“Ακόμα κι αν η πόρτα είναι του σπιτιού σου, το σπίτι ίσως να μην είναι το δικό σου”

Ads

Βρεθήκαμε ξαφνικά να τραγουδάμε ένα άγνωστο μέχρι εκείνη την ώρα τραγούδι σε όλους. Άγνωστο ακόμα και στους δημιουργούς του. Στον κατάμεστο κήπο του νομισματικού μουσείου, ο Σταμάτης Κραουνάκης έκανε ένα δώρο στην Ευγενία Λουπάκη για την παρουσίαση της ποιητικής συλλογής της «Το Σπίτι Από Μακριά» (Εκδόσεις Μέλανι)  έναν εμπνευσμένο αυτοσχεδιασμό. Μελοποίησε ποιήματά της εκεί , μπροστά σε όλους μας. Κι ενώ είχε προηγηθεί η υπέροχη ομιλία της Μάρως Δούκα για την ποίηση της Λουπάκη, ο Κραουνάκης, με μια Ζαμπετική ατάκα έκανε ακόμα μια εύστοχη παρατήρηση. «Μόνο ρεφρέν γράφεις Ευγενία, κουπλέ δεν έχουμε» είπε.

Όντως η Ευγενία Λουπάκη, κρατάει τα ρεφρέν στην ποίησή της  είτε γιατί λογαριάζει την οικονομία σαν δύναμη, είτε γιατί την απωθεί η φλυαρία γύρω από την κάθε της έμπνευση. Σε κάθε περίπτωση ενώ όλες οι ιδέες της επιδέχονται ανάπτυξη, δεν το κάνει. Κρατάει την αιχμή μονάχη, παντοδύναμη, χωρίς πρόλογο κι επίλογο. Σαν να καλεί τον αναγνώστη, να ανακαλέσει τη δική του αφετηρία, να επιλέξει το δικό του τέρμα. Σαν να μας ρίχνει την πετριά κι ας τα βγάλουμε πέρα μόνοι μας.

Δημοσιογράφος, παραγωγός και ποιήτρια. Το τελευταίο δεν το φωνάζει από συστολή, ωστόσο επειδή είναι εύκολο να κρυφτούν αυτά τα ποιήματα πίσω από την έντονη περσόνα της ραδιοφωνικής παραγωγού και της μάχιμης δημοσιογράφου, σας προτρέπω να τα αναζητήσετε.

Ads

Η Λουπάκη κάνει επίμονες βουτιές στην απώλεια, αλλά δεν της χαρίζεται μεμψιμοιρώντας. «Κοιτάζει την πλάτη της ιστορίας να απομακρύνεται..» κάνοντας στα γρήγορα τον αποφασιστικό της απολογισμό (προδοσίες , ψέματα, ευθύνες, ενοχές) αλλά με το βλέμμα καρφωμένο όχι στην πλάτη που απομακρύνεται, αλλά στη θάλασσα.

«Δεν μας φτάνουν οι πεθαμένοι / χάνουμε τώρα και τους ζωντανούς» γράφει με το μειδίαμα στον τίτλο «Πολυτέλειες» . Αλλά που πάνε οι ζωντανοί που χάνουμε και πότε γεμίσαμε νεκροζώντανους; «Στέγασες , τελικά τη φτώχεια σου σ’ένα σπίτι άνετο / τόσο άνετο που σ’ έχει όλον αφαιρέσει» θα γράψει σε ένα άλλο της ποίημα δίνοντας την αίσθηση ότι τα ερωτήματα που αιωρούνται στο ένα της ποίημα , βρίσκουν την απάντηση τους σε ένα επόμενο ή προηγούμενο. Εξάλλου στη συλλογή αυτή στέγασε ποιήματα από τις δύο προηγούμενες εργασίες της «Ανάμεσα σε δύο καλοκαίρια» και «Ακολουθία Fibonacci».

Η Ευγενία Λουπάκη εκκινεί από πικρές αλήθειες, ωμές διαπιστώσεις και εκτοξεύεται στο όνειρο το οποίο ποτέ δεν είναι όμως πιο μεγαλοπρεπές από το αποτύπωμα του βιώματος, από τις ανθρώπινες σκιές, από τα προσωπικά φαντάσματα, από την βαθιά οδύνη, από ρυτίδες ,  θυσίες  , τραπέζια , κρεβάτια , κλειδαμπαρωμένες πόρτες και ορθάνοιχτα παράθυρα. Κι αυτό είναι που εκτιμώ περισσότερο στην ποίησή της.

image

image

Επιστρέφει στον έρωτα ο οποίος είναι σε ιδιαίτερο εναγκαλισμό με οτιδήποτε την περιβάλλει Σκιαγραφεί έναν άνδρα προσπαθώντας περισσότερο να συνθέσει τον διαμελισμένο του εαυτό, καθώς τον παρατηρεί τη μια να στέκεται γενναίος απέναντι στην ιστορία και την άλλη να εμφανίζεται ανάπηρος μπροστά στη γυναίκα. «Και πως μπορείς να του εμπιστευτείς την επανάσταση, όταν δεν μπόρεσε να υπερασπίσει έναν έρωτα…» αναρωτιέται. «Ήταν ένας άνδρας/ κάποτε μπέρδεψε μια γυναίκα με το άπειρο/ Μετά την ξέχασε». Κι ας παρεξηγήθηκε από έναν αναγνώστη της το «Τόσοι άνδρες κι ούτε ένας ολόκληρος» , νιώθει κανείς περισσότερο πως πενθεί ένα θαμμένο σπαθί μιας αρχετυπικής ευθύνης, έναν καθαρό καθρέφτη, μια ισότιμη παρτίδα .

Τα ποιήματα της Ευγενίας Λουπάκη, ενώ στεγάζονται σε μια συλλογή με έναν τίτλο που παραπέμπει στις ρίζες που μας ακολουθούν, στο σπίτι το πρώτο, στην εστία του καθενός, δεν φλερτάρουν με την ασφάλεια. Κάθε άλλο μάλιστα. Όσο απομακρύνεται βλέπει τα  «καμένα τα λαμπάκια των παιδικών Χριστουγέννων» να την κυνηγούν. Όσο απομακρύνεται από μια άλλη εστία, το Κόμμα, βλέπει για ποιον λόγο στριμώχνονται τόσοι πολλοί άνθρωποι γύρω από έναν στόχο «Είναι ότι έτσι δεν νοιάζονται ο ένας για τον άλλο παρά μόνο για τον στόχο» διαπιστώνει. Και την ίδια ώρα παραδέχεται πως όσο κι αν ξεμακρύνει κανείς από το σημείο της πρώτης του αφετηρίας, εκείνο τον ακολουθεί κι ενίοτε τον καταδιώκει κιόλας. «Το σπίτι από μακριά» στην πραγματικότητα όμως έτσι όπως το αποτυπώνει με κάθε ευκαιρία, είναι ένα σπίτι ποτισμένο από τον άνθρωπο. Ή πιο σωστά , είναι το μέσα μας σπίτι που μας ακολουθεί, είναι τα μέσα μας σοκάκια στα οποία χανόμαστε, είναι οι μέσα μας φλόγες που μας καταδιώκουν.

* Φωτογραφίες: Παντελής Νταβανέλος