Η αναμενόμενη πεισματική άρνηση του Ντόναλντ Τραμπ να αποδεχθεί την εκλογική του ήττα από τον Τζο Μπάιντεν, δείχνει με τον καλύτερο τρόπο τα βασικότερα στοιχεία της προσωπικότητας του πρώην προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών, τα οποία συνηγορούν στο ότι ο Τραμπ είναι εκτός των άλλων ένας… «bad loser». Για την ακρίβεια ο Ντόναλντ Τραμπ, αποτελεί την προσωποποίηση του όρου  «bad loser», του ανθρώπου δηλαδή που δεν ξέρει να χάνει. Αρκεί και μόνο να δει κανείς, τα twitter του πρώην προέδρου, τις τελευταίες ημέρες, αλλά και την αντίδρασή του μετά το «κλείδωμα» της νίκης του Τζό Μπάιντεν. 

Ads

«Δεν έχασα εγώ, αυτοί με έκλεψαν»…

«Είναι μια απάτη, μια νοθεία. Πιστεύω ότι έχουμε κερδίσει τις εκλογές. Θέλουμε τον νόμο να εφαρμόζεται σωστά. Γι’ αυτό θα πάμε στο Ανώτατο Δικαστήριο, δεν θέλουμε να βρουν μια ψήφο στις 04:00 πρωί και να την προσθέσουν», ανέφερε λίγες ώρες αφότου έκλεισαν οι κάλπες, ο Ντόναλντ Τραμπ, την ώρα μάλιστα που προηγούταν σε αρκετές πόλεις – κλειδιά και αφού γνώριζε πως στη συνέχεια θα ενσωματώνονταν οι επιστολικές ψήφοι, στις οπόιες ο Μπάιντεν, βάσει των εκτιμήσεων, είχε σαφές προβάδισμα και θα μπορούσε να ανατρέψει το αποτέλεσμα, όπως τελικά συνέβη. 

Λίγες ώρες μετά, προέβαινε σε παρόμοιες δηλώσεις όπως οι εξής: «Προσπαθούν να μας κλέψουν τις εκλογές. Δε θα τους αφήσουμε να το κάνουν» , «δε θα αφήσουμε ποτέ την διαφθορά να μας κλέψει τις εκλογές». Μάλιστα, αναφερόμενος και πάλι σε «διαφθορά», ο πρώην πρόεδρος, λίγη ώρα πριν ηττηθεί οριστικά από τον Μπάιντεν, δήλωνε : «Η Φιλαδέλφεια είναι σάπια στην εκλογική εντιμότητα. Το Ντιτρόιτ και η Φιλαδέλφεια είναι γνωστά ως δύο από τα πιο διεφθαρμένα μέρη στις Ηνωμένες Πολιτείες. Δεν είναι υπεύθυνα για να κρίνουν το αποτέλεσμα των προεδρικών εκλογών».

Ads

Ο Τραμπ προχωρούσε στις δηλώσεις αυτές, την ώρα που φαινόταν να χάνει την πολιτεία της Πενσυλβάνια (όπου βρίσκεται η Φιλαδέλφεια), δείχνοντας με τον καλύτερο τρόπο πως όχι απλά αρνείται πεισματικά να χάσει, αλλά για να δικαιολογήσει τις συγκεκριμένη του στάση, προβαίνει σε ανυπόστατες δηλώσεις όπως ότι κάποιες Πολιτείες είναι «ανεύθυνες να κρίνουν το αποτέλεσμα των προεδρικών εκλογών».

Όμως , ακόμη και μετά την ανακοίνωση πως ο Μπάιντεν ξεπέρασε τους 270 εκλέκτορες που χρειάζονται για να εκλεγεί νέος Πρόεδρος των ΗΠΑ, ο Ντόναλντ Τραμπ συνέχισε ακάθεκτος τις απειλές, υποστηρίζοντας πως «αυτές οι εκλογές είναι ακόμη πολύ μακριά από το τέλος τους».

 «Όλοι ξέρουμε γιατί ο Τζο Μπάιντεν βιάζεται να προσποιηθεί ανυπόστατα ότι είναι ο νικητής, και γιατί οι σύμμαχοί του στα ΜΜΕ προσπαθούν τόσο πολύ τον βοηθήσουν: δεν θέλουν να γίνει γνωστή η αλήθεια. Το απλό γεγονός είναι πως αυτές οι εκλογές είναι ακόμη πολύ μακριά από το να έχουν τελειώσει», δήλωνε επιπροσθέτως ο Τραμπ, προειδοποιώντας πως το επιτελείο του θα καταφύγει στα δικαστήρια.

Γιατί ο Τραμπ αρνείται να χάσει;

Καθώς όμως, οι Πολιτείες στις οποίες αναφέρεται ο Τραμπ, είναι σαφώς πιο «υπεύθυνες» για να κρίνουν το αποτέλεσμα των προεδρικών εκλογών σε σχέση με τον ίδιο, το ενδιαφέρον στο σημείο αυτό, μετατοπίζεται στους λόγους για τους οποίους ο Ντόναλντ Τραμπ αρνείται να χάσει.

Μάλιστα, όσον αφορά την άρνηση του να αποδεχθεί την εκλογική του ήττα, αξίζει να σημειωθεί πως η συγκεκριμένη συμπεριφορά (η άρνηση του δηλαδή), είχε προαναγγελθεί από τον ίδιο από το καλοκαίρι, όταν είχε πει πως θα ενδέχεται να αμφισβήτησει το εκλογικό αποτέελσμα, καθώς διαφωνούσε με το σύστημα της επιστολικής ψήφους.

Ο ευρωβουλευτής Στέλιος Κούλογλου σε άρθρο του στο Tvxs.gr μαζί με τα παραπάνω είχε αναδείξει και ένα ακόμη στοιχείο για την αναμενόμενη αντίδραση του απερχόμενου προέδρου των ΗΠΑ: Τον χαρακτήρα και την προσωπικότητά του, η οποία σκιαγραφήθηκε από το ντοκιμαντέρ της εκπομπής Frontline του αμερικανικού δικτύου PBS, στο οποίο μέσω συνεντεύξεων από ανθρώπους που γνωρίζουν καλά το περιβάλλον τους διαμορφώνεται το προφίλ των υποψηφίων και αναδεικνύεται πως αντιδρούν σε περιόδους κρίσης.

«Στην οικογένεια του κυριαρχούσε το πρότυπο του πατέρα του, που ήταν ένας αδίστακτος μεσίτης. Μάλλον η σχέση που είχε με τον πατέρα του, ευθύνεται για τα όσα ο ίδιος έγινε»…

Σύμφωνα με όσα λοιπόν και με όσα ανέφερε και η δημοσιογράφος Michelle Dean στον Guardian, «η σχέση του Τραμπ με τον πατέρα του, βοήθησε πολύ στο να σχηματιστεί ο χαρακτήρας του». Ο Φρεντ Τραμπ, πατέρας του Ντόναλντ, «δίδασκε στα παιδιά του (μόνο στα αγόρια) μόνο το να νικούν, να είναι killers. Να κάνουν τα πάντα για να κερδίζουν».

Ενώ, όπως αναφέρει ο καθηγητής ψυχολογίας Jeffrey B. Rubin, στο PsychologyToday: «Η συμπεριφορά του Ντόναλντ καθορίζεται από τα συναισθηματικά φαντάσματα του παρελθόντος του, τα οποία συνεχίζουν να τον στοιχειώνουν. Ο νεαρός Ντόναλντ έμαθε από τον πατέρα του, σε πρόωρη ηλικία, ότι ο κόσμος ήταν ένα επικίνδυνο μέρος και έπρεπε να αντιμετωπίσει όλες τις πιθανές απειλές».

Για τον Τραμπ λοιπόν, ο μόνος τρόπος να επιβιώσει, σε αυτό το «επικίνδυνο μέρος» , ήταν να είναι «νικητής», να υπερέχει όλων των υπόλοιπων, κάνοντας «τα πάντα» για να το καταφέρει. Σύμφωνα μάλιστα με το ίδιο ντοκιμαντέρ, όταν ο νεαρός Ντόναλντ πήγε στην στρατιωτική ακαδημία για πέντε χρόνια, όπου και έμαθε «να είναι νταής», «κυνηγούσε όσους δεν τον άκουγαν με ένα σκουπόξυλο», δείχνοντας πως τα όσα του έμαθε ο πατέρας του, ήταν βαθιά στερεωμένα στην διαμορφωμένη πλέον προσωπικότητα του.

«Δεν του αρέσει να ακούει κακά νέα. Είναι τόσο αισιόδοξος που κάποιες φορές αρνείται να ακούσει το οτιδήποτε», αναφέρεται επίσης στο ντοκιμαντέρ του PBS. Ένας από τους κύριους λόγους της αισιοδοξίας του Τραμπ, είναι η μεγάλη ιδέα του «νικητή» που έχει καλλιεργήσει ο ίδιος για τον εαυτό του, η οποία, και πάλι σύμφωνα με τον καθηγητή Rubin, απλώς αποτελεί μια αντίδραση στο γεγονός πως έμαθε από μικρός, ότι «απειλείται».

Η πτυχή λοιπόν της προσωπικότητας του πρώην προέδρου ως ένας «bad loser », ασφαλώς ταυτίζεται με την άρνηση του να αποδεχθεί την ήττα των εκλογών. Ο εγωισμός του, ο οποίος χτίστηκε και ενισχύθηκε περαιτέρω ενδεχομένως από τη θέση του «πλανητάρχη», δεν τον αφήνει να αποδεχθεί την ήττα.

Όπως άλλωστε δήλωνε ο ίδιος ο Τραμπ, «ο εγωισμός είναι ενδιαφέρον πράγμα. Πάντα με παρουσιάζουν σαν κάποιον με μεγάλο εγώ, αλλά δεν νομίζω ποτέ να συνάντησα κάποιον επιτυχημένο άνθρωπο που δεν είχε μεγάλο εγώ. Αν δεν έχεις μεγάλο εγώ, δεν θα γίνεις πετυχημένος. Είναι τόσο απλο». Μπροστά στα μάτια του Τραμπ λοιπόν δε διακυβεύεται απλά η επόμενη τετραετία της διακυβέρνησης των Ηνωμένων Πολιτειών, αλλά μια «πληγή» στον εγωισμό του, την οποία δεν επιθυμεί να αντιμετωπίσει.

Άλλωστε, οταν κάποιος αρνείται την ίδια του την ήττα,  προϋποθέτει ασφαλώς την μη αποδοχή της και κατ’ επέκταση, την μη ανάλυση των πραγματικών λόγων που οδήγησαν σε αυτή. Άλλωστε, όπως δήλωνε ο Τραμπ το 2015 σε συνέντευξη του, «δε μ’ αρέσει να κάνω ψυχανάλυση στον εαυτό μου γιατί ίσως να μη μου αρέσει αυτό που θα δω».

Οι επιπτώσεις ενός bad loser στις Ηνωμένες Πολιτείες

Ασφαλώς όμως, η σκιαγράφηση του ψυχολογικού προφίλ του Τραμπ, δεν αποτελεί δικαιολογία για το γεγονός πως με τη στάση του έχει «βυθίσει» τις ΗΠΑ σε μια παρατεταμένη πόλωση και διχόνοια. Όπως έγραφε το 2019, ο Nolan McCarty στο βιβλίο του «Polarization»: «Ελάχιστες είναι οι λέξεις που χρησιμοποιούνται για να περιγράψουν την Αμερική τόσο πολύ, όσο η η λέξη πόλωση».

Εικόνες λοιπόν ένοπλων ακροδεξιών πολιτοφυλακών υποστηρικτών του Τραμπ, σε αρκετές Πολιτείες των ΗΠΑ, τόσο κατά τη διάρκεια της καταμέτρησης των ψήφων όσο και κατά τη διάρκεια της θητείας του (χωρίς ο ίδιος να τις καταδικάζει), με αποκορύφωμα τις πορείες για τον θάνατο του George Floyd, αποτελούν σε σημαντικό βαθμό αποτέλεσμα της συνεχόμενης ρητορικής μίσους που ακολούθησε ο Τραμπ από το 2016.

Η κήρυξη των Αντίφα ως «τρομοκρατική οργάνωση» , τα «στραβά μάτια» ακόμη και η ενίσχυση στη συνωμοσιολογία και στη θεωρίες της Qanon αλλά και στις φυλετικές διακρίσεις της Αμερικής σε συνδυασμό με τις τριβές που έχει προκαλέσει εντός του ρεπουμπλικανικού κόμματος, αποτελούν μόνο μερικά παραδείγματα του πως ο Τραμπ έχει διχάσει τις Ηνωμένες Πολιτείες. Αρκεί μόνο να κοιτάξει κανείς τον εκλογικό χάρτη των ΗΠΑ για να αντιληφθεί την πόλωση που επικρατεί στη χώρα, η οποία, ακόμα και αν δεν είναι σωστό να πιστώνεται εξ’ ολοκλήρου στον Τραμπ, αποτελεί σε μεγάλο βαθμό ένα αποτέλεσμα της πολιτικής του.

Βέβαια στο σημείο αυτό, είναι εύλογο να ισχυριστεί κανείς πως η επιλογή του Μπάιντεν για Δημοκρατικού υποψηφίου, ήταν ένα σημαντικό λάθος. Ο Τραμπ, «παλεύοντας» μέχρι τέλους να κερδίσει τις εκλογές, διαψεύδοντας και πάλι όλες τις προβλέψεις και τις δημοσκοπήσεις, έδειξε ότι η πόλωση και η διχόνοια στις ΗΠΑ όχι μόνο βρίσκεται σε επικίνδυνα επίπεδα, αλλά και πως η επιλογή ενός τουλάχιστον «αδιάφορου» υποψηφίου όπως ο Μπάιντεν, απλώς αποτέλεσε μια κίνηση του Δημοκρατικού κατεστημένου, ώστε ο υποψήφιος του κόμματος να μην είναι ο Μπέρνι Σάντερς.

Με άλλα λόγια δηλαδή, ο Μπάιντεν, ήταν μια επιλογή πολιτικού μάρκετινγκ, ένας πολιτικός δίχως ξεκάθαρη ιδεολογία, ο οποίος προσπάθησε απλά να σταθεί ως μια «σοβαρότερη» λύση απέναντι στον Τραμπ.  Το τελικό εκλογικό αποτέλεσμα δείχνει πως παρά την εκλογή του Μπάιντεν, δεν υπάρχει λόγος για πανηγυρισμούς.

Η πλειονότητα των αμερικανών δεν ταυτίζονταν επ’ ουδενί με τα όσα εκπροσωπούσε ο Τζο Μπάιντεν, απλώς είδαν σε αυτόν την λιγότερο χειρότερη επιλογή από τις δύο, θεωρώντας αδιανόητη και καταστροφική μια επανεκλογή Τραμπ. Από τη μια λοιπόν, ενδεχομένως αρκετοί να ικανοποιήθηκαν με τη νίκη του Μπάιντεν, όμως οι ίδιοι, όπως και ο υπόλοιπος κόσμος, γνωρίζουν τί να (μην) περιμένουν από τον νέο πρόεδρο των ΗΠΑ