Μια φορά και έναν καιρό, μπορεί και δύο και τρις καιρούς, σε ένα σκοτεινό και τρομερό κάστρο, ζούσε ένας γέρος ιππότης με την γάτα του. Ήταν η πιο παράξενη γάτα που υπήρχε σε όλον τον πλανήτη. Μιλούσε και δεν κυνηγούσε ποντίκια. Ένα πρωί, την ώρα που ο ήλιος είχε αρχίσει να ροδίζει στην ανατολή, η γάτα έβγαλε μια στριγκλιά και έπεσε λιπόθυμη. Ο γέρος ιππότης έτρεξε να δει τι συμβαίνει. Και τότε, αφού την συνέφερε, άκουσε προσεκτικά αυτό που του διηγήθηκε.

Ads

Ο γέρο ιππότης δεν την είχε ενημερώσει, ότι στο κάστρο υπήρχε ένα μυστικό, που χρόνια καλά κρατούσε σε βάζο μικρό, θολό από τα χρόνια. Ένα μυστικό που είχε αλλάξει τη ζωή τους χρόνια πριν και που έμελλε να φέρει πολλές ανατροπές ακόμα και σήμερα! Ένα “μαγικό” μυστικό που αν το ανακάλυπτε μια γάτα, όλα θα γίνονταν όπως πριν. Θα εμφανιζόταν η μάγισσα Δυστυχία και δεν θα ήταν όλοι ευτυχισμένοι.

Η γάτα, που βρήκε το μικρό βάζο, ζήτησε από τον ιππότη να της διηγηθεί όλη την ιστορία από την αρχή. Έτσι ο ιππότης, την πήρε στα γόνατά του και άρχισε να της εξηγεί.

image

Ads

Χρόνια πριν λοιπόν, το κάστρο δεν ήταν τόσο σκοτεινό και τρομερό. Ήταν ένα κάστρο φωτεινό και λαμπερό, το οποίο έσφιξε από ζωή. Εκεί, ζούσε ο μικρός ιππότης Λάνσελ. Όμως μια μέρα, έπιασε δυνατή βροχή και μια γαλάζια αστραπή μπήκε στο κάστρο από ένα παράθυρο που είχαν ξεχάσει ανοιχτό εκεί πάνω στην σοφίτα. Ο μικρούλης Λάνσελ, μόλις είδε την αστραπή, σταμάτησε να μάχεται τον αόρατο δράκο, που μόνο εκείνος έβλεπε να πετά μέσα στους χοντρούς τοίχους του μισοσκότεινου δωματίου του κάστρου, χαμήλωσε το ξύλινο σπαθί του και απευθύνθηκε στη γαλάζια αστραπή.

“Ποια είσαι εσύ;” ρώτησε θαρρετά, “Και τι γυρεύεις στο κάστρο μου;”

Μόλις άκουσε να της μιλά με αυτό τον τρόπο ο μικρούλης Λάνσελ, η γαλάζια αστραπή θύμωσε. Θύμωσε τόσο πολύ, που έγινε μια ολόισια τρεμουλιαστή γραμμή, που έβγαζε κόκκινους καπνούς απ’ τα νεύρα της.

Και αυτή η αστραπή, δεν ήταν μια συνηθισμένη αστραπή, απ’ αυτές που ανάβουν σαν σπίρτο και έπειτα σβήνουν και χάνονται, αλλά μια γαλάζια αστραπή που μπορούσε να μεταμορφώνεται στη στιγμή σε ότι ήθελε! Δεν ανεχόταν λοιπόν να της μιλάει έτσι ένας μικρούλης απλός ιππότης!

“Το κάστρο σου είπες: Χα χα χα . Ας γελάσω!” είπε με μια φωνή που θύμιζε γριά βροντή!

Η νεράιδα, ήταν κόρη της γριάς μάγισσας Δυστυχίας. Από μικρή είχε μάθει να ακολουθεί “τα άσχημα μονοπάτια” της μαμά της. Γι’ αυτό, όταν πρωτοσυνάντησε τον Λάνσελ, ήταν επιθετική και θυμωμένη μαζί του. Όταν όμως μετά από λίγο πρόσεξε το όμορφο παιδικό προσωπάκι του μικρού Λάνσελ, άλλαξε αμέσως το ύφος της και θέλησε να απαλλάξει το κάστρο από τα αόρατα πνεύματα και τους δράκους. Και πάνω από όλα, ήθελε να σβήσει την κατάρα του κάστρου, που είχε φέρει τη δυστυχία σε αυτό. Όλα αυτά θα μπορούσαν να γίνουν όμως, μόνο αν κάποιος που ζούσε στο κάστρο την αγαπούσε, την έκανε φίλη του και έσβηνε μαζί της την κατάρα. Έτσι, η αστραπή, είπε στο μικρό Λάνσελ:

“Εγώ είμαι αυτή που θα σώσω αυτό το κάστρο. Η κατάρα που το βαραίνει πρέπει να σβήσει. Όμως για να γίνει αυτό εσύ πρέπει να με βοηθήσεις Έχεις τη δύναμη να το κάνεις;”

Ο μικρός Λάνσελ συμφώνησε και τότε εκείνη μεταμορφώθηκε σε μια πανέμορφη νεράιδα, με το μακρύ άσπρο φόρεμα της, με τα γαλάζια φτερά και το γαλάζιο ραβδάκι, να στέκει δίπλα του με τα σπινθηροβόλα γλαύκα μάτια της!

image

Τώρα και οι δύο είχαν την δύναμη να απαλλάξουν τον πύργο από τα αόρατα πνεύματα. Η νεράιδα λοιπόν όλο χαρά, του εξήγησε πως το βασικό για να λυθεί η κατάρα, είναι να την κάνει φίλη του. Ο μικρός Λάνσελ, αφού το σκέφτηκε, της είπε πως ο καλύτερος τρόπος για να γιορτάσουν την έναρξη της φιλίας τους, ήταν να παίξουνε μαζί. Της πρότεινε λοιπόν να παίξουνε με τα αυτοκινητάκια που είχε φυλαγμένα στο συρτάρι της κουζίνας κιεκείνη δέχτηκε με μεγάλη χαρά. Ο Λάνσελ, πήρε ένα μεγάλο φορτηγό και η νεράιδα το αεροπλάνο και μαζί, έφτιαξαν ένα parking για τα μικρά αυτοκινητάκια και τα αεροπλάνα.

Με το παιχνίδι, αναπτύχθηκε μεταξύ τους φιλία, που δυνάμωνε κάθε μέρα και περισσότερο. Τα αόρατα πνεύματα και οι δράκοι εξαφανίστηκαν, αλλά και η ίδια η νεράιδα συγκινήθηκε τόσο πολύ, που έβαλε σκοπό να σκορπά αγάπη σε όλον τον κόσμο. Εκείνο όμως που ξέχασε η νεράιδα, παρασυρμένη από την ευτυχία και τη χαρά της, ήταν να σβήσει την κατάρα. Οι δύο φίλοι, ευτυχισμένοι και χαρούμενοι, αποφάσισαν να κλείσουν την Δυστυχία σε βάζο, για να μην μπορεί να ξαναφέρει θλίψη στον κόσμο.

Μια μέρα όμως μια γριά γάτα πλησίασε το βάζο και το πήρε στα χέρια της. Η περιέργειά της ήταν μεγάλη και το άνοιξε. Τότε, η γριά μάγισσα Δυστυχία με ένα θριαμβευτικό γέλιο εμφανίστηκε. Από εκείνη την ημέρα το κάστρο και η γύρω περιοχή έγιναν σκοτεινά και τρομερά. Η νεράιδα με το μακρύ άσπρο φόρεμα της, τα γαλάζια φτερά και το γαλάζιο ραβδάκι χάθηκε για πάντα.

image

“Ο μικρός Λάνσελ είμαι εγώ και εσύ είσαι η εγγονή της γριάς γάτας που μας έφερε τη δυστυχία. Αυτό εδώ είναι το βάζο που ανοίχτηκε. Η μυρωδιά του βάζου σε έκανε να λιποθύμησες” είπε δακρυσμένος ο γέρος ιππότης.

“Πρέπει να φέρουμε την αγαπημένη σου νεράιδα πίσω”, είπε η παράξενη γάτα και κούρνιασε στην αγκαλιά του.

“Εγώ πια είμαι πολύ γέρος, δεν έχω δύναμη να αγωνιστώ”, είπε λυπημένος ο ιππότης.

Η γάτα, αφού σκέφτηκε για ώρα κοιτώντας στα μάτια τον λυπημένο ιππότη, του είπε:

“Έχω ένα σχέδιο. Ίσως καταφέρω να την φέρω πίσω. Εσύ πήγαινε να ξεκουραστείς.”

Ο γέρο ιππότης ήθελε τόσο πολύ να ξαναδεί την αγαπημένη του φίλη, που όλο το βράδυ δεν κοιμήθηκε. Η παράξενη γάτα έφυγε κρυφά από το κάστρο και πήγε στην πολιτεία που ήταν κοντά. Η ίδια σκοτεινιά και τρομάρα που επικρατούσε στο κάστρο επικρατούσε και εκεί. Περιπλανήθηκε πολλές ώρες μέσα στους έρημους δρόμους, ώσπου είδε ένα μικρό παιδί να κλαίει καθισμένο επάνω σε μια πέτρα. Το πλησίασε και το ρώτησε τι έχει. Αυτό μέσα από αναφιλητά είπε:

“θέλω να γελάσω να παίξω να τρέξω, δε θέλω να ζω με τη δυστυχία. Δε μπορώ άλλο να ζω έτσι.”

Κάθισε δίπλα του και το πήρε αγκαλιά. Μετά του ψιθύρισε κάτι στο αυτί. Ένα χαμόγελο ζωγραφίστηκε για πρώτη φορά στο πρόσωπο του παιδιού. Το πρωί όταν ξύπνησαν οι άνθρωποι ένιωθαν παράξενα. Κοιτάζονταν και χαμογελούσαν!!!!! Βγήκαν από το σπίτι και δεν πίστευαν τι τους συνέβαινε!!! Και το πιο παράξενο, ήταν πως ενώ δεν είχε βρέξει ούτε σταγόνα, οι δρόμοι ήταν βρεγμένοι. Τα τρανταχτά και τα γέλια των παιδιών, ακούγονταν μέχρι το κάστρο. Η γριά μάγισσα Δυστυχία φώναζε και προσπαθούσε να ξαναφέρει τη θλίψη. Το νερό όμως, ως δια μαγείας έκανε την γριά μάγισσα Δυστυχία να εξατμιστεί!!! Όταν όλοι κατάλαβαν τι συμβαίνει, ξεχύθηκαν στους δρόμους αγκαλιασμένοι και χαρούμενοι. έτρεξαν όλα μαζί στο κάστρο με την παράξενη γάτα. Πιο μπροστά από αυτά έτρεχε η νεράιδα με το μακρύ άσπρο φόρεμα της, τα γαλάζια φτερά και το γαλάζιο ραβδάκι, που αφού ξανάφερε την χαρά και την ευτυχία σε όλους, ήθελε πρώτη να συναντήσει τον αγαπημένο της φίλο.

Το τι έγινε μέσα στο κάστρο, δεν περιγράφεται! Το γλέντι κράτησε πολλές μέρες. Όταν ηρέμησαν οι χοροί και τα τραγούδια, ο γέρο ιππότης, ρώτησε γεμάτος περιέργεια
την παράξενη γάτα:

“Πώς τα κατάφερες;”

“Θυμάσαι που μου είπες για τη γαλάζια αστραπή;” του απάντησε η γάτα.” Ε, λοιπόν, πήγα μαζί με όλα τα παιδιά της πολιτείας στο βουνό. Εκεί φωνάξαμε την πρώτη αστραπή που είδαμε και τη ρωτήσαμε αν ξέρει που είναι η γαλάζια. Αυτή δακρυσμένη μας είπε ότι η γριά μάγισσα Δυστυχία την έχει κρυμμένη μέσα σε μια σκοτεινή σπηλιά επάνω στο βουνό. Τόσο πολύ δάκρυσε η αστραπή που γέμισαν οι δρόμοι της πολιτείας δάκρυα. Το βράδυ κρυφά πήγανε όλοι μαζί έξω από τη σπηλιά. Είδανε τη γριά μάγισσα Δυστυχία να ξαγρυπνά δίπλα στην είσοδο της σπηλιάς. Με μια απότομη κίνηση όλα τα παιδιά άρχισαν να την γαργαλάνε. Αυτή φώναξε, δεν ήθελε να γελάει. Ήθελε μόνο να κλαίει. Αλλά τα παιδιά, για να την εκδικηθούν για όλη τη δυστυχία που είχε φέρει στον τόπο τους, την γαργαλούσαν ακόμα περισσότερο. Εγώ τότε, της είπα ότι μπορώ να τη βοηθήσω, αρκεί να βγει έξω στο δρόμο μαζί μου, με σκοπό να τη διώκω μακριά. Αυτή δέχτηκε. Μόλις όμως βγήκε από τη σπηλιά, ένα φωτεινό γαλάζιο χρώμα σκορπίστηκε στον ουρανό και τα νερά από τα δάκρυα της αστραπής που είχαν πλημμυρίσει τους δρόμους, άρχισαν σιγά σιγά να την απορροφούν. Και έτσι, η γριά μάγισσα Δυστυχία, εξαφανίστηκε μια για πάντα.” Από τότε, ζούνε αυτοί καλά και εμείς ακόμα καλύτερα!
image

Την ιστορία ξεκίνησε η Εύα Κασιάρου και τη συνέχισαν τα Χαμογελάκια συγγραφείς: Σάκης, Χριστόφορος, Μαίρη, Δέσποινα, Δημήτρης, Κατερίνα, Βάσω, Χριστόφορος, Χρήστος και Βάσια.

Τις όμορφες εικόνες, έκανε η Τζένη Κουτσοδημητροπούλου!

Πηγή: Χαμογελάκια