Ο Μιχάλης Ατσάλης διαγράφει ήδη μία πορεία στον χώρο της μουσικής, καθώς έχει συνεργαστεί με σημαντικούς ερμηνευτές και συνθέτες και πλέον κάνει βήματα στο να επικοινωνήσει τα δικά του τραγούδια και κομμάτια.

Ads

Μία ήρεμη δύναμη και παρουσία, η οποία εντείνεται συνεχώς όσο ερμηνεύει μαζί με την κιθάρα στα live του. Το ταλέντο του διακρίνεται σε κάθε νότα και συγχορδία που παίζει, όπως και η αγάπη του για την μουσική σε όλες τις εκφάνσεις της.

Με αφορμή, λοιπόν, την κυκλοφορία του «Στην Άκρη της Σιωπής» όπου έχει γράψει τη μουσική και ερμηνεύει μαζί με την Ιουλία Καραπατάκη, σε στίχους του Νάσου Αρώνη, συναντήσαμε τον Μιχάλη Ατσάλη για να μιλήσουμε για το πώς δημιουργήθηκε το τραγούδι αυτό, για την πορεία του στον χώρο, αλλά και το πώς βιώνει ο ίδιος τη «σχέση» δημιουργού και ερμηνευτή.

Μίλησε μας αρχικά για το τραγούδι «Στην Άκρη της Σιωπής» για το οποίο έχεις γράψει την μουσική και ερμηνεύεις. Πως φτάσαμε σε αυτό το πολύ όμορφο αποτέλεσμα;

Ads

Όλα ξεκίνησαν από ένα σεμινάριο τραγουδοποιίας του  Φοίβου Δεληβοριά, όπου γνώρισα τον Νάσο (Αρώνη) και αμέσως ξεχώρισα τον τρόπο γραφής του. Μπορεί να εμπνευστεί από μια φαινομενικά ασήμαντη στιγμή ή εικόνα της καθημερινότητας και να στη μεταδώσει με τόσο πρωτότυπο αλλά ταυτόχρονα πολύ αληθινό τρόπο που πολύ γρήγορα έχεις  μπει στο δικό του σύμπαν και έχεις ταυτιστεί με την ματιά του.  Με αφορμή το σεμινάριο, ξεκινήσαμε να έχουμε επικοινωνία και να ανταλλάσσουμε στίχους και μελωδίες, και έτσι μου έδειξε τους στίχους για το «Στην Άκρη της Σιωπής».

Θυμάμαι ότι συνδέθηκα αμέσως και μου φάνηκε πολύ ιδιαίτερος  ο τρόπος που περιγράφει τη σιωπή που μπορούν να βιώσουν δυο άνθρωποι. Ξέρεις, αυτή τη σιωπή που κάθε άλλο παρά στιγμή ησυχίας δεν είναι. Μπορεί να έχει μέσα αγωνία, αμηχανία, προσμονή για κάτι, ή μπορεί να σημαίνει ακόμα και ανακούφιση και διαφυγή από το αδιέξοδο. Είναι πολύ ενδιαφέρον, που κάποιοι  μπορεί να έχουν ζήσει τόσα – ή και τίποτα  – και αυτή η σιωπή να αρκεί για να επικοινωνήσουν μια τελευταία φορά και να συνδεθούν, ίσως με ακόμα πιο ουσιαστικό τρόπο απ’ ότι με τις λέξεις. 

Διάβασα τους στίχους, λοιπόν, πήγα σπίτι και έβγαλα το τραγούδι σχεδόν ολόκληρο,  πολύ αβίαστα. Στην πορεία μέχρι να πάρει την τελική του μορφή μετά από συζητήσεις με το Νάσο, νιώσαμε ότι το κλίμα που θέλαμε να μεταδώσουμε, θα αποδοθεί πολύ καλύτερα από δύο ερμηνευτές, σαν να το απευθύνει ο ένας στον άλλον. Εξάλλου η σιωπή συχνά είναι μια κατάσταση δυναμική και κρύβει κατά βάθος έντονη αλληλεπίδραση.

Έτσι, με βάση το κομμάτι, που θεωρώ ότι έχει λαϊκά χαρακτηριστικά, αλλά δοσμένα με έναν πιο σύγχρονο τρόπο, σκεφτήκαμε ότι η Ιουλία (Καραπατάκη) θα ήταν ιδανική για να το αποδώσει  όπως το έχουμε στο μυαλό μας κι έτσι της πρότεινα να μοιραστεί μαζί μου την ερμηνεία του τραγουδιού.

Πως ήταν η συνεργασία με την Ιουλία Καραπατάκη;

Με την Ιουλία γνωριζόμαστε αρκετά χρόνια και την εκτιμώ πολύ και σαν άνθρωπο και σαν τραγουδίστρια. Έχουμε παίξει live σε μαγαζιά μαζί και έχουμε πολλούς κοινούς φίλους μουσικούς και συνεργάτες. Η πρώτη «σύνδεση» της με το κομμάτι βγήκε μάλιστα σε ένα τέτοιο live,  που παίζαμε μαζί με τον Άγη τον Παπαπαναγιώτου οι τρεις μας, και μου ζήτησαν κάποιοι φίλοι να παίξω το «Στην Άκρη της Σιωπής»  επειδή το ήξεραν πριν κυκλοφορήσει. 

Θυμάμαι ότι ξεκίνησα να το τραγουδάω,  και η Ιουλία, ενώ δεν το είχε ξανακούσει ποτέ, μέχρι να τελειώσει το κομμάτι, είχε μάθει σχεδόν το ρεφρεν και το σιγοτραγουδούσε μαζί μου. Οπότε σκέφτηκα «της αρέσει κιόλας, το κλείσαμε». Και όντως, όταν της το προτείναμε με το Νάσο, δέχτηκε αμέσως με χαρά. Γενικά, να αναφέρω ότι η Ιουλία ήταν πολύ δοτική σε όλο αυτό. Τόσο στην ηχογράφηση όσο και στα γυρίσματα του βίντεο, μπήκε αμέσως στο κλίμα του κομματιού και συνέβαλε καθοριστικά με την προσωπικότητα και την εμπειρία της στο συνολικό αποτέλεσμα και την ευχαριστώ πολύ γι’ αυτό.

Να πούμε, επίσης, ότι σε όλο αυτό το αποτέλεσμα έχουν συμβάλλει πολύ καλοί φίλοι και εξαιρετικοί μουσικοί. Το κομμάτι δηλαδή πήρε ενορχηστρωτικά αυτή τη μορφή που ακούτε τώρα, με τη βοήθεια όλων, του Άγη Παπαπαναγιώτου που έπαιξε κοντραμπάσο και μπουζούκι και βάζει πάντα τη δική του προσωπικότητα και τις δικές του ιδέες σε αυτά που παίζει,  του Φώτη Σιώτα που έπαιξε βιολί και έκανε ένα συγκινητικό, θα έλεγα, σόλο, του Τσίκο που έπαιξε αυτά τα πολύ ατμοσφαιρικά κρουστά.

Επίσης ο Γιάννης Παξεβάνης, ο οποίος ήταν στην ηχοληψία, έβαλε τη δική του σφραγίδα και κάναμε μαζί  την ενορχήστρωση και την παραγωγή. Τέλος, το κομμάτι  ουσιαστικά «έδεσε» με την σκηνοθεσία του Πάνου Ηλιόπουλου και με την βοήθεια της Χρυσάνθης Κατσιώτη στην παραγωγή του βίντεο.

Ανέφερες ότι το κομμάτι είναι σύγχρονο λαϊκό. Τι είναι αυτό που το κατατάσσει εκεί; Έχεις εμπνευστεί από τα παλαιότερα λαϊκά;

Κοίτα, οι μουσικές που γράφω σίγουρα έχουν επιρροές και απ’ τα λαϊκά αλλά και από πολλά είδη   μουσικής που έχω ακούσει και έχω παίξει όλα αυτά τα χρόνια. Το συγκεκριμένο τραγούδι, θεωρώ ότι έχει μια απλότητα και μια αμεσότητα -κάτι που σίγουρα έχει να κάνει και με το στίχο- και ο άλλος μπορεί να το κατανοήσει, να συγκινηθεί και να ταυτιστεί. Πατάει σε φόρμες κλασικού λαϊκού, αλλά έχει και σύγχρονα στοιχεία, που τα διακρίνει κανείς και στην ενορχήστρωση και στην παραγωγή αλλά και σε όλο το ύφος με το οποίο έχει αποδοθεί από εμάς που το παίξαμε.

Σίγουρα, για μένα, λαϊκό τραγούδι πλέον δεν σημαίνει ότι πρέπει να έχει πρωταγωνιστή το μπουζούκι ή να γίνονται τόσο προφανείς οι καταβολές του μέσω μιας ερμηνείας ή μιας ενορχήστρωσης που θα ανατρέχει στο παλιό λαϊκό ντε και καλά. Μάλλον μια καλύτερη περιγραφή του λαϊκού στις μέρες μας είναι να έχει άμεση απεύθυνση στο κοινό, να επικοινωνεί, να αφορά και εν τέλει να τραγουδιέται.

Μιλήσαμε ουσιαστικά για την πρώτη σου κυκλοφορία σε ένα κομμάτι που έχεις γράψει την μουσική και το ερμηνεύεις. Πώς έφτασες μέχρι εδώ; Πώς ασχολήθηκες με την μουσική;

Θυμάμαι από πολύ μικρός να με ελκύει πολύ έντονα οτιδήποτε περιείχε μουσική, όργανα, live. Η πρώτη επαφή έγινε όταν οι γονείς μου, μου πήραν μια κιθάρα όταν ακόμα πήγαινα δημοτικό και έκανα και τα πρώτα μου μαθήματα κλασικής κιθάρας. Η ουσιαστική επαφή όμως ήρθε όταν πήγα στο μουσικό σχολείο της Χίου.

Ήταν μια ιδιαίτερη συγκυρία και υπήρξα πολύ τυχερός γιατί μέχρι τότε δεν υπήρχε μουσικό σχολείο στη Χίο και θα ήταν η πρώτη χρονιά που θα λειτουργούσε. Έτσι μπήκα στο σχολείο και από εκείνη τη στιγμή και μετά, άλλαξε η ζωή μου. Όλη μου η εφηβεία, οι παρέες, τα ταξίδια με το σχολείο, όλα ήταν συνυφασμένα με τη μουσική.

Πότε άρχισες τα πρώτα σου live και ασχολήθηκες επαγγελματικά με την μουσική;

Ουσιαστικά ασχολούμαι επαγγελματικά από 16 χρονών, δηλαδή από το Λύκειο. Ένας καθηγητής μου από το σχολείο, ο Γιάννης Κατσάφαρος, που τον ευχαριστώ ακόμα για τη γενναιοδωρία και την εμπιστοσύνη του, με πήρε μαζί του να παίζω live. 

Ήταν φοβερή εμπειρία για εμένα αυτό και ουσιαστικά –τώρα που το σκέφτομαι εκ των υστέρων- αποτέλεσε την αρχή για μια καθημερινότητα με εβδομαδιαία live, πρόβες και συνεργασίες που δεν έχει αλλάξει από τότε. Η μόνη περίοδος που κάπως άλλαξε αυτή η καθημερινή ενασχόληση με τη μουσική  για μένα, ήταν όταν έδινα  πανελλήνιες. Τότε ήταν και ένα κομβικό σημείο, καθοριστικό για τα μετέπειτα χρόνια,  στο οποίο υπήρχε μια εσωτερική διαμάχη για το αν ήθελα να ακολουθήσω τη μουσική σαν επάγγελμα ή αν θα σπούδαζα και κάτι άλλο.

Τελικά, επειδή είχα μια έφεση στα μαθηματικά και τη φυσική, αλλά και για τους γνωστούς λόγους  ανασφάλειας και διλημμάτων  που έχει ένας 18χρονος όταν καλείται να αποφασίσει για το μέλλον του τόσο νωρίς, πέρασα στο Πολυτεχνείο Πάτρας, Ηλεκτρολόγων Μηχανικών. Τελείωσα την σχολή κανονικά, και θεωρώ ότι πήρα πολλά από τις σπουδές σε ένα τόσο δύσκολο και ενδιαφέρον αντικείμενο, αλλά ακόμα και τότε, όσο διήρκησαν τα φοιτητικά χρόνια, το βασικό για μένα ήταν η μουσική και η εξέλιξη μου σε αυτήν.

Δεν απομακρύνθηκες δηλαδή παρά τις σπουδές σου.

Καθόλου. Σίγουρα, αν είχα αφοσιωθεί εξολοκλήρου σε αυτό από την αρχή, σπουδάζοντας μουσική  και χωρίς να τρέχει παράλληλα μια τόσο απαιτητική σχολή, θα είχα εξελιχθεί με άλλους ρυθμούς. Έχω κερδίσει πολλά όμως και από αυτό και δεν μετανιώνω για την επιλογή μου. Εξάλλου τα χρόνια στην Πάτρα είναι ένα πολύ σημαντικό κομμάτι μου. Είχαν πολλή μουσική και έχουμε ζήσει αξέχαστες στιγμές τόσο σε live όσο και σε γλέντια σε σπίτια. Το πιο σημαντικό όμως είναι ότι γνώρισα υπέροχους ανθρώπους, έκανα φιλίες και διαμορφώθηκα πολύ σαν άνθρωπος. 

Η μουσική πάντως πάντα υπήρχε με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο στη ζωή μου.  Προς το τέλος της σχολής μάλιστα, είχα ήδη ξεκινήσει να έρχομαι Αθήνα τα Σαββατοκύριακα γιατί είχε ξεκινήσει τότε η πρώτη μου «μεγάλη» συνεργασία, αυτή με τον Γιάννη Κούτρα. Λίγο μετά, εγκαταστάθηκα μόνιμα, η μία συνεργασία έφερνε την άλλη, και κάπως έτσι ξεκίνησα πια να ασχολούμαι αποκλειστικά με τη μουσική.

Πώς είναι για εσένα αυτή η «σχέση» δημιουργού – ερμηνευτή; Πώς το βιώνεις εσύ;

Κοίτα, ουσιαστικά ανέκαθεν έγραφα μουσική. Για πολλά χρόνια αυτό το συνόδευε μια εσωστρέφεια. Αποτελούσε μια δίοδο έκφρασης, η οποία έμενε πάντα στο συρτάρι. Ακολουθούσα περισσότερο το δρόμο του μουσικού συνοδεύοντας άλλους ερμηνευτές – για τις οποίες συνεργασίες είμαι πολύ ευγνώμων βέβαια.  Σαν session μουσικός που λέμε, αν και δεν μου αρέσει αυτός ο όρος, γιατί έχει συνδεθεί με κάτι πιο  διεκπεραιωτικό, ενώ προσπαθώ γενικά όπου κι αν παίζω να γίνομαι δημιουργικός, βάζοντας τη δική μου αισθητική και το προσωπικό μου ύφος.

Τα τελευταία χρόνια αυτό έχει αλλάξει. Εκτός από το ρόλο του κιθαρίστα που συνοδεύει κάποιον άλλον καλλιτέχνη, πλέον έχω ανακαλύψει ότι εκφράζομαι ακόμα πιο συνολικά μέσα από το να γράφω τραγούδια και να τα ερμηνεύω. Νιώθω πολύ ολοκληρωμένος από τη στιγμή που είμαι ταυτόχρονα και δημιουργός και αυτός που επικοινωνεί αυτό που έχω γράψει. Άρα στην περίπτωσή μου, ο δημιουργός και ο ερμηνευτής είναι έννοιες αλληλένδετες. Και για να πω την αλήθεια, ο συνδυασμός αυτών των δύο είναι που εκφράζει και πιο ολοκληρωμένα την προσωπικότητά μου.

Για παράδειγμα, όταν κάποιος με πρωτοαντικρίσει αντιλαμβάνεται μια εσωστρέφεια. Δεν είμαι μόνο αυτό. Αν ακούσει κανείς τις μουσικές που γράφω, τον τρόπο που παίζω κιθάρα και που επικοινωνώ μέσω της μουσικής γενικότερα, θα διακρίνει και τη διάθεση μου για εξωστρέφεια.

Πώς εμπνέεσαι για να γράψεις;

Μου αρέσει να γράφω πάνω σε μια ιδέα στιχουργική που θα με αφορά. Αυτό μπορεί να έχει να κάνει με ένα στίχο στον οποίον βρίσκω μια ιδιαιτερότητα και μια δύναμη όπως οι στίχοι του Νάσου για την Άκρη της Σιωπής , ή με έναν στίχο που προέρχεται από το περιβάλλον μου και που σίγουρα μπορεί να με συγκινήσει και να μου προκαλέσει κάτι έντονο για να γράψω . Με την Ολίνα την Γεωργουλοπούλου ας πούμε,  ήμασταν φίλοι από όταν πρωτοήρθα στην Αθήνα, παίζαμε σε μαγαζιά και ουσιαστικά μέσα από τις συζητήσεις μας για πράγματα που συμβαίνουν στις ζωές μας, τις απόψεις μας για το πώς βλέπουμε τη μουσική, αλλά και τη ζωή γενικότερα, άρχισαν να αποτυπώνονται στίχοι και μουσικές, σαν απόσταγμα των συζητήσεων και όλης αυτής της σύνδεσης που έχουμε.

Μίλησες για τα κομμάτια που γράφετε με την Ολίνα Γεωργουλοπούλου. Πες μας για το “Δυάρι” σας.

Έτσι θα λέγεται  ο δίσκος μας  που θα βγει μέσα στο χειμώνα. Είναι ένας τίτλος εμπνευσμένος από το ότι τα περισσότερα τραγούδια τα γράψαμε στην περίοδο της καραντίνας, ο καθένας κλεισμένος στο δυάρι του, αλλά και από το ότι είμαστε ντουέτο. Είναι τραγούδια που έχουμε συνδημιουργήσει, η Ολίνα  ως στιχουργός και εγώ ως συνθέτης, και φυσικά θα τα ερμηνεύουμε οι ίδιοι.

Ξεκινήσαμε να τα παίζουμε live  φέτος και ενώ στην αρχή ήμασταν λίγο διστακτικοί μιας και πρώτη φορά κάναμε κάτι τόσο δικό μας , γρήγορα είδαμε ότι είχε απήχηση όλο αυτό και μας στήριξε πολύς κόσμος. Είμαστε και πολύ τυχεροί γιατί μαζί μας σε όλο αυτό είναι μια φοβερή ομάδα από αγαπημένους φίλους και απίστευτους μουσικούς, τον Άγη Παπαπαναγιώτου στο κοντραμπάσο, τον Θανάση Τσακιράκη στα τύμπανα και τον Χρήστο Ψαρομήλιγκο στο βιολί. 

Πολύ δημιουργικοί μουσικοί  όλοι τους και βάζουν πολύ το προσωπικό τους ύφος, με αποτέλεσμα να συμβαίνει κάτι μαγικό κάθε φορά όταν παίζουμε. Θυμάμαι, όταν τελείωσε το πρώτο live, ένιωσα ότι ήταν από τις πιο έντονες και συγκινητικές στιγμές που έχω ζήσει στη μουσική. Από εκεί και πέρα όλο αυτό πήρε μια πιο σοβαρή διάσταση, αρχίσαμε να το σχεδιάζουμε πιο οργανωμένα και φτάσαμε στο σημείο να κυκλοφορούν σε λίγο καιρό τα τραγούδια μας. Ο δίσκος θεωρώ ότι έχει μέσα την προσωπικότητά μας, και  πολλά διαφορετικά στοιχεία που συνθέτουν τελικά τον τρόπο που προσεγγίζουμε τη μουσική όλα αυτά τα χρόνια.

Έχεις γενικά πολλές συνεργασίες και με άλλα ονόματα του χώρου όπως ο Γιάννης ο Κούτρας που ανέφερες. Πώς ήταν αυτές οι εμπειρίες;

Όλες αυτές οι συνεργασίες ήταν η καθεμία ξεχωριστή και κάτι είχε να μου δώσει. Είναι ο λόγος που έχω φτάσει εδώ ως μουσικός και σίγουρα με έχουν επηρεάσει στο πως γράφω και στο πως παίζω μουσική. Έχω την τύχη να έχω συνεργαστεί με καλλιτέχνες από διάφορους χώρους, πολύ διαφορετικούς μεταξύ τους, όπως ο Θοδωρής Κοτονιάς, η Ρίτα Αντωνοπούλου, η Νατάσσα Μποφίλιου και η Δήμητρα Γαλάνη όταν παίξαμε με την Ορχήστρα Βασίλη Τσιτσάνη με την επιμέλεια του Μανώλη Πάππου,  η Γεωργία Νταγάκη, η Φωτεινή Βελεσιώτου, ο  Δημήτρης  Μπάσης.

Σημαντικές συνεργασίες που με εξέλιξαν και σαν μουσικό ήταν αυτές με καταξιωμένους κιθαρίστες του χώρου που θαύμαζα από μικρός και με έχουν επηρεάσει, όπως ο Μανόλης Ανδρουλιδάκης και στη συνέχεια ο Δημήτρης Μυστακίδης, με τον οποίο παίζουμε και φέτος μαζί.

Όπως εξίσου πολύ σημαντικό θεωρώ και το ότι έχω παίξει με νέους μουσικούς που έχουν αφήσει ήδη το στίγμα τους σαν ερμηνευτές και καλλιτέχνες γενικότερα. Για παράδειγμα, ο Δημήτρης Μπάκουλης, με τον οποίο είχαμε αλληλοεκτίμηση πριν καν γνωριστούμε και έρθω στην Αθήνα, και τελικά κάναμε μαζί έναν δίσκο σε δικά του τραγούδια μαζί με τον Άγη Παπαπαναγιώτου, καθώς και πολλά live. Ή ο Βασίλης Προδρόμου, σπουδαίος ερμηνευτής, κιθαρίστας και συνθέτης. 

Όλες αυτές οι συνεργασίες, που πολλές από αυτές έχουν εξελιχθεί και σε πιο βαθιές συνδέσεις και φιλίες, θεωρώ ότι είναι τεράστια παρακαταθήκη για εμένα.

Με όλα αυτά τα επιτεύγματα, με τον δίσκο να ετοιμάζεται πλέον, ποιον άλλον στόχο θα έλεγες ότι έχεις σαν μουσικός;

Ο στόχος μου είναι να μπορώ να ζω από -και με- την μουσική. Σίγουρα καταρχάς συνεχίζοντας τα live και τις συνεργασίες με άλλους μουσικούς ως κιθαρίστας. Είναι μια διαδικασία που σου δίνει πολλά και έχει μεγάλο ενδιαφέρον να αλλάζεις κατά καιρούς πρότζεκτ και συνεργάτες. Ακόμα κι αν κάποιες φορές έχει δυσκολίες, όταν μιλάμε για  συνεχείς περιοδείες από το ένα μέρος στο άλλο, ενώ πρέπει παράλληλα να διατηρείς τη συγκέντρωσή σου και να είσαι σε ετοιμότητα  να εκτελέσεις ένα όραμα κάποιου άλλου καλλιτέχνη, κάτι που έχει κι αυτό μεγάλη ευθύνη.

Παράλληλα, σημαντικό κομμάτι για μένα που με γεμίζει πολύ είναι η διδασκαλία. Μου φαίνεται μεγάλη πρόκληση να ανακαλύψω τι αρέσει πραγματικά στον μαθητή, να βρίσκω τρόπους να εξηγήσω την ουσία της μουσικής όπως εγώ την αντιλαμβάνομαι και τελικά να τον εμπνεύσω για να ασχοληθεί. Ένα όνειρο μου είναι να διδάξω κάποια στιγμή και σε Μουσικό Σχολείο. Για αυτόν τον λόγο, σπουδάζω πλέον στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας στο Τμήμα Μουσικών Σπουδών, ώστε να επενδύσω στο κομμάτι της διδασκαλίας που με ενδιαφέρει πολύ.

Όσον αφορά την τραγουδοποιία, ο στόχος μου είναι να εκφράζομαι ουσιαστικά μέσα από αυτά που γράφω αλλά  και να καταφέρω τα τραγούδια μας να τα επικοινωνώ live στον κόσμο. Θεωρώ ότι το να μπορεί κανείς να ταυτιστεί, να συγκινηθεί και να μοιραστεί συναισθήματα, με αφορμή μια δική σου δημιουργία, είναι από τα πιο ωραία πράγματα που μπορείς να κερδίσεις από τη μουσική.