Το πιο χαρακτηριστικό δείγμα αποδιοργάνωσης  της άρχουσας τάξης στην Ελλάδα, είναι η ευρώ-κινδυνολογία: από την ψήφιση των μνημονίων μέχρι τον σχηματισμό κυβερνήσεων, κάθε φορά που η Βουλή ή οι πολιτικές δυνάμεις καλούνται να πάρουν μια σοβαρή απόφαση, πολιτικοί και ΜΜΕ  ξεκινούν μια ακατάσχετη κινδυνολογία για την επερχόμενη έξοδο της Ελλάδας από την ευρωζώνη.  Με τη σειρά της, η εκπαραθύρωση από την ζώνη του ευρώ, που υποτίθεται ότι είναι θέμα ημερών, παρουσιάζεται ως η απόλυτη επιβεβαίωση της πρόβλεψης ότι επίκειται το 2012  η συντέλεια του κόσμου, η οποία θα ξεκινήσει με την καταστροφή της Ελλάδας.

Ads

Πέρα από το γεγονός ότι η ακατάσχετη κινδυνολογία οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια σε μαζική απόσυρση καταθέσεων και στην επιδείνωση της κατάστασης των ήδη αποδυναμωμένων τραπεζών, η μονότονη επανάληψη του ίδιου παραμυθιού θυμίζει τον βοσκό που, για ασήμαντο αφορμή, φώναζε βοήθεια για να να αντιμετωπιστεί ο λύκος. Οι Ελληνες πολίτες, που δεινοπαθούν όλο και περισσότερο, εξοικειώνονται με κάτι, που πραγματικά αποτελεί στρατηγική επιλογή της χώρας και θα έπρεπε να αντιμετωπίζεται  με την ανάλογη σοβαρότητα.

Και όμως, αρκεί μια ματιά στον διεθνή τύπο, με την εξαίρεση της γερμανικής προπαγανδιστικής μηχανής, για να καταλάβει κανείς την υπερβολή. «Οσο μεγάλο και αν είναι το κόστος για την παραμονή της Ελλάδας, έγραφαν χθες οι New York Times (τσιτάροντας σε διπλανό άρθρο και το Tvxs) η αποχώρηση της από την ευρωζώνη θα ήταν πολύ πιο ακριβή…

..Η Ελλάδα χρωστάει απίστευτα ποσά σε ευρωπαϊκούς θεσμούς, συμπεριλαμβανομένων των δανείων από την ΕΕ και το ΔΝΤ. … Εαν η Ελλάδα αποχωρήσει, δεν θα είναι πιθανότατα σε θέση να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της. Μόνο οι απώλειες της Ευρωπαικής Κεντρικής Τράπεζας θα εξαφάνιζαν τα αποθεματικά της, υποχρεώνοντας τις άλλες χώρες της ευρωζώνης να τα αναπληρώσουν».

Ads

« Το να λέγεται στους Έλληνες ‘η δέχεστε τα μέτρα, ή πηδήξτε από το παράθυρο’, είναι μπλόφα», επαναλάμβανε σαν ηχώ η ιταλική La Stampa, βάζοντας τα πράγματα στη θέση τους: « πρώτον, η Ελλάδα δεν είναι σε θέση να επιβιώσει μόνη της.. καθώς σύντομα δεν θα είχε χρήματα για την καταβολή μισθών και την πραγματοποίηση αγορών από το εξωτερικό».

Αλλά, «δεύτερον, μετά την αναδιάρθρωση (PSI), το ήμισυ του ελληνικού χρέους βρίσκεται στα χέρια της Ευρώπης ή του Δ.Ν.Τ.. Επομένως, εάν δεν πληρώσει η Ελλάδα, θα εμπλακούν οι συμβαλλόμενοι των χωρών της ευρωζώνης». Αυτά τα 2 σημεία της ιταλικής εφημερίδας συνιστούν το διακύβευμα των  εκλογών του Ιουνίου, νικητής των οποίων θα αναδειχθεί εκείνο το κόμμα που θα μπορέσει να δώσει την καλύτερη απάντηση: πως η Ελλάδα δεν θα οδηγηθεί σε μια καταστροφική έξοδο από το ευρώ, χωρίς όμως να υφίσταται τόσες συνέπειες από τα επαχθή μέτρα που επιβάλλουν οι κυρίαρχοι της ευρωζώνης Γερμανοί και οι σύμμαχοι τους.

Στην χθεσινή του τηλεοπτική παρέμβαση μετά το οριστικό ναυάγιο των διαβουλεύσεων για τον σχηματισμό κυβέρνησης, ο κ. Σαμαράς πήρε σαφέστατη θέση στο δίλημμα: ««Στις εκλογές θα αναμετρηθούν οι αριστερόστροφες συνιστώσες ενός αδιέξοδου λαϊκισμού με ένα ευρωπαϊκό μέτωπο ισχυρό και αποφασισμένο».Η ΝΔ προτιμάει την Ευρώπη, έστω και πακέτο με τα επαχθή μέτρα, τα οποία ο κ. Σαμαράς κάποτε απέρριπτε.

Αρχιτέκτονας του σημερινού πολιτικού αδιεξόδου, αφού ήταν ο ίδιος που ζητούσε επιμόνως εκλογές -και μάλιστα στις 17 Φλεβάρη- για να κερδίσει την αυτοδυναμία, ο πρόεδρος της ΝΔ του 18%(«Τόνι Πατώνει» τον αποκαλούν οι πρώην συνάδελφοι του στους «Ανεξάρτητους Ελληνες) θα δώσει την τελευταία μάχη για την παραμονή του στην κομματική εξουσία.  Σε χειρότερη θέση βρίσκεται ο ομόλογος του στο ΠΑΣΟΚ που δεν έχει να υποσχεθεί ούτε το «Ευρώπη-Πατρίς- θρησκεία- Οικογένεια»(και έξω οι μετανάστες) της ΝΔ. Ο κ. Βενιζέλος δεν έχει ούτε το χρόνο να διαλύσει το κόμμα του για να ξεφορτωθεί τις αμαρτίες του, όπως θα έπρεπε κανονικά να κάνει. Ετσι κινδυνεύει, αν δεν συμβούν απρόβλεπτες ανατροπές, να συγκεντρώσει ποσοστά μικρότερα και από τα καταστροφικά των εκλογών της 6ης Μαίου.

Η διαφαινόμενη διάλυση του όποιου κεντρώου χώρου κάλυπτε το ΠΑΣΟΚ, μετατρέπει τις ερχόμενες εκλογές σε μια  ευθεία αντιπαράθεση ανάμεσα στην κεντροδεξιά και την αριστερά και κεντροαριστερά, όπως εκφράζεται από τον ΣΥΡΙΖΑ και την ΔΗΜΑΡ. Με τις συναινετικές προτάσεις που έκανε στην διάρκεια των διαβουλεύσεων, ο κ. Κουβέλης κατάφερε να διαφοροποιηθεί από τον ΣΥΡΙΖΑ. Ισως η ΔΗΜΑΡ δεν βρεθεί τόσο πιεσμένη ανάμεσα στις συμπληγάδες δεξιάς-αριστεράς, όσο φαινόταν ότι θα βρεθεί πριν ξεκινήσουν οι διερευνητικές εντολές και οι συσκέψεις στο προεδρικό μέγαρο.

Από την πλευρά του, ο κ. Τσίπρας θα έπρεπε να είχε αφήσει να σχηματιστεί, αν αυτό ήταν δυνατό, μια  βραχύβια κυβέρνηση χωρίς εμμέσως να απειλεί, με τις δηλώσεις περί «αριστερού Καρατζαφέρη» κλπ, ότι θα ανέβει στα κεραμίδια φωνάζοντας αποστασία, παραβίαση λαϊκής θέλησης κλπ  Με κάτι τέτοιο θα κέρδιζε χρόνο ώστε και να οργανώσει,  από την θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης, καλύτερα τις δυνάμεις του και συγχρόνως να περιμένει ευνοϊκότερες εξελίξεις στην Ευρώπη, οι οποίες δεν προλαβαίνουν να εμφανιστούν μέχρι τον Ιούνιο.

Ο ΣΥΡΙΖΑ επέλεξε έναν δεύτερο εκλογικό γύρο, στη διάρκεια του οποίου, πέρα από τις ερωτήσεις για τη σύνθεση της κυβέρνησης που αυτή τη φορά πρέπει οπωσδήποτε να φτιάξει,  θα πρέπει να απαντήσει σε ένα  βασικό ερώτημα: τι δηλαδή θα κάνει, ποιό είναι το plan B, αν οι Ευρωπαίοι δανειστές δεν δεχθούν τις προτάσεις μιας αριστερής κυβέρνησης για ανατροπή, αναθεώρηση κλπ των μνημονίων. Θα αρκεστεί σε έναν μεγάλο ή  μικρό συμβιβασμό ή θα προχωρήσει σε ρήξη με την ηγεσία της ευρωζώνης, με ότι αυτό συνεπάγεται; Από το πόσο πειστικές είναι οι απαντήσεις που θα δώσει, θα εξαρτηθεί η εκλογική νίκη ή η αποτυχία του.