Η Σιμόν ντε Μποβουάρ και ο Θεός. Η συγγραφέας και φιλόσοφος γράφει ένα αυτοβιογραφικό κείμενο.

Ads

 

ΓΕΝΝΗΘΗΚΑ ΣΤΙΣ 9 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 1908 σ’ ένα δωμάτιο με λακαρισμένα άσπρα έπιπλα που έβλεπε στη λεωφόρο Ρασπάιγ. Ο πατέρας μου ήταν δικηγόρος, η μητέρα μου είχε βγει από το μοναστήρι των Πουλιών. Στις αντιλήψεις τους το μέλλον μου ήταν σαφώς προδιαγεγραμμένο. Στα 20 μου θα παντρευόμουν, θα περνούσα μια ζωή μητέρας και κυρίας του κόσμου.

ΠΕΡΑΣΑ ΠΟΛΥ ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΑ ΠΑΙΔΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ. Είχα τη μετάληψή μου ιδιαιτέρως, εξομολογιόμουν, ήμουν πολύ ευσεβής. Ήθελα να αρέσω στον καλό Θεό και να έχω μια κατάλευκη αγνή ψυχή.

Ads

ΑΝ ΚΑΙ Η ΜΗΤΕΡΑ ΜΟΥ ΜΕ ΠΗΓΑΙΝΕ ΣΤΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ πολλές φορές την εβδομάδα, ο πατέρας δεν πατούσε το πόδι του σε εκκλησία, παρά μόνο για γάμους και κηδείες -χαμογελούσε, όταν μιλούσαμε μπροστά του για τα θαύματα της Λούρδης.

ΜΕΧΡΙ ΤΑ 12-13 ΜΟΥ όλα κυλούσαν υπέροχα για μένα. Τα πράγματα χάλασαν λίγο όταν μπήκα στην εφηβεία. Έγινα άτακτη, ανάποδη και χοντροκέφαλη -είχα αποκτήσει κακές συνήθειες και τρωγόμουν με τα ρούχα μου. Από την άλλη μεριά όμως, αναπτυσσόταν το κριτικό μου πνεύμα και όταν η μητέρα έλεγε «μη εκείνο, μη το άλλο» ή «αυτό έτσι είναι… γιατί έτσι!», δεν την υπάκουα ποτέ με τη θέλησή μου.

ΚΑΙ ΤΕΛΙΚΑ Σ’ ΕΝΑ ΣΗΜΑΝΤΙΚΟ ΘΕΜΑ πήρα την απόφαση να μην υπακούω. Έλεγχαν με άκρα αυστηρότητα τα αναγνώσματά μου -όταν ο πατέρας μάς διάβαζε τον Αετιδέα, υπήρχαν σκηνές που τις πηδούσε. Θυμάμαι ακόμη ότι μέσα στον Πόλεμο των Κόσμων του Ουέλς, η μητέρα μου είχε πιάσει μερικές σελίδες με καρφίτσες. Δεν τις έβγαλα. Όμως, είχα μια εξαδέλφη που μου διηγήθηκε, μ’ έναν τρόπο αρκετά παράξενο μάλιστα, αυτό που υπήρχε μέσα στα απαγορευμένα βιβλία -μου φαινόταν παράλογο που οι μεγάλοι περιέβαλλαν με μυστήριο τόσο ασήμαντα πράγματα. 

ΠΕΡΝΟΥΣΑ ΤΙΣ ΔΙΑΚΟΠΕΣ ΜΟΥ ΣΤΗ ΛΙΜΟΥΖΕΝ, σ’ ένα ιδιόκτητο κτήμα του παππού από τη μεριά του πατέρα μου και στην εξοχή ξέμενα πάντα από αναγνώσματα. Υπήρχαν στη βιβλιοθήκη κάποιες δεμένες συλλογές της Πετίτ Ιλλουστρασιόν. Μου υπέδειξαν τα κομμάτια που ήταν «για μένα» -π.χ. το Λε Μπουφόν του Ζαμακοΐς- και μου επέτρεψαν να πάρω τον τόμο στο δάσος όπου κατασκήνωνα για να διαβάσω.

ΜΙΑ ΩΡΑΙΑ ΗΜΕΡΑ ΑΡΧΙΣΑ να διαβάζω τα κομμάτια που δεν ήταν για μένα. Μπερνστάιν, Μπατάιγ… Και όταν επιστρέψαμε στο Παρίσι, καταβρόχθισα όλη τη βιβλιοθήκη του πατέρα μου. Μοπασάν, Μπουρζέ, Κλοντ Φαρρέρ, οτιδήποτε έπεφτε στα χέρια μου.

ΔΕΝ ΕΙΧΑ ΚΑΘΟΛΟΥ ΤΗΝ ΕΝΤΥΠΩΣΗ ΟΤΙ ΕΚΑΝΑ ΚΑΤΙ ΚΑΚΟ, δεν περνούσε καν από το μυαλό μου ότι προσέβαλλα το Θεό. Πρέπει να πω ότι είχα τακτοποιήσει -με τον τρόπο μου- τις σχέσεις μαζί του. Συνέδεα την ηθική με την τυφλή πίστη. Έπρεπε να προσεύχεσαι, να αυτοσυγκεντρώνεσαι, να ζεις υπό το βλέμμα του Θεού, να κάνεις τα πάντα για να αισθανθείς την παρουσία του. Αλλά για τα υπόλοιπα, όπως τις αυθάδειές μου στην τάξη -γύρω στα 13 με 14 είχα γίνει τελείως απείθαρχη- ή τις ανυπακοές μου, έλεγα στον εαυτό μου ότι ο Θεός είχε ένα πολύ υψηλό πνεύμα για να μου κακιώνει.

ΩΣΤΟΣΟ ΕΝΑ ΒΡΑΔΥ ΣΤΗ ΛΙΜΟΥΖΕΝ έκανα μέσα μου μερικές ερωτήσεις. Ήταν μια πανέμορφη νύχτα, έβλεπα τ’ αστέρια, άκουγα το κελάρυσμα μιας κρήνης, το χώμα μοσχομύριζε. Είπα στον εαυτό μου: το ότι δεν υπακούς, το ότι λες ψέματα, είναι κι αυτά αμαρτίες. Και τότε μού έγινε μια αποκάλυψη απόλυτα εκθαμβωτική: ποτέ δεν απαρνιόμουν πράγματα που μ’ ευχαριστούσαν επειδή δήθεν ο Θεός τα απαγόρευε. Άρα δεν πίστευα πια σ’ εκείνον!

ΕΚΕΙΝΗ ΤΗ ΝΥΧΤΑ απλά και μόνο βεβαιώθηκα για κάτι που είχε ήδη συμβεί. Δε με κυρίευσε φόβος. Είχα το παράδειγμα του πατέρα μου, που κι αυτός δεν πίστευε. Μονάχα που δεν τόλμησα να μιλήσω γι’ αυτό το θέμα σε κανένα -ήταν ένα μυστικό που βάραινε πολύ μέσα μου κι εγώ αισθανόμουν μόνη.

ΗΤΑΝ ΕΞΑΙΤΙΑΣ ΑΥΤΗΣ ΤΗΣ ΜΟΝΑΞΙΑΣ που αποκρυσταλλώθηκε η επιθυμία μου για γράψιμο. Γύρω στα 14 με 15 μου χρόνια πήρα μια σοβαρή μορφή. Μια από τις φίλες μου είχε ένα λεύκωμα όπου έπρεπε να σημειώσεις το αγαπημένο σου λουλούδι, τον αγαπημένο σου ποιητή καθώς κι αυτό που ήθελες να κάνεις στη μετέπειτα ζωή σου. Στις πρώτες ερωτήσεις απαντούσα ό,τι μού κατέβαινε. Αλλά στην τελευταία ήμουν ολωσδιόλου σοβαρή όταν έγραψα: θέλω να γίνω διάσημη συγγραφέας.

* Αποσπάσματα από το αυτοβιογραφικό κείμενο της Σιμόν ντε Μποβουάρ, Πώς έγινα συγγραφέας, που δημοσιεύτηκαν στη λέξη – τχ. 69/70, Νοέμβριος ‘87(αφιερωματικό τεύχος στην σύγχρονη γαλλική λογοτεχνία), σε μετάφραση Κώστα Πολέτη 

Σιμόν ντε Μπoβουάρ (9 Ιανουαρίου 1908-14 Απριλίου 1986): Γαλλίδα συγγραφέας, φιλόσοφος και φεμινίστρια. Υπήρξε σύντροφος του διάσημου υπαρξιστή φιλοσόφου Ζαν-Πωλ Σαρτρ. Το γνωστότερο έργο της ήταν Το Δεύτερο Φύλο, μια φεμινιστική ανάλυση της γυναικείας ύπαρξης και της καταπίεσης των γυναικών. Άλλα έργα της που ξεχώρισαν ήταν τα Οι Μανδαρίνοι (1954) και Αναμνήσεις μιας καθώς πρέπει κόρης (1958). Η Μποβουάρ θεωρήθηκε η μητέρα του (μετά το 1968) φεμινισμού, με φιλοσοφικά γραπτά που συνδέθηκαν, αν και ήταν ανεξάρτητα, με τον σαρτριανό υπαρξισμό. Πέθανε από πνευμονία στις 14 Απριλίου του 1986 και θάφτηκε δίπλα στον Σαρτρ στο Κοιμητήριο Μονπαρνάς του Παρισιού.

 

doctv.gr