Ο Στάθης Δρογώσης στο πιάνο μαζί με τον Άρη Ζέρβα στο τσέλο θα ανέβουν στις 14 Οκτώβρη στην σκηνή της Τεχνόπολις στο Γκάζι, ενώνοντας τις φωνές και τις μουσικές τους με τους εκατοντάδες καλλιτέχνες και ακτιβιστές που θα βρεθούν στο Φεστιβάλ της ΚΕΕΡΦΑ ενάντια στο ρατσισμό και τους νεοναζί.
 

Ads

Μπροστά στην άνοδο της Χρυσής Αυγής ποια είναι η απάντηση που δίνουν οι καλλιτέχνες σήμερα;
 
Στάθης Δρογώσης: Δυστυχώς οι καλλιτέχνες πάνε με το κοινό. Με τα εισιτήρια, με τις ραδιοφωνικές τους επιτυχίες και με την τηλεοπτική τους προβολή. Για μένα καλλιτέχνης σημαίνει ειλικρινής πρώτα με τον εαυτό τους και ύστερα με τους άλλους. Όλοι αυτοί που σήμερα το παίζουν δήθεν ανεξάρτητοι, να μην χαϊδεύουν το κοινό τους, να μην αναπαράγουν την κοινή γνώμη απλά για να πουλάνε, για να βρίσκονται στο κέντρο. Αλλά να μας πουν και να κρίνουμε. Ας έχουν ότι πρόταση θέλουν, αντέχουμε να τους ακούσουμε, έχουμε ακούσει τα πάντα πλέον, αλλά να ξέρουμε σε ποια μεριά βρίσκεται ο καθένας. Ας ανοίξει επιτέλους και ένας δημόσιος διάλογος, ειλικρινής και με επιχειρήματα. Αλλά πάντως ας σταματήσουμε να χαϊδεύουμε τα πιο ταπεινά ένστικτα της κοινής γνώμης και του κοινού.
 
Δηλαδή πιστεύεις πως ο καλλιτεχνικός κόσμος, οι μουσικοί μιας και μιλάμε για την δική σου τέχνη, δεν έχουν δώσει ως τώρα τις απαντήσεις που είναι αναγκαίες;
 
Σ.Δ.: Υπάρχουν δημιουργοί που το καλλιτεχνικό τους επίπεδο μπορεί να είναι θαυμάσιο, αλλά να μην αντέχεις να διαβάσεις ούτε μια παράγραφο από τις πολιτικές ή κοινωνικές τους παρεμβάσεις. Κατά την γνώμη μου η ερώτηση που πρέπει να κάνουν οι καλλιτέχνες στον εαυτό τους, όπως και όλοι οι άνθρωποι, είναι το τι θα απαντήσουν στις επόμενες γενιές, στα παιδιά τους, όταν θα τους ρωτήσουν μετά από χρόνια, πατέρα, γονιέ, μεγαλύτερε, τι έκανες εσύ τότε που γίνονταν αυτά τα πράγματα. Ποια θέση πήρες, όταν η χώρα δεχόταν επίθεση από τους ναζί ή από τους νεοφιλελεύθερους; Γιατί δεχόμαστε επιθέσεις και από τις δυο μπάντες, που φαινομενικά και θεωρητικά έχουν διαφορετικό αξιακό σύστημα. Για τους καλλιτέχνες ισχύει το ερώτημα ακριβώς με αυτό τον τρόπο. Τι κάνουμε; Βγαίνουμε και δίνουμε συναυλίες χαϊδεύοντας το κοινό μας, ή παρεμβαίνουμε; Είναι το ίδιο ερώτημα που θέτουμε εμείς για αυτούς που κάνανε τέχνη στη χούντα.
 
Για παράδειγμα διαφωνώ πλήρως με την τοποθέτηση του Γιάννη Αγγελάκα. Μια τεράστια μορφή της σύγχρονης ελληνικής μουσικής που όμως στο γράμμα του στον Νταλάρα χαρακτήρισε τους καλλιτέχνες που βγαίνουν και μιλάνε σαν «συναισθηματικούς κομμουνιστές». Για μένα δεν υπάρχει μεγαλύτερη ειρωνεία και απαξίωση. Δηλαδή τι; Έχει φτιάξει ο καθένας από εμάς την φωλιά του στον ουρανό και κοιτάει τους από κάτω; Και εγώ μπορώ να κάτσω και να κάνω κριτική σε όλους. Όμως το θέμα είναι ότι ζούμε καταστάσεις που δεν έχει ξαναζήσει τις τελευταίες πολλές δεκαετίες αυτή η χώρα. Δεν είναι ζητήματα πολυτελείας. Δεν συζητάμε για τον σοσιαλιστικό παράδεισο ή για τον καπιταλισμό γενικά. Τα πράγματα είναι συγκεκριμένα. Μαχαιρώνουν στις γειτονιές κόσμο και ταυτόχρονα σκοτώνουν μια ολόκληρη γενιά από ανέργους. Οπότε πρέπει, ρε φίλε να πάρεις θέση. Μην κάνεις κριτική μόνο. Πρέπει να μας πεις. Εσύ με ποιους είσαι; Ναι υπάρχουν τα λάθη, των κομμάτων, των οργανώσεων, των τάσεων, των συνιστωσών, και των κομματιδίων τους. Όμως εσύ, με ποιους είσαι; Πες μας! Το αξιακό σύστημα της αριστεράς δεν σε καλύπτει; Κριτίκαρε όσο θες τα κόμματά της και τον οργανωτισμό της και την γραφειοκρατία, αλλά πες μας οι αξίες της ελευθερίας, της δικαιοσύνης, η αξία του να μην υπάρχει εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο και να μην υπάρχει ρατσισμός και να υπάρχουν ανθρώπινα δικαιώματα, αυτές τις αξίες πώς τις θεωρείς, παρωχημένες;

Ο οποιοσδήποτε, και κυρίως οι καλλιτέχνες, πρέπει να απαντήσουν σε αυτά τα ερωτήματα. Δεν μπορεί απλά πάντα να προσθέτεις ένα “αλλά”. Και αυτά τα λέω με αφορμή τον Αγγελάκα, που τον λατρεύω, καλλιτεχνικά μου έχει ανοίξει το κεφάλι. Αλλά όσο και αν τον θαυμάζω θεωρώ πολύ απαξιωτικό να χαρακτηρίζει ως «συναισθηματικούς κομμουνιστές» όσους, ειδικά σε αυτή την περίοδο, παίρνουν θέση, και μάλιστα την στιγμή που πλέον ο καθένας από εμάς στοχοποιείται για αυτή του τη θέση. Και δεν είναι επίθεση αλλά πραγματικά το άνοιγμα μιας συναδελφικής  συζήτησης που πρέπει να γίνει μέσα στους κόλπους των καλλιτεχνών. Γιατί πλέον όλοι πρέπει να πάρουμε θέση. Γιατί δεν υπάρχει «αλλά» όταν σφάζονται άνθρωποι στους δρόμους. Δεν προλαβαίνουμε, δεν έχουμε χρόνο, να δούμε «σφαιρικά» τα πράγματα. Πρέπει να πάρουμε θέση. Εγώ έχω να προτείνω στον Γιάννη Αγγελάκα και σε τόσους άλλους «δικούς μας» καλλιτέχνες μια τεράστια αντιφασιστική συναυλία στο Παναθηναϊκό στάδιο που μπορούμε να το γεμίσουμε, με 90.000 κόσμο, που θα αποδείξει πως οι φασίστες δεν έχουν δικαίωμα ύπαρξης πουθενά.
 
Ξέρουμε όμως πως ένα φεστιβάλ ή μια συναυλία δεν είναι αρκετή για την αντιμετώπιση της φασιστικής απειλής. Τι νομίζεις ότι πρέπει να γίνει στις γειτονιές, εκεί που οι Χρυσαυγήτες προσπαθούν να πατήσουν πόδι;
 
Σ.Δ.: Σε όποια γειτονιά η αριστερά πήγε με αλεξίπτωτο εκεί έχουμε πρόβλημα. Όπου υπάρχει μια κατάληψη, ένα στέκι, μια παρουσία και σύνδεση με την γειτονιά, ώσμωση με τους κατοίκους εκεί δεν υπάρχουν οι φασίστες. Δεν τολμάνε να πατήσουν το πόδι τους ή δεν τολμάνε να εμφανιστούν ανοιχτά. Αυτή είναι η προσπάθεια που πρέπει να κάνουμε και η απάντηση προς όλους, αριστερούς, αναρχικούς ή δημοκράτες προοδευτικούς και όπου ο καθένας τοποθετεί τον εαυτό του.
 
Ένα μέτωπο αντιφασιστικό άλλωστε έχει μέσα του όλες τις συνιστώσες και τις διαφορετικές απόψεις αντιμετώπισης της φασιστικής απειλής. Ωστόσο αυτό που πρέπει να κάνουμε όλοι είναι να συνδεόμαστε με τον κόσμο και να αποκτούμε γείωση. Γιατί έτσι μπορούμε να διαλύσουμε και τα ιδεολογήματα του φασισμού. Ο φασισμός είναι αστείος, καταρρίπτεται πάρα πολύ εύκολα. Και ένα 12χρονο παιδί να βάλεις να μιλήσει μπορεί να τους τσακίσει. Αλλά πρέπει να δώσεις την δυνατότητα στον κόσμο να συζητήσει, να απελευθερώσει δυνάμεις που θα βγουν μπροστά να αντιμετωπίσουν την προπαγάνδα και το δηλητήριό τους. Στο σχολείο ας πούμε μπορείς εύκολα, με δυο ταινίες, με μια συζήτηση, με κάποια μαθήματα, εύκολα μπορείς να σπάσεις τα ιδεολογήματά τους. Είναι εύκολο να καταρριφθούν τα μυθεύματα και οι βλακείες τους.
 
Το ενθαρρυντικό πάντως είναι, και για να μην τα βάφουμε όλα μαύρα, πως έχει αρχίσει να γίνεται αυτό. Στις γειτονιές, στα σχολεία, στις πλατείες, τα αντανακλαστικά μια μεγάλης μερίδας έχουν αρχίσει να λειτουργούν. Γεννιούνται στέκια, συνδέσεις μεταξύ των διαφορετικών -πολιτικά- αλλά μαζί στο κίνημα αντιφασιστών από όλες τις διαφορετικές πολιτικές διαδρομές. Μετά τον Δεκέμβρη η Αθήνα γέμισε στέκια. Ήταν και αυτό μια απάντηση στην καταστολή και την τρομοκρατία. Και στην επαρχία συμβαίνει αυτό. Από λέσχες κινηματογράφου, μέχρι καφενεία και χώρους, οι άνθρωποι στις γειτονιές αρχίζουν και αυτενεργούν. Φυσικά όλα αυτά δεν προβάλλονται γιατί ούτε ο κόσμος της αριστεράς είναι ματαιόδοξος, δεν προβάλει τον εαυτό του μέσα από αυτά, αλλά την ανάγκη κοινωνικής δικτύωσης, ούτε τα κεντρικά ΜΜΕ θέλουν να προβάλουν την κοινωνική ζωή των γειτονιών στη βάση της κοινωνίας.
 
Κάποιοι λένε πως οι φασίστες έχουν ήδη δημιουργήσει μια κοινωνική βάση, είναι πλέον κοινοβουλευτικό κόμμα και έχουν κάποια αποδοχή. Ποια είναι η άποψή σου γι’ αυτό;
 
Σ.Δ.: Όλοι εμείς που αντιλαμβανόμαστε την απειλή των καθαρμάτων της Χρυσής Αυγής ας μην πέφτουμε στην λούμπα της αυτοεκπληρούμενης προφητείας. Δεν πρέπει να αναπαράγουμε την άποψη πως οι φασίστες κάνουν κοινωνικό έργο, πως βοηθάνε γριές ή πως μοιράζουν τρόφιμα, πως γενικά έχουν την δύναμη και την κοινωνική αποδοχή. Δεν την έχουν. Μην τους δίνουμε δύναμη περισσότερη απ’ ότι έχουν. Δεν λέω να τους υποβαθμίσουμε αλλά όχι και να τους δώσουμε ρόλο που δεν έχουν. Δεν πρέπει να τους θεωρούμε παράγοντες της δημόσιας ζωής. Όταν κάποιος λέει πως “το είπανε και το κάνανε”, εμείς πρέπει να εξηγούμε πως ούτε το είπανε, ούτε καταφέρανε να κάνουν οτιδήποτε άλλο από το να σπέρνουν το μίσος. Είναι αμόρφωτα καθάρματα που πρέπει να τους απομονώσουμε. Αντί να φοβίζουμε τον κόσμο προσπαθώντας να δείξουμε ότι έχουν δύναμη, πρέπει να κάνουμε το αντίθετο, να δείξουμε την αδυναμία τους να συνδεθούν με τα πραγματικά ζητήματα στις γειτονιές, με τους πραγματικούς ανθρώπους που στην πλειοψηφία τους τους συχαίνονται. Με αυτόν τον κόσμο πρέπει να βρεθούμε όλοι μαζί σε κοινή δράση.
 
Τα ΜΜΕ και οι αστοί από την δική τους τη μεριά προσπαθούν να μας πείσουν πως υπάρχει αύξηση των δύο άκρων. Δεν πρέπει να επιτρέψουμε τέτοιες απόψεις. Είναι άλλο η κινηματική αντιβία και άλλο οι φασιστικές επιθέσεις. Για χρόνια οι νεοφιλελεύθεροι μας φλόμωσαν με δήθεν «προοδευτικές» απόψεις για την ανεξιθρησκεία, την ελευθερία του λόγου και όλα αυτά. Σήμερα όμως αυτό που βλέπουμε είναι πως όλα αυτά ήταν ένα ψέμα και πως όταν τους απειλείς τα φράγκα και τον πλούτο τους, τότε τα ξεχνάνε όλα και είναι έτοιμοι να συμμαχήσουν με τον διάβολο για να επιβάλουν τις επιθέσεις τους. Οι νεοναζί και εδώ και σε ολόκληρο τον κόσμο δεν χτυπάνε τους πλούσιους, το κεφάλαιο, αλλά τους πιο αδύναμους. Ο σαδισμός, το χτύπημα στον αδύναμο, το να μην δώσω φαγητό στο φτωχό που έχει άλλο χρώμα, άλλη γλώσσα, άλλη θρησκεία, ή οι γελοιότητες περί ελληνικού αίματος που ανατρέπονται ακόμα και από πρωτοετείς της νοσηλευτικής, είναι ο διαχωρισμός που προσπαθούν να επιβάλουν οι φασίστες, που μαζί με τις νεοφιλελεύθερες επιθέσεις στα κεκτημένα όλων μας, προσπαθούν να μας στραγγαλίσουν από όλες τις μεριές. Το ζήτημα είναι να μην τους επιτρέψουμε να περάσουν αυτές οι απόψεις.
 
Για να μην πέφτουμε πάντως από τα σύννεφα. Μοναρχικοί, χύτες, ταγματασφαλήτες, χουντικοί ήταν χρόνια μέσα στην ΝΔ, μετά πέρασαν ένα φεγγάρι από τον Καρατζαφέρη και τώρα πήγαν σε αυτούς. Υπήρχαν στην ελληνική κοινωνία μόνο που κρυβόντουσαν κάτω από την αστική ομπρέλα  στο σχιζοφρενικό κόμμα της ΝΔ που προσπαθεί να προσεταιριστεί όλες τις ταμπέλες από φιλελεύθερο, σε κοινωνικό και από εκεί σε πατριωτικό ή ακόμα και ακροδεξιό προφίλ με όλους αυτούς που τελευταία έφυγαν από το ΛΑΟΣ, από χύτες μέχρι θατσερικοί είναι όλοι κρυμμένοι μέσα εκεί. Και πρέπει να τονίσω την προσωπική μου άποψη, πως και ο Σημίτης και ο Παπανδρέου και ο Καραμανλής ήταν εξίσου πολιτικοί φταίχτες της κατάστασης που βρισκόμαστε σήμερα, απατεώνες όλοι τους αλλά σίγουρα ο Σαμαράς θα αποδειχτεί σαν ο χειρότερος πολιτικός που πέρασε από την μεταπολίτευση και μετά.
 
Πάντως, το ξαναλέω, δεν πρέπει να τα βάψουμε μαύρα. Πρέπει να βγούμε στο δρόμο. Όλες αυτές οι συζητήσεις πρέπει να γίνονται στις πλατείες, στα σχολεία, στα στέκια μας, στους χώρους δουλειάς. Και να κάνουμε πλατιά αντιφασιστικά μέτωπα. Χωρίς ξύλινη γλώσσα. Και θα πρέπει να έχουμε σαν σημείο επαφής, την κοινή δράση. Γιατί τις περισσότερες φορές δεν μετράει ποιος θα πει τα περισσότερα αλλά ποιος μπαίνει μπροστά να οργανώσει. Δεν μετράνε τα λόγια αλλά το παράδειγμα. Από αυτό έχουμε ανάγκη σήμερα για να μπούμε μπροστά.
 
Είσαι ένας μουσικός που καθορίζεσαι από το κίνημα. Από την Κερατέα και την συμπαράσταση στην απεργία πείνας των 300 μεταναστών, μέχρι την κατάληψη του Δήμου της Αθήνας ή συναυλίες αλληλεγγύης κάθε είδους, συμμετέχεις και δίνεις το δικό σου στίγμα έτσι δεν είναι;
 
Σ.Δ.: Προσπαθούμε και εγώ και οι φίλοι μου να βρούμε μια υπαρξιακή ικανοποίηση και απάντηση για αυτό που κάνουμε για να ζήσουμε. Δεν σου κρύβω πως μερικές φορές ντρέπομαι που είμαι καλλιτέχνης με την έννοια ότι η λέξη έχει εκχυδαϊστεί τόσο που έχει γίνει συνώνυμη του lifestyle. Για να είμαι ειλικρινής μερικές φορές νιώθω ενοχές, όλοι οι άνθρωποι δουλεύουν 8ωρο καταπιέζονται, ενώ εγώ κάνω το όνειρό μου πραγματικότητα. Με γεμίζει η εργασία μου και νιώθω μια αίσθηση προσφοράς. Όχι ελεημοσύνης. Αλλά αφού έχω ένα μικρόφωνο και μπορεί να με ακούσει κάποιος, είναι ευκαιρία να διαδώσω μια ιδέα από χώρους που ούτε φιλοξενούνται στα ΜΜΕ, ούτε έχουν την δυνατότητα να διαφημιστούν πλατιά. Αυτό κάνω, στην ουσία είμαι ένας αγγελιοφόρος.