«… Μέσα από αυτά τα τραγούδια είναι σα να έχουμε πάρει αγκαλιά τον καθένα ξεχωριστά από τους ανθρώπους που έχουν έρθει και να του λέμε, έλα εδώ φίλε μου. Εδώ μαζί, να  κλάψουμε, να χαρούμε να γελάσουμε. Σκέψου ό,τι αγαπάς και έλα εδώ (σ.σ. και βάζει το χέρι στον ώμο της). Μαζί θα πάμε… Αυτός ήταν ο στόχος. Και είναι το λιγότερο που μπορούμε να κάνουμε για όλους μας μέσα σε αυτό που ζούμε στην καθημερινότητα μας…»
 

Ads

Εμφανίζεται στη σκηνή του Passport Κεραμεικός και η αίθουσα σείεται. Κυριολεκτικά. Εκείνη το αισθάνεται και στέλνει «κάτω» τα κύματα της φωνής της με ακόμη μεγαλύτερη δύναμη, με ακόμη περισσότερη ζεστασιά. Η ερμηνεία της σε αυτό το πρόγραμμα – γιορτή, σε αυτό το πρόγραμμα – δώρο, ευφραίνει και κάποιες στιγμές καθηλώνει.
 
Δεν συνοψίζονται τα έργα και οι ημέρες της σε μία συνέντευξη, ούτε υπάρχει λόγος να παραθέσει κανείς -ούτε καν υπενθυμιστικά- την πορεία της.
 
Πολύ απλά, επειδή σε αυτή τη διαδρομή των 45 χρόνων βρίσκει κανείς, ακόμη και σε μια βιαστική ανάγνωση, μερικές από τις πιο φωτεινές, δημιουργικές και την ίδια στιγμή, ιστορικές συναντήσεις των τελευταίων δεκαετιών της ελληνικής μουσικής σκηνής.
 
Επιχειρείται απλά, μία καταγραφή που περνάει από τη μουσική στη ζωή και πάλι πίσω.

image
 
Η Δήμητρα Γαλάνη μιλά στο Tvxs για το «έτσι όπως έχει γίνει αυτός ο κόσμος τελικά, απόκληροι είμαστε όλοι οι άνθρωποι, διωγμένοι και καταδιωκώμενοι από ένα σύστημα άκαρδο, άπληστο και απάνθρωπο…», για την απουσία πνευματικότητας στην πολιτική, για την προσφυγική κρίση και την αλληλεγγύη των Ελλήνων που δεν τη σταμάτησαν οι ρατσιστικές κραυγές, για το ταλέντο και την αλαζονεία, το παρελθόν και τη νοσταλγία, για τη μουσική και τη γλώσσα, το Chronos Project και το «δεν επαναπαύομαι -άσε που βαριέμαι κιόλας… να επαναπαυτώ, δηλαδή, να επαναλαμβάνω τον εαυτό μου».
 
 
-Όταν στήνατε το πρόγραμμα στο Passport Κεραμεικός υποθέτω κάνατε μία επιλογή εκ του ασφαλούς: Δίνω στον κόσμο αυτό που λαχταράει η καρδιά του.
 
Δ.Γ.: Τίποτα δεν γίνεται εκ του ασφαλούς. Άλλωστε αυτή είναι και η γοητεία της δουλειάς μας. Όταν ξεκινάω να σκεφτώ και στη συνέχεια να φτιάξω ένα πρόγραμμα το κάνω επειδή αισθάνομαι αυτή την ανάγκη και από μένα και από τον κόσμο και όχι απλά για να έχω δουλειά τον χειμώνα. Αυτός είναι και ο λόγος που δεν το κάνω συχνά. Πρώτα πρέπει να έχω τη συνολική σκέψη αυτού που θέλω να κάνω και μετά προχωρώ στην πραγματοποίηση του. Πολύτιμη συμπαραστάτης και συνεργάτης στο πρόγραμμα αυτό, η Μαργαρίτα Μυτιληναίου  και βέβαια, η Ελένη Τσαλιγοπούλου και η Γιώτα Νέγκα.
 
Το περασμένο καλοκαίρι, σε μία από τις συναυλίες, στον Κήπο του Μεγάρου Μουσικής, είχα καλεσμένη την εξαιρετική  Γιώτα Νέγκα. Βρεθήκαμε στη σκηνή με τον πιο απλό τροπο, όπως θα κάναμε σε μια παρέα, με ένα μπουζούκι, μια κιθάρα κι ένα ακορντεόν και είπαμε πέντε όμορφα λαϊκά τραγούδια. Η ανταπόκριση του κόσμου ήταν τόσο ζεστή και εκείνη τη στιγμή διαπίστωσα πόσο ανάγκη έχουμε  από κάτι τέτοιο όλοι μας. Να ξαναβρούμε δηλαδή, τα σημεία αναφοράς μας. Και αυτά βρίσκονται μέσα στο λαϊκό μας τραγούδι.  Κάτι παρόμοιο  είχα αισθανθεί και το 1993 και έτσι έγινε τότε το «Χάραμα».

image
 
Όπως και τότε, ζήτησα από την Ελένη Τσαλιγοπούλου να είμαστε μαζί και αυτή τη φορά. Η Ελένη με γεμίζει ασφάλεια κάθε φορά που θέλω να «ταξιδέψω» στο λαϊκό μας τραγούδι. Τη θεωρώ πάρα πολύ άξια τραγουδίστρια και την εκτιμώ πολύ. Είναι μια γυναίκα με άποψη και βαθιά γνώση της παράδοσης, που έχει τολμήσει πάντα με υψηλή αισθητική και με μια μουσική αντίληψη που ξεπερνά τα όρια του τραγουδιστή. Είναι μια μουσικός / τραγουδίστρια. Έτσι λοιπόν και μαζί με την υπέροχη Γιώτα Νέγκα και παρέα με ένα σύνολο εξαιρετικά σημαντικών μουσικών που σε κάθε παράσταση μας απογειώνουν κυριολεκτικά με τα παιξίματα  τους,  κάνουμε αυτή την απαραίτητη «ανακεφαλαίωση» στο λαϊκό μας τραγούδι.
 
-«Να ξαναβρούμε λίγο τα γράδα μας…» όπως λέτε στα πρώτα λεπτά της παράστασης…
 
Δ.Γ. Ναι ακριβώς. Είναι νομίζω απαραίτητο για την ισορροπία μας… Έχουμε χάσει το χαμόγελο από τα χείλη μας, τη χαρά που μπορεί να είναι και χαρμολύπη, αλλά μας είναι απολύτως απαραίτητη για να συνεχίζουμε… Σαν να θέλουμε να ξορκίσουμε αυτό που μας συμβαίνει. Το τραγούδι μας δίνει αυτό το δικαίωμα και παράλληλα μας κάνει να αισθανθούμε πάλι κάτι που έχουμε απόλυτα ανάγκη. Την περηφάνια  για τον πολιτισμό μας. Για τη γλώσσα μας που είναι και η εθνική μας ταυτότητα.

Ads

image
 
-Στην παράσταση σας νιώθει κανείς ότι μπαίνει στο «πατρικό» του και βρίσκεται ξανά με τους συγγενείς του, με τη στενή και την ευρεία έννοια -από την μάνα και τον πατέρα του μέχρι τον Μίκη, τον Χατζιδάκι, τον Γκάτσο, τον Σεφέρη, τον Τσιτσάνη και τον Άκη Πάνου…
 

Δ.Γ.: Όταν είμαστε στη σκηνή κι εμείς νιώθουμε σα να βουτάμε στην κολυμπήθρα του Σιλωάμ. Είναι βλέπεις αυτό το ρεπερτόριο που είναι τόσο ακριβό… Μέσα από αυτά τα τραγούδια είναι σα να έχουμε πάρει αγκαλιά τον καθένα ξεχωριστά από τους ανθρώπους που έχουν έρθει και να του λέμε, έλα εδώ φίλε μου. Εδώ μαζί, να  κλάψουμε, να χαρούμε να γελάσουμε. Σκέψου ότι αγαπάς και έλα εδώ (σ.σ. και βάζει το χέρι στον ώμο της). Μαζί θα πάμε… Αυτός ήταν ο στόχος. Και είναι το λιγότερο που μπορούμε να κάνουμε για όλους μας μέσα σε αυτό που ζούμε στην καθημερινότητα μας.
 
-Και ξεκινάτε με Τσιτσάνη.
 
Δ.Γ.: Ξεκινάμε με το ρεφρέν του Μάνου Ελευθερίου και του Χρήστου Νικολόπουλου σαν πρόλογο: «Στων Αγγέλων πάμε τα μπουζούκια, που ναι’ σαν τις μέρες τις βυζαντινές, πέταξε τα μαύρα, τα γνωστά σου λούσα και βάλε στη ψυχή σου ανθρώπινες φωνές».
 
Κι αμέσως μετά ο «Απόκληρος» του Τσιτσάνη. Συγκλονιστικός εδώ ο Τσιτσάνης, περιγράφει μοναδικά αυτό το αίσθημα του ανθρώπου που ξεριζωμένος και προδομένος, ψάχνει απεγνωσμένα να βρει τη γαλήνη  και τη ζεστασιά της αγάπης και της στοργής.
 
Έτσι όπως έχει γίνει αυτός ο κόσμος τελικά, απόκληροι είμαστε όλοι οι άνθρωποι, διωγμένοι και καταδιωκώμενοι από ένα σύστημα άκαρδο, άπληστο και απάνθρωπο… Δυστυχώς.
 
«Σαν απόκληρος γυρίζω στην κακούργα ξενιτιά  περιπλανώμενος, δυστυχισμένος, μακριά από της μάνας μου την αγκαλιά…»
 
Το πρόγραμμα είναι μία αφήγηση, μελετημένο πιθαμή προς πιθαμή. Το ένα τραγούδι φέρνει το άλλο, με έναν τρόπο που προσκαλεί και παροτρύνει να θυμηθούμε. Και έτσι, σιγά σιγά,  περνάνε τα αγαπημένα μας τραγούδια . Ό,τι αγαπήσαμε και τραγουδήσαμε ολοι…
 
– Γιατί τόσο λίγες εμφανίσεις;
 
Δ.Γ.: Υπήρχαν και άλλες υποχρεώσεις, αλλά κυρίως επειδή δεν θέλαμε να…
 
-… Ξεχειλώσει;
 
Δ.Γ.: Ναι. Οι περιορισμένες εμφανίσεις δηλώνουν  τις προθέσεις μας αλλά και την ποιότητα της παράστασης. Οι παραστάσεις μας πήραν παράταση γιατί η προσέλευση του κόσμου είναι,  το λιγότερο που μπορώ να πω, βαθιά συγκινητική. Νομίζω ότι ο κόσμος κατάλαβε από την αρχή ότι, το πρόγραμμα έγινε για πολύ συγκεκριμένο λόγο. Βέβαια, μετά τον Κεραμεικό, θα ταξιδέψει σε συναυλίες το καλοκαίρι και τον Οκτώβριο θα κάνει και κάποιες  παραστάσεις στη Θεσσαλονίκη για να κλείσει ο κύκλος….
 
… Είναι πολύ λεπτό σημείο πώς διαχειρίζεται ο καλλιτέχνης την τέχνη του.
 
Έχω την εντύπωση ότι δεν είναι τυχαίο το ότι χρησιμοποιούμε τη λέξη «χάρισμα» επειδή σημαίνει ότι αυτό που έχεις δεν σου ανήκει. Είναι κάτι που σου έχει χαριστεί
(από τη φύση, κληρονομικά, άλλος λέει από τον Θεό, καθένας έχει τη δική του προσέγγιση).

Το χάρισμα, κατά κάποιο τρόπο, δεν σου ανήκει. Ακριβώς, λοιπόν επειδή είναι χάρισμα και «έτυχε» να έρθει σε σένα, οφείλεις να το μεταφέρεις για να το αφήσεις όταν έρθει η ώρα όπως πρέπει.
 
 Γιατί το χάρισμα παραμένει. Εσύ φεύγεις….
 
-Είσαι απλά ο φορέας.

 
Δ.Γ.: Νομίζω πως ναι… Ή, τέλος πάντων αυτό είναι το σκεπτικό μου. Εν ολίγοις, έχω  ένα χάρισμα, το οποίο μου μεταφέρθηκε κληρονομκά -εν προκειμένω, από τον πατέρα μου- και σε μένα «άνθισε». Ένα χάρισμα που οφείλω πρώτα απ’ όλα να προστατεύσω. Που δεν έχω το δικαίωμα  να το δώσω «στα σκυλιά». Που το παίρνω αγκαλιά και προχωράω. Που πρέπει να το επικοινωνώ με τον κόσμο – γι’ αυτό άλλωστε είναι «φτιαγμένο» και απο αυτο «δυναμώνει» – που δεν πρέπει να το φθείρω, ούτε και να το ευτελίζω, να το ξεπουλάω. Που πρέπει συνεχώς να του προσθέτω  καινούργια πληροφορία.

Διότι όταν το παραδώσω τελικά, πρέπει να το έχω  ανέβασει έστω και  μία γραμμούλα. Δεν έχω το δικαίωμα να το υποβιβάσω. Είτε ίδιο πρέπει να το παραδώσω ή, να το έχω ανεβάσει έστω και λίγο.

Έτσι αντιλαμβάνομαι τα πράγματα και έτσι πορεύομαι….
 
Τώρα, με αυτό που σας λέω ίσως καταλάβετε γιατί εργάζομαι τόσο πολύ και κάνω αυτά που κάνω. Μου αρέσει να «μιλάω» μέσα απο το έργο μου. Για  μένα το τραγούδι είναι μία  μια ακριβή, πολύτιμη υπόθεση. Ένα θησαυροφυλάκιο της γλώσσας και της σκέψης μου και παράλληλα, η ζωή μου ολόκληρη.
 
-Το χάρισμα δίνει συχνά -έως πολύ συχνά- και μία αλαζονεία στον καλλιτέχνη.
 
Δ.Γ.: Ξέρετε, οι άνθρωποι που παίρνουν τον δρόμο της τέχνης, είμαστε, οι περισσότεροι,  με πολλά προβλήματα…
 
-Τι εννοείτε;
 
Δ.Γ.: Είμαστε άνθρωποι που αν δεν είχαμε αυτή τη λύση, την τέχνη μας, δεν ξέρω τι θα είχαμε γίνει. Είμαστε άνθρωποι με έναν κόσμο ιδιαίτερο. Και καθόλου εύκολα δεν
ήταν τα πράγματα. Για κανέναν από εμάς. Όσο κι αν φαίνεται αλλιώς.
 
-Αναφέρεστε στη γενιά σας;
 
Δ.Γ.: Όχι μόνο στη γενιά μου. Αναφέρομαι στους καλλιτέχνες γενικότερα. Μέσα από πόνο και κόπο εξελίσσεται η τέχνη του καθενός.
 
-Είναι χορηγός ο πόνος στο ταλέντο με έναν τρόπο.
 
Δ.Γ.: Ναι θα έλεγα… Και το θέμα είναι ότι σε ορισμένους ανθρώπους είναι τόσο βαθιές οι πληγές που δεν καταφέρνουν να γιατρευτούν. Γιατί η τέχνη λειτουργεί ως αυτοΐαση. Όλοι κάτι πάμε να γιατρέψουμε μέσα από εκεί. Υπάρχουν άνθρωποι που ενδεχομένως, αυτά που συνέβησαν στη ζωή τους ήταν τόσο ισχυρά, που δεν κατόρθωσαν να τα ξεπεράσουν. Που η τέχνη τους δεν τους έκανε καλύτερους ανθρώπους, δεν μπόρεσε να τους κάνει και έτσι παρέμειναν στην αλαζονεία της αναγνωρισιμότητας…

Από όλο αυτό κράτησαν μόνο ένα υπερτραφές «εγώ» που τους οδήγησε σε λάθος δρόμο, άρα και σε αλαζονικές συμπεριφορές. Και αυτό έχει μεγάλη μοναξιά.  Είναι κρίμα να σου δίνεται τέτοια ευκαιρία στη ζωή και εσύ να τη χάνεις…. Η παιδεία είναι το κλειδί για να μπεις στην ουσία και να μπορέσεις να διακρίνεις.
 
Όταν μαθαίνοντας μπαίνεις στον ναό της Τέχνης  -γιατί άλλο η τέχνη σου και άλλο η Τέχνη- συνειδητοποιείς ότι  είναι ένα απίστευτο οικοδόμημα, στο οποίο εσύ είσαι -πώς να το πω- …κουκίδα. Τότε μαθαίνεις να είσαι ταπεινός γιατί αυτό είναι το αυτονόητο συγκρινομένων  των μεγεθών. Τέχνη είναι τα έργα των ανθρώπων, το μέγεθος και το μεγαλείο τουΠολιτισμού μας. Είναι ότι σε κάνει περήφανο που είσαι άνθρωπος….
 
-Εσείς πώς και δεν διολισθήσατε στην αλαζονεία; Ένα 16χρονο παιδί που ξεκινά με Μούτση, Χατζιδάκι και Γκάτσο, πώς τη γλίτωσε;
 
Δ.Γ.: Σε ένα τέτοιο περιβάλλον το μόνο που δεν «παίζει» είναι η αλαζονεία. Άρα δεν το έμαθα απο τους δασκάλους μου. Η αναγνωρισιμότητα όμως, είναι μεγάλη παγίδα και είναι ανθρώπινο να σου συμβεί και προς στιγμήν να χάσεις τον μπούσουλα που λέμε… Αυτό είναι μια μορφή αλαζονείας. Εχω λοιπόν διολισθήσει έστω και μερικώς….:) Απλά την αλαζονεία μου την έστρεψα εναντίον του εαυτού μου. Δεν την έβγαλα με ύφος και ιδέα προς τα εξω. Την έστρεψα εναντίον μου…. Αυτά βέβαια έγιναν στη πρώτη νεότητα…
 
-Παραμένει η απορία, πώς αυτή η εξαιρετική τύχη δεν σας έκανε να «σαλτάρετε» πάνω στην εφηβεία…
 
Δ.Γ.: Γρήγορα ξέφυγα από αυτή την παγίδα γιατί το περιβάλλον μου (αποδοχή από την οικογένεια, πολύ καλό σχολείο κλπ) δεν μου «επέτρεπε» να παραμείνω σ’ αυτή την πλάνη. Πόσο μάλλον το περιβάλλον αυτών των μεγάλων δασκάλων μου που μου χάραξαν την πορεία μου…Ήμουν ακόμη στο σχολείο όταν τους συνάντησα. Ηταν λοιπόν σα να συνέχιζα το σχολείο.
 
Τα έχω ξαναπεί κι άλλη φορά αυτά, αλλά τα επαναλαμβάνω για να φτάνουν στα αυτιά των γονιών και να τους απαλύνουν την αγωνία τους. Το μόνο ίσως που μπορούν να  δώσουν στα παιδιά τους σε έναν κόσμο ο οποίος αλλάζει με τέτοια ορμή και βία, είναι αγάπη και αποδοχή. Και να τους διδάξουν το μέτρο.
 
-Το ξεκίνημα σας στο τραγούδι είναι σαν το πρόγραμμα στον «Κεραμεικό»: Αντί να ξεκινήσει χαμηλά και να κλιμακωθεί, εκτοξεύθηκε αμέσως…
 
Δ.Γ.: Με προδιαγραφές -Μούτση, Χατζιδάκι, Γκάτσου, Ξαρχάκου και Τσιτσάνη.
 
-Άρα, αποκτήσατε μέτρο σύγκρισης ευθύς εξαρχής. Και στην πορεία, η ελληνική κοινωνία κάνει ένα απίθανο γύρισμα / κατρακύλισμα στη δεκαετία του ’80 και εσείς
φεύγετε στο Παρίσι.
 
Δ.Γ.: Άλλοι δυσκολεύτηκαν στα ξεκινήματα τους. Εγώ δυσκολεύτηκα όταν άρχισε να γίνεται η μετάλλαξη της κοινωνίας μας. Είναι μία δεκαετία κατά την οποία εμφανίζομαι πάρα πολύ λίγο. Πολύ αραιές εμφανίσεις, μόνο δισκογραφία και κάποιες συναυλίες. Είχα πάθει ένα σχετικό σοκ. Σαν να είχα μείνει ξαφνικά ξέσκεπη από όλη την ασφάλεια και τη θαλπωρή των σημαντικών αυτών ανθρώπων. Πέρασε κάποιος καιρός μέχρι να συνέλθω από το σοκ για να συνειδητοποιήσω αργότερα, ότι ο κόσμος που είχα αντιληφθεί ήταν λίγο και ένας δικός τους κόσμος. Ή, μάλλον, ήταν το όραμα τους για την Ελλαδα. Και αυτοί είχαν ετοιμάσει το χώμα για να καλλιεργηθεί  αυτή η σπορά. Και επίσης, οι σπόροι υπήρχαν. Κανείς όμως δεν έσπειρε. Πρόλαβε ο τοξικός λαϊκισμός και τα ρήμαξε όλα…
 
-Κοιτάζοντας προς τα πίσω, τι άλλο βλέπετε που αφορά το σήμερα;
 
Δ.Γ.:Η  απουσία της πνευματικότητας είναι το μεγάλο κενό.
 
Όσο πιο παλιά πάμε, υπήρχε μία πνευματικότητα στην πολιτική σκηνή. Και όχι μόνο την ελληνική, αλλά  εν γένει την ευρωπαϊκή και παγκόσμια. Βλέπω στα εξαιρετικά αρχεία της ΕΡΤ αφιερώματα και θυμάμαι πρόσωπα, ακόμη και κάποια με τα οποία ενδεχομένως μπορεί να διαφωνεί πολιτικά κανείς και μοιραία, συγκρίνω εποχές. Έβλεπα τις προάλλες τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο ή, τον Πασαλίδη ή, τον Χαρίλαο Φλωράκη και τον Λεωνίδα Κύρκο. Πόσο διαφορετικοί άνθρωποι μεταξύ τους, αλλά πόσο έντονα τους συνέδεε αυτή η άλλη πνευματικότητα. Σκεφτόμουν π.χ. ότι ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, τις ελάχιστες ελεύθερες ώρες του τις περνούσε με τον Μινωτή, τον Χατζιδάκι και τον Χορν. Αυτό κόπηκε απότομα και φτάσαμε σε αυτό που συμβαίνει σήμερα και που είναι ό,τι πιο στείρο, άνυδρο και επιφανειακό. Η απογείωση της μετριότητας.

Εκεί έχει χαθεί το παιχνίδι. Όσο μεγάλο και αν είναι το πρόβλημα -η οικονομική κρίση- τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά εάν υπήρχε κάποια πνευματικότητα. Και αυτή η πνευματικότητα που λείπει από τον λαό είναι που τον κάνει να δείχνει αδιάφορος, να γίνεται κυνικός, να μην πιστεύει σε κανέναν και τίποτα. Παλαιότερα, μπορεί να κλονιζόταν η εμπιστοσύνη στα πρόσωπα, δεν κλονιζόταν όμως απέναντι στην πολιτική αυτή καθεαυτή  γιατί οι ιδεολογίες παρέμεναν ισχυρές.

Σήμερα -και αναφέρομαι στο τι συμβαίνει παγκοσμίως- η εικόνα είναι θλιβερή. Όπου αυτοί οι οποίοι αποκαλούνται «ηγέτες» υπό κανονικές συνθήκες θα ήταν ο τελευταίος executive μίας πολυεθνικής. Μα, τί μέτριοι υπάλληλοι είναι αυτοί που τρέχουν την Ευρώπη…
 
Το τεχνοκρατικό μέρος το αντιλαμβάνομαι και σαφώς είναι αναγκαίο. Αναρωτιέμαι όμως, η πνευματικότητα την οποία χρειάζονται οι λαοί, πού είναι; Γιατί οι λαοί πάνε μπροστά όταν αισθάνονται αγάπη από τους ηγέτες τους. Και όταν λέω «αγάπη» δεν εννοώ μόνο με τη χριστιανική έννοια. Εννοώ, την έγνοια. Έρχεσαι να ακούσεις μουσική όπως λέγαμε πριν και αισθάνεσαι ότι, ναι, αυτοί εδώ με νοιάζονται. Πάσχουν μαζί μου.
 
Να το πω διαφορετικά. Τραγουδώ «Το Δίχτυ» του Γκάτσου και του Ξαρχάκου και λέω στον κόσμο, παιδιά πείτε το μαζί μου ώστε να το εμπεδώσουμε  «… αν κάποτε στα βρόχια του πιαστείς κανείς δεν θα μπορέσει να σε βγάλει, μονάχος βρες την άκρη της κλωστής κι αν είσαι τυχερός ξεκίνα πάλι…»
 
Οι στίχοι αυτοί του Γκάτσου, για ακόμα μια φορά, περικλείουν την ιστορία του ελληνικού έθνους. Μόνοι μας τραβάγαμε το κουπί, λαός της Διασποράς είμαστε, τα φτιάχναμε μας τα ξηλώνανε, πηγαίναμε αλλού τα φτιάχναμε πάλι από την αρχή, ξανά τα ίδια, αυτή η δουλειά γινότανε. Ακρίτες μιας ηπείρου ειμαστε. Το ξέρουμε, το έχουμε δει το έργο και εξακολουθούμε να το βλέπουμε, το ίδιο πάντα. Πίστη θέλουμε για να βάλουμε αυτή την περιβόητη «πλάτη». Πόσο «πλάτη» μπορεί να βάλει ο κόσμος, άμα αισθάνεται ότι δεν τον νοιάζεσαι;
 
Ξέρω πόσο δύσκολο και περίπλοκο θέμα είναι η πολιτική και πόσο ακόμα πιο δύσκολο ειναι να διοικήσει κάποιος. Δεν κάνω κριτική. Σε κανέναν. Ως τι άλλωστε θα κάνω κριτική; Ζητάω, όμως. Ζητάω αυτό που νιώθω. Δώσε μου δικαιοσύνη, αυτό είναι το ένα, και πίστη. Δωσε μου όραμα, σχέδιο και στόχους. Θαύματα μπορεί να κάνει ο άνθρωπος έτσι.
 
Γιατί έχουμε πολλά προνόμια. Είμαστε ικανοί άνθρωποι, σε μια μικρή, ανθρώπινης κλίμακας χώρα, σε μια γη που μας δίνει πίσω τόσο γενναιόδωρα, με αυτό το απίθανο φως, οι σχέσεις των ανθρώπων είναι ζεστές… Λίγο να εχει ζήσει κάποιος εκτός Ελλαδας, καταλαβαίνει τι λέω.
 
-Παρότι δεν είστε μητέρα, έχετε μεγάλη ευαισθησία για τους νέους ανθρώπους…
 
Δ.Γ.: … Δεν μου αρέσει ο ρόλος, η σχέση μου αρέσει. Δεν ήθελα ποτέ μου να κάνω παιδί. Ήμουν πάντα ξεκάθαρη με τον εαυτό μου ως προς αυτό, αλλά αγαπώ πάρα πολύ τα παιδιά, τους νεότερους.
 
-… Και γνωρίζετε, όπως όλοι, ότι οι νέοι άνθρωποι αναγκάζονται να φύγουν, όπως κάποια στιγμή φύγατε και εσείς. Οι άνθρωποι φεύγουν από κάπου που δεν τους  αρέσει, που δεν είναι καλά.
 
Δ.Γ.: Είναι τεράστια η ευθύνη των πολιτικών για αυτό που συμβαίνει τα τελευταία χρόνια. Είναι κάτι που με εξοργίζει και προσπαθώ να μην οργίζομαι, γιατί η οργή είναι κακό πράγμα.
 
-Η οργή και ο θυμός δεν κινητοποιούν;
 
Δ.Γ.: Όχι, η οργή ωθεί σε λάθη. Είναι μία παρόρμηση κακή. Δεν πρέπει να οργιζόμαστε. Ο θυμός πρέπει να μας κάνει σκεπτόμενους και  δημιουργικούς . Αυτή να είναι η διέξοδος του. Αλλιώς, δηλητηριάζει τη ζωή μας.
 
-Είναι τοξικός.
 
Δ.Γ.: Μόνο τοξικός. Η συμπεριφορά μας απέναντι σε αυτή την τοξικότητα πρέπει να ειναι αποφασιστική και αποτελεσματική. Την προσπερνάς και καθαρίζεις το τοπίο από αυτό που σε ενοχλεί. Το παραμερίζεις. Από εκεί και έπειτα κάνεις ό,τι χρειάζεται για να βγεις στο φως. Εμείς θα πρέπει να το κάνουμε αυτό.
 
-Είμαστε όμως, εξουθενωμένοι. Στον έκτο, έβδομο χρόνο της κρίσης.
 
Δ.Γ.: Κι αυτό δεν το συγχωρώ σε κανέναν… Και ακόμη και αν τελικά τα καταφέρουμε να σταθούμε στα πόδια μας, θα έχω με αυτό πάντα ένα θέμα. Εύχομαι τουλάχιστον να το θυμόμαστε ώστε να μη επαναλάβουμε τα ίδια λάθη.
 
-Όταν έχεις λοιπόν, ζήσει τα καλύτερα και έρχονται τα χειρότερα, έρχεται μαζί τους μια και βαθιά απογοήτευση. Και πέφτεις στην πρώτη μαύρη τρύπα που είναι…
 
Δ.Γ.: … Η λεγόμενη «νοσταλγία». Λάθος για μένα! Το παρελθόν το χρησιμοποιείς μόνο για να παίρνεις δύναμη και γνώση. Είναι μία αποθήκη, σημαντική, στην οποία ανατρέχεις και λες, για να δω, πώς γινόταν, ωραία, συνεχίζω με τα δικά μου όπλα. Το παρελθόν είναι για να το επισκέπτεσαι κάθε τόσο, να κρατάς τη μνήμη σου ζωντανή προκειμένου να μπορείς να φτιάχνεις -αμέσως- κάτι καινούργιο. Δεν μπορείς να ζεις μόνο με αυτό, αλλά και αλίμονο σου αν το αγνοήσεις…

 -Αφού μιλάμε για το παρελθόν – αποθήκη και το μέλλον, το Chronos Project, η συνάντηση σας με τους τέσσερις μουσικούς, που αποτυπώθηκε ακουστικά και οπτικά, με κεντρικό άξονα δέκα τραγούδια που έχουν γράψει οι μεγάλοι μας συνθέτες και ποιητές, πώς προέκυψε; Και επίσης: Το γεγονός ότι δεν επαναπαύεστε, τι ιστορία είναι;
 
Δ.Γ.: Δεν επαναπαύομαι -άσε που βαριέμαι κιόλας… να επαναπαυτώ, δηλαδή, να επαναλαμβάνω τον εαυτό μου.
 
-Πάντως, είναι μια βολική πρακτική -για πολλούς φτασμένους- και κερδοφόρα, εάν μου επιτρέπετε…
 
Δ.Γ.: Λοιπόν, εγώ πάω κόντρα στην τσέπη μου (γέλια)… Το ενδιαφέρον με το Chronos Project είναι ότι κάθε φορά είναι άλλο. Και η επιλογή είναι άμεσα συνδεδεμένη με την ανάγκη μου να επικοινωνώ συνεχώς με το νέο, με το καινούργιο, την ανάγκη μου να παίρνω την καινούργια πληροφορία. Όταν βλέπω και ακούω τόσο σημαντικούς καλλιτέχνες, όπως αυτοί οι τέσσερις μουσικοί, νιώθω αυτομάτως την ανάγκη να συνομιλήσω μαζί τους καλλιτεχνικά.
 
Εκείνη την ώρα η φωνή, η γνώση, η πορεία μου, είναι στην υπηρεσία αυτής της συνομιλίας. Σαν να λέω, παιδιά, εγώ έχω αυτά. Μπορεί να σας είναι χρήσιμα εκεί και εκεί. Σας ακούω, λοιπόν.
 
Έτσι έγινα το πέμπτο μέλος αυτής της παρέας. Και κάθε φορά γίνομαι μέλος κάθε παρέας καινούργιας, γιατί αυτή δεν είναι η μόνη μπάντα που δουλεύω. Έχω την ευτυχία να περιστοιχίζομαι από εξαιρετικά σημαντικούς σολίστες που κάποιες στιγμές παίζουμε και όλοι μαζι Όπως και στην επόμενη δουλειά.
 
-Τι ετοιμάζετε;
 
Δ.Γ.: Κάτι έχω κατά νου… Πάλι με τη Μνήμη… Γιατί αυτό έχουμε ανάγκη να ανακαλουμε τώρα. Τη μνήμη μας πρέπει να την προφυλάξουμε γιατί δυστυχώς δέχεται βίαιες επιθέσεις….

image
 
-Για ποιόν λόγο αποφασίσατε την ηχητική και οπτική καταγραφή του Project;
 
Δ.Γ.: Το Chronos είναι μία παράσταση διαρκώς εν εξελίξει. Δεν έχει πάρει μια τελική μορφή γιατί κάθε φορά που παίζεται είναι και διαφορετικό το αποτέλεσμα. Άρα δισκογραφικά αποτυπώνουμε την πορεία αυτού του project .
 
Σκέφτηκα λοιπον να γίνει ένα cd-dvd με την διαδρομή του εγχειρήματος –πώς ξεκίνησε, με ποιά αφορμή, πώς έγινε, όλη την ιστορία και με extras (highlights, στιγμές από τη δουλειά που γινόταν στις  πρόβες μας, στιγμές από την επίσημη πρώτη στην Επίδαυρο ή, την ανοικτή ακρόαση που είχαμε κάνει στο Gazarte . Συνεπώς, προέκυψε ένα οπτικό/ ακουστικό αρχειακό υλικό το οποιο και παραδόθηκε στον κόσμο μέσα από αυτή την έκδοση.
 
Αλλά, έχει δρόμο ακόμη… Γιατί το Chronos ονειρεύομαι να είναι πάντα μία «στέγη» για σημαντικές συναντήσεις σπουδαίων μουσικών σε μια προσπάθεια δημιουργικής προσέγγισης Ανατολής και Δύσης, με κορυφαίο γεγονός την ελληνική γλώσσα, τον ελληνικό ήχο.
 
-Η αιώνια προσπάθεια για τη μεγάλη προσέγγιση.
 
Δ.Γ.: Αυτό το μεγάλο προνόμιο για την τέχνη -το μεταξύ Ανατολής και Δύσης- που κατέληξε δυστυχώς σε σύμπλεγμα και έθεσε το ψευδο-ερώτημα: Είμαι Δυτικός ή πιο πολύ Ανατολίτης; Αυτό θεωρώ ότι πρέπει κάποτε να τελειώσει και να αναδειχθεί αυτή η δημιουργική σύνδεση αυτών των δύο κόσμων.

Έχω την εντύπωση ότι ο ελληνικός πολιτισμός οπότε το πετύχαινε αυτό αποκτούσε μια οικουμενικότητα που τον απελευθέρωνε και έτσι μεγαλουργούσε.
 
Ο ελληνικός ήχος  είναι η ελληνική γλώσσα. Η μεγαλύτερη τέχνη που παράγει η χώρα μας είναι η γλώσσα μας. Είτε αυτό λέγεται θέατρο, είτε σαν φως μέσα από τα εικαστικά, είτε σαν μουσική μέσα από το τραγούδι και τον λόγο, είτε χορός. Σε οποιαδήποτε έκφραση της τέχνης τη γλώσσα βλέπεις. Τι είναι η γλώσσα; Η σκέψη.
 
-Και επειδή ακριβώς είμαστε μεταξύ Ανατολής και Δύσης, τί σας θυμώνει και τι σας εκπλήσσει με την προσφυγική κρίση; Τα γεγονότα του τελευταίου χρόνου τα περιμένατε;
 
Δ.Γ.: Τα περίμενα… Τα περιμέναμε όλοι λίγο πολύ γιατί αυτή η κατασταση δεν είναι τωρινή. Απλά τώρα βρισκεται σε μια κορύφωση που όλοι προσευχόμαστε να πάρει κάποια στιγμή ένα τέλος αυτός ο αποτρόπαιος πόλεμος. 

Αυτό που μου ησυχάζει κάπως την ψυχή, είναι η αλληλεγγύη των Ελλήνων. Οι ρατσιστικές, οι φοβικές κραυγές που ακούγονται όλον αυτόν τον καιρό δεν σταμάτησαν την ανθρωπιά. Σαφώς υπάρχουν και ορισμένοι που έχουν εκμεταλλευθεί την κατάσταση, αλλά το μέγεθος της θετικής ανταπόκρισης του λαού μας είναι να σε γεμίζει υπερηφάνεια. Έναν λαό που δίνει πια από το υστέρημα του γιατί δεν ξεχνά.
 
Από την άλλη όμως, έχω ένα βαθύ αίσθημα απελπισίας. Για τους κατατρεγμένους αυτούς ανθρώπους. Άραγε, τι θα απογίνουν;…

Passport Κεραμεικός – Συντελεστές:

Γιαννακόπουλος Σεραφείμ (ντραμς)
Διαμαντής Αργύρης (κρουστά)
Κατσίκης Νίκος (μπουζούκι, τζουρά)
Κωνσταντίνου Θωμάς (ούτι, λαούτο, μπουζούκι)
Μάνεσης Σπύρος (πιάνο)
Προβής Στέλιος (μπάσο)
Τσαρδάκας Απόστολος (κανονάκι, μπαγλαμά)
Χατζηκωνσταντίνου Σπύρος (generic κιθάρες)
Χατζησταύρου  Αριστείδης (generic κιθάρες)

Επιμέλεια Προγράμματος: Μαργαρίτα Μυτιληναίου, 
Δήμητρα Γαλάνη, Ελένη Τσαλιγοπούλου, Γιώτα Νέγκα,

Ηχολήπτης: Γιώργος Βουδαντάς
Ηχολήπτης σκηνής: Παναγιώτης Ηλιόπουλος
Φωτισμοί: Μαρία Αθανασοπούλου
Φωτογραφίες: Τάσος Βρεττός
Artwork αφίσας: Κωνσταντίνος  Γεωργαντάς
 
 Info 

Δύο τελευταίες παραστάσεις: 9 και 16 Απριλίου 2016
Ώρα  έναρξης παραστάσεων: 
Σάββατο: 22.30 (αυστηρή τήρηση της ώρας έναρξης)
Ώρα προσέλευσης: Σάββατο: 21.00
Τιμές εισιτηρίων:
Τα εισιτήρια ξεκινούν από 13 ευρώ.

PASSPORT ΚΕΡΑΜΕΙΚΟΣ
Κεραμεικού 58 & Μαραθώνος, Αθήνα
τηλ. κρατήσεων 2105222203 – 210 4130153
 
Φωτογραφίες: Θανάσης Ζέκας, Yannis Margetousakis