Το περασμένο καλοκαίρι ξεκίνησε η διαδικασία της ατομικής αξιολόγησης των εκπαιδευτικών. Σε πρώτο στάδιο αξιολογήθηκαν οι Σχολικοί Σύμβουλοι, ακολουθεί η αξιολόγηση των διευθυντριών των σχολικών μονάδων και έπεται αυτή των εκπαιδευτικών της τάξης. Φαίνεται ότι αυτή τη φορά, όπως έγινε σε αρκετές περιπτώσεις από τη δεκαετία του 90 και εντεύθεν, η εφαρμογή της σχετικής νομοθεσίας δεν θα παραπεμφθεί στις καλένδες. Το γεγονός αυτό έχει προκαλέσει αναστάτωση στον εκπαιδευτικό κόσμο, αφού δεν είναι λίγοι αυτοί που υποστηρίζουν ότι η συγκεκριμένη μορφή αξιολόγησης θα αλλάξει ριζικά τη σχολική ζωή.

Ads

 
Είναι όμως έτσι;
 
Σε μια διαπραγμάτευση αυτού του ζητήματος το πρώτο ερώτημα που ανακύπτει αφορά στο εάν θα πρέπει να γίνεται αξιολόγηση. Κι εδώ φαίνεται πως υπάρχει ομοφωνία ως προς την απάντηση: Ναι. Σε αντίθεση με την καλλιεργούμενη αντίληψη που θέλει τους εκπαιδευτικούς να αρνούνται την αξιολόγηση, οι ομοσπονδίες τους έχουν σαφή θέση, με συγκεκριμένες προτάσεις, υπέρ μιας αξιολόγησης που όμως θα συμπεριλαμβάνει τους στόχους που τίθενται, τα Αναλυτικά Προγράμματα, τα μέσα που διατίθενται και η οποία δεν θα εξαντλείται, καθιστώντας τους αποδιοπομπαίους τράγους, στους/στις εκπαιδευτικούς.

Οι διαφωνίες για τον επιχειρούμενο τρόπο ατομικής αξιολόγησης εκκινούν από την απουσία διαλόγου και στοχεύουν στο πλαίσιο, αλλά και στους (διακηρυγμένους και μη) στόχους της. Σ’ ότι αφορά στο πρώτο, το ποιος/α και με ποια κριτήρια αξιολογεί αποτελεί ένα κεντρικό ζήτημα αξιοπιστίας κάθε αντίστοιχης διαδικασίας. Η συγκεκριμένη πρόταση του Υπουργείου Παιδείας δεν φαίνεται να πείθει τους εκπαιδευτικούς ως προς την επάρκειά της, ενώ εγείρει σοβαρά ερωτήματα ως προς τις προθέσεις και τους στόχους της.

Θα πρέπει σ’ αυτό το σημείο να τονιστεί ότι η ατομική αξιολόγηση ξεκινάει σε μια περίοδο που η κυβέρνηση έχει παγώσει την επιμόρφωση και την επιστημονική και επαγγελματική υποστήριξη των εκπαιδευτικών, αφού κατήργησε τα Διδασκαλεία, αδρανοποίησε τα ΠΕΚ και προχωράει στην καθολική μετατροπή των Σχολικών Συμβούλων σε αξιολογητές/τριες. Επιπρόσθετα, προχώρησε στην καθιέρωση μιας ξεχωριστής δέσμης για όσους και για όσες επιθυμούν να γίνουν εκπαιδευτικοί, γεγονός που πιθανόν να επιφέρει σημαντική μεταβολή στο σώμα των μελλοντικών εκπαιδευτικών.
 
Σ’ ότι αφορά στη χρονική περίοδο, η αξιολόγηση ξεκινά σε μια συγκυρία η οποία χαρακτηρίζεται από:

Ads
  • Πρώτον τη μεγάλη μείωση των δαπανών, η οποία αφενός δυσχεραίνει τη λειτουργία των σχολείων λόγω της έλλειψης εκπαιδευτικών και αφ ετέρου «καλεί» τους/τις γονείς και κηδεμόνες των μαθητριών να συμβάλλουν στην κάλυψη των λειτουργικών δαπανών των σχολικών μονάδων (μεταφορά μαθητριών, λογαριασμοί ΔΕΚΟ, γραφική ύλη κλπ).
  • Δεύτερον, την αύξηση του αριθμού των μαθητών/τριών ανά τάξη.
  • Τρίτον, τις απολύσεις εκπαιδευτικών, την κατάργηση συγκεκριμένων ειδικοτήτων & την απειλή κατάργησης άλλων.
  • Τέταρτον, το νομικό πλαίσιο για τις διώξεις των Δημοσίων Υπαλλήλων, το οποίο εντείνει το αίσθημα ανασφάλειας.

 
Το νέο εργασιακό περιβάλλον των εκπαιδευτικών συμπληρώνεται από χαμηλούς μισθούς (ιδιαίτερα στους/στις νέους/ες) και εργασιακή ανασφάλεια. Παρότι μια δίκη προθέσεων δεν είναι στους στόχους του παρόντος κειμένου, εντούτοις δεν φαίνονται αστήρικτα τα επιχειρήματα με βάση τα οποία πολλοί και πολλές εκπαιδευτικοί θεωρούν την ατομική αξιολόγηση ως μια προσπάθεια πολιτικών και διάφορων δημοσιολόγων να τους/τις καταστήσουν αποκλειστικά υπεύθυνους για τα προβλήματα της εκπαίδευσης και για την αποτυχία των μαθητριών!

Μια άλλη –διεθνής- διάσταση της εισαγωγής της ατομικής αξιολόγησης στην εκπαίδευση καθορίζεται από το βασικό ρόλο που διαδραματίζει η «λογοδοσία» στην προώθηση των μεταρρυθμίσεων, οι οποίες έχουν ως στόχο την προσαρμογή της εκπαίδευσης στη λογική της οικονομίας της αγοράς και οι οποίες εισάγονται τα τελευταία χρόνια και στη χώρα μας. Ενδεικτικό και αποκαλυπτικό είναι το εξώφυλλο του τελευταίου τεύχους του περιοδικού Time (βλ. εικόνα), το οποίο προκάλεσε πολλές αντιδράσεις από ανθρώπους της εκπαίδευσης στις ΗΠΑ.

image
 
Το εν λόγω εξώφυλλο αναφέρεται σε σάπιους εκπαιδευτικούς και θεωρεί ως κατάλληλα άτομα για να δώσουν τις απαραίτητες λύσεις όχι τις πολιτικούς, αλλά τους δισεκατομμυριούχους. Οι τελευταίοι άλλωστε εμπλέκονται ευθέως στα δημόσια σχολεία ή καλύτερα στα χρηματοδοτούμενα από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση charter schools και δεν κρύβουν την επιθυμία τους να αναλάβουν πλήρως τις «εκπαιδευτικές υπηρεσίες». Γι αυτό και έχουν επιδοθεί σε έναν αγώνα απορύθμισης των εργασιακών δικαιωμάτων των εκπαιδευτικών, με σημαία το ζήτημα της αξιολόγησής τους.
 
Η επαγγελματική επάρκεια και υπευθυνότητα των εκπαιδευτικών μπορεί να αλλάξει τις διαδρομές ζωής των μαθητών τους και να συνδράμει στη επίτευξη μιας καλύτερης κοινωνίας. Το δε εργασιακό τους περιβάλλον, το σχολείο, είναι ένας χώρος στον οποίο θα πρέπει να διαμορφώνεται ένα κατάλληλο για τη μάθηση και την κοινωνικοποίηση των μαθητριών κλίμα. Φοβισμένοι εκπαιδευτικοί επιδιδόμενοι σε αλληλο-υπονόμευση είναι χρήσιμοι μόνον σε μια κοινωνία ανελεύθερων ατόμων, πρόθυμων να υποταχθούν σε κάθε είδους εξουσία και σε κάθε αυθεντία! Είναι αυτή η κοινωνία που επιθυμούμε;