Μπορεί ο χρόνος για κάποια γεγονότα να είναι ο καλύτερος γιατρός, ωστόσο για κάποια άλλα απλά είναι σαν μην έχει περάσει ούτε στιγμή. Ο στιχουργός, δημοσιογράφος και συγγραφέας Φώντας Λάδης μαζί με τον εκδότη Θανάση Συλιβό των εκδόσεων «Μετρονόμος» αποφάσισαν τα ποιήματα του πρώτου για το φασισμό να κυκλοφορήσουν για πρώτη φόρα σε βιβλίο. Ο «Καθημερινός Φασισμός» που συμπεριλαμβάνει γνωστούς και λιγότερο γνωστούς στίχους του Λάδη, φαντάζει τραγικά επίκαιρο βιβλίο κι όμως τα γεγονός μας φαίνεται σχεδόν φυσικό. Το γιατί μας το εξηγεί καλύτερα ο ίδια ο δημιουργός, Φώντας Λάδης.

Ads

 

Ποιος το περίμενε, στίχοι που γράφτηκαν στη δεκαετία του 1970 να είναι τόσο επίκαιροι σήμερα; «Ο Φασισμός», για παράδειγμα, μελοποιήθηκε πριν από 36 χρόνια. Τα υπόλοιπα ποιήματα της έκδοσης θα γίνουν και αυτά τραγούδια στο σήμερα;
 
«Μπορεί να γράφω πως «Ο φασισμός δεν έρχεται απ’ το μέλλον» αλλά στην  περίπτωση του συγκεκριμένου κύκλου τραγουδιών, ο φασισμός με επισκέφθηκε κυριολεκτικά από το μέλλον. Προσωπικά, το περίμενα πως θα ήταν και σήμερα επίκαιροι. Από την άλλη, το αν υπάρχει αναγκαιότητα γι’ αυτούς, θα φανεί και από το αποτέλεσμα.  Το σίγουρο είναι πως ο δρόμος της τέχνης, είναι ο δρόμος των δοκιμών, της αφαίρεσης, των παραλλαγών, της διόρθωσης.  Μέσα από τα στενά δρομάκια βγαίνει κανείς στην  λεωφόρο… Όσο για καινούργιες μελοποιήσεις, ένας νεότερος συνθέτης, ο Γιώργος Κομπογιάννης, έχει μελοποιήσει κάποια από αυτά τα ποιήματα και ανιχνεύουμε τους τρόπους να τα παρουσιάσουμε σύντομα στο κοινό».

image
 
Ποια πιστεύετε ότι είναι η απήχηση αυτών των  τραγουδιών στη σημερινή νεολαία; Μπορούν να προβληματίσουν, να εμπνεύσουν, να συνεγείρουν;
 
«Γιατί όχι; Η νεολαία μας εμπνέει, μας προβληματίζει και μας παραδειγματίζει. Και το αντίστροφο είναι εφικτό. Γίνεται, άλλωστε, σε μεγάλο βαθμό. Αλλά και οι νέοι δημιουργοί με τη σειρά τους, πρέπει να αρχίσουν να γνωρίζουν ο ένας τον άλλον και να γίνονται συνεχώς καλύτεροι. Αυτό είναι το κύριο που οι συνειδητοποιημένοι συνθέτες και στιχουργοί καλούνται να κάνουν στην σημερινή  πολιτική συγκυρία».
 
Αν η ιστορία επαναλαμβάνεται, αν «πού θα πάει θα μας ψηφίσουν κι όλα πάλι απ’  την αρχή» (όπως γράφετε στο ποίημα «Ο δημοσιογράφος»), προς τι η όποια προσπάθεια;
 
«Η ιστορία δεν επαναλαμβάνεται. Κάνει σπειροειδείς διαδρομές. Συχνά μας φαίνεται πως περνάμε από τις ίδιες – ή ανάλογες – τοποθεσίες. Και έτσι όμως να ήταν, οι προειδοποιήσεις δεν κάνουν κακό. Κάποιοι θα φιλοτιμηθούν – θα αφυπνισθούν – να μην κάνουν τα ίδια λάθη. Θα μου πείτε, θα τα κάνουν άλλοι στην θέση τους. Αυτή είναι η ζωή. Ένα ταξίδι, που ο καθένας μας το κάνει πολλές φορές. Κάθε φορά λίγο ή πολύ διαφορετικό. Προσοχή στους ενδιάμεσους σταθμούς. Αν κατεβείς για να χαλαρώσεις και τυχόν αφαιρεθείς, μπορεί να χάσεις το τρένο. Τότε – πράγματι – πρέπει να κάνεις το ταξίδι πάλι από την αρχή.
 
Ο Χίτλερ κατάφερε να καταλάβει όλη την Ευρώπη (πλην της Αγγλίας). Οι Χρυσαυγίτες κατάφεραν να είναι στη Βουλή και να ψηφίζουν και για Πρόεδρο της… Δημοκρατίας! Αρκεί το να αντιπαραβάλουμε την Τέχνη απέναντι σε όλα αυτά;
 
«Δεν συμφωνούσα ποτέ με όσους, καλοπροαίρετα ίσως,  υποστηρίζουν πως η τέχνη δεν μπορεί να αλλάξει τα πράγματα. Μπορεί. Όπως άλλωστε και η παιδεία και η επιστήμη και κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα. Μια κοινωνία που ψυχαγωγείται σωστά προχωράει και σωστά. Σκεφθείτε μόνο την κλασική Αθήνα και την τέχνη στην Ρωσία λίγο πριν και λίγο μετά την επανάσταση του 1917. Γι αυτό άλλωστε ερίζουν όλοι γύρω από  την τέχνη. Μαζί, λοιπόν, με όλα τα άλλα και η τέχνη του απλού τραγουδιού -όχι μόνη της βέβαια, αλλά μαζί με όλες τις σύστοιχες δραστηριότητες-  μπορεί ν’ αλλάξει τις συνειδήσεις και  τον κόσμο, ακριβώς γιατί, όση λογική κι αν εμπεριέχει, εκφράζεται με το συναίσθημα. Αυτό, το συναίσθημα, είναι που τελικά κάνει τη διαφορά, που κινεί τον κόσμο.
 
Αν όμως η τέχνη, που επηρεάζεται από τα εμφανή, συλλογικά κίνητρα δεν μπορεί να επηρεάσει η ίδια με τη σειρά της την Ιστορία, τότε γιατί η Ιστορία της ανθρωπότητας είναι γεμάτη από απαγορεύσεις, φιμωμένους καλλιτέχνες και στάχτες από καμένα βιβλία;
 
«Αλίμονο αν κάποιος δεν πιστεύει ότι τα επιτεύγματα του καλλιτεχνικού και πολιτιστικού κινήματος της δεκαετίας του ‘ 60, για παράδειγμα, δεν συνέβαλαν άμεσα στην ενίσχυση ενός γενικότερου πολιτικού και κοινωνικού αγώνα έως τουλάχιστον την μεταπολίτευση. Βέβαια η τέχνη δεν μπορεί να επηρεάσει άμεσα τα πολιτικά πράγματα σε όλο της το εύρος. Η πολιτική τέχνη όμως μπορεί. Παράλληλα υπάρχουν άριστα καλλιτεχνήματα που επηρεάζουν πιο μακροπρόθεσμα, έμμεσα και με αργούς ρυθμούς αλλά το ίδιο ουσιαστικά τη ζωή μας».
 
Εσείς πού εντοπίζετε την πηγή του νεοφασισμού και πού την καταστροφή της; 
 
«Το πρόβλημα δεν είναι μόνο ο νεοφασισμός. Αυτός και ο άκρατος νεοφιλελευθερισμός είναι σίγουρα δυο εντελώς αντίθετοι κόσμοι, αλλά δυστυχώς γι’ αυτούς – αλλά και για μας – έχουν κοινή πηγή και διεκδικούν με διαφορετικούς τρόπους τις ίδιες σάρκες, τις δικές μας. Βέβαια, δεν εξομοιώνονται σε καμιά περίπτωση. Και το πρόβλημα μιας κοινής, μετωπικής βάσης ενάντια στο φασισμό, εκεί που σηκώνει κεφάλι, τίθεται πάλι και πάλι και συχνά με ορισμένους παλιούς – και σωστούς – όρους. Στην κοινή δράση κατά του νεοφασιστικού φαινομένου δεν μπορούμε να εκβιάσουμε τη συναίνεση των άλλων αντιφασιστών στις δικές μας αναλύσεις. Μπορούμε όμως να τους πείσουμε με τη δράση μας, τη στάση μας  και τη δύναμη των ιδεών μας».
 
Είστε και δημοσιογράφος. Οι δικές αναλύσεις τι λένε;
 
«Λένε ότι εκεί που τα πράγματα και οι αντιπαλότητες των επιμέρους πολιτικών μορφών αυτού του άναρχου και άδικου κοινωνικού συστήματος σίγουρα μπερδεύονται, είναι οι ενδιάμεσοι χώροι. Εννοούμε νοοτροπίες και ιδεολογικούς μηχανισμούς που γίνονται συχνά θύλακες, προθάλαμοι μιας νέας αντιδημοκρατικής επιβολής πραγμάτων με άλλα μέσα – όχι στρατιωτικά. Παράδειγμα ο ευτελισμός, ο με κάθε τρόπο παραμερισμός του κοινοβουλίου, η ουσιαστική παραβίαση του συντάγματος, η σύμφυση οικονομικής και πολιτικής εξουσίας, όπου τα ίδια πρόσωπα παίζουν πότε τον έναν και πότε τον άλλο ρόλο, η εξασθένιση και η εξουδετέρωση της πολιτικής, η αλλοίωση των συνειδήσεων μέσα από τα ΜΜΕ,  η αδρανοποίηση και αποπολιτικοποίηση του καταναλωτικού ανθρώπου και τόσα άλλα.
 
Ολ’ αυτά πριονίζουν σιγά – σιγά όλη, την λίγη ή πολλή δημοκρατία και τις ατομικές ελευθερίες που οι εργαζόμενοι μπορεί ακόμα να έχουν σε ορισμένες χώρες και οδηγούν ολοφάνερα σε μια κοινωνία ευνουχισμένων, λοβοτομημένων ατόμων, που όλο και περισσότερο τυπικά θα ασκούν κάποια δικαιώματά τους, που την ίδια στιγμή θα παραβιάζονται σε χίλιους άλλους, πολύ σημαντικούς επίσης τομείς». 

Ads