Στη μνήμη του ακαδημαϊκού δασκάλου Χρήστου Φράγκ

Ads

Την ίδια εποχή που στο Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο της Αθήνας, ένας  πρύτανης εισάγει με τον πιο αυταρχικό και κυνικό τρόπο τα νέα ήθη  μιας αγοραίας πολυπραγμοσύνης και τον έμπρακτο εναγκαλισμό με τον εξουσιαστικό ιστό μιας απονομιμοποιημένης κυβέρνησης, δυο λαμπροί πανεπιστημιακοί δάσκαλοι, που έφυγαν από κοντά μας, μας υπενθυμίζουν πως έχουμε πολύ αγώνα μπροστά μας για να αντιπαλέψουμε αποτελεσματικά την νεοφιλελεύθερη επίθεση ενάντια στην τριτοβάθμια  δημόσια εκπαίδευση.  Η σημερινή εκδήλωση είναι αρκετά επιβαρυμένη.  Με όλα αυτά που συμβαίνουν και μετά από αυτά που άκουσα, νιώθω να αναπνέω  μέσα σε μια ατμόσφαιρα χαρμολύπης. Το Τμήμα Επιστημών Αγωγής και Εκπαίδευσης του ΑΠΘ γιορτάζει τα 30 χρόνια λειτουργίας του. Πώς να γιορτάζει  κανείς σε τέτοιους χαλεπούς καιρούς;  Μαζί με τα τριαντάχρονα, το Τμήμα θυμάται και τιμά τον ακαδημαϊκό δάσκαλο, Χρήστο Φράγκο. Εκτός προγράμματος ήταν το πένθος για την απροσδόκητη και πρόσφατη απώλεια του αγαπητού συναδέλφου Σωφρόνη Χατζησαββίδη.  Ας μου συγχωρέσετε κι εκείνος κι εσείς για τη μονομέρεια της δικής μου παρέμβασης.

Εκδηλώσεις, όπως η σημερινή, είναι μια  επινόηση,  που όπως και άλλες ανάλογες του είδους, έχουν ως βάση την οργάνωση της  συλλογικής μας  μνήμης  και λήθης, στον ιδιαίτερο  χώρο της εκπαίδευσης. Το τι θυμόμαστε και τι ξεχνάμε, είτε συλλογικά είτε ατομικά, είναι, από μόνο του, ένα πολύ ενδιαφέρον ζήτημα. Για τη συγκεκριμένη περίσταση, θα έλεγα, πως η  εκδήλωση-πολύ περισσότερο, βέβαια, τα όσα θα πω- χωρίς να υποτιμώ τη σημασία τους, έχουν πολύ περιορισμένες  δυνατότητες και όρια για να αναμετρηθούν με  αυτό το παιγνίδι της μνήμης και της λήθης. Το ζήτημα αποκτάει  έκτακτη επικαιρότητα, σε μια εποχή βίαιης και ολοκληρωτικής νεοφιλελεύθερης επίθεσης  που σημειώνεται στην ελληνική εκπαίδευση και στην ελληνική κοινωνία, μέσα στη δίνη των μνημονιακών πολιτικών που ασκούνται σε ένα παρόν που έχει δύσκολους λογαριασμούς με το παρελθόν του, αλλά και το μέλλον. 

Μνήμη, λοιπόν,  κι απόδοση τιμής κι αναγνώρισης σε ένα δάσκαλο που δε ζει πια. Σε μια ιδιαιτέρως οξυμένη κοινωνικοπολιτική συγκυρία. Εμείς που έχουμε μείνει πίσω, κατόπιν εορτής, και ερήμην του, παίρνουμε την πρωτοβουλία κάποιων ασκήσεων μνήμης και αναγνώρισης του έργου του ακαδημαϊκού Δασκάλου στο πλαίσιο ενός παρελθόντος χρόνου, μέσα  από τις δικές μας κατασκευές. Θα ήταν αλλιώς, εάν και όσο ζούσε. Θα είχε δυνατότητα να συγκατανεύει, να διαφωνεί, να συμπληρώνει, να διορθώνει. Να κουνάει το κεφάλι. Με λίγα λόγια να συμμετέχει. Να χαρεί και να εκπλαγεί ή και να αναρωτηθεί. Η σημερινή εκδήλωση δεν προσφέρεται ούτε για αντίλογο από τη μεριά του ούτε για αντίδωρο από τη μεριά μας.  Μετά το θάνατό του, μπορούμε να μιλήσουμε και να πενθήσουμε μόνο εμείς, όσο είμαστε στη ζωή. Όπως και να είναι, πρόκειται για μια εκδήλωση μονολόγου.  Η επιβίωσή του στις αναμνήσεις  όλων  όσων έζησαν μαζί του ή που τον γνώρισαν, που συνεργάστηκαν μαζί του, που τον είχαν δάσκαλο και συνάδελφο είναι, όσο κρατάει η δική τους ζωή, μια μορφή ζωντανής επιβίωσης  του ίδιου αλλά και επιβεβαίωσης. Έχει κι ανάμνηση τα όριά της. 

Ads

Ο Δάσκαλός μας έφυγε, πριν από καιρό,  τη μέρα που το Πανεπιστήμιο στα Γιάννενα, γιόρταζε τα πενήντα χρόνια από την ίδρυσή του. Εκείνη τη μέρα ολοκλήρωσε αυτό που συγκροτεί την ιστορία του ως παρελθόν. Ήταν μόλις δύο χρόνια, μετά την έναρξη της λειτουργίας του,  στα 1964, όταν ήρθε  στο Πανεπιστήμιο. Το βρήκε με 500 περίπου φοιτητές και ευάριθμους (δηλαδή πολύ λίγους) συναδέλφους του. Ήταν όλα τα θέματα ανοιχτά και σε κατάσταση επείγουσας εξασφάλισης των στοιχειωδών προϋποθέσεων διδασκαλίας και συνεργασίας. Τριτοετής φοιτητής, τότε, είχα διακρίνει την αποφασιστικότητά του και  τα οράματά του για την οργάνωση των παιδαγωγικών σπουδών στο Πανεπιστήμιο  και, ιδιαίτερα, στη Φιλοσοφική Σχολή, και να η δικτατορία! Μετά τη δικτατορία, το  θέμα το έβαλε πιο επιτακτικά. Το πεδίο  για την καθιέρωση των Παιδαγωγικών Σπουδών σε μια Φιλοσοφική Σχολή ήταν  αρκετά δυσπρόσιτο. Σε αυτό, βέβαια, συντελούσε και η παραδοσιακή κυριαρχία του κλασικισμού και του φιλολογισμού. Το θέμα αυτό βρίσκεται ακόμη, και σήμερα, σε εκκρεμότητα, αν και, κατά πως φαίνεται, θα εκφυλιστεί σε μια εμπορευματική υπόθεση πιστοποίησης αυτού που έχει τεχνοκρατικά οριστεί ως παιδαγωγική και διδακτική επάρκεια. Ως γνωστόν, μετά την τριμερή κατάτμηση της  Φιλοσοφικής Σχολής, όσοι πτυχιούχοι των τμημάτων Ιστορίας-Αρχαιολογίας και Φιλολογίας εξασφαλίζουν θέση εργασίας στην εκπαίδευση, δε διαθέτουν στοιχειώδη πανεπιστημιακή παιδαγωγική κατάρτιση. Πολύ περισσότερο, οι εκπαιδευτικοί  των άλλων  ειδικοτήτων  (μαθηματικοί, φυσικοί, κ.α. ) επιστρέφουν στο σχολείο για εργασία, με το φορτίο της άτυπης μαθητείας στο επάγγελμα, από τα χρόνια της φοίτησής τους στο σχολείο.

Άλλες προϋποθέσεις και προοπτικές είχε η άλλη μεγάλη του αγωνία και πολυμέτωπη μάχη που έδωσε για την κατάργηση- όχι την αναβάθμιση-των Παιδαγωγικών Ακαδημιών και την  πανεπιστημιακή εκπαίδευση των δασκάλων και των νηπιαγωγών. Ένα εγχείρημα και μια τομή στα εκπαιδευτικά πράγματα της χώρας που δεν ήταν χωρίς αντιφάσεις, παλινδρομήσεις και αδιέξοδα. Το θέμα βρίσκεται και πάλι στο επίκεντρο, με πολλά ανοιχτά ερωτήματα. Στις δημόσιες και τις κατ ιδίαν εκτιμήσεις που έκανε για τα αποτελέσματα της δικής του παρέμβασης διατηρούσε  πάντοτε το τακτ και την αξιοπρέπεια της σιωπής. Είχε πάντα στενή και ουσιαστική συνεργασία και με την ΟΛΜΕ και με τη ΔΟΕ, σε όλες τις εκφάνσεις των διεκδικήσεών τους για ένα πιο δημοκρατικό σχολείο.

Επέλεξε να πολιτεύεται από την πλευρά της αντίστασης και της κοινωνικής διαμαρτυρίας, στο Πανεπιστήμιο και στην πόλη, και στα χρόνια της δικτατορίας και μετά την πτώση της δικτατορίας. Η έρευνα π.χ.  που  δημοσίευσε το 1972, για την επίδραση της γλωσσικής μορφής- καθαρεύουσας και δημοτικής- στην κατανόηση του κειμένου, αποτελούσε μια σαφή πολιτικοιδεολογική αιχμή, ενάντια στην εκπαιδευτική πολιτική της δικτατορίας. Η έρευνα για τη «μαιευτική του Σωκράτη», στα 1973, και η μελέτη, στα 1972, για τη «συμβολή του Ψαλίδα στη δημιουργία επαναστατικού πνεύματος στην Ήπειρο», είναι ενδεικτικές. Ως γνωστόν, είχε καταπιαστεί με την «Ελληνική Νομαρχία Ανωνύμου του Έλληνος», που την απέδωσε στον  Αθανάσιο Ψαλίδα. Το αναφέρω, μια και το συγκεκριμένο κείμενο, που είχε κυκλοφορήσει το 1806,  όπως διαβάζω, «κήρυσσε ουσιαστικά τον πόλεμο σε κάθε κατεστημένη εξουσία» και πως «ήταν ένα βαθιά καταγγελτικό κείμενο που προπαγάνδιζε την ελευθερία και την εξουσία των Νόμων» (Κρεμμυδάς, Β.).  Η επαναφορά στο προσκήνιο του συγκεκριμένου κειμένου για ανάγνωση και μελέτη, στη συγκεκριμένη συγκυρία, της δικτατορίας, στα 1972, δεν ήταν καθόλου τυχαία,  για έναν πανεπιστημιακό που ήξερε να συνδέει το ακαδημαϊκό του έργο με την πολιτική παρέμβαση.

Τόσο στη διάρκεια της δικτατορίας όσο και μετά από αυτή, εργάστηκε με αυταπάρνηση για το στήσιμο του γνωστού στο πανελλήνιο, τότε, Παιδαγωγικού Εργαστηρίου. Ήταν, τότε, στο Εργαστήριο, που έκανε και τις πρώτες επιλογές των συνεργατών του, του Λεωνίδα. Αθανασίου, της Μαίρης Τζουριάδου, της Φωτεινής Γεωργιάδου, τη δική μου, του Μπάμπη Νούτσου, της Δώρας Μπέη, της Ανθούλας Κοντοπούλου κι αργότερα της Άννας Φραγκουδάκη, της Καλλιόπης Ψαλίδα, της Μαρίας Ηλιού, της Θεοπούλας Ανθογαλίδου, της Μαίρης Αποστόλου, του Παύλου Πανταζή, της Ελένης Μαραγκουδάκη, του Ντίνου Σιάκαρη και  αργότερα του Θανάση Γκότοβου και Παν Παπακωνσταντίνου. Όλοι αυτοί υπήρξαμε συνάδελφοι και συνεργάτες. Υπέρμαχος της αυτοδιαχείρισης της σίτισης των φοιτητών και του Σπουδαστηρίου στο Πανεπιστήμιο. Από την αυτοδιαχείριση έχει μείνει μόνο η δωρεάν σίτιση όλων των φοιτητών, σήμερα. Θυμόμαστε που ήθελε το Σπουδαστήριο ανοικτό, χωρίς επιμελητές λειτουργίας.

Έλεγε εκείνο το παροιμιώδες: «Και να κλέψει κάποιος και κανένα βιβλίο, το κάνει από ανάγκη. Χαλάλι!  Κερδίζουμε αναγνώστες. Σιγά-σιγά θα μάθουμε να λειτουργούμε δίχως φύλακες…»  Πριν ψηφιστεί ο νόμος πλαίσιο, το 1982, είχε καταργήσει την καθηγητική έδρα. Είχε αξιοποιήσει την εξουσία της έδρας για να οργανώσει έναν άτυπο Τομέα Παιδαγωγικής όπου είχαμε την ευκαιρία μαθητείας στην έρευνα, στη συνεργασία, στη συγγραφή και στη σύνθεση. Ορισμένοι συνάδελφοί του, πανεπιστημιακοί, μετά την κατάργηση της έδρας, to 1982, αξιοποίησαν την εθελουσία έξοδο  και το bonus των πλασματικών χρόνων και αποχώρησαν από το Πανεπιστήμιο. Ήταν, άλλωστε, αυτό και μια μορφή διαμαρτυρίας για την κατάργηση των προνομίων της έδρας. Εκείνος  εκεί! Απλώς, μετακινήθηκε, μετά από είκοσι περίπου χρόνια στα Γιάννενα, στο Πανεπιστήμιο όπου σπούδασε, για να αναλάβει ένα άλλο, νέο Παιδαγωγικό Τμήμα στο ΑΠΘ. Όταν μετακινήθηκε σ αυτό, αυτή την εμπειρία του από τα Γιάννενα τη μπόλιασε κι εδώ.  Στον Πύργο, στο Κέντρο του Παιδιού, στο Παιδαγωγικό Κέντρο Έρευνας και Επιμόρφωσης, το γνωστό EDURIT, στην Κρυοπηγή Χαλκιδικής.  Κι εδώ ανέδειξε μια άλλη μεγάλη σειρά πανεπιστημιακών δασκάλων.

Είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για  τους άγνωστους στη Δύση παιδαγωγούς και ψυχολόγους από τις λεγόμενες ανατολικές χώρες.  Κατείχε και την τιμητική θέση του προέδρου του Οργανισμού Παιδαγωγών Δυτικών και Αναλυτικών Χωρών « V. Suchomlinski”.  Στο βιβλίο του «Σύγχρονη Διδασκαλία» γράφει: «σε αυτό το βιβλίο δεν επιδιώκεται να δοθούν σε ολοκληρωμένη μορφή οι τάσεις της σύγχρονης διδακτικής σε Ανατολή και Δύση… Αργότερα, ελπίζω να δώσω, όσο ζω και άλλες…».  Στο ίδιο βιβλίο ξεκαθαρίζει πως επιδιώκει ώστε να ξεπεραστεί στον τόπο μας η «συνταγολογία, η πρακτικολογία, ο παιδαγωγικός φιλολογισμός που τον καλλιεργούν οι παιδαγωγούντες και συχνά μωρολογούντες φιλόλογοι… μέσα από τις εξαρτήσεις από την κυριαρχούσα στη Δύση Ηγετική Δύναμη». Για τα ρώσικα είχε την εξαιρετική συμβολή της Μιροσλάβα Δημητρίου, που δε ξεχνούσε ποτέ να τη μνημονεύει για τη μεσολάβησή της και τη μετάφραση των κειμένων των Σατάλοβ, Σουχομλίνσκι, Σκάτκιν, Κραγιέβσκι, Μπαμπάνσκι , κ. α.

Με ιδιαίτερη επιμέλεια προσπάθησε να καθιερώσει ως ιδιαίτερο  επιστημονικό κλάδο την  «Ψυχοπαιδαγωγική». Το ομώνυμο βιβλίο έχει γνωρίσει αναρίθμητες εκδόσεις. Όταν είχα γράψει κάποτε ένα κείμενο με τίτλο «Η μυωπία της Παιδαγωγικής Ψυχολογίας», μου είχε ζητήσει με τακτ « να ξαναδιαβάσω προσεκτικά όλο το βιβλίο της Ψυχοπαιδαγωγικής!».  Πολλές οι έρευνες και οι μελέτες.  Τις οκτώ έρευνες που είχε κάνει, με τη συμμετοχή όλων μας, από το 1966 μέχρι το 1983, τις έδωσε σε ένα ενιαίο τόμο, με τον ενδεικτικό τίτλο «Παιδαγωγικές έρευνες στα Ιωάννινα». Να μην αναφερθώ στα μαθήματά του, όπου έβρισκε χώρο για τον Γληνό, τον Δελμούζο, τον Κουντουρά, κ.α. Πολλά τα βιβλία. Τα συνέδρια. Τα σεμινάρια. Αναρίθμητοι οι διδάκτορες που επόπτευσε.

Στο βιβλίο του «Παιδαγωγικές έρευνες και εφαρμογές» γράφει: «Κάθε μια από τις έρευνες που δημοσιεύονται σ αυτό τον τόμο έχει τη δική της ιστορία, γιατί οι περισσότερες έγιναν με κέντρο το Παιδαγωγικό Εργαστήριο Ιωαννίνων, από το 1966, κάτω από αντίξοες  συνθήκες, χωρίς καμιά σχεδόν οικονομική ενίσχυση. Πρέπει να πω όμως ότι το δέχονταν με μεγάλη ικανοποίηση οι τεταρτοετείς φοιτητές μου και οι συνεργάτες μου και έτσι δημιουργήθηκε μέσα στο Παιδαγωγικό Εργαστήριο ευνοϊκή ατμόσφαιρα για συζητήσεις, αναζητήσεις και διερευνήσεις. Χωρίς τις συζητήσεις τους, τον ενθουσιασμό τους, τις αντιρρήσεις τους, την «ιερή» τους πίστη ότι κάτι καινούργιο θα βγει, ίσως οι έρευνες δε θα είχαν ολοκληρωθεί, καθώς γίνονταν κάτω από αντίξοες συνθήκες  και με διαρκή εμπόδια από διοικητικούς και άλλους παράγοντες της εκπαιδευτικής  και πανεπιστημιακής ζωής του τόπου μας… Μου ήταν ξεκάθαρο» γράφει, « πως η προώθηση της εκπαίδευσης του λαού μας δεν είναι υπόθεση ενός ή μερικών μόνο ατόμων αλλά η συμμετοχική ευθύνη πολλών…». Έτσι, κάπως έφτιαξε και έκτισε σιγά-σιγά την ιδιαίτερη εκείνη φωνή και την παρέμβαση του Τομέα  και του Εργαστηρίου Παιδαγωγικής, στα εκπαιδευτικά πράγματα της χώρας. Οι ερευνητές, οι ομότεχνοί του και οι εκπαιδευτικοί πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας το αναγνωρίζουν. Ακόμα και σήμερα, μιλούν για τον Τομέα Παιδαγωγικής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων. Έχετε ακούσει, φαντάζομαι να μιλούν για τα «παιδιά του Φράγκου» ή για την «ομάδα Φράγκου», με την ιδιαίτερη συμβολή και την αντίπαλη ή εναλλακτική  προσέγγιση στη διερεύνηση και ανάλυση της ελληνικής εκπαίδευσης Όχι, πώς όλα αυτά ήσαν εφικτά χωρίς  αντιθέσεις,  συγκρούσεις και αντιπαραθέσεις. Πάντως, σε όλα αυτά δε δανείστηκε δύναμη από τη θέση του καθηγητή ούτε στηρίχτηκε σε κοινωνικές ασπιρίνες και επιδέσμους. Είχε έντονη τη συναίσθηση της κοινωνικής αποστολής   που τον  ενέπνεε.

Αν με ρωτούσατε τι απέγινε με το Παιδαγωγικό Εργαστήριο που υπήρχε και λειτουργούσε και που είχε γίνει σημείο αναφοράς, πριν από την αποχώρησή του, απαντώ: Ο Τομέας Παιδαγωγικής διαθέτει αυτή τη στιγμή πέντε ανεξάρτητα μεταξύ τους εργαστήρια. Κάθε μέλος ΔΕΠ σε υψηλόβαθμη θέση και Διευθυντής σε ένα Εργαστήριο, ενδεχομένως και δύο, χωρίς άλλους συνεργάτες-ερευνητές..  Μοιάζει να έχουμε μια μορφή αναβίωσης της παλαιάς έδρας. Μαζί, με τα πέντε εργαστήρια, υποχώρησε αισθητά η πρακτική της ανοικτής και συλλογικής δράσης και συνεργασίας. Δεν μας έλειψαν οι αντιθέσεις και οι συγκρούσεις. Αν με βάλετε να μετρήσω εναπομείναντες στον Τομέα Παιδαγωγικής, θα σας έλεγα μόλις 7 μέλη ΔΕΠ. Αν με ρωτούσατε, εσείς που αποχωρήσατε από τον Τομέα, μετά από εκείνον, τι αφήσατε πίσω σας, θα μιλούσα μάλλον για ένα ξεθωριασμένο και δυσδιάκριτο «όνομα» ενός Τομέα με ιστορία. Θα υποσημείωνα ως  εξαίρεση τη σημαντική ερευνητική συμβολή του Εργαστηρίου Ιστορίας της Ελληνικής Εκπαίδευσης, με την ευθύνη του Μπάμπη Νούτσου. Αποχώρησε κι αυτός.

Όλα αυτά τα χρόνια, πολύ συχνά επικοινωνούσε μαζί μας, έστω και τηλεφωνικά. Κι οι συζητήσεις ατέλειωτες. Ακούραστος μέχρι την τελευταία στιγμή. Όπως είπα κι άλλοτε, το δικό μου συναίσθημα, κάθε φορά που κλείναμε το τηλέφωνο, μου έλεγε πως είχε και μια άλλη τέχνη: την τέχνη να γερνά με αξιοπρέπεια, μπροστά στις «έσχατες έγνοιες» που είναι, για πολλούς,  το νόημα, η ελευθερία, η μοναξιά και  η προετοιμασία των αποσκευών για το μεγάλο ταξίδι.  Κι αυτό, λένε, συμβαίνει με όσους έχουν εκπληρώσει τις δυνατότητες αυτοπραγμάτωσης που είχαν…
Αγαπημένε μας δάσκαλε, μας λείπεις.
(Θεσσαλονίκη, 30 Οκτωβρίου 2014)

Πηγή: Alphavita.gr