Με την απόφαση στρατιωτικής επέμβασης στη Συρία, η Ρωσία έσωσε το καθεστώς του Μπασάρ αλ Ασάντ και τον βοήθησε να ανακτήσει το μεγαλύτερο μέρος των εδαφών. Η Μόσχα θέλει να επιβάλει το δικό της σχέδιο για την επόμενη μέρα, κρατώντας στο παιχνίδι όλους τους παίκτες.

Ads

Η στρατιωτική επέμβαση της Ρωσίας στη Συρία, που ξεκίνησε το 2015, δεν ήταν αναπόφευκτη. Την πρώτη χρονιά της εμφύλιας σύγκρουσης (2011 – 2012) η Ρωσία πίστευε ότι, το καθεστώς Άσαντ θα μπορούσε να επιβιώσει εάν παρέμενε προστατευμένο από εξωτερικές παρεμβάσεις. Όσο οι μάχες κλιμακώνονταν τόσο η ψευδαίσθηση διαλυόταν.

Στη συνέχεια, η Ρωσία προσπάθησε να κατευθύνει τη Συρία και τη διεθνή κοινότητα προς συμβιβασμό και η ρωσική ηγεσία άρχισε να κάνει τη διάκριση μεταξύ του Μπασάρ αλ Ασάντ και του συριακού κράτους.

Έχοντας εμπεδώσει το μάθημα της Λιβύης, όπου η πτώση του καθεστώτος Καντάφι το 2011 σήμανε και τη διάλυσή της, οι Ρώσοι έδωσαν προτεραιότητα στην προστασία των θεσμών. Ήταν ωστόσο πεπεισμένοι, ότι η παρουσία του Άσαντ θα ήταν ζωτικής σημασίας στην περίπτωση κατά την οποία το συριακό κράτος θα άντεχε τη δοκιμασία, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η υποστήριξη στο πρόσωπό του θα ίσχυε στο διηνεκές.

Ads

Διαβάστε ακόμα: «Όψεις της Μέσης Ανατολής: Πόλεμος – Ιδεολογία – Θρησκεία» του Σωτήριου Στ. Λίβα

Όπως γράφει στη Monde Diplomatique ο Nikolay Kožhanov, λέκτορας στο Τμήμα Πολιτικής Οικονομίας της Μέσης Ανατολής στο Ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο της Αγίας Πετρούπολης και ακαδημαϊκός συνεργάτης στο Πρόγραμμα Ρωσίας και Ευρασίας στο Chatham House, του Βασιλικού Ινστιτούτου Διεθνών Υποθέσεων του Λονδίνου, οι Ρώσοι δεν εμπιστεύτηκαν ποτέ πλήρως τον Άσαντ, ο οποίος όταν ανέλαβε την εξουσία το 2000, επιχείρησε να προσεγγίσει την Ευρώπη, ιδίως τη Γαλλία.

Στράφηκε στη Ρωσία μόνο όταν η προσπάθεια κατέρρευσε, κυρίως, εξαιτίας της συριακής παρουσίας στο Λίβανο. Στη δεκαετία του 1990 και του 2000, η Συρία αγνόησε τα ρωσικά αιτήματα για τους Τσετσένους αντάρτες που είχαν καταφύγει στη Συρία μετά τις επιθέσεις σε ρωσικούς στρατιωτικούς στόχους και πολίτες. Η Ρωσία παρέμεινε επιφυλακτική όσον αφορά μία πιθανή σύμπραξη με τη Συρία.

Σε ομιλία του τον Ιούλιο του 2016, ο Βλαντιμίρ Πούτιν φάνηκε απρόθυμος να επαναλάβει το λάθος της Σοβιετικής Ένωσης με την Αίγυπτο, εμπιστευόμενος μία συριακή κυβέρνηση που θα μπορούσε να αλλάξει συμμάχους εν μία νυχτί. (Τον Ιούλιο του 1972 ο πρόεδρος της Αιγύπτου, Ανουάρ Σαντάτ, διέταξε ξαφνικά την αποχώρηση χιλιάδων σοβιετικών στρατιωτικών συμβούλων και εμπειρογνωμόνων, κίνηση που σηματοδότησε τη διάρρηξη των σχέσεων με τη Σοβιετική Ένωση).

image

Τον Σεπτέμβριο του 2015, η ανησυχία των Ρώσων για την επιβίωση της κυβέρνησης Άσαντ εντάθηκε, καθώς η συριακή αντιπολίτευση έκανε πιο ριζοσπαστικές κινήσεις και άρχιζε να κερδίζει έδαφος. Οι Ρώσοι φοβούνταν ότι η κυβέρνηση ήταν στα πρόθυρα κατάρρευσης και θεώρησαν ότι η παροχή στρατιωτικής και οικονομικής βοήθειας απλώς θα παρέτεινε τα γεγονότα μέχρι την οριστική διάλυση. 

Η άμεση, μακράς διάρκειας στρατιωτική επέμβαση θεωρήθηκε προτιμότερη από τις εναλλακτικές υποστήριξης του Άσαντ, μέσω δαπανηρών, εφάπαξ στρατιωτικών επιχειρήσεων ή την περίπτωση να αφήσουν την κυβέρνησή του να πέσει.

Οι Ρώσοι δικαιολόγησαν την απόφασή τους ανακαλώντας το προηγούμενο της Λιβύης και του Ιράκ, όπου κατά την εκτίμησή τους δεν βγήκε τίποτα καλό από την πτώση των καθεστώτων και υποστηρίζοντας ότι η Συρία δεν πρέπει να γίνει ακόμη ένα άδυτο τζιχαντιστών στην περιοχή.

Πολύ πριν από τον Σεπτέμβριο του 2015, η Ρωσία είχε προειδοποιήσει τη διεθνή κοινότητα για το ενδεχόμενο ενός τέτοιου κινδύνου. Οι προειδοποιήσεις ήταν αρχικά μέρος μιας «καμπάνιας δημοσίων σχέσεων» που είχε στόχο να παρουσιάσει τη Δύση ως τον ταραχοποιό της Μέσης Ανατολής. Ωστόσο, η απειλή έγινε πραγματικότητα το 2015, όταν μαχητές από την Ευρώπη, τη Ρωσία, τον Καύκασο και την Κεντρική Ασία εντάχθηκαν στον ISIS και άλλες τζιχαντιστικές οργανώσεις στη Συρία και το Ιράκ.

Σύμφωνα με τις ρωσικές μυστικές υπηρεσίες, αλλά και ανεξάρτητους αναλυτές, περίπου 12.000 ρωσόφωνοι μαχητές από το βόρειο Καύκασο, την υπόλοιπη Ρωσία και εξόριστες τσετσένικες κοινότητες πολέμησαν στη Συρία το 2015, μαζί με τζιχαντιστικές οργανώσεις όπως το μέτωπο Al Nusra, ο συριακός βραχίονας της Αλ Κάιντα (τώρα Jabha Fatah al -Sham) και το Ahrar al-Sham.

Οι ένοπλες αυτές ομάδες είχαν στους κόλπους τους, εκτός των άλλων, εκατοντάδες μαχητές από το Αζερμπαϊτζάν και τις πρώην δημοκρατίες της Σοβιετικής Κεντρικής Ασίας, όπως το Τατζικιστάν και το Ουζμπεκιστάν. Δεν ταυτίζονταν απαραίτητα με την ιδεολογία του ISIS ή του Al-Nusra. Aρκετοί εξ αυτών έβλεπαν τον πόλεμο στη Συρία ως μια προετοιμασία για τον ένοπλο αγώνα που θα έκαναν πίσω στις πατρίδες τους.

Συνεπώς, οι πρώτοι στόχοι στους από αέρος βομβαρδισμούς ήταν οι οργανώσεις που αποτελούσαν σοβαρή απειλή για το καθεστώς, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που δεν ήταν τζιχαντιστικές ή είχαν χαρακτηριστεί τρομοκρατικές κυρίως από τη Δύση. Ωστόσο, το Κρεμλίνο δεν το παραδέχτηκε ποτέ και ακόμη εξακολουθεί να υποστηρίζει ότι στόχος της ήταν μόνο οι τρομοκράτες, συμπεριλαμβανομένου του ISIS.

image

Ενισχυμένη θέση

Η ρωσική αεροπορία πέτυχε γρήγορα δύο στόχους: Αύξησε τις πιθανότητες επιβίωσης του καθεστώτος και κατέστησε αδύνατη τη δημιουργία ζώνης αποκλεισμού από τον δυτικό στρατό (και απίθανη μια επίγεια επίθεση κατά των συριακών δυνάμεων).

Παράλληλα, με την ανταλλαγή πληροφοριών και την προσπάθεια συντονισμού των στρατιωτικών της επιχειρήσεων με άλλων χωρών, συμπεριλαμβανομένων των ΗΠΑ, η Ρωσία προμοτάρισε την ιδέα ενός ευρέος συνασπισμού, με τη συμμετοχή της συριακής κυβέρνησης, εναντίον του ISIS, τακτική που θα έβαζε τέλος στη διεθνή απομόνωση του Άσαντ. Με την ανάπτυξη της αεροπορικής της δύναμης από τη βάση Χμέιμιμ, νοτιοανατολικά της Λατάκια, η Ρωσία ενίσχυσε επίσης τη διπλωματική της θέση. Καμία απόφαση για τη Συρία δεν θα μπορούσε πλέον να αγνοήσει τη Ρωσία.

Η Ρωσία βεβαίως, έχει έναν πολύ πιο φιλόδοξο στόχο από τη βραχυπρόθεσμη διάσωση του συριακού καθεστώτος. Στην αρχή ισχυρίστηκε ότι θέλει να τερματίσει τον πόλεμο αναλαμβάνοντας ρόλο διαμεσολαβητή στον διάλογο μεταξύ της κυβέρνησης και των δυνάμεων της αντιπολίτευσης, εκτός από τους τζιχαντιστές και τους ξένους μαχητές.

Ωστόσο, ήθελε να ξεκινήσει αυτή τη διαδικασία συμφιλίωσης με τους δικούς της όρους, που περιελάμβαναν τη διατήρηση της εδαφικής ακεραιότητας της Συρίας και τη δημιουργία συνασπισμού κατά του ISIS, όπως είχε πει ο Πούτιν στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ τον Σεπτέμβριο του 2015. Η Ρωσία ζήτησε επίσης τη διατήρηση των συριακών κρατικών δομών και δήλωσε ότι θα ενθαρρύνει τον μετασχηματισμό του καθεστώτος μόνο στο υφιστάμενο συνταγματικό πλαίσιο.

Το 2016 ο Πούτιν μιλούσε ακόμη για την ειρηνευτική διαδικασία στη Συρία, προβλέποντας ανακατανομή της εξουσίας μεταξύ της κυβέρνησης και των «υγιών» στοιχείων της αντιπολίτευσης. Η απομάκρυνση Άσαντ ήταν εκτός συζήτησης.

Η πτώση του Χαλεπίου τον Δεκέμβριο του 2016 γέμισε τη Ρωσία αυτοπεποίθηση, που πίστεψε ότι μπορούσε να βγει μπροστά και να κατευθύνει την πορεία των γεγονότων στη Συρία και την ευρύτερη περιοχή. Ούτε καν η εκλογή Τράμπ δεν άλλαξε την πεποίθηση αυτή.

Μέχρι το 2017 η Ρωσία πίστευε ότι είχε επιτύχει έναν βασικό στόχο: Να σώσει το καθεστώς Άσαντ και να του επιτρέψει να ανακτήσει μέρος των εδαφών. Αλλά η ιστορία δεν είχε φτάσει στο τέλος: Δεν μπορούσε να γίνει απόσυρση των στρατευμάτων χωρίς να ολοκληρωθεί η πολιτική διαπραγματευτική διαδικασία, η οποία ήταν ακόμη εντελώς υποθετική.

Με αυτόν τον στόχο πρότεινε μία νέα πλατφόρμα διαπραγματεύσεων, τον γύρο των συνομιλιών για την ειρήνευση στη Συρία που έγινε στην Αστάνα του Καζακστάν, παρακάμπτοντας τον ΟΗΕ. Η έναρξη άμεσου διαλόγου με το Ιράν και την Τουρκία, αμφότερες σημαντικές περιφερειακές δυνάμεις, οι οποίες είχαν αποκλειστεί από προηγούμενες συνομιλίες, προώθησε την ιδέα της διπλωματικής επίλυσης.

image

Αλλαγή στρατηγικής

Η Ρωσία άλλαξε στρατηγική πριν από έναν χρόνο όταν έπεσαν τα προπύργια του ISIS. Τον Δεκέμβριο ο Πούτιν διέταξε έως και μερική αποχώρηση.

Αλλά η Ρωσία δεν έτρεφε ψευδαισθήσεις: Ήξερε ότι ο ISIS είχε «σπάσει» αλλά δεν είχε καταστραφεί και ότι ο εμφύλιος πόλεμος δεν είχε τελειώσει και επίσης, ότι θα έπρεπε να συνεχίσει να παρέχει στρατιωτική στήριξη αν ήθελε να κρατήσει τον Άσαντ στην εξουσία.

Υπό αυτές τις συνθήκες, η Ρωσία έχει κάθε πρόθεση να διατηρήσει τη στρατιωτική της δύναμη στη  Συρία, ειδικά από τη στιγμή που το στάδιο της σύγκρουσης αυτή την περίοδο δεν απαιτεί αυξημένο προσωπικό. Μέρος της στρατιωτικής της δύναμης έχει ήδη επιστρέψει στη Ρωσία, αλλά πρόκειται για ένα rotation, μία εναλλαγή που αποσκοπεί στην προσαρμογή της στρατιωτικής παρουσίας στις πραγματικές ανάγκες. Εν πάση περιπτώσει, όπως φάνηκε και από προηγούμενες ανακοινώσεις ο ρωσικός στρατός στην περιοχή αυξομειώνεται αναλόγως των περιστάσεων.

Η ανακοίνωση περί απόσυρσης έγινε για λόγους πολιτικούς. Τις παραμονές των ρωσικών προεδρικών εκλογών τον περασμένο Μάρτιο, ο Πούτιν ήθελε να μιλήσει για κάποιες διεθνείς επιτυχίες. Με τις δυτικές χώρες να παρατείνουν και να σκληραίνουν τις οικονομικές κυρώσεις κατά της Ρωσίας και το αδιέξοδο στην Ουκρανία, η Μέση Ανατολή ήταν ένα από τα λίγα πεδία για τα οποία η Ρωσία θα μπορούσε να υπερηφανευτεί σε επίπεδο εξωτερικής πολιτικής.

Ενώ συνέχισε να επιμένει ότι η παρουσία των στρατευμάτων της ήταν προσωρινή, η Ρωσία μπορούσε να παρουσιάσει την εικόνα της σε ένα θετικό πλαίσιο. Άλλωστε, ο τότε υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Ρεξ Τίλερσον μιλούσε εκείνες τις μέρες για παραμονή των Αμερικανών στη βορειοανατολική Συρία.

Σήμερα οι συζητήσεις των Ρώσων διπλωματών είναι κυρίως χώρες οι οποίες έχουν άμεση επιρροή στην περιοχή: το Ιράν, την Τουρκία και τη Σαουδική Αραβία.

Κατά τη διάρκεια της επίσκεψης που πραγματοποίησε ο Σαουδάραβας μονάρχης στη Μόσχα τον περασμένο Οκτώβριο, η Ρωσία τον ενθάρρυνε να δημιουργήσει μια ενιαία ομάδα η οποία θα εκπροσωπεί τις δυνάμεις κατά του Άσαντ στις συνομιλίες της Γενεύης. Ο βασιλιάς της Σαουδικής Αραβίας Σαλμάν μπεν Αμπντέλ Αζίζ Αλ Σαούντ τάχθηκε υπέρ της διευθέτησης της κρίσης στην Συρία με πολιτικά μέσα, λέγοντας ότι «πρέπει να βρεθεί πολιτική λύση, η οποία θα εγγυάται της επίτευξη της ασφάλειας και της σταθερότητας, την διατήρηση της ενότητας και της εδαφικής ακεραιότητας της Συρίας. Τάχθηκε επίσης υπέρ της ενότητας και της εδαφικής ακεραιότητας του Ιράκ.

Ταυτόχρονα, η Ρωσία ενέτεινε τις διαβουλεύσεις της με το Ιράν και την Τουρκία για τον Αφρίν και την Ιντλίμπ, σε σχέση και με τις μελλοντικές ζώνες αποκλιμάκωσης, προσπαθώντας συγχρόνως να τους καθησυχάσει, καθώς ήξερε ότι Ιράν και Τουρκία διατηρούν επιφυλάξεις για τις δεσμεύσεις της Ρωσίας έναντι των εταίρων της.

Στις 14 Νοεμβρίου ο Ρώσος υπουργός Εξωτερικών Σεργκέι Λαβρόφ έκανε δήλωση για τη νομιμοποίηση της στρατιωτικής παρουσίας του Ιράν στη Συρία, μήνυμα που υπογραμμίζει ότι η Ρωσία θεωρεί τη συνεργασία της με το Ιράν τόσο σημαντική όσο τη σχέση της με το Ισραήλ.

Επισήμως, η Ρωσία καταδίκασε τη στρατιωτική επιχείρηση της Τουρκίας εναντίον των αραβο-κουρδικών δυνάμεων στην περιοχή του Αφρίν τον Ιανουάριο. Στην πραγματικότητα, έδωσε πρόσβαση στα τουρκικά αεροπλάνα και επίσης την έγκρισή της, μέσω μιας σιωπηρής συμφωνίας με την Τουρκία, η οποία παρείχε στους Τούρκους ελεύθερη πρόσβαση με αντάλλαγμα τη μη αμφισβήτηση της προόδου που έχουν κάνει οι δυνάμεις της συριακής κυβέρνησης σε Ιντλίμπ και Γκούτα, στα προάστια της Δαμασκού.

Η επιτυχία της επιχείρησης στο Αφρίν ήταν μία υπόσχεση απομάκρυνσης της Τουρκίας λίγο περισσότερο από τις ΗΠΑ και άλλες χώρες του ΝΑΤΟ όπως η Γαλλία, οι οποίες υποστηρίζουν τις αραβο-κουρδικές δυνάμεις.

Παρά τον βομβαρδισμό των συριακών στρατιωτικών εγκαταστάσεων τον Απρίλιο από αμερικανικές, βρετανικές και γαλλικές δυνάμεις, η Ρωσία θεωρεί ότι οι ΗΠΑ και η ΕΕ δεν θα διαδραματίσουν αποφασιστικό ρόλο σε αυτή τη φάση των διαπραγματεύσεων, καθώς δεν έχουν εκδηλώσει πραγματική επιθυμία ανάμιξης στη συριακή πολιτική σκηνή και επιπροσθέτως δεν έχουν μεγάλη επιρροή στην περιοχή.

Κατά τη διάρκεια της συνάντησης Τραμπ -Πούτιν στο Βιετνάμ τον περασμένο Νοέμβριο, η Ρωσία πήρε αυτό που ήθελε: Διαβεβαιώσεις ότι οι ΗΠΑ αναγνωρίζουν τον Άσαντ ως νόμιμο πρόεδρο της Συρίας. Ότι σέβονται τις αρχές της εδαφικής ακεραιότητας της Συρίας και την αποκλιμάκωση της σύγκρουσης των δύο πλευρών. Επιπλέον, ότι εξακολουθούν να υποστηρίζουν τη διαδικασία της Γενεύης.

Σε αντάλλαγμα, ο Πούτιν υποστήριξε την προτεραιότητα Τράμπ για τον πόλεμο κατά της τρομοκρατίας στην περιοχή. Στην κοινή δήλωσή τους, η Ρωσία επιβεβαίωσε την αποφασιστικότητά της να πολεμήσει τον ISIS παράλληλα με τις ΗΠΑ μέχρι την τελική νίκη. Η Ρωσία δεν θα ανοίξει την ατζέντα για το μέλλον της Συρίας πέρα από αυτά τα θέματα, τουλάχιστον έως ότου οι ΗΠΑ δηλώσουν έτοιμες να ασχοληθούν περισσότερο με τα εσωτερικά της Συρίας.

Κοντά στην κόκκινη γραμμή

Μέχρι σήμερα, Ρωσία και ΗΠΑ έχουν φροντίσει να αποφύγουν την άμεση αντιπαράθεση στη Συρία, αλλά αυτή η «κόκκινη γραμμή» γίνεται όλο και πιο δύσκολο να μην παραβιαστεί.

Το Φεβρουάριο, Ρώσοι μισθοφόροι μαζί με τον συριακό στρατό επιχείρησαν να καταλάβουν την πετρελαιοπηγή κοντά στην πόλη Ντέι αλ-Ζορ στον Ευφράτη που λειτουργούσε από τον όμιλο Conoco και ελέγχονταν από τις κουρδικές δυνάμεις. Σημειώνεται ότι η Ντέιρ αλ Ζορ, που βρίσκεται στη δυτική όχθη του Ευφράτη, είναι η μεγαλύτερη και πιο σημαντική πόλη στην ανατολική Συρίας. Είναι επίσης το κέντρο της παραγωγής πετρελαίου της χώρας.

Το Κρεμλίνο διατείνεται ότι δεν έδωσε έγκριση για την επιχείρηση και ισχυρίζεται ότι ήταν πρωτοβουλία της Δαμασκού και της ρωσικής εταιρείας Euro Polis, η οποία είναι ανάδοχος του στρατού που συνδέεται με τον επιχειρηματία  Γιεβγκένι Πριγκόζιν, ο οποίος ως γνωστόν είναι άνθρωπος του Πούτιν.

Σύμφωνα με τον ρωσικό Τύπο, το Euro Polis συμφώνησε με τη συριακή κυβέρνηση ότι θα «ελευθερώσει» τις πετρελαιοπηγές χρησιμοποιώντας μισθοφόρους με αντάλλαγμα να πάρει τις συμβάσεις πετρελαίου για το ένα τέταρτο της παραγωγής.

Αλλά, το Κρεμλίνο ήταν αδύνατο να μη γνωρίζει για την επικείμενη επίθεση. Οι ρωσικές δυνάμεις που βρίσκονται στο Χμέιμιμ έλαβαν πληροφορίες από τους Κούρδους μαχητές και τις ΗΠΑ για συγκέντρωση πολιτοφυλάκων, μισθοφόρων και συριακών δυνάμεων κοντά στην πετρελαιοπηγή.

Ωστόσο, δεν έγινε τίποτα για να σταματήσει η επίθεση, για τουλάχιστον τρεις λόγους: Οι Ρώσοι ήθελαν να δοκιμάσουν την αντίδραση των ΗΠΑ, να αξιολογήσουν τη στρατιωτική ικανότητα των Κούρδων και σε περίπτωση επιτυχούς κατάληξης, να ενισχύσουν το συριακό καθεστώς με το απροσδόκητο δώρο της πετρελαιοπηγής.

Οι Αμερικανοί βοήθησαν τους Κούρδους από αέρος, σκοτώνοντας δεκάδες Ρώσους μαχητές. Αυτή η επιτυχημένη αντεπίθεση είχε σκοπό να δείξει στη Ρωσία ότι η κυβέρνηση Τραμπ, σε αντίθεση με τον προκάτοχό της, είναι έτοιμη να υπερασπιστεί τα συμφέροντά της.

Δεν είναι τυχαίο ότι από τον Φεβρουάριο η Ρωσία έχει αποφύγει οποιαδήποτε πρόκληση προς τις ΗΠΑ, παρά τις απειλές για εξοπλισμό της Δαμασκού με πυραυλικά συστήματα S-300.

Από αυτή την άποψη, η συντονισμένη επίθεση ΗΠΑ, Γαλλίας, Βρετανίας στη Συρία, τον Απρίλιο, ως απάντηση στη φερόμενη επίθεση με χημικά στη Ντούμα, ήταν μία καλή υπενθύμιση ότι η Ρωσία δεν είναι η μοναδική δύναμη που μπορεί να καθορίσει τις εξελίξεις στη Συρία.