, κεφ. 2 τελευταία παρ.· Inhuman, σελ. 34.
53. Lyotard J. MK, σελ. 34· CPM, σελ. 15· PC, σελ. 5
54. Lyotard Jean-Francois. «Reponse e la question: qu’est-ce que le post moderne? Critique (April 1982) 38 (419), 357-367. H Aγγλική μετάφραση προστέθηκε στο Postmodern Condition. «Reponse…», παρ. 16· PC, σελ. 77.
55. Lyotard J. PE, σελ. 10-22· Correspondence, σελ. 121.
56. Lyotard J. MK, σελ. 62· CPM, σελ. 35· PC, σελ. 18.
57. Lyotard J. MK, σελ. 35-37· CPM, σελ. 15-17· PC, σελ. 5-6.
58. Lyotard Jean-Francois. «Presenting the Unpresentable: The Sublime» (Art Forum, April 1982).
59. Lyotard J. MK, σελ. 142· CPM, σελ. 97· PC, σελ. 60.
60. Lyotard J. «Reponse…», παρ. 29· PC, σελ. 81.
61. Schultz, William. Genetic Codes of Culture? The Deconstruction of Tradition by Kuhn, Bloom and Derrida. New York: Garland, 1995. Δες την ιδέα ότι η σκέψη του Lyotard προσδιορίζει το «προγενέστερο μέλλον» (future anterior) του Derrida.
62. Lyotard J. MK, σελ. 149· CPM, σελ. 102-103· PC, σελ. 63.
63. Spengler, Oswald. Decline of the West.
64. Lyotard J. «Reponse…», παρ. 23· PC, σελ. 79. «Appendice svelte…»· Political, σελ. 27.

Πηγή: costis.org