Η βρετανική δικαιοσύνη επιβεβαίωσε ότι ο θάνατος της Έιμι Γουάινχαουζ επήλθε από υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ, μετά την επανεξέταση των πορισμάτων της πρώτης έρευνας για τις συνθήκες θανάτου της διάσημης τραγουδίστριας.
 

Ads

Η 27χρονη είχε τη στιγμή του θανάτου της, τον Ιούλιο του 2011, ποσοστό αλκοόλ στο αίμα τουλάχιστον πενταπλάσιο του ανώτερου επιτρεπτού ορίου κατά την οδήγηση, δηλαδή 416 χιλιοστόγραμμα αλκοόλ ανά δέκατο του λίτρου αίματος, επιβεβαιώνει η έρευνα.
 
Τον Οκτώβριο του 2011 η Σούζαν Γκριναγουέι, η αρμόδια ιατροδικαστής για την έρευνα σε σχέση με την υπόθεση του θανάτου της τραγουδίστριας, είχε επίσης καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η Γουάινχαουζ πέθανε από τις επιπλοκές μεγάλης κατανάλωσης αλκοόλ ύστερα από μια περίοδο αποχής.
 
Ωστόσο τα πορίσματά της επανεξετάστηκαν λόγω διαδικαστικού λάθους: η Γκριναγουέι δεν είχε τα πέντε χρόνια πρακτικής που απαιτούνται στη Βρετανία για να παρεμβαίνει σε μια τέτοια έρευνα, με αποτέλεσμα να υποχρεωθεί σε παραίτηση το Νοέμβριο του 2011.
 
Σήμερα ο Σίρλεϊ Ράντκλιφ, ο αρμόδιος ιατροδικαστής για την επανεξέταση των πορισμάτων της έρευνας, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η τραγουδίστρια πέθανε από «υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ που ήταν τοξική», προσθέτοντας ότι είχε στο αίμα της «συγκέντρωση αλκοόλ που συχνά προκαλεί το θάνατο».
 
Ο ιατροδικαστής διευκρίνισε ότι η τραγουδίστρια είχε «καταναλώσει με τη θέλησή της το αλκοόλ» και ότι «δύο άδεια μπουκάλια βότκα ήταν το πάτωμα» όταν βρέθηκε νεκρή στο κρεβάτι της, στο διαμέρισμά της στο Κάμντεν του βόρειου Λονδίνου στις 23 Ιουλίου του 2011.
 
Η Γουάινχαουζ, που είχε τιμηθεί με πέντε βραβεία Grammy, είχε επί χρόνια προβλήματα λόγω της εξάρτησής της από τα ναρκωτικά και το αλκοόλ. Μετά το θάνατό της οι γονείς της εγκαινίασαν ένα ίδρυμα που φέρει το όνομά της και το οποίο προσφέρει βοήθεια σε νέους για την απεξάρτησή τους.