«Εκείνη εκοίταξε πονεμένη τα αδέρφια της, εκατέβασε το βλέφαρο και δεν του αποκρίθηκε. “Γιατί δε χαίρεσαι;” την ερώτησε…

Ads

…Κι αυτήν τη στιγμή εμπήκε στο σπίτι ο γέροντας ο Τρίνκουλος. ΄Ετρεμε όλος, αχνός, λιγνός, φοβισμένος, με μάτια που το κρασί από τόσα χρόνια τού τα’ χε θολώσει. Μα τώρα ήταν ξενέρωτος κι εδάκρυζε.

Είχε ακούσει τα τελευταία τα λόγια του Αντρέα κι αγκάλιασε μ’ αγάπη τη θυγατέρα του. Κι εκεί δεν εμπόρεσε πλια να βαστάξει. Ένα αναφιλητό βαρύ βαρύ του ετίναξε τα στήθη κι εμούγκρισε για να μην ξεφωνίσει το κλάμα.

Κι ο Αντρέας στενοχωρημένος εκοίταζε τα δύο πλάσματα, που αγαπιόνταν, που υπόφερναν εξαιτίας του και που τώρα δεν εμιλούσαν.

Ads

Τέλος ο πατέρας της είπε, σφίγγοντάς την στην αγκαλιά του: “Σ’ εδυστύχεψε!”

Δεν είπε ποιος. Ο νους του ήταν ίσως για τη γυναίκα του, μα ο Αντρέας ενόμισε πως τα λόγια τον εχτυπούσαν εκείνον, κι είπε: “Έφταιξα. μα τώρα εδιορθωθήκανε όλα. Την Κυριακή βάζω στεφάνι. Εδώ τα κλειδιά του κομού. Είπε να μου τα δώκεις τα χίλια”.

“Και ξαναγοράζεις” του ‘πε η Ρήνη πικρά “και την αγάπη; Ω, τι έκαμες!” Κι εβάλθηκε να κλαίει.

“Την αγάπη;” ερώτησε αχνίζοντας. “και δεν τηνέχω;”

“Όχι!” του αποκρίθηκε “όχι! για λίγα χρήματα ήσουνε έτοιμος να με πουλήσεις και χωρίς αυτά δε μ’ έπαιρνες. πάει τώρα η αγάπη. Επέταξε το πουλί!”

“Θα ξανάρθει” της απολογήθηκε λυπημένος, “στη ζεστή τη φωλιά του. Η ζωή μας θα’ ναι παράδεισος!”

“Όχι!” του ‘πε. “έπειτα απ’ ό,τι έκαμες όχι! κι αν σ’ αγαπούσα, δε θα ερχόμουνα μαζί σου. Είμαι
δουλεύτρα. Ποιόνε έχω ανάγκη;”

Και σε μία στιγμή ξακολούθησε: “Γιατί ν’ αδικηθούν τα αδέρφια μου;”

“Σ’ εδυστύχεψε!” είπε πάλι πικρά ο πατέρας, που τώρα ήταν ξενέρωτος. “Γιατί να μην τα δώσει από την αρχή όπως τση τό ‘πα; Ανάθεμά τα τα τάλαρα!”

“Πάμε!” είπε ο Αντρέας.

“Όχι!” του ‘πε μ’ απόφαση. “Εδώ είναι ο χωρισμός μας. θα πάω σε ξένα μέρη, σε ξένον κόσμο, σ’ άλλους τόπους. θα δουλέψω για με και για να κουναρήσω* το παιδί που θα γεννηθεί. Θα μου δώσει η μάνα γράμματα για να ‘βρω αλλού εργασία. θα τα πάρει από τες κυράδες της. Όχι, δεν έρχομαι! Είμαι δουλεύτρα. ποιόνε έχω ανάγκη;”

Κι έπειτα από μία στιγμή σα ν’ απαντούσε σε κάποια της σκέψη εξαναφώναξε: “Δεν έρχομαι, δεν έρχομαι!”.

Ο Αντρέας την εκοίταξε ξεταστικά κι εκατάλαβε πως όλα τα λόγια θα ‘ταν χαμένα.

“Ανάθεμά τα τα τάλαρα!” εφώναξε πάλι απελπισμένος. “Πάει η ευτυχία μου!” Κι εβγήκε στο δρόμο.»

Απόσπασμα από τη νουβέλα του Κωνσταντίνου Θεοτόκη, Η τιμή και το χρήμα, Εκδ. Πελεκάνος

—-
O Θεοτόκης Κωνσταντίνος γεννήθηκε στις 13 Μαρτίου του 1872 στην Κέρκυρα. Γιος του Μάρκου Θεοτόκη και της Αγγελικής Πολυλά, ανιψιάς του Ιάκωβου Πολυλά. Είχε δυο αδερφούς. Έμαθε τα πρώτα γράμματα στο ιδιωτικό σχολείο Κοντούτη, στη συνέχεια φοίτησε για οχτώ χρόνια στο Εκπαιδευτήριο Καποδίστριας και τέλειωσε το γυμνάσιο το 1888. Μαθητής ακόμα έγραψε το σχολικό εγχειρίδιο Εγχειρίδιον προς κατασκευήν διαφόρων εκ χάρτου παιγνίων. Μέρος πρώτον : Το πτηνόν.

Την ίδια περίοδο ξεκίνησε και το ενδιαφέρον του για τις φυσικές επιστήμες και το 1884 σε ηλικία δεκατεσσάρων ετών εξέδωσε με τον αδερφό του Κωνσταντίνο την εφημερίδα Ελπίς. Το 1887 εξέδωσε μια μελέτη για τον ηλεκτροχημικό τηλέγραφο και έστειλε μια μελέτη για το κυβερνώμενο αερόστατο στη Γαλλική Ακαδημία των Επιστημών που επαινέθηκε.Το 1889 γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης για σπουδές φυσικομαθηματικών επιστημών.

Η κοσμική και σπάταλη ζωή που επέλεξε τον οδήγησε δυο χρόνια αργότερα για συνέχιση των σπουδών του στη Βενετία. Εκεί σύναψε δεσμό με τη βαρώνη Ερνεστίνη φον Μάλοβιτς, δεκαεφτά χρόνια μεγαλύτερή του, από την οποία χώρισε προσωρινά κατόπιν παρέμβασης του πατέρα του τον ίδιο χρόνο, την παντρεύτηκε όμως δυο χρόνια αργότερα στη Βοημία. Ένα χρόνο αργότερα εγκαταστάθηκε με τη σύζυγό του στον πύργο των Καρουσάδων. Τότε χρονολογείται και η έναρξη της βαθιάς φιλίας του με το Λορέντζο Μαβίλη, με τον οποίο πήρε μέρος στην κρητική επανάσταση και στον πόλεμο του 1897 και από τον οποίο υιοθέτησε το ενδιαφέρον του για τη σανσκριτική μυθολογία. Στη συνέχεια ο Κωνσταντίνος έφυγε για σπουδές έξι μηνών στο Γκρατς της Αυστρίας, όπου ήρθε σε επαφή με τη σκέψη του Μαρξ και του Νίτσε και στράφηκε προς τις θεωρητικές επιστήμες.

Το 1895 εξέδωσε ένα ρομάντζο στα γαλλικά, το 1899 δημοσίευσε σε συνέχειες το Πάθος και το Πίστομα στο περιοδικό Τέχνη του Κωνσταντίνου Χατζόπουλου. Το 1900 πέθανε η κόρη του Ερνεστίνη από μηνιγγίτιδα σε ηλικία πέντε ετών. Το 1901δημοσίευσε στο Διόνυσο το διήγημα Juventus Mundi και τον επόμενο χρόνο την Κασσώπη. Το 1902 επισκέφτηκε τη Ζάκυνθο με αφορμή τα εκατό χρόνια από τη γέννηση του Σολωμού και τον ίδιο χρόνο δημοσίευσε ένα άρθρο για το Σολωμό στην εφημερίδα Neue Presse της Βιέννης.

Το 1903 γνωρίστηκε με την μετέπειτα στενή φίλη του Ειρήνη Δεντρινού και το 1904 δημοσίευσε στο Νουμά τη διατριβή του Σανσκριτική και καθαρεύουσα. Το 1905 οργάνωσε συνέδριο δημοτικιστών στην Κέρκυρα με αφορμή την εκεί επίσκεψη του Αλέξανδρου Πάλλη. Οι καλεσμένοι επίσης Κωστής Παλαμάς, Γιάννης Ψυχάρης και Ιωάννης Γρυπάρης δεν παρευρέθηκαν. Στη διετία 1907-1909 βρέθηκε στο πανεπιστήμιο του Μονάχου για σπουδές και επέστρεψε στην Κέρκυρα, όπου υποδέχτηκε τον σοσιαλιστή Μαζαράκη. Υπήρξε ιδρυτικό μέλος του Σοσιαλιστικού Ομίλου Κερκύρας και κατόπιν του Αλληλοβοηθητικού Εργατικού Συνδέσμου Κερκύρας και το 1912 τιμήθηκε με το παράσημο του Σταυρού του Σωτήρος από την κυβέρνηση, βραβείο που όμως δε δέχτηκε.

Το 1916 συμμετείχε σε ειδική αποστολή του επαναστατικού κινήματος Θεσσαλονίκης στη Ρώμη μετά από ανάθεση του τότε υπουργού Εξωτερικών Νικολάου Πολίτη. Επέστρεψε στην Κέρκυρα και διορίστηκε αντιπρόσωπος της κυβέρνησης στην Κέρκυρα, θέση από την οποία παραιτήθηκε τον ίδιο χρόνο. Το 1917 μετά την πτώση της αυστροουγγρικής μοναρχίας ο Θεοτόκης και η σύζυγός του καταστράφηκαν οικονομικά. Η υγεία του κλονίστηκε. Εργάστηκε σποραδικά ως διευθυντής λογοκρισίας (για δυο μέρες), ως υπάλληλος των εκδόσεων Ελευθερουδάκη, της Υπηρεσίας Ξένων και Εκθέσεων και της Εθνικής Βιβλιοθήκης, ενώ δεν έπαψε σ’ όλη τη ζωή του να δημοσιεύει πεζογραφικά, ποιητικά και μεταφραστικά έργα του σε πολλά λογοτεχνικά και εφημερίδες (όπως Η Τέχνη, ο Νουμάς, ο Διόνυσος κ.α.).Τα τελευταία χρόνια της ζωής του ήταν πολύ δύσκολα λόγω της άθλιας οικονομικής του κατάστασης και της αρρώστιας του.

Εγχειρίστηκε στον Ευαγγελισμό και οι γιατροί τον συμβούλεψαν να φύγει για την Κέρκυρα, όπου πέθανε την πρώτη Ιουλίου του 1923, αφήνοντας ανολοκλήρωτο το τελευταίο του έργο με τίτλο Ο παπά Ιορδάνης περίχαρος και η ενορία του. Στο χώρο της πρωτότυπης λογοτεχνικής δημιουργίας ο Θεοτόκης ασχολήθηκε κυρίως με την πεζογραφία. Ξεκίνησε γράφοντας διηγήματα (κυρίως κατά την περίοδο 1898-1910) με επιρροές από τον γερμανικό ιδεαλισμό και τη σκέψη του Νίτσε και θέματα μυθολογικά μεσαιωνικά και άλλα, όλα απομακρυσμένα από τη σύγχρονή του πραγματικότητα.

Σύντομα άλλαξε κατεύθυνση και διέγραψε μια εξελικτική πορεία από την ψυχογραφική ηθογραφία και την αισθητιστική γραφή, προς τον ιδεολογικά φορτισμένο κοινωνικό ρεαλισμό (επιρροές από το σοσιαλισμό) και το νατουραλισμό. Σταθμοί της πορείας του στάθηκαν Το Πάθος, Το Πίστομα, Η τιμή και το χρήμα, Η ζωή και ο θάνατος του Καραβέλλα. Στο χώρο της ποίησης έγραψε 32 σονέτα με ερωτική κυρίως θεματολογία.

Άξιες λόγου είναι επίσης οι φιλολογικές του μελέτες και οι εξαιρετικά φροντισμένες μεταφράσεις σημαντικών έργων της παλαιότερης και σύγχρονής του παγκόσμιας λογοτεχνίας (ο Θεοτόκης μιλούσε δέκα γλώσσες), με τις οποίες στόχευε στην πνευματική αφύπνιση του λαού, παράλληλα προς τον φίλο του Κωνσταντίνο Χατζόπουλο. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Κωνσταντίνου Θεοτόκη βλ. Γιαλουράκης Μανώλης, «Θεοτόκης Κωνσταντίνος», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας 7. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ., Δάλλας Γιάννης, «Κωνσταντίνος Θεοτόκης», Η παλαιότερη πεζογραφία μας· Από τις αρχές της ως τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο Ι΄ (1900-1914), σ.182-230. Αθήνα, Σοκόλης, 1997, Καλαμαράς Βασίλης, «Εργοβιογραφία Κωσνταντίνου Θεοτόκη», Διαβάζω 92, 18/4/1984, σ.14-18, Λυκούργου Νίκη, «Θεοτόκης Κωνσταντίνος», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό 4. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1985, Μαρτζούκου Μαρία, «Χρονολόγιο Κωνσταντίνου Θεοτόκη», Πόρφυρας 57-58 (Κέρκυρα), 4-9/1991, σ.185-206 και Μαρτζούκου Μαρία, «Συγκριτικό χρονολόγιο Κωνσταντίνου Θεοτόκη», Πόρφυρας 80 (Κέρκυρα), 1-3/1997, σ.436-449. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).
 

Η τιμή της αγάπης

Στίχοι: Τώνια Μαρκετάκη
Μουσική: Ελένη Καραΐνδρου
Πρώτη εκτέλεση: Δήμητρα Γαλάνη

Τιμή δεν έχει η αγάπη,
τιμή δεν έχει κι η ζωή.
Ποιος την πουλά, ποιος αγοράζει,
ποιος τήνε βγάζει στο σφυρί;

Τιμή δεν έχει η αγάπη,
τιμή δεν έχει κι η ζωή.
Όποιος την έχει τήνε δίνει
με μια ματιά, μ’ ένα φιλί.

Αν έχεις λίγη αγάπη, δως μου
να μου γλυκάνεις τη ζωή.
Τιμή δεν έχει η αγάπη,
τιμή δεν έχει κι η τιμή.

Στίχοι της ομώνυμης ταινίας του 1984, η οποία ήταν βασισμένη στη νουβέλα του Κωνσταντίνου Θεοτόκη: Η τιμή και το χρήμα.

Η ταινία αφηγείται μια ιστορία αγάπης που προδόθηκε για το χρήμα. Η υπόθεση της εξελίσσεται στην Κέρκυρα, στις αρχές του αιώνα. Στο ιστορικό και κοινωνικό πλαίσιο του τόπου και της εποχής, μια ιστορία αγάπης που προδόθηκε για το χρήμα. Μια γυναίκα ταπεινής καταγωγής εγκαταλείπεται από τον αγαπημένο της που ανήκει στην μπουρζουαζία και που δεν τολμάει να αντισταθεί στην τάξη του και να παντρευτεί μια κοπέλα χωρίς προίκα. Η κοινωνία την περιθωριοποιεί, όπως θα συνέβαινε σε κάθε ανύπαντρη μητέρα εκείνη την εποχή. Όμως η βιομηχανιή επανάσταση έχει ήδη αρχίσει και η νεαρή γυναίκα, μέσα από την καινούργια της θέση ως εργάτρια σε εργοστάσιο, θα βρει τον τρόπο να επιζήσει και να διατηρήσει την αξιοπρέπεια της και τα πιστεύω της. Πως η αγάπη δεν θα `πρεπε να έχει τιμή.
Πρωταγωνιστούσαν οι: Τούλα Σταθοπούλου, Στρατής Τσοπανέλλης, Σπύρος Παντέλιος, Σπύρος, Μανώλης Λογιάδης, Λάκης Κωνσταντής, Γιώργης Αγιοβλασσίτης, Αντίοχος, Άννυ Λούλου, Αλίκη Νικηφόρου. Η σκηνοθεσία και το σενάριο ήταν της Τώνιας Μαρκετάκης και η μουσική της Ελένης Καραϊνδρου.


*(κουναρώ=  μεγαλώνω, αναθρέφω)