Οι δύο προηγούμενες Σύνοδοι Κορυφής μεταξύ της Βόρειας και της Νότιας Κορέας το 2000 και το 2007, πέτυχαν ελάχιστα. Στο πεδίο της ειρήνευσης τελικά δεν πέτυχαν τίποτα. Φέτος, στα τέλη Απριλίου Βόρεια και Νότια Κορέα θα κάτσουν ξανά στο τραπέζι του διαλόγου. Και από όλες τις εμπλεκόμενες πλευρές εκπέμπονται μηνύματα που δημιουργούν μια κάποια αισιοδοξία για μια ενδεχομένως καλή κατάληξη. Μάλιστα ο Κιμ Γιονγκ Ουν προχώρησε και σε μια κίνηση έκπληξη προσκαλώντας και τον αμερικανό πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ σε συνάντηση, μια πρόσκληση, που όπως ανακοινώθηκε έγινε δεκτή από τον Λευκό Οίκο. Όμως παρά το «άνοιγμα φιλίας» οι ΗΠΑ παραμένουν επιφυλακτικές για τις πραγματικές επιδιώξεις του ηγέτη της Βόρειας Κορέας… 

Ads

Μετά την εκλογή Τραμπ η Κορεατική Χερσόνησος πήρε «φωτιά». Η ένταση μεταξύ της Ουάσιγκτον και της Πιονγκγιανγκ, του Τραμπ και του Κιμ Γιονγκ Ουν, χτύπησε «κόκκινο» συμπεριλαμβάνοντας ακόμη και ευθείες απειλές πυρηνικού πολέμου. Με αυτά τα δεδομένα, οι κινήσεις του Κιμ Γιονγκ Ουν και οι δηλώσεις Τραμπ περί σοβαρής προσπάθειας όλων των πλευρών, γίνονται δεκτές με ανακούφιση.  Ωστόσο, η ιστορία των διαλόγων για το ζήτημα της κορεατικής χερσονήσου δεν επιτρέπει μεγάλες προσδοκίες. Κι αυτό έχει να κάνει με τις απαιτήσεις της Βόρειας Κορέας από τη μία πλευρά αλλά και – κυρίως – με τη στάση των ΗΠΑ. 

Την παραμονή της πρώτης Συνόδου Κορυφής, μεταξύ των ηγετών της Βόρειας και της Νότιας Κορέας, τον Ιούνιο του 2000, ο τότε πρέσβης της Αμερικής στη Σεούλ έστειλε ένα απόρρητο τηλεγράφημα στην Ουάσιγκτον. Σε αυτό, ο Στέφεν Μπόσγουορθ εξέταζε αν οι συνομιλίες θα μπορούσαν να είναι μια άνευ προηγουμένου ευκαιρία για τη μείωση της πυρηνικής έντασης στην χερσόνησο ή αν θα αποδεικνύονταν παγίδα. Στην περίπτωση για παράδειγμα που οι Νοτιοκορεάτες σταματούσαν να φοβούνται το καθεστώς της Πιονγκγιανγκ και άρχισαν να αμφισβητούν την ανάγκη για την παρουσία των αμερικανικών στρατευμάτων στο έδαφός τους. 

Το απόρρητο τηλεγράφημα αποχαρακτηρίστηκε και δόθηκε στη δημοσιότητα τον περασμένο Δεκέμβρη. Αποδεικνύει δε, σύμφωνα με τον Economist, γιατί οι αμερικανικές κυβερνήσεις είναι ιδιαίτερα επιφυλακτικές όταν η Βόρεια Κορέα δηλώνει ότι θέλει να προσέλθει σε διάλογο. 

Ads

Από τότε που η Βόρεια Κορέα αποκάλυψε το πυρηνικό της πρόγραμμα, οι αμερικανικές κυβερνήσεις καταλαβαίνουν ότι η σύμμαχός τους, η Νότια Κορέα έχει πολύ καλούς λόγους να επιταχύνει τις ειρηνευτικές συνομιλίες στη χερσόνησο. Η πρωτεύουσά της Σεούλ βρίσκεται εντός της εμβέλειας των πυροβόλων όπλων της Βορείου Κορέας, η οποία, σύμφωνα με τους Αμερικάνους έχει μεγάλα αποθέματα χημικών και βιολογικών όπλων. 

Οι ΗΠΑ πιστεύουν, ωστόσο, ότι η Βόρεια Κορέα κάνει παιχνίδι με την επιθυμία της Νότιας Κορέας για ειρήνη στη χερσόνησο, χρησιμοποιώντας τον χρόνο, ώστε οι επιστήμονες της να δημιουργήσουν νέα όπλα. Μάλιστα, σύμφωνα με ανάλυση της Washington Post, η αμερικανική πλευρά εκτιμά ότι στην πραγματικότητα, αυτή τη φορά, δεν γνωρίζει καν τι προσφέρει στο τραπέζι του διαλόγου η Πιονγκγιανγκ αφού το άνοιγμα φιλίας από τον Κιμ Γιονγκ Ουν επί της ουσίας μεταφέρθηκε από νοτιοκορεατικά χείλη. 

Ο Τζόζεφ ντε Τράνι, αξιωματικός της CIA, που από το 2003 έως και το 2006 διετέλεσε επικεφαλής διαπραγματευτής της Αμερικής στις συνομιλίες των «Έξι» (Αμερική, Κίνα, Ιαπωνία, Νότια Κορέα, Βόρεια Κορέα, Ρωσία), δήλωσε σε πρόσφατη συνέντευξή του, ότι το γεγονός πως η Πιονγκγιανγκ δέχτηκε να προσέλθει στο τραπέζι του διαλόγου σημαίνει ότι οι κυρώσεις αποδίδουν και ο Κιμ Γιονγκ Ουν αισθάνεται απομονωμένος. 

Ωστόσο, όπως σημειώνει δεν τον πείθουν καθόλου οι πηχυαίοι τίτλοι στα διεθνή μίντια ότι η Βόρεια Κορέα είναι πρόθυμη να προβεί σε αποπυρηνικοποίηση αν λάβει σε αντάλλαγμα αμερικανικές εγγυήσεις για την ασφάλειά της. Υποστηρίζει ότι ο νεαρός ηγέτης της Βόρειας Κορέας αισθάνεται ότι προσέρχεται στο διάλογο ως ίσος και η στάση του δεν θα είναι τόσο διαλλακτική.

«Δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι η Βόρεια Κορέα είναι πρόθυμη να προχωρήσει σε αποπυρηνικοποίηση», υποστηρίζει ο ντε Τράνι. «Έχουν δουλέψει από το 1950 για την ανάπτυξη των πυρηνικών τους όπλων», επισημαίνει. Επίσης σημειώνει ότι το 2005 μετά τον τέταρτο γύρο των συνομιλιών των «έξι», η Βόρεια Κορέα υποσχέθηκε να εγκαταλείψει τα πυρηνικά όπλα ενώ η Αμερική επιβεβαίωσε ότι δεν έχει καμία πρόθεση να επιτεθεί στη χώρα. Ωστόσο, αυτό δεν έγινε ποτέ.

«Όταν μιλούσαν για διαβεβαιώσεις ασφαλείας (σσ. οι Βορειοκορεάτες) εννοούσαν κάτι παραπάνω από ένα κομμάτι χαρτί», λέει ο ντε Τράνι. «Θα μιλούσαν για την εχθρική μας στάση και θα ρωτούσαν: γιατί χρειάζεστε τις αμερικανικές δυνάμεις στην περιοχή, γιατί χρειάζεστε βάσεις στην Ιαπωνία;». Οι Βορειοκορεάτες κατέστησαν τότε σαφές, ότι ήθελαν την απομάκρυνση των Αμερικανών από την περιοχή και την αναστολή των συμφωνιών άμυνας μεταξύ ΗΠΑ, Νότιας Κορέας και Ιαπωνίας. 

Οι Αμερικανοί από την πλευρά τους δεν θα υποχωρούσαν ποτέ σε κάτι τέτοιο κι έτσι αρκετοί είναι επιφυλακτικοί αναφορικά με τις πιθανότητες μιας ουσιαστικής διαπραγμάτευσης και τώρα. Κι αυτό γιατί εκτιμούν ότι η Πιονγκγιανγκ θα ζητήσει και πάλι την απομάκρυνση των ΗΠΑ κάτι που η αμερικανική πλευρά αποκλείεται να δεχτεί. Ωστόσο, σημειώνει ο Economist, σε αυτές τις τεταμένες περιόδους, ακόμη και ο διάλογος για τον διάλογο είναι καλύτερος από την εναλλακτική λύση.