Ελάχιστη ήταν η προσοχή που είχαν αφιερώσει τα διεθνή ΜΜΕ αλλά και πολλοί διπλωμάτες στην πολεμική αντιπαράθεση στην Υεμένη μέχρι τη μέρα που η πρωτοφανής ανθρωπιστική κρίση στη χώρα, το στρατιωτικό αδιέξοδο αλλά και η δολοφονία του Τζαμάλ Κασόγκι στο προξενείο της Σαουδικής Αραβίας στην Κωνσταντινούπολη οδήγησαν εκ των πραγμάτων στο να στραφούν τα φώτα πάνω της. Άλλωστε, διάχυτη ήταν για όλο το προηγούμενο διάστημα η αίσθηση μεταξύ των διεθνών αναλυτών πως αποτελούσε ένα ακόμη πεδίο αντιπαράθεσης μεταξύ της Σαουδικής Αραβίας με το Ιράν στη Μέση Ανατολή.

Ads

Σήμερα όμως τα δεδομένα φαίνεται πως έχουν αλλάξει δραματικά, όπως αναφέρει σε ρεπορτάζ της η Monde Diplomatique. Η Σαουδική Αραβία, η οποία ως επικεφαλής στρατιωτικής συμμαχίας με τη στήριξη της Δύσης, προσπαθούσε από το 2015 να επαναφέρει στην εξουσία τον έκπτωτο πρόεδρο Αμπντού Ραμπού Μανσούρ Χάντι, ο οποίος εκδιώχτηκε από τους αντάρτες Χούτι από τη Σιιτική μειονότητα, δείχνει πολύ στριμωγμένη.

Το διεθνές «στρίμωγμα» της Σαουδικής Αραβίας για εγκλήματα πολέμου

Πιο συγκεκριμένα, με την πολεμική σύρραξη να κινείται πλέον όμως σε αχαρτογράφητα ύδατα, η Σαουδική Αραβία δέχεται συνεχώς δημόσιες επιθέσεις για εγκλήματα πολέμου, ενώ ο πρίγκιπας Μοχάμεντ Μπιν Σαλμαν έχει απολέσει το μεγαλύτερο μέρος της αξιοπιστίας του. Κι αυτό γιατί έχει εμφανώς αποτύχει να παρουσιάσει τον εαυτό του ως μεταρρυθμιστή παρά το γεγονός ότι επιστράτευσε για το σκοπό αυτό μεγάλες ευρωπαϊκές και αμερικάνικες εταιρίες επικοινωνίας.

Ads

Την ίδια στιγμή, το ζήτημα της πώλησης όπλων στη Σαουδική Αραβία από χώρες της Δύσης βρέθηκε σε αρκετές περιπτώσεις στην κορυφή της επικαιρότητας. Πριν από ένα περίπου χρόνο, ο επικεφαλής των Εργατικών στη Βρετανία, Τζερεμι Κόρμπιν, κατηγόρησε  την πρωθυπουργό, Τερέζα Μέι, για συνεργασία με εγκληματίες πολέμου. Στις ΗΠΑ, η Γερουσία ψήφισε τη διακοπή της στρατιωτικής στήριξης του συνασπισμού της Σαουδικής Αραβίας, κάτι που αποφάσισε και η Βουλή των Αντιπροσώπων, που ελέγχεται από τους Δημοκρατικούς.

Απο τη δική τους μεριά, Ισπανία, Γερμανία και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ανακοίνωσαν εμπάργκο όπλων αλλά και επιβολή εμπάργκο, παρότι αργότερα οι αντιδράσεις τους μετριάστηκαν μετά από δικαστικές απειλές για παραβίαση συμβάσεων. Σε κάθε περίπτωση είναι πάντως σαφές ότι γίνεται όλο και πιο δύσκολο για τις δυτικές δυνάμεις να δηλώνουν υπερήφανες για την πώληση όπλων στη Σαουδική Αραβία ή τις βασικές συμμάχους της, όπως τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα.

Τον περασμένο Δεκέμβριο, η έναρξη των ειρηνευτικών συνομιλιών στη Στοκχόλμη χαρακτηρίστηκε επιτυχής απ΄π τον ειδικό απεσταλμένο του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ για την Υεμένη, τον Βρετανό Μάρτιν Γκρίφιθ. Τρεις μήνες νωρίτερα πάντως οι συνομιλίες που είχαν προγραμματιστεί να λάβουν χώρα στην Ελβετία κατέρρευσαν πριν καν φτάσει η αντιπροσωπεία των Χούτι, με αποτέλεσμα οι αντιμαχόμενες πλευρές να μην έχουν καθίσει γύρω από ένα κοινό τραπέζι διαπργαγματεύσεων για πάνω από 18 μήνες.

Ωστόσο, στη Στοκχόλμη, το διεθνές πλαίσιο ευνοούσε την πρόοδο των συνομιλιών, κυρίως σε ότι αφορά μια εκεχειρία στο στρατηγικό λιμάνι της Χοντέιντα στην Ερυθρά Θάλασσα και την ανταλλαγή κρατουμένων. Από τότε, η προοπτική περαιτέρω συνομιλιών στην Ιορδανία ή το Κουβέιτ έχει διατηρήσει την αισιοδοξία σε επίπεδα που σπάνια παρατηρείται από τότε που άρχισε ο πόλεμος.

Η «ανθεκτικότητα» των Χούτι

Όταν πάντως ξεκίνησαν οι συνομιλίες στη Στοκχόλμη οι Χούτι έδειχναν να βρίσκονται σε υποχώρηση, ιδίως μετά την επίθεση που ξεκίνησε τον Ιούνιο του 2018 εναντίον της πόλης Χοντέιντα, την οποία ήλεγχαν. Έκτοτε, οι ένοπλες ομάδες τους φάνηκαν σε αρκετές περιπτώσεις έτοιμες να εγκαταλείψουν περιοχές έξω από την παραδοσιακή πατρίδα τους στα βόρεια υψίπεδα, όπου οι Σιίτες είναι πλειοψηφία. Άλλωστε, η Σουνιτική πόλη-κλειδί Ταϊζ ξαναβρήκε την ηρεμία της, καθώς οι Χούτι χαλάρωσαν σταδιακά την πολιορκία της. Παρ’ όλα αυτά, κανείς δεν μπορεί πει πως οι Χούτι ηττήθηκαν -παρά τους περί του αντιθέτου ισχυρισμούς εκ μέρους των Σουνιτών, που στηρίζονται από τη Σαουδική Αραβία.

Αντίθετα, εδώ και τέσσερα χρόνια έχουν επιδείξει αξιοπρόσεκτη ανθεκτικότητα.  Η προέλασή τους άλλωστε από τα απομακρυσμένα υψίπεδα μέχρι την πρωτεύουσα και η στρατιωτική κυριαρχία του σε περιοχές με σουνιτικό πληθυσμό, όπου δεν έχουν μεγάλη λαϊκή υποστήριξη υποδηλώνει απροσδόκητη δύναμη.

Τον Δεκέμβριο του 2017 δολοφόνησαν τον πρώην πρόεδρο της Υεμένης, Αλί Αμντούλ Σαλέχ, με τον οποίο είχαν συνάψει αναγκαστικά συμμαχία, προτού αυτός στραφεί εναντίον τους. Αυτό θεωρήθηκε αρχικά ως ένα στρατηγικό λάθος, για το οποίο θα πλήρωναν βαρύ τίμημα. Παρά όμως το γεγονός πως σκότωσαν έναν άνθρωπο με ιδιαίτερη επιρροή στην Υεμένη για πάνω από 30 χρόνια, οι αντιδράσεις απέναντι τους ήταν σχετικά μικρές, κάτι που αποδεικνύει την μεγάλη επιρροή τους στη χώρα καθώς και την ικανότητά τους στην ιδεολογική προπαγάνδα. Οι Χούτι ειναι λοιπον εδώ για να μείνουν  ειδικά στις περιοχές της Σαάντα, της Σανάα και της Νταμάρ, οπου έχουν και μεγάλη λαϊκή υποστήριξη.

Πως κατάφερε όμως ένα αρχικά περιθωριακό κίνημα ανταρτών να τα βάλει  με εναν συνασπισμό μερικών από τους καλύτερα εξοπλισμένους στρατούς στον κόσμο, υποστηριζόμενους από τις ΗΠΑ, το Ηνωμένο Βασίλειο και τη Γαλλία; Η απάντηση ίσως να βρίσκεται στη λεγόμενη «αδυναμία της εξουσίας», όπως το έθεσε χαρακτηριστιά ο πολιτικός επιστήμονας Μπερνάρντ Μπάντι, τονίζοντας ότι στο Βιετνάμ, στο Αφγανιστάν, στο Ιράκ και τώρα στην Υεμένη, τα «μεγάλα» κράτη συνεχίζουν να χάνουν «μικρούς» πολέμους.

Την ίδια στιγμή, παρά τις περί του αντίθετου εικασίες, η υποστήριξη του Ιράν προς τους Χούτι είναι μικρή, αν παραμένει πιο σταθερή, σύμφωνα με εμπειρογνώμονες των Ηνωμένων Εθνών, μέσω της προμήθειας πυραύλων μεγάλης εμβέλειας που εκτοξεύονται τακτικά προς την Σαουδική επικράτεια.

Το οργανωμένο κράτος του Βορρά

Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η μακρά παραμονή των Χούτι στην εξουσία οφείλεται εν μέρει και στο εθνικιστικό μήνυμα που εκπέμπουν. Ο ηγέτης του, Αμντούλ Μαλίκ Αλ Χουτι, θεωρείται από πολλούς ως ένας χαρισματικός ηγέτης, παρά τις σπάνιες παρεμβάσεις τους, ενώ η εξουσία του ενισχύεται από το «χρίσμα του Προφήτη». Ο Αλ Χούτι καταδίκασε τη «Σαουδική επιθετικότητα» που επιδιώκει να τερματίσει τη δίψα της «Υεμένης» για ελευθερία και αξιοπρέπεια». Στις περιοχές που ελέγχονται από τις δυνάμεις του υπάρχει μια αίσθηση αμφισβήτησης της διεθνούς τάξης – που συνδέεται με την κυριαρχία των ΗΠΑ και τη Σαουδική παρέμβαση – και επιβεβαιώνει την διακριτή ταυτότητα του λαού των βόρειων ορεινών περιοχών.

Από την εποχή της ίδρυσής τους, πριν από περίπου 20 χρόνια, οι Χούτι έχουν καταφέρει τα διευρύνουν το δίκτυο υποστήριξής τους πολύ πέρα από την αρχική τος βάση, στηριζόμενοι θρησκευτικές ρίζες της φυλής Ζαϊντι, με τις δικές τους όμως ξεχωριστές τελετές (επηρεασμένες από το  κυρίαρχο ρεύμα το Σιιτισμού) αλλά και πάνω σε μια αντισαουδική ρητορική. Η έλλειψη ενός σαφώς καθορισμένου πολιτικού σχεδίου – μολονότι οι εχθροί τους κατηγορούν ότι επιθυμούν να αποκαταστήσουν το καθεστώς Ζαϊντι που κυβερνούσε την Υεμένη μέχρι το 1962 – δεν υπονόμευσε την ικανότητά τους να κερδίσουν υποστήριξη.

Παράλληλα, οι Χούτι αξίζουν κάποια εύσημα και για το γεγονός ότι έχουν καταφέρει να δώσουν μια εικόνα οργανωμένου κράτους, παρά τους οικονομικούς περιορισμούς (στις περιοχές που ελέγχουν οι δημόσιοι υπάλληλοι παραμένουν απλήρωτοι εδώ κι δυ περίπου χρόνια). Αυτο περιλαμβάνει το αίσθημα ασφάλειας, η οποία μπορεί πολύ άνετα να συγκριθεί με εκείνο που υπάρχει στις περιοχές του Νότου. Και δεδομένης της υποστήριξης της κοινωνικής βάσης στους Χούτι, είναι φανερό πως δεν είναι δυνατό να εξευρεθεί κάποια λύση στο ζήτημα χωρίς την συμμετοχή τους στην πολιτική διαδικασία.

Εκτός τόπου και χρόνου ο ΟΗΕ

Οι αντίπαλοι των Χούτι συνεχίζουν να κατηγορούν ορισμένους ηγέτες τους για διαφθορά, ενώ η συχνή άγρια καταστολή όσων ασκούν κριτική εις βάρος τους αποδεικνύει ότι μερικές φορές βασίζονται στο φόβο να συγκρατήσουν τις δυνάμεις τους και να αποτρέψουν την όποια εκδήλωση σημαντικής ένοπλης αντίστασης εναντίον τους. Αλλά η αδυναμία της -κυρίως φυλετικής- αντιπολίτευσης να διευρύνει της δυνάμεις της στις περιοχές που ελέγχονται από τους Χούτι θα μπορούσε να διευκολύνει την αποστρατιωτικοποίηση και τη σταθεροποίηση σε αυτές, αλλά η σχετικά συγκεντρωτική δομή του κινήματος μπορεί να βοηθήσει στον τερματισμό της κρίσης όταν η ηγεσία της αποφασίσει ότι η συγκυρία είναι η κατάλληλη.

Το ψήφισμα όμως του Συμβουλίου Ασφαλείας, το οποίο υιοθετήθηκε για την Υεμένη τον Απρίλιο του 2015, αντικατοπτρίζει την οπτική του Σαουδαραβικού Συνασπισμού, αγνοώντας ουσιατικά το υπάρχον πλαίσιο. Ορίζει δηλαδή τους Χάντι ως κυρίαρχους του κράτους μέχρι τη διεξαγωγή των επ’ αόριστον αναβληθέντων εκλογών (οι οποίες έπρεπε να έχουν διεξαχθεί τον Φεβρουάριο του 2015), ενώ απαιτεί τον άνευ όρων αφοπλισμό και την αποχώρηση των Χούτι. Την ίδια ώρα οι όποιες απόπειρες για υιοθέτηση ψηφισμάτων πιο προσαρμοσμένων στην πραγματικότητα της ευρύτερης περιοχής -όπως εκείνο που προτάθηκε από την Βρετανία στο τέλος του 2018- μπλοκαρίστηκε πλήρως από τη Σαουδική Αραβία, με αποτέλεσμα ο ΟΗΕ να συνεχίζει να κινείται σε ένα πλήρως ξεπερασμένο πλαίσιο. Το δε ψήφισμα που εγκρίθηκε στις 16 Ιανουαρίου 2019, ασχολείται μόνο με δευτερεύοντα θέματα, χωρίς να μεταβάλλει τη διεθνή νομική δομή σε ότι αφορά τη σύγκρουση στην Υεμένη.   

Ο διαιρεμένος Νότος και το σαουδαραβικό «πρόσχημα» του Ιραν

Ταυτόχρονα, οι διαπραγματεύσεις υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Εθνών δεν λαμβάνουν υπόψη τις δυσκολίες που προκαλούνται από τον κατακερματισμό που υπάρχει στα νότια της χώρας. Το βασικό πρόβλημα μάλιστα έχει να κάνει με τον αποκλεισμό των εκπροσώπων των αυτονομιστών της νότιας Υεμένης.

Το 2017 ορισμένοι από τους νότιους αυτονομιστές προσπάθησαν να συμμετάσχουν στην πολιτική διαδικασία δημιουργώντας το Νότιο Μεταβατικό Συμβούλιο, το οποίο είχε την άμεση στήριξη από τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα. Οι σχέσεις όμως του Συμβουλίου με τους Χάντι παραμένουν τεταμένες παρά το γεγονός ότι δεν έχουν καμία υποστήριξη από τους Σαουδάραβες που υποστηρίζουν την εξόριστη κυβέρνησή στο Άντεν. Από την πλευρά τους, και οι νότιοι αυτονομιστές παραμένουν διαιρεμένη, γεωγραφικά και ιδεολογικά, μεταξύ των ένοπλων σαλαφιστών και εκείνων που είναι νοσταλγοί το σοσιαλιστικού παρελθόντος του νότου.

Την ίδια στιγμή, παραμένουν πολλά τα αναπάντητα ερωτήματα σε ότι αφορά τις συμμαχίες που διαμορφώνονται εκτός των περιοχών που ελέγχονται από τους Χούτι. Αυτό ισχύει για τις νότιες ομάδες και για εκείνους που είχαν στενούς δεσμούς με τον Σαλέχ, ειδικά τον ανιψιό του Τάρικ Μοχάμεντ Σαλέχ, ο οποίος πολεμάει εδώ και καιρό εναντίον των Χούτι στην περιοχή της Χοντέιντα. Επιπλέον, οι συγκρούσεις μεταξύ των ισλαμιστικών φατριών στο Τάιζ αλλά και οι στρατηγικές διαφορές μεταξύ της Σαουδικής Αραβίας και των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων δίνουν μια εικόνα ενός μετώπου κατά των Χούτι τόσο διασπασμένο, ώστε μοιάζει πολύ πιθανό πολύ σύντομα να προκύψουν αξεπέραστες διαφορές.

Ωστόσο, το πλαίσιο διαπραγματεύσεων που επιβλήθηκε με τις αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας του 2015 δεν επιτρέπει την αντιμετώπιση αυτών των ζητημάτων, κάτι που  ενισχύει τους κινδύνους διακοπής της όποιας απόπειρας ανασυγκρότησης του κράτους, αλλά και της ενίσχυσης των ένοπλων ισλαμιστών, κάποιοι από τους οποίους συνδεόνται με την Αλ Κάιντα.

Παράλληλα, το εθνικό, δυαδικό πλαίσιο που επιβάλλεται από τις διαπραγματεύσεις ενέχει επίσης και άλλα σφάλματα, καθώς βασίζεται στην ιδέα ότι η σύγκρουση αφορά αποκλειστικά και μόνο τους κατοίκους της Υεμένης, παρά το γεγονός ότι η περιφερειακή διάσταση του όλου ζητήματος είναι οφθαλμοφανής. Το παιχνίδι που παίζουν οι κύριοι εταίροι του Σαουδαραβικού συνασπισμού έχει υποστεί πολλές φορές κριτική είτε αφορά τον πραγματικό ή τον φανταστικό ρόλο του Ιράν (που χρησιμοποιείται ως πρόσχημα για να  δικαιολογεί την παρέμβαση των Σαουδαράβων στην περιοχή),  είτε την καταστροφή που προκλήθηκε από τις βομβιστικές επιθέσεις του αραβικού συνασπισμού ή ακόμη τα προνόμια που δόθηκαν σε Σαουδάραβες στον Ινδικό Ωκεανό) και στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα (έλεγχος των ακτών της Υεμένης).

Η Διεθνής Αμνηστία καταγγέλλει μάλιστα ότι τα όπλα που πωλούνται στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα από τη Δύση διοχετεύονται σε φιλοσαουδικές ομάδες, αν και ορισμένες θεωρούνται τρομοκρατικές.

Παρ’ όλα αυτά, όταν έρθει ο χρόνος η ώρα της ανασυγκρότησης, η Monde εκτιμά  ότι τόσο οι Σαουδάραβες όσο και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα δεν θα μπορέσουν να αποφύγουν τη συμμετοχή. Με αυτό το σκεπτικό σημειώνει ότι πρέπει όλες οι πλευρές να επανέλθουν στις διαπραγματεύσεις, ώστε οι περιφερειακοί συμμετέχοντες να βρεθούν άμεσα προ των ευθυνών τους και να σταματήσουν να αποκρύπτουν τους πραγματικούς στόχους και τα συμφέροντά τους.