Οι ρυθμοί της τζαζ είναι βαθιά ριζωμένοι στη μουσική των Αμερικανών μαύρων, αλλά οι αρμονίες και οι μελωδίες της απορρέουν σε μεγάλο βαθμό από την κλασσική μουσική. Και ίσως αυτός είναι ο κύριος λόγος που σε κάθε διασταύρωση των δύο μουσικών στυλ, το αποτέλεσμα είναι ένα σαγηνευτικό μείγμα δυναμικού ρυθμού και εξαιρετικής μελωδίας.

Ads

Οι ρίζες της τζαζ βρίσκονται απλωμένες σε πολλά σημεία. Στα τραγούδια που οι μαύροι σκλάβοι τραγουδούσαν για να σπάσουν τη μονοτονία της σκληρής δουλειάς στις φυτείες των νοτίων πολιτειών της Αμερικής το 18ο και 19ο αιώνα. Στο μπλουζ που εν μέρει αποτέλεσε συνέχεια αυτής της παράδοσης προτού εξελιχθεί σε ένα ξεχωριστό ιδίωμα μουσικής. Στη Νέα Ορλεάνη των αρχών του 20ου αιώνα, ίσως την πιο σημαντική πόλη στη γένεση της τζαζ. Αλλά και στη ragtime μουσική του 19ου και 20ου αιώνα, η οποία εμπεριέχει επιδράσεις κλασσικής μουσικής, εκφρασμένες όμως με τους ρυθμούς των μουσικών της, οι περισσότεροι των οποίων ήταν μαύροι.

Αυτές οι επιδράσεις πολλαπλασιάστηκαν όταν όργανα της κλασσικής μουσικής άρχισαν να χρησιμοποιούνται ευρύτερα στην τζαζ, και αρκετοί από τους μουσικούς της, όπως οι Τσαρλς Μίνγκους, Αρτ Τέιτουμ και Ερλ Χάινς εκπαιδεύτηκαν στην κλασσική μουσική προτού ασχοληθούν αποκλειστικά με την τζαζ.

Πολλοί μουσικοί της τζαζ έχουν προσφέρει αποδόσεις κομματιών κλασσικής μουσικής τα οποία, αν και στυλιστικά είναι διαφορετικά από τα αυθεντικά, είναι εφάμιλλα τους. Χαρακτηριστική είναι η ερμηνεία του Λυπηρού Βαλς (Valse Triste) του Φιλανδού κλασσικού συνθέτη Sibelius, που το συγκρότημα του Γουέιν Σόρτερ έπαιξε – σε πολύ πιο χαρμόσυνο στυλ – το 1965:

Ads

[jwplayer | file=https://www.youtube.com/watch?v=db-4Zno5ZGI]

Μουσικά σχήματα της τζαζ, όπως το Jacques Loussier Trio, ενορχήστρωσαν και έπαιξαν κομμάτια κλασσικής μουσικής με αξιοθαύμαστα αποτελέσματα, σαν την απόδοση του Bach Concerto No 1 in D Minor, όπου στο τέλος της πρώτης «κίνησης» (4,5 λεπτά από την αρχή) το τρίο γεμίζει τη σύνθεση με ένα κομμάτι αμιγούς τζαζ:

[jwplayer | file=https://www.youtube.com/watch?v=gR1lxLGf_ms]

Μερικοί από τους πιο φημισμένους μουσικούς της τζαζ χρησιμοποίησαν ορχήστρες κλασσικής μουσικής, ή τμήματα αυτών, στις ηχογραφήσεις τους. Ένας από τους πρωτοπόρους ήταν ο Τσάρλι Πάρκερ, στο άλμπουμ Charlie Parker with Strings (1950), στο οποίο ξεχωρίζει το κομμάτι  Just Friends:

[jwplayer | file=https://www.youtube.com/watch?v=DmRkZeGFONg]

Το παράδειγμα του Πάρκερ ακολούθησαν πολλοί άλλοι, όπως οι Ντίζι Γκιλέσπι (Dizzy and Strings, 1954), Κάνονμπολ Άντερλι (Cannonball Adderley and Strings, 1955) και πολύ πρόσφατα ο δυναμικότατος σαξοφωνίστας Gilad Atzmon (Gilad with Strings, 2015), επιτυγχάνοντας πάντοτε συναρπαστικά αποτελέσματα.

Η σύζευξη της τζαζ με την κλασσική μουσική έχει πολλές άλλες πτυχές. Συνθέτες και μουσικοί της τζαζ, όπως ο John Surman, έχουν συνθέσει και εκτελέσει κομμάτια  στο στυλ της κλασσικής μουσικής, τα οποία δύσκολα ξεχωρίζει κανείς από τις καλύτερες ερμηνείες συμφωνικών ορχηστρών. Κλασσικοί συνθέτες σαν τους Ραβέλ (Piano Concerto in G Major), Σοστακόβιτς (Suite for Jazz Orchestra) και Στραβίνσκι (Piano-rag-music) έχουν συνθέσει μουσικά έργα επηρεασμένα από την τζαζ, με το Rhapsody in Blue του Τζορτζ Γκέρσουιν να αποτελεί ίσως το πιο γνωστό παράδειγμα. Ενώ ο Στραβίνσκι συνέθεσε το Ebony Concerto ειδικά για την τζαζ ορχήστρα του Γούντι Χέρμαν.

Βέβαια, η κλασσική μουσική και η τζαζ χαρακτηρίζονται και οι δύο από μία ποικιλομορφία που δεν μπορεί να οριστεί μέσα σε στενά πλαίσια μεμονωμένων ρυθμικών ή αρμονικών στυλ. Οι συνθέτες και οι μουσικοί που ασχολούνται με τον ενδιάμεσο χώρο των δύο στυλ πάντοτε προσπαθούν να δημιουργήσουν ένα διακριτό ήχο, και όχι μία απλή σύζευξη ιδιωμάτων.

Όμως σε κάθε σταυροδρόμι που η τζαζ συναντιέται με την κλασσική μουσική, η έμφυτη συμβατότητα των δύο μουσικών ιδιωμάτων είναι εμφανής και προσφέρει ένα σαγηνευτικό κράμα δύο ρυθμικά διαφορετικών, αλλά κατά βάθος συγγενικών, μουσικών στυλ.