« …Σίδερα. Χαρά στο πράμα! Να βάλεις μια δεκάρα στην μπάντα και να τα μουτζώσεις για πάντα. Να μην κατεβαίνεις στο γιαλό. Να μην τα θυμάσαι…Όμως ποιος είδε πιο ανοιχτές πληγές απ’ αυτές της σκουριάς στα πλευρά τους, ή της παλιωμένης μοράβιας; Ποιος άκουσε πιο ανθρώπινο κλάμα από τούτο της τσιμινιέρας που μαρκαλίζει την ομίχλη, ή από κείνο που λαχαίνει σε θύελλα, χωρίς κανένα χέρι να σύρει το σύρμα της σφυρίχτρας; Να σκούζει μονάχη της, καθώς παντρεύεται με τον άνεμο… Δυο μάτια. Πράσινο το ‘να, σμαράγδι. Τ’ άλλο κόκκινο, ρουμπίνι. Τα λένε πλευρικά. Φώτα γραμμής. Είναι μάτια. Τα καράβια δεν τα πάμε. Μας πάνε.» Νίκος Καββαδίας («Βάρδια» (1954)

Ads

Γυναίκα

Χόρεψε πάνω στο φτερό του καρχαρία.
Παίξε στον άνεμο τη γλώσσα σου και πέρνα.
Αλλού σε λέγανε Γιουδήθ, εδώ Μαρία.
Το φίδι σκίζεται στο βράχο με τη σμέρνα.

Από παιδί βιαζόμουνα, μα τώρα πάω καλιά μου.
Μια τσιμινιέρα με όρισε στον κόσμο και σφυρίζει.
Το χέρι σου, που χάιδεψε τα λιγοστά μαλλιά μου,
για μια στιγμή αν με λύγισε, σήμερα δε με ορίζει.

Ads

Το μετζαρόλι ράγισε και το τεσσαροχάλι.
Την τάβλα πάρε, τζόβενο, να ξαναπάμε αρόδο.
Ποιος σκύλας γιος μας μούντζωσε κι έχουμε τέτοιο χάλι,
που γέροι και μικρά παιδιά μας πήραν στο κορόιδο;

Βαμμένη. Να σε φέγγει κόκκινο φανάρι.
Γιομάτη φύκια και ροδάνθη, αμφίβια Μοίρα.
Καβάλαγες ασέλωτο με δίχως χαλινάρι,
πρώτη φορά, σε μια σπηλιά, στην Αλταμίρα.

Σαλτάρει ο γλάρος το δελφίνι να στραβώσει.
Τι με κοιτάς; Θα σου θυμίσω εγώ που μ’ είδες.
Στην άμμο πάνω σ’ είχα ανάστροφα ζαβώσει
τη νύχτα που θεμέλιωναν τις Πυραμίδες.

Το τείχος περπατήσαμε μαζί το Σινικό.
Κοντά σου ναύτες απ’ την Ουρ πρωτόσκαρο εβιδώναν.
Ανάμεσα σε ολόγυμνα σπαθιά στο Γρανικό
έχυνες λάδι στις βαθιές πληγές του Μακεδόνα.

Πράσινο. Αφρός, θαλασσινό βαθύ και βυσσινί.
Γυμνή. Μονάχα ένα χρυσό στη μέση σου ζωστήρι.
Τα μάτια σου τα χώριζαν εφτά Ισημερινοί
μες στου Giorgione το αργαστήρι.

Πέτρα θα του ‘ριξα και δε με θέλει το ποτάμι.
Τι σου ‘φταιξα και με ξυπνάς προτού να φέξει.
Στερνή νυχτιά του λιμανιού δεν πάει χαράμι.
Αμαρτωλός που δε χαρεί και που δε φταίξει.

Βαμμένη. Να σε φέγγει φως αρρωστημένο.
Διψάς χρυσάφι. Πάρε, ψάξε, μέτρα.
Εδώ κοντά σου, χρόνια ασάλευτος να μένω
ως να μου γίνεις Μοίρα, Θάνατος και Πέτρα.

Ινδικός Ωκεανός 1951

———–
Κριτική για το έργο του

«Μαραμπού» (1933)

«Το βιβλίο του είναι η μόνη σπίθα ζωής μέσα στη νέκρα του μηνός» – Αλκης Θρύλος (Ελένη Ουράνη) (Περιοδικό «Σήμερα»/Ιούνιος 1933)

«Ένα μεγάλο πάθος κυριαρχεί στην ποίηση του Καββαδία. Το πάθος των ταξιδιών» – Γ.Μ. Μυλωνογιάννης. (Περιοδικό «Λυτρωμός»/αρ. 2/15 Ιουλίου 1933)

«Τα ποιήματα του κ. Καββαδία δίνουν μια ανακούφιση και μια παρηγοριά» – Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος. (Περιοδικό «Κύκλος»/αρ. 6-7/Αύγουστος-Σεπτέμβριος 1933).

«Ο πρώτος ναυτικός που τραγουδεί τη θάλασσα ή μάλλον τα ταξίδια στους μακρινούς τόπους» – Κλέων Παράσχος. (Περιοδικό «Νέα Εστία»/αρ. 160/1933).

«Στη συλλογή αυτή ολοφάνερη είναι η επίδραση του Ουράνη. Νομίζω όμως πως η συγγένεια είναι πιο πολύ εξωτερική παρά τίποτε άλλο (…). Ο Ουράνης δεν είναι επαναστατημένος ποιητής, ο Καββαδίας σαν τον Ρεμπώ που επηρέασε τον Ουράνη είναι επαναστατημένος! Αν δεν γυρεύει με σφυρίγματα αλήτικα και με σαρκασμό να εκφράσει την αδυναμία προσαρμογής στην αστική πραγματικότητα, αν η poesie maudite (σ.σ. καταραμένη ποίηση) παίρνει σ’ αυτόν την μορφή ταξιδιού, δεν αλλάζει αυτό το ουσιαστικότερο περιεχόμενο της ψυχής του» – Νίκος Καλαμάρης (Μ. Σπιέρος, Νικόλαος Κάλας, Νικήτας Ράντος). (Περιοδικό «Νέοι Πρωτοπόροι»/αρ. 8-9/Αύγουστος-Σεπτέμβριος 1933)

«Ενας νέος κόσμος έρχεται, τη στιγμή ίσια-ίσια, που τα παλιότερα ιδανικά των περασμένων γενεών βρίσκονται στο τελευταίο στάδιο της φθοράς των. Οι νέοι τ’ αποστρέφονται πιά, με το δίκιο τους. Αυτοί είναι η πιο άγρια, η πιο απόλυτη κατάφαση της ζωής. Και μυρίζονται εύκολα τη σήψη. Πως είναι μπορετό να τους ενθουσιάσουν οι γλωσσικοί αγώνες, οι προγονοπληξίες, οι εθνικοί ρομαντισμοί, οι κενές ηθικολογίες; Συγκρίνουν κι αυτοί φαινόμενα και πράγματα, και μάλιστα ξέρουν να τα συγκρίνουν με βλέμμα αλύγιστο, σκληρό σαν ατσάλι. Η λογική είναι το προικιό του ανθρώπου από τα παιδικά του χρόνια. Κι ο ορθολογισμός του εφήβου δεν χαρίζει κάστανα, ένας κόσμος που καταρρέει από παντού, υψώνοντας ακόμα σαν καταξεσκισμένη και ξεθωριασμένη σημαία του, τα παλιά ιδανικά του, δεν είναι θέαμα ελκυστικό για τους νέους ανθρώπους (…).

Σήμερα θα ήθελα να δείξω μόνο την εικόνα ενός νέου, που παρουσιάζει πολλά από τα χαρακτηριστικά των καινούργιων νεανικών τάσεων (…). Τα ποιήματά του δεν έχουν καθόλου τα γνωρίσματα των ποιητικών συλλογών των τελευταίων χρόνων (…). Και κάτω από την διαυγή εικόνα των πραγμάτων, μια βαθύτερη ανθρωπιά, ένας καθάριος ανθρώπινος παλμός, μια γαλήνια έφεση για δικαίωση του ξένου ατόμου, είτε άνθρωπος είναι αυτό, είτε ζώο (…). Ο νέος αυτός ποιητής έχει πραγματικήν ανθρωπιά μέσα του. Και ξέρει να μεταδίδει και σ’ εμάς τις συγκινήσεις του (…). Τέτοιοι νέοι είναι τα πρώτα θεμέλια ενός πολιτισμού μελλοντικού που θ’ ανανεώσει τις ηθικές ανθρώπινες αξίες». – Φώτος Πολίτης (εφημερίδα «Πρωϊα»/15 Δεκεμβρίου 1933).

«Πούσι» (1947)

«Με το δεύτερο ποίημα το «Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα», ο ποιητής παίρνει φανερά και συνειδητά στάση υπέρ εκείνων (σ’ οποια γής!) που πολεμάνε για τη λευτεριά, υπέρ των τίμιων αγωνιστών του Λαού, που τους σκοτώνουν οι φασιστικές τρομοκρατίες (όποιας χώρας!). Και σ’ αυτήν την περίσταση δεν φαίνεται απίθανο να συνεχίσει ο ποιητής τον ηρωϊκό αυτό δρόμο. Αλλά το πνεύμα του Ισπανοτσιγγάνου Λόρκα αποτελεί και το κλειδί για να βρούμε το βαθύτερο κοινωνικό περιεχόμενο των άλλων του ποιημάτων. Η συμπάθειά του για τους ναυαγούς της θάλασσας και της ζωής (όλοι και ζωντανοί και πνιγμένοι είναι ναυαγοί) φανερώνει ποιος είναι ο Αίτιος πίσω από το πούσι που τον κρύβει. Ο Αϊτιος κι ο Υπεύθυνος για το σκοτωμό των ανθρώπων του Λαού είτε με τον πόλεμο είτε με την πείνα και για το πνευματικό και το ηθικό τους σκοτάδι είναι ο ίδιος διεθνικός Μινώταυρος, ο καπιταλισμός που στην ακμή του εκφυλισμού του και στην ώρα της πτώσης του γίνεται χίλιες φορές αιμοβορότερο θηρίο» – Κώστας Βάρναλης (εφημερίδα «Ο Ρίζος της Δευτέρας»/αρ.15/27 Ιανουαρίου 1947)

«Κανείς πραγματικά δεν μπορεί ν’ αγαπήσει τον άνθρωπο κι ίσως ακόμα και να τον καταλάβει, αν δεν γνωρίσει σαν μια ενότητα της γής – το παράξενο αστέρι που είμαστε παιδιά του κι εμείς και το πνεύμα μας (…). Όμως ο Νίκος Καββαδίας δεν είναι ο εγωκεντρικός περιηγητής που αντιπαραθέτεται ατομικά στον κόσμο και τον ερευνά για να γνωρίσει τον εαυτό του. Ο κόσμος είναι γοητευτικός γιατί υπάρχουν οι άνθρωποι, η μεγάλη ανθρωπότητα, το εξελιγμένο αυτό κομμάτι της φύσης που αγωνίζεται ενάντια στη φύση και δημιουργεί την ζωή και το πνεύμα. Παλεύει και ματώνει και νοσταλγεί, αλλά δεν φεύγει ποτέ από τον αγώνα γιατί αυτός είναι πάθος δυνατό σαν την μοίρα. Ετσι μέσα στο Πούσι του Καββαδία το ανθρώπινο τοπίο είναι στο πρώτο πλάνο και το φυσικό τοπίο στο πλαίσιο (…).

Τη γής αυτή που ‘ναι γεμάτη δυστυχία και ομορφιά, ο ποιητής την ανακαλύπτει κάθε στιγμή μέσα από το πούσι του μυστηρίου της και την αγαπά γιατί μπορεί να την υποτάζει. Τα όραματά του είναι γήινα και γι΄αυτό είναι βέβαια και μεγάλα, γιατί η γής είναι το πραγματικότερο ανθρώπινο περιβάλλο κι είναι στα μέτρα του ανθρώπου από τη στιγμή που ο άνθρωπος μπορει να κινιέται και να φαντάζεται (…). – Ασημάκης Πανσέληνος (περιοδικό «Ελεύθερα Γράμματα»/αρ. 61/1η Μαρτίου 1947)

«Από το 1933, όταν ο Φώτος Πολίτης παρουσίαζε τον ποιητή των Μαραμπού σαν αντιπρόσωπο μιας νέας συναισθηματικής στάσης απέναντι στα παραδεδεγμένα του καιρού, αντιπρόσωπο ενός νέου κόσμου που αναφαίνεται ακριβώς τη στιγμή που τα παλιότερα ιδανικά των περασμένων γενεών βρίσκονται στο τελευταίο στάδιο της φθοράς των – από τότε ίσαμε σήμερα πέρασαν δεκαπέντε πλήρη, μεγάλα, ακέραια χρόνια. Εχώρεσαν τη Διχτατορία, τον Πόλεμο, την Κατοχή, την Απελευθέρωση, τον Εμφύλιο (πράξη πρώτη), τον Εμφύλιο (πράξη δεύτερη), το Δράμα του έθνους…Ο Ν. Καββαδίας έμεινε ο συμπαθέστατος, ο πρωτότυπος έστω – δηλαδή ο όχι και τόσο πρωτότυπος πια – ο αδιάφορος σ’ όλη την άλλη, την έξω από τα καράβια, τις αντένες, τις βάρδιες και τους πνιχτούς μεθυσμένους έρωτες των λιμανιών ζωή. Μαραμπού! Ένα πυκνό πούσι έχει κατέβει και κρύψει από την οπτική γραμμή του ποιητή όλο τον πόνο των ανθρώπων. Κοιτάζω από περιέργεια τις χρονολογίες των τραγουδιών του. Ένα το 1940. Δύο άλλα στα 1942. Ένα άλλο στα 1944. Δύο στα 1945. Αλλα δύο στα 1946. Τ’ αποδέλοιπα είναι πριν από το Σαράντα. Μια νύξη, κάποια θύμηση της τραγωδίας της φυλής του, πουθενά. ¨Η μάλλον δύο στίχοι υπομνηστικοί των εκτελέσεων στην Καισαριανή και της τραγωδίας του Διστόμου, μα κι αυτοί για χάρη του Γκαρθία Λόρκα (…) πως μπορεί ο κ. Καββαδίας να είναι αισθηματικά ένας πάροικος του τόπου αυτού, μπορεί χώρος του, πατρίδα του, κόσμος του να είναι οι άνθρωποι της Τοκοπίλλα, του Περού, ή της Μπομπάλα, μα στα 1947, έπειτα από δέκα ολόκληρα χρόνια αγωνίας και θανάτου, η ποίησή του δεν έχει ήθος». – Αιμίλιος Χουρμούζιος (περιοδικό «Νέα Εστία»/αρ. 483)

«Βάρδια» (1954)

«…Φανερό είναι πως τον κ. Καββαδία, σαν γνήσιο Ελληνα, εκείνο που περισσότερο τον ελκύει, από αισθητική άποψη, είναι ο άνθρωπος με την ανεξάντλητη σ’ εκπλήξεις, μυστήριο και ιδιοτροπία ψυχή του, (…) Η Βάρδια είναι το δώρο μιας πολύτιμης θαλασσινής πείρας. Είναι ένα βιβλίο οίστρου, άκακου θυμοσοφικού κυνισμού, αλλά και βαθιάς συμπάθειας για τον άνθρωπο και την μοίρα του». – Τίμος Μαλάνος (εφημερίδα «Καθημερινή»/17 Μαρτίου 1954

«Εμένα εκείνο που με συναρπάζει είναι το ήθος του. Η ανθρώπινη σχέση σε αυτό το βιβλίο έχει μια μοναδική συνέπεια (…). Εκείνο που ανατρέπει την καθεστηκυία ηθική – και δίνει στην Βάρδια μια άλλη διάσταση σχεδόν πολιτική – είναι το γεγονός πως όλοι αυτοί οι ντεσπεράντος (πόρνες, ρουφιάνοι, λαθρέμποροι, παιδεραστές, τυχοδιώκτες κλπ) δείχνουν όχι μόνο μια καταπληκτική αλληλεγγύη μα και μια συνέπεια κυριολεκτικά απροσδόκητη (…). Θεωρώ τη Βάρδια μέγιστο μάθημα ήθους. Μακάρι να μπορούσε να διδαχθεί στα σχολεία». – Ηλίας Παπαδημητρόπουλος (εφημερίδα «Καθημερινή»/4 Αυγούστου 1977).

Μελοποιημένα ποιήματά του

Γιάννης Σπανός: Τρίτη Ανθολογία (Περιέχει το ποίημα Ιδανικός και Ανάξιος Εραστής)

Θάνος Μικρούτσικος: Ο Σταυρός του Νότου

Θάνος Μικρούτσικος: Γραμμές των Οριζόντων

Θάνος Μικρούτσικος: Η αγάπη είναι ζάλη (Περιέχει το ποίημα 7 Μικροί Νάνοι στο S/S Cyrenia)

Μαρίζα Κώχ: Μαρίζα Κώχ

Δημήτρης Ζερβουδάκης: Γράμμα σ’ ένα ποιητή

Ξέμπαρκοι: S/S IONION

Το ποίημα “Η μαϊμού του Ινδικού λιμανιού” απο το “Μαραμπού” έχει μελοποιηθεί απο τους Χάρη και Πάνο Κατσιμίχα και έχει ηχογραφηθεί στον δίσκο τους “Όταν σου λέω πορτοκάλι να βγαίνεις”.

Ενδεικτική βιβλιογραφία

Ταυ ιδίου

«Μαραμπού» (Α έκδοση 1933) – Ανατύπωση 1975 – «Εκδόσεις Κέδρος»

«Πούσι» (Α έκδοση 1947/ «Εκδόσεις Α. Καραβία») – 1980 – «Εκδόσεις Κέδρος»

«Τραβέρσο» (Α έκδοση 1975-1989 – «Εκδόσεις Κέδρος») – 1989 – «Εκδόσεις Αγρα»

«Βάρδια» (Α έκδοση 1954/ «Εκδόσεις Α. Καραβία») – 1996 – «Εκδόσεις Αγρα»

«Του Πολέμου/Στο άλογό μου» – (Η Ανατύπωση) 1987-2002 – «Εκδόσεις Αγρα»

«Λι» – ΙΔ Ανατύπωση – Ιούνιος 2005 – «Εκδόσεις Αγρα»

«Το ημερολόγιο ενός τιμονιέρη» – 2005 – «Εκδόσεις Αγρα»

Άλλων

Φίλιππος Φιλίππου: «Ο πολιτικός Νίκος Καββαδίας» – 1996 – «Εκδόσεις Αγρα»

Δημήτρης Νικορέντζος: «Νίκος Καββαδίας – Ο τελευταίος αμαρτωλός» – 2001 – «Εκδόσεις Εντός»

Μήτσος Κασόλας: «Νίκος Καββαδίας – Γυναίκα-Θάλασσα-Ζωή (αφηγήσεις στο μαγνητόφωνο) – 2004 – «Εκδόσεις Καστανιώτη» (Ο συγγραφέας βρίσκεται σε δικαστική διαμάχη με συγγενείς του ποιητή για το βιβλίο αυτό).

Ποιήματά του

* Μαραμπού

* Ενα μαχαίρι

* Γράμμα στον ποιητή Καίσαρα Εμμανουήλ

* Πούσι

* KURO SIWO

* Σταυρός του Νότου

* FEDERICO GARCIA LORCA

* Τραβέρσο

* Fata Morgana

* Πικρία