Δεν είναι οι σάπιοι τοίχοι του φτηνού μου δωματίου ούτε τα παλιά τραπέζια αυτού του γραφείου ούτε η φτώχεια των παρόδων της συνηθισμένης Κάτω Πόλης, που τις έχω τόσο πολύ διατρέξει, ώστε να μου φαίνεται πια πως έχουν ιδιοποιηθεί την ακινησία του ανεπανόρθωτου, δεν είναι αυτά που φέρνουν στο πνεύμα μου μια συχνή ναυτία, γεννημένη μέσα στην παρακμάζουσα καθημερινότητα της ζωής.

Ads

Είναι οι άνθρωποι που συνήθως με περιβάλλουν, είναι οι ψυχές που, αγνοώντας με, με γνωρίζουν από τις καθημερινές κουβέντες και τη συναναστροφή, αυτό είναι που δένει στο λαιμό μου αυτόν τον σιελώδη κόμπο φυσικής αηδίας.

Κι είναι αυτή η αισχρή μονοτονία της ζωής τους, παράλληλη προς την εξωτερική εικόνα της δικής μου ζωής, κι η μύχια αίσθησή τους πως είμαι όμοιος τους, που με ντύνει με τη στολή του κάτεργου, που με χώνει στο κελί του σωφρονιστηρίου, που με καθιστά απόκρυφο και ζητιάνο.

Υπάρχουν στιγμές που κάθε λεπτομέρεια της καθημερινότητας με ενδιαφέρει για την ίδια της την ύπαρξη κι έχω για τα πάντα την έγνοια να μάθω να τα διαβάζω όλα καθαρά. Τότε βλέπω —όπως αναφέρει ο Βιέιρα* για τον ήρωά του Σόζα— το κοινό στη μοναδικότητά του, και γίνομαι ποιητής με την ψυχή εκείνη, με την οποία η κριτική των Ελλήνων διαμόρφωσε τη διανοούμενη ηλικία της ποίησης.

Ads

Υπάρχουν όμως κι άλλες στιγμές, και μια από αυτές με καταδυναστεύει τώρα, που αισθάνομαι εμένα πολύ πιο έντονα απο τα εξωτερικά πράγματα, και που όλα αλλάζουν για μένα σε μια νύχτα βροχής και λάσπης, χαμένη στη μοναξιά μιας έρημης αποβάθρας κάποιας βοηθητικής σιδηροδρομικής γραμμής, ανάμεσα σε δυο βαγόνια της τρίτης θέσης.

Ναι, η μυστική μου αρετή να ’μαι συχνά αντικειμενικός, που αποσπά τη σκέψη μου από τον εαυτό μου, υπόκειται, όπως όλες οι αρετές, και όπως άλλωστε και όλες οι κακές συνήθειες, σε πτώσεις της ικανότητας να εξωτερικεύεται. Τότε αναρωτιέμαι πώς είναι δυνατό να επιζώ του εαυτού μου, πώς αποτολμώ τη δειλία να βρίσκομαι ακόμη εδώ, ανάμεσα σ’ αυτούς τους ανθρώπους, πώς είναι δυνατό να προσπαθώ να τους μοιάσω, υποταγμένος στα φαντασιόπληκτα σκουπίδια του μυαλού τους.

Έρχονται στο νου μου, με τη λάμψη ενός φάρου μακρινού, όλες οι λύσεις που αποδεικνύουν πως η φαντασία είναι γυναίκα — η αυτοκτονία, η φυγή, η αυταπάρνηση, οι μεγάλες χειρονομίες της αριστοκρατίας του ατομικισμού, ολόκληρο το ιπποτικό μυθιστόρημα των υπάρξεων χωρίς μπαλκόνι.

Όμως η ιδανική Ιουλιέτα κάποιας καλύτερης πραγματικότητας κλείνει στον ομοαίματό μου πλαστό Ρωμαίο το ψηλό παραθύρι της λογοτεχνικής συνέντευξης. Υπακούει στον πατέρα της· κι αυτός υπακούει στον δικό του.

Η ρήξη ανάμεσα στους Μοντέγους και τους Καπουλέτους διαιωνίζεται, η αυλαία πέφτει μπρος από αυτό που δεν συνέβη, κι εγώ γυρίζω σπίτι —σ’ αυτό το δωμάτιο, με τη φρικτή σπιτονοικοκυρά που λείπει, τα παιδιά που βλέπω σπανίως, τους συναδέλφους μου που δεν θα δω πριν από αύριο το πρωί— με το γιακά του υπαλληλικού μου σακακιού σηκωμένο χωρίς προσχήματα στο λαιμό ενός ποιητή, με τις μπότες μου που αγοράζω πάντα από το ίδιο μαγαζί’ γυρίζω αποφεύγοντας ασυνείδητα τις λακκούβες από κρύα βροχή, γυρίζω σπίτι ακαθόριστα ενοχλημένος που ξέχασα και πάλι την ομπρέλα μου και την αξιοπρέπεια της ψυχής μου.

Φερνάντο Πεσσόα – Το βιβλίο της ανησυχίας