…πολλοί με βοήθησαν στη δουλειά μου. Γνωστοί και άγνωστοι. Πολλές φορές χωρίς να το ξέρουν. Με βοήθησαν ακόμα κι αυτοί που με ταλαιπώρησαν. Εκείνος ο γελοίος ο στρατιώτης που με κυνηγούσε μ’ ένα μαχαίρι στην οδό Χέϋδεν, τον Μάρτη του ’70, ακόμα κι εκείνα τα ζώα που μου κάνανε τα πόδια να, τον Αύγουστο του ΄67 στην «Ταράτσα». Είμαι εκ φύσεως επιπόλαιος και χωρίς κάτι τέτοιους ο προοδευτισμός μου δεν θα ‘ταν παρά μια νεανική μέθη.

Ads

Τώρα, αν με ρωτούσες: Είναι αυτός ένας λόγος για να μείνουν ατιμώρητοι, θ’ απαντούσα: Όχι βέβαια. Αλλά δεν θα καταδεχτώ ποτέ να κατέβω στο επίπεδο των βασανιστών μου και να αντιδικήσω μαζί τους. Η Πολιτεία ώφειλε να με καλύψει και ν’ αναλάβει εκείνη αυτή τη δουλειά. Δεν το έκανε. Κακό του κεφαλιού τους! Έχασε μια ευκαιρία να κερδίσει λίγη απ’ την εμπιστοσύνη μου.

Ξέρει πολύ καλά ποιους πρέπει να τιμωρήσει και δεν της χρειάζεται η δική μου καταγγελία. Κάνει πως δεν καταλαβαίνει. Η γνώμη μου γ’ αυτήν παραμένει η χειρότερη δυνατή και νομίζω ότι ο ελληνικός λαός δεν απέχει πολύ απ’ το να συμφωνήσει.

Έτσι όπως πάνε θα μας καταντήσουν σιγά – σιγά εξόριστους μέσα στην ίδια μας τη χώρα. […]

Ads

Το «βρώμικο ψωμί» άρεσε λιγότερο γιατί ήταν πιο ρεαλιστικό. Οι Θεοί της νοσταλγίας και της δύναμης είχαν μεταμορφωθεί εκεί σε ξεναγούς της νύχτας γύρω απ’ την πλατεία Ομονοίας. […] επίσης η χρήση στοιχείων ροκ ήταν περισότερη απ’ όσο μπορούσε ίσως ν’ αντέξει το κοινό. […]

Πράγματι είμαι ένα περίεργο είδος αριστερού που γεννήθηκε με τον εμφύλιο και που δεν δέχεται να εκλέξει με τους όρους που του θέτει αυτός ο εμφύλιος. Στον καταναγκασμό μιας τέτoιας εκλoγής κάνω την παλαβή, όχι επειδή είμαι ουδέτερος -ουδετερότητα δεν υπάρχει- αλλά επειδή δεν έχω ανάγκη αυτής της διαμάχης, δεν μου λείπει αυτή η διαμάχη, αλλ’ ούτε κι αυτή έχει όφελος από μένα έτσι που είμαι, γι’ αυτό θέλει να με καταστήσει «ωφέλιμο». […]

Αυτό ακριβώς λέγεται «κάνω την παλαβή». Αν ο Καραγκιόζης κουραστεί να φορτώνεται την αθλιότητα στη καμπούρα του και παραιτηθεί, τότε ποιος θα τον αναλάβει; Μ’ αυτό το ερώτημα αρχίζει κανείς να γίνεται τραγουδιστής.  […]

Εξακολουθώ να πιστεύω στη σοσιαλιστική επανάσταση και στην κατάληψη της εξουσίας και με κλωτσιές και με μαγκούρες και μ’ απ’ όλα. Αλλά δεν μπορώ ν’ ακούω ότι οι αγωνιστές μιας τέτοιας υπόθεσης είναι απλώς μέλη «μιας οικονομίας που πρέπει ν’ αλλάξει».

Δεν δέχομαι ότι ο άνθρωπος είναι ένα σκέτο κοινωνικο-οικονομικό συμβάν κι ότι αγωνιστής είναι όλος κι όλος αυτός που μετατρέπει αυτό το συμβάν σ’ ένα άλλο κοινωνικο-οικονομικό συμβάν. Κι αν ο άνθρωπος έχει υλική βάση, όμως ξεχειλίζει και περισσεύει συνεχώς απ’ αυτήν, κι αν η σοσιαλιστική επανάσταση εκτοξεύεται κατευθείαν απ’ το μηχανοστάσιο της ιστορίας, είναι ωστόσο δυνατή και βιώσιμη μόνο χάρη σ’ αυτό το περίσσευμα και σ’ αυτό το ξεχείλισμά του.

Χάρη σ’ αυτό δηλαδή που μονίμως παρασιωπάται και παρασιωπημένο επιτρέπει την συνεχή προδοσία του εργατικού κινήματος. Αυτός είναι ο εφιάλτης του εμφύλιου και όχι τα συγκεκριμένα πολιτικά λάθη. Γιατί τα λάθη είναι ανθρώπινα αλλά η μετατροπή μιας επανάστασης σε απόλυτο κοινωνικό συμβάν δεν είναι του ανθρώπου. Είναι της εξουσίας και των πάσης φύσεως τρελλών σχεδιαστών που νομίζουν πως θα φορέσουν στη ζωή και στη δημιουργία το τεράστιο καπέλο που φτιάξαν στα εργαστήριά τους.

Δεν ανήκω σε κανένα κόμμα ή παράταξη. Νομίζω ότι όποιος προσχωρεί σε κόμμα, διαιωνίζει το αδιέξοδο στο οποίο βρισκόμαστε και σαν άτομα και σαν λαός εδώ και δεκαετίες.

Στις εκλογές δεν ψήφισα τίποτ’ απολύτως. Φυλάω τον εαυτό μου για καλύτερα…» Διονύσης Σαββόπουλος

(Απόσπασμα από το βιβλίο του Η σούμα, Ιανός 2003, σελ. 140, “Δέκα χρόνια τραγούδι: Ο Διονύσης Σαββόπουλος αυτοπαρουσίαζεται” Γιώργος Πηλιχος, περιοδικό Ο Ταχυδρόμος, τ. 1110, 7/8/’75)

imageimage

Η έκδοση, όπως ο τίτλος της προαναγγέλλει, αθροίζει, συγκεντρώνει, όλους τους στίχους του Διονύση Σαββόπουλου, από το 1963 έως το 2003 και διακρίνεται σε δύο μέρη το πρώτο εκ των οποίων περιέχει τους στίχους των 19 δίσκων του τραγουδοποιού και το δεύτερο τους στίχους που γράφτηκαν κατά παραγγελία για θέατρο, κινηματογράφο, τηλεόραση αλλά και για συναυλίες-αφιερώματα. Οι στίχοι εμπλουτίζονται από κριτικά σημειώματα, δημοσιεύματα, συνεντεύξεις, επιστολές και φωτογραφικό υλικό από το αρχείο του Διονύση Σαββόπουλου.

Οι παλιοί μας φίλοι

Στίχοι: Διονύσης Σαββόπουλος
Μουσική: Διονύσης Σαββόπουλος
Πρώτη εκτέλεση: Διονύσης Σαββόπουλος
Άλλες ερμηνείες: Μαρίζα Κωχ, Αλκίνοος Ιωαννίδης

Μη μου το πεις
οι παλιοί μας φίλοι
μην το πεις
για πάντα φύγαν.
Μη, το μαθα πια
τα παλιά βιβλία, τα παλιά τραγούδια
για πάντα φύγαν.

Πέρασαν οι μέρες που μας πλήγωσαν.
Γίνανε παιχνίδι στα χέρια των παιδιών.

Η ζωή αλλάζει δίχως να κοιτάζει
τη δική σου μελαγχολία
κι έρχεται η στιγμή για ν’ αποφασίσεις
με ποιους θα πας και ποιους θ’ αφήσεις.

Πέρασαν για πάντα
οι παλιές ιδέες, οι παλιές αγάπες
οι κραυγές.
Γίνανε παιχνίδι στα χέρια των παιδιών.

Όμορφη στιγμή, να το ξαναπώ
όμορφη να σας μιλήσω
βλέπω πυρκαγιές
πάνω από λιμάνια πάνω από σταθμούς
κι είμαι μαζί σας.

Όταν ο κόσμος μας θα καίγεται
όταν τα γεφύρια πίσω μας θα κόβονται
εγώ θα είμαι εκεί να σας θυμίζω
τις μέρες τις παλιές.