Τα Ενθέματα αφιέρωσαν τις τελευταίες δύο Κυριακές αρκετό από τον χώρο τους στα πανεπιστήμια[1], εγκαινιάζοντας έναν ενδιαφέροντα και επίκαιρο διάλογο, σε μια περίοδο όπου τα πανεπιστήμια βρίσκονται στο στόχαστρο λυσσαλέων επιθέσεων — θεσμικών, οικονομικών και ιδεολογικών. Στο διάλογο αυτό φιλοδοξεί να συμβάλει και το σύντομο τούτο σχόλιο, αναγκαστικά πατώντας στα τριάντα δύο χρόνια δουλειάς στο ΕΜΠ. Tης Ντίνας Βαΐου

Ads

Τρεις προκαταρκτικές παρατηρήσεις: Πρώτη, η ιστορία και οι μεταλλαγές του ελληνικού πανεπιστημίου δεν είναι αδιερεύνητο πεδίο, η σχετική βιβλιογραφία είναι πλούσια και μπορεί να υποβοηθήσει την εξασθενημένη μνήμη ή την άγνοια πολλών πανεπιστημιακών[2]. Δεύτερη, οι μετά-το-1974 μεταρρυθμίσεις στην ανώτατη εκπαίδευση (κι όχι μόνο) δεν είναι αποτέλεσμα εμπνευσμένων θεσμικών παρεμβάσεων διαπρεπών ανδρών (και γυναικών;), αλλά και κοινωνικών διεκδικήσεων, συγκρούσεων και προσαρμογών όλων των συνιστωσών της πανεπιστημιακής κοινότητας. Από την άποψη αυτή, το πανεπιστήμιο αποτελεί σημαντική συνιστώσα και διαρκές επίδικο του εκδημοκρατισμού που συνδέεται με όσα σηματοδοτεί ο όρος «μεταπολίτευση». Τρίτη, ο νόμος-πλαίσιο (Ν. 1268/1982, σε συνέχεια του Ν. 815/1978) είναι σημαντικός σταθμός –ίσως και σημείο εκκίνησης — στη διαδικασία εκδημοκρατισμού του πανεπιστημίου. Οι διαδοχικές αναθεωρήσεις, ήδη από την επαύριο της ψήφισής του, στόχευσαν –και πέτυχαν– τον περιορισμό των δημοκρατικών ανοιγμάτων, μέχρι την κατάργησή τους και τη ρεβανσιστική επάνοδο της Δεξιάς που προδιέγραψε ο Ν4009/2011.

Όπως είχε «προβλέψει» ο Θ. Βερέμης το 2006, συμβουλεύοντας την τότε υπουργό Παιδείας να κάνει υπομονή, ήδη αποχωρούν και οι τελευταίοι από εκείνους/ες που συμμετείχαν στο κίνημα του ΕΔΠ (Επιστημονικού Διδακτικού Προσωπικού).[3] Το σώμα διδασκόντων που έχει προκύψει σταδιακά, τα τελευταία τριάντα και πλέον χρόνια, από τις διαδικασίες εκλογών με διάφορα συστήματα και σώματα, πολύ λίγη σχέση έχει με τις ιδέες που κινητοποίησαν το ΕΔΠ να διεκδικήσει «μονιμότητα σε ενιαίο φορέα διδασκόντων», ευρεία συμμετοχή όλων των συνιστωσών της πανεπιστημιακής κοινότητας στην εκλογή των οργάνων διοίκησης, κατάργηση της έδρας, δικαίωμα στην ελευθερία διδασκαλίας και έρευνας — όλα όσα συγκροτούν αυτό που κατανοούσαμε ως δημόσιο πανεπιστήμιο. Ορισμένες σύντομες υπενθυμίσεις είναι αναγκαίες εδώ.

Ο «ενιαίος φορέας διδασκόντων», όπως υλοποιήθηκε με τις τέσσερις βαθμίδες Διδακτικού Ερευνητικού Προσωπικού (ΔΕΠ) και την ισότιμη συμμετοχή στη διδασκαλία και την έρευνα ήταν, στις αρχές της δεκαετίας 1980, μια αυτονόητη διεκδίκηση από ένα σώμα πανεπιστημιακών που, στη μεγάλη του πλειοψηφία, είχε πραγματοποιήσει λαμπρές σπουδές και ερευνητικό έργο σε διαπρεπή πανεπιστήμια της Ευρώπης και της Β. Αμερικής και διέθετε τουλάχιστον ισότιμα ακαδημαϊκά προσόντα με το τότε λεγόμενο «καθηγητικό κατεστημένο». Η «μονιμότητα», που σήμερα βάλλεται από παντού, ήταν αναγκαία για να ανακόψει την πειθάρχηση μέσω απειλούμενης αποπομπής — πάντα με …αξιοκρατικά κριτήρια.

Ads

Η διεύρυνση των εκλεκτορικών σωμάτων για τα όργανα διοίκησης σε διάφορες βαθμίδες, και κυρίως η συμμετοχή των φοιτητών και φοιτητριών σε αυτά, ήταν η μόνη πρακτική που μπορούσε να αποσταθεροποιήσει την κυριαρχία της Δεξιάς στα πανεπιστήμια, όπου το σώμα των μέχρι τότε τακτικών καθηγητών αναπαρήγε τον εαυτό του μέσα από ελάχιστα διαφανείς διαδικασίες.[4] Δεν είναι τυχαίο ότι η διευρυμένη αυτή συμμετοχή σταδιακά συρρικνώθηκε μέχρι την οριστική κατάργησή της από τον Ν. 4009/2011.

Ο αυταρχισμός της έδρας και η εμμονή της Αριστεράς (και των αριστερών) στη λειτουργία των Τομέων ελάχιστους συγκινεί πλέον, καθώς το νέο σώμα διδασκόντων δεν έχει βιωμένη εμπειρία εκείνου του αυταρχισμού, ούτε της διοίκησης «ελέω θεού». Έτσι, πίστεψε ότι η ακαδημαϊκή ελευθερία είναι δεδομένη και διαρκής, ότι κινδυνεύει και περιστέλλεται μόνο από συλλογικές κινητοποιήσεις, θεωρούμενες όλο και περισσότερο «ακραίες» (π.χ. απεργίες και καταλήψεις) και ότι τα προσωπικά επιστημονικά επιτεύγματα θα λάμπουν σε κάθε περίπτωση, πέρα από πολιτικές και άλλες ιδιοτέλειες.

Η καθημερινότητα στα πανεπιστήμια, μαζί με τα ζητούμενα για την εκλογή και εξέλιξη στις βαθμίδες ΔΕΠ, ανεπαισθήτως ολίσθησε σε όλο και πιο εξατομικευμένες και ανταγωνιστικές πρακτικές, ενώ πολλές λειτουργίες είχαν ιδιωτικοποιηθεί πριν καν έρθει στο προσκήνιο ο όρος — και το αίτημα αποφυγής του. Οι κινητοποιήσεις άρχισαν να προσκρούουν σε ρουτίνες που δεν μπορούν να τις αντέξουν, πόσο μάλλον να τις υποστηρίξουν: ερευνητικά προγράμματα και διεθνείς συνεργασίες που δεν προσαρμόζονται σε απρόοπτες αναστολές λειτουργίας, αλλεπάλληλες κρίσεις και αξιολογήσεις που στηρίζονται σε ποσοτικοποιημένα κριτήρια παραγωγής ατομικού έργου, διδασκαλία που «δεν μετράει» κ.ο.κ.

Η ήττα της Αριστεράς δεν είναι ανεξάρτητη από την παραδειγματική αδιαφορία για τις «λεπτομέρειες» αυτής της καθημερινότητας, η συζήτηση για τις οποίες μετατίθεται συνήθως σε ένα άγνωστο μέλλον, καταδικάζεται προκαταβολικά ή διατυπώνεται με όρους ενός διαφεύγοντος «άλλου». Η όποια λοιπόν ανάκαμψη σ’ αυτούς τους δύσκολους καιρούς απαιτεί κάτι περισσότερο από την ακτινοβολία των ιδεών· απαιτεί να επαναπροσδιοριστούν συλλογικά τα επίδικα για το τι σημαίνει πανεπιστήμιο και πανεπιστημιακοί σήμερα, τόσο σε επίπεδο αρχών και διακηρύξεων όσο και (και ίσως κυρίως) σε επίπεδο καθημερινών πρακτικών. Το έργο είναι σισύφειο καθώς η έννοια της συλλογικής δράσης και της παιδείας ως δημόσιου αγαθού έχουν πλήρως και συστηματικά απαξιωθεί, όχι μόνο ιδεολογικά, αλλά πλέον και με πολύ υλικούς όρους πόρων και πρόσβασης σ’ αυτούς. Είμαστε όμως καταδικασμένες και καταδικασμένοι να το επιχειρήσουμε.
 
Η Ντίνα Βαΐου διδάσκει ανάλυση του χώρου και σπουδές φύλου στο ΕΜΠ
 
[1] Βλ. Κ. Γαβρόγλου, «Μια σοβαρή ήττα της Αριστεράς στα πανεπιστήμια» (20.7), Α. Λιάκος «Θα μιλήσουμε σοβαρά για τη σοβαρή ήττα στα πανεπιστήμια;» και ανταπάντηση του Κ. Γαβρόγλου (27.7), Χ. Χατζηιωσήφ «Η Μεταπολίτευση μέσα από τις περιπέτειες του ελληνικού Πανεπιστημίου» (27.7).
[2] Βλ., μεταξύ πολλών, Α. Βρυχέα και Κ. Γαβρόγλου, Απόπειρες μεταρρύθμισης της ανώτατης Εκπαίδευσης, 1911-1981, Θεσσαλονίκη, Σύγχρονα Θέματα· Λ. Απέκης, Πανεπιστήμιο. Η πολιτική της απορρύθμισης, Αθήνα, Εταιρεία Πολιτικού Προβληματισμού «Νίκος Πουλαντζας», καθώς και τη συστηματική αρθρογραφία του Α. Ρήγου στο ένθετο της Αυγής «Παιδεία και Κοινωνία».
[3] «Επιστημονικού» και όχι «Ειδικού», όπως το …μετονόμασε ο Χ. Χατζηιωσήφ, στα «Ενθέματα» της 27.7.
[4] Οι μετέπειτα αιτιάσεις για ιδιοτελή συμφέροντα και παραταξιακές συναλλαγές δεν αναιρούν τη σημασία της συμμετοχής. Αντίθετα, υπογραμμίζουν πόσο πιο σύνθετη από την απλή επαγωγή είναι η σχέση ενός θεσμού με τα πρόσωπα που τον στελεχώνουν.

Ενθέματα