O Πιτ Σίγκερ (Peter Seeger, 3 Μαΐου του 1919 – 27 Ιανουαρίου του 2014) υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους ανανεωτές της Αμερικανικής φολκ μουσικής και μια εξέχουσα μορφή της Αμερικανικής Αριστεράς.

Ads

Ο τραγουδιστής και τραγουδοποιός γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη και μεγάλωσε σε μουσική οικογένεια, η οποία του έδωσε το ερέθισμα να ασχοληθεί με τη μουσική. Το 1937 έγινε δεκτός στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ, αλλά το εγκατέλειψε μετά από λίγους μήνες για να ταξιδέψει και να γνωρίσει την Αμερική. Στα ταξίδια του ανακάλυψε τα προβλήματα και τις ανησυχίες του απλού Αμερικανού εργάτη και τα εξέφρασε με το μπάντζο του, παίζοντας σε απεργιακές συγκεντρώσεις και διαδηλώσεις για τα εργατικά και ανθρώπινα δικαιώματα.

Η προσωπική του διαδρομή ακολούθησε πάντοτε τις αναζητήσεις της Αμερικανικής Αριστεράς: Τραγούδησε για το εργατικό κίνημα κατά τις δεκαετίες του 40 και του 50, ενάντια στον πόλεμο και υπέρ των κοινωνικών δικαιωμάτων τη δεκαετία του 60, έγινε έτσι ο τραγουδιστής των εργατών και των σωματείων, ταγμένος με τη μουσική του στην υπόθεση της κοινωνικής αλλαγής. Όπως γράψανε χαρακτηριστικά οι New York Times την ημέρα του θανάτου του, «για τον ίδιο η φολκ μουσική ήταν συνυφασμένη με την έννοια της κοινότητας και η έννοια της κοινότητας ήταν συνυφασμένη με την έννοια της πολιτικής δράσης. Η μουσική για τον Σίγκερ ήταν πολιτική πράξη».

Ads

Ο Σιγκερ τραγούδησε σε αναρίθμητες εργατικές συγκεντρώσεις και κολεγιακά θέατρα, έφτασε όμως και στο Αμερικανικό ΤΟΠ 10 ουκ ολίγες φορές.

Στην πλούσια μουσική του διαδρομή, ο Σιγκερ έπαιξε 12χορδη κιθάρα, πεντάχορδο πάντζο, τραγούδησε τοπικά Αμερικανικά τραγούδια, πολλά παιδικά και χιουμοριστικά τραγούδια, αλλά έπαιξε και πολλούς ειλικρινείς λαικούς ή πολιτικούς ύμνους, καλώντας πάντοτε τον κόσμο να τραγουδήσει μαζί του, ενώ το «We Shall Overcome,» το οποίο διασκεύασε ο Σιγκερ από παλιούς, θρησκευτικούς ύμνους, έγινε το ίδιο ύμνος του κινήματος υπέρ των κοινωνικών και πολιτικών δικαιωμάτων.

Ο Πιτ Σιγκερ, υπήρξε βασική επιρροή για γενιές φολκ και λαϊκών Αμερικάνων τραγουδιστών, μεταξύ των οποίων ο Μπομπ Ντύλαν, ο Ντον Μακλην, ο Μπρους Σπρινγκστιν κ.α. Παρότι ηχογράφησε περισσότερα από 100 άλμπουμ, ο Σινγκερ απεχθάνονταν την εμπορευματοποίηση της μουσικής και δεν αισθανόταν άνετα με την ιδέα ότι είναι σταρ.

Προσπάθησε πάντοτε να χρησιμοποιεί τη φήμη του για να τραβήξει την προσοχή του κόσμου στα θέματα που τον απασχολούσαν, όπως ο πόλεμος, τα εργατικά δικαιώματα ή το περιβάλλον, ή για να διασώσει τα παραδοσιακά τραγούδια που απειλούνταν. Έβλεπε τον εαυτό του σαν ένα κρίκο στη μακρά αλυσίδα της Αμερικανικής λαϊκής και παραδοσιακής μουσικής. «Δουλειά μου είναι να δείχνω στον κόσμο ότι υπάρχει πολλή καλή μουσική και ότι αν τη χρησιμοποιήσεις σωστά, μπορεί και να μας βοηθήσει να σώσουμε τον πλανήτη» είπε σε μια συνέντευξη το 2009.

Ο τραγουδιστής που μίσησε ο ΜακΚάρθι

Έγινε γνωστός το 1948 με το φωνητικό συγκρότημα «The Weavers», τραγουδώντας επιτυχίες, όπως τα «Goodnight, Irene» και «If I Had a Hammer», που έγινε γνωστό αργότερα από το τρίο των Peter, Paul and Mary. Όταν η μπάντα τον έδιωξε υπό τις πιέσεις της κυβέρνησης, εκείνος έγραψε ορισμένα από τα πιο σημαντικά τραγούδια της δεκαετίας του ’60., όπως το «Where Have All the Flowers Gone», που έγινε ύμνος κατά του πολέμου του Βιετνάμ και το θρυλικό «Turn! Turn! Turn!», που έκαναν επιτυχία οι Byrds.

Ο Σίγκερ πρωταγωνίστησε στην φολκ αναβίωση της δεκαετίας του ‘60. Αρκετά καλλιεργημένος ο ίδιος και έχοντας συνείδηση για το ρόλο που θέλει να παίξει το τραγούδι του, κατάφερε από τη δεκαετία του ‘50 να συνδεθεί με τις αναζητήσεις των πιο πρωτοπόρων δημιουργών και με το κλίμα της αμφισβήτησης που κυοφορούταν εκείνη την περίοδο.  Για μια ακόμη φορά,  η «ανάπλαση» που είχε καταφέρει ο Guthrie χρόνια πριν, συμβαίνει και πάλι με άλλους πρωταγωνιστές, οι οποίοι βάζουν τη φολκ μουσική στη νεολαία της αμφισβήτησης της δεκαετίας του ‘60. Οι Phill Ocks, Joan Baez, Tom Paxton και άλλοι, αλλά και ο πρώιμος Dylan, επηρεάστηκαν από αυτόν και συνέθεσαν το μουσικό μωσαϊκό της δεύτερης αναβίωσης του λαϊκού τραγουδιού διαμαρτυρίας.

Ο Πιτ τo 1956 καταδικάστηκε για ασέβεια, επειδή αρνήθηκε να συνεργαστεί με την Επιτροπή Αντιαμερικανικών Ενεργειών, του περιβόητου γερουσιαστή Τζόζεφ ΜακΚάρθι και να καταδώσει τους συντρόφους του. Δικαιώθηκε δικαστικά, αλλά εξαφανίστηκε από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης για περίπου 17 χρόνια.

Συνέβαλε στην καθιέρωση του Μπομπ Ντίλαν, αν και αργότερα συγκρούστηκε μαζί του, όταν ο Ντίλαν εισήγαγε τον ηλεκτρικό ήχο στη φολκ μουσική. Συνέβη στο φεστιβάλ του Νιούπορτ στο 1965. Το εν λόγω φεστιβάλ αποτελούσε την ετήσια γιορτή της αμερικάνικης φολκ. Εκεί ο Ντίλαν για πρώτη φορά έκανε δύο τομές. Η πρώτη αφορούσε τη μπάντα του, που αποτελούταν από λευκούς και μαύρους μουσικούς. Η δεύτερη ήταν ότι έβαλε ηλεκτρισμό στα όργανα, παρουσιάζοντας το τότε νέο του άλμπουμ «Bring it all back home». Αυτό δεν άρεσε καθόλου στους πιουρίστες του χώρου, με αποτέλεσμα τα πρώτα γιουχαΐσματα να ακουστούν κατά τη διάρκεια του «Μaggie’ s farm» και το πράγμα να χειροτερέψει κατά τη διάρκεια του «Like a rolling stone», με  το σετ να καταλήγει άδοξα όταν ο Σίγκερ ανέβηκε στη σκηνή με ένα τσεκούρι, απειλώντας να κόψει τα καλώδια της κεντρικής παροχής εάν ο Ντίλαν συνέχιζε.

Πώς ένας άνθρωπος με την ποιότητα του Σίγκερ έφτασε σε αυτό το σημείο; Η απάντηση δεν είναι άλλη, από την επιρροή του φορμαλισμού στην εξέλιξη της μουσικής, ο οποίος ξεκινώντας αρχικά από τη θετική πλευρά της ταυτοποίησης πολλές φορές καταλήγει να λειτουργεί συντηρητικά. Ο Σίγκερ και το κοινό που φώναζε στον Ντίλαν ότι ξεπουλήθηκε δεν καταλάβαιναν ότι εκείνη τη στιγμή μπροστά του εκτυλίσσονταν μια τομή στην εξέλιξη του αμερικανικού λαϊκού τραγουδιού και τραγουδιού διαμαρτυρίας.

Επηρέασε καλλιτέχνες, όπως η Τζόαν Μπαέζ και ο Μπρους Σπρίνγκστιν, ο οποίος τον χαρακτήρισε «ζωντανό αρχείο της αμερικάνικης μουσικής και συνείδησης». Ο «Μπος» κυκλοφόρησε το 2006 τον δίσκο «We Shall Overcome: The Seeger Sessions», με τραγούδια που έκανε γνωστά ο Πιτ Σίγκερ. Παρέμεινε ενεργός μουσικά για πάνω από εβδομήντα χρόνια. Η τελευταία του εμφάνιση ήταν στις 21 Σεπτεμβρίου του 2013 στο «Farm Aid», την ετήσια μουσική εκδήλωση για την ενίσχυση των αναξιοπαθούντων γεωργών, που έγινε στο Σαρατόγκα Σπρινγκς της Νέας Υόρκης.

Ο Πιτ Σίγκερ πέθανε στις 27 Ιανουαρίου του 2014 στη Νέα Υόρκη, σε ηλικία 94 ετών. Πριν από λίγους μήνες είχε φύγει από τη ζωή η επί εβδομήντα χρόνια σύζυγός του, η σκηνοθέτιδα Τόσι Σίγκερ, με την οποία είχε αποκτήσει τέσσερα παιδιά.