Η Έιντζελ ήταν 11 χρονών όταν η μητέρα της προσπάθησε να τη σκοτώσει. Θυμάται τη χούφτα με το ποντικοφάρμακο και τη φωνή της μάνας της να λέει: «Πιες το!». Άρχισε να ουρλιάζει μέχρι που ένας γείτονας έτρεξε και την πήρε από εκεί. Αυτό ήταν μια δεκαετία πριν. Τώρα η μητέρα της σκύβει πάνω από τον ώμο της και της βάζει μαύρο τσάι σε ένα φλιτζάνι. Μοιράζονται ένα κρεβάτι από σκυρόδεμα σε ένα σπίτι χωρίς ρεύμα. Μοιράζονται ακόμη μια ιστορία που τρομάζει τον κόσμο.

Ads

Για πάνω από εκατό ημέρες το 1994, η γενοκτονία αποδεκάτιζε το λαό της Ρουάντα. Πρόκειται για τη μαζική δολοφονία εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων, κυρίως της φυλής Τούτσι από τους ομοεθνείς τους της φυλής Χούτου. Η Ρουάντα είναι μια χώρα της Ανατολικής Αφρικής που έχει το μέγεθος του Βελγίου. Οι επιτιθέμενοι πήραν περίπου 800.000 ζωές και βίασαν περίπου 250.000 γυναίκες, οι οποίες, σύμφωνα με την καταμέτρηση ενός φιλανθρωπικού οργανισμού, γέννησαν 20.000 μωρά.

Η Έιντζελ είναι μέρος αυτής της γενιάς. Αυτά τα μωρά, τα παιδιά των βιασμών, τώρα ενηλικιώνονται κι έρχονται αντιμέτωπα με μια ταυτότητα που κανείς γονείς δεν θα επιθυμούσε για το παιδί του. Ωστόσο, αψηφούν τις προσδοκίες ότι η τραγωδία που έχουν πίσω τους θα είναι αυτή που θα καθορίσει τη ζωή τους.

Ιστορικά, τέτοια παιδιά γνώρισαν συχνά τον πρόωρο θάνατο. Πολλές γυναίκες στην Κίνα υπέστησαν σεξουαλική βία κατά τη διάρκεια της Σφαγής της Ναντσίνγκ ή του Βιασμού της Ναντσίνγκ, όπως έμεινε στην ιστορία, το 1937. Κανένας δεν αναγνώρισε δημοσίως την ανατροφή των παιδιών των Ιαπώνων στρατιωτών, όπως λένε οι ιστορικοί. Αναφορές της εποχής λένε ότι πολλές γυναίκες που έμειναν έγκυες από αυτούς τους βιασμούς διέπραξαν παιδοκτονίες.

Ads

Μια μελέτη της UNICEF για τα «παιδιά του πολέμου» της Βοσνίας (1992-1995) κατέληξε στο συμπέρασμα ότι πολλά από αυτά εγκαταλείφθηκαν ή σκοτώθηκαν από τις μητέρες τους. Ο αριθμός των παιδιών που επέζησαν παραμένει άγνωστος ακόμη και σήμερα.

Στη Ρουάντα, οι ομάδες υποστήριξης των γυναικών αυτών, παρέχουν μια σαφέστερη εικόνα. Τα «παιδιά των δολοφόνων», όπως συχνά τα αποκαλούν, ζουν σε συνθήκες φτώχειας, πάσχουν από AIDS και υποφέρουν ενδοοικογενειακή βία, όλα αυτά σε υψηλότερα ποσοστά από τους συνομήλικούς τους. Αλλά αυτή δεν είναι όλη η ιστορία.

Ζωντανοί νεκροί;

«Ακούμε ότι οι ζωές όλων τους είναι κατεστραμμένες, ότι είναι σα ζωντανοί νεκροί», λέει στη Washington Post, η Ντάρα Κέι Κοέν, καθηγήτρια του Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ, η οποία μελετά στις σεξουαλικές επιθέσεις σε καιρό συγκρούσεων. «Στη συνέχεια όμως μιλάμε στους ανθρώπους και ακούμε ότι υπάρχει αυτή η υφέρπουσα ελπίδα».

Οι ερευνητές τώρα αρχίζουν να διερευνούν τον τρόπο με τον οποίο τα παιδιά αυτά ξεπερνούν τα τραύματά τους. Η κυβέρνηση της Ρουάντα που είναι επιφορτισμένη με την ανασυγκρότηση ενός κατεστραμμένου έθνους, δεν θέσπισε μια επίσημη πολιτική για να βοηθήσει τις γυναίκες που συνέλαβαν κατά τους μαζικούς βιασμούς.

Η Ίνγκβιλ Μόχμαν, ιδρύτρια του Διεθνούς Δικτύου Διεπιστημονικής Έρευνας για τα Παιδιά που γεννήθηκαν κατά τον πόλεμο, δημοσίευσε πρόσφατα μια έκθεση η οποία συνοψίζει μελέτες μιας δεκαετίας για τις επιπτώσεις του πολέμου στα παιδιά. «Πολλά παιδιά τα πήγαν καλά στη ζωή τους», γράφει η Μόχμαν. «Το ενδιαφέρον ερώτημα είναι, τι είναι αυτό που κάνει τη διαφορά;»

Οι συνεντεύξεις που παρουσιάζει η Washington Post με τρεις οικογένειες για την 23η επέτειο από τη γενοκτονία, δίνουν μια ιδέα για την απάντηση σε αυτό το δύσκολο να απαντηθεί ερώτημα.

Έιντζελ και Ζακλίν

Η Έιντζελ και η Ζακλίν, μάνα και κόρη, κάθονται μαζί σε ένα ξύλινο τραπέζι. Μοιράζουν στα δυο ένα ψωμί για πρωινό και το βουτάνε στο τσάι. Ζουν μαζί κάτω από μια σιδερένια στέγη σε ένα αγροτικό χωριό. Το μηνιαίο ενοίκιο τους πληρώνει η Καθολική εκκλησία του χωριού. Είναι 4 λίρες. Οι ραγισμένοι τοίχοι είναι βαμμένοι τιρκουάζ.

Η Έιντζελ είναι τώρα 22 χρονών. Γεννήθηκε θετική στον HIV και παίρνει δωρεάν τα φάρμακά της από την κυβέρνηση ώστε να μπορεί να παραμένει υγιής. Έχει τελειώσει το γυμνάσιο και περιμένει τους βαθμούς των εξετάσεων που θα διαμορφώσουν το μέλλον της. Οι υψηλοί βαθμοί θα της εξασφάλιζαν μια υποτροφία. Τα αποτελέσματα θα αναρτηθούν στο διαδίκτυο σε μερικές εβδομάδες. Η Έιντζελ και η μητέρα της θα προσεύχονται πριν πάνε στο κοντινό internet cafe.

image

Το όνειρο της Έιντζελ είναι να κάνει καριέρα στον τουρισμό. Το εφεδρικό της σχέδιο είναι να πουλά ντομάτες. «Δεν έχουμε χρήματα», εξηγεί. Η Έιντζελ έμαθε από μικρή πως ήρθε στη ζωή. Η Ζακλίν της έλεγε: «Δεν είσαι η πραγματική μου κόρη». «Όποτε πήγαινε κάπου και τη ρωτούσα αν μπορώ να πάω μαζί της, πάντα μου έλεγε όχι και με κλείδωνε στο σπίτι», λέει η Έιντζελ. «Επίσης δεν με άφηνε να παίζω με άλλα παιδιά».

Η Ζακλίν βάζει τα κλάματα όταν τα θυμάται. Πριν από τη γενοκτονία ήταν η μητέρα κάποιων άλλων παιδιών. Ήταν στην τέταρτη και την έκτη τάξη τα κορίτσια της. Και οι δυο έπεφταν θύματα bulling, επειδή ανήκαν στην εθνοτική μειονότητα των Τούτσι. Η Ζακλίν ήταν στο δρόμο για την πρωτεύουσα Κίγκαλι για να τους βρει θέση σε ένα νέο σχολείο όταν ξέσπασε η βία.

Οι αρχηγοί της κυβέρνησης της Ρουάντα διέταξαν τον πληθυσμό της πλειοψηφίας, τους Χούτου, να εξοντώσουν τους Τούτσι. Οι γείτονες άρχισαν να σφαγιάζουν γείτονες. Οι συνάδελφοι, συναδέλφους. Οι Χούτου βρήκαν τη Ζακλίν να κρύβεται μέσα σε ένα καθολικό σχολείο και τη βίασαν. Θυμάται ότι ευχόταν να πεθάνει.

Πέρασαν τρεις μήνες κι ένας στρατός ανταρτών Τούτσι ανέτρεψε την κυβέρνηση. Η Ζακλίν ήταν εκεί και ακολουθούσε έναν στρατιώτη του ΟΗΕ πάνω στα ερείπια. Ο σύζυγος και τα δυο κοριτσάκια της ήταν όλοι νεκροί. Πλέον ήταν φορέας του HIV και περίμενε ένα μωρό.

Η Ζακλίν έβαλε κάποτε σαπούνι και βαφή μαλλιών μέσα στο μπιμπερό της Έιντζελ και αποφάσισε να πιει κι αυτή το τοξικό μείγμα. Ήθελε τα πάντα να γίνουν μαύρα. Και οι δυο έκαναν εμετό και η Ζακλίν αποφάσισε διστακτικά να συνεχίσει να προσπαθεί.

Τη μία αγκάλιαζε την Έιντζελ και την άλλη τη χτυπούσε. Μια αγάπη, μια οργή, μια στοργή, μια πάλι οργή. Αυτή η κατάσταση συνεχίστηκε μέχρι το 2007 που εντάχθηκε στις ομάδες υποστήριξης του ιδρύματος Ρουάντα. Η οργάνωση είχε ομάδες υποστήριξης που συνέρχονταν κάθε εβδομάδα. Ενέπνευσαν τόσο τη Ζακλίν, όσο και άλλες γυναίκες να γίνουν χριστιανές. Η Ζακλίν άρχισε σιγά, σιγά να αισθάνεται ότι η Έιντζελ ήταν ένα δώρο από το Θεό.

Το ίδρυμα πλήρωσε το σχολείο της μικρής μέχρι την αποφοίτησή της. Εκείνη συνήθως μένει κοντά στο σπίτι εκτός από όταν πρέπει να αγοράσει φαγητό, ή να πάρει τα φάρμακά της ή να πάει στην εκκλησία. Πρόσφατα χώρισε με τον φίλο της. Ήταν μαζί πέντε χρόνια. Εκείνος ήθελε να την παντρευτεί αλλά εκείνη δεν ήθελε να του πει ότι είχε HIV. Η Έιντζελ νιώθει άνετα στο σύμπαν της αλλά είναι περίεργη για το τι άλλο υπάρχει εκεί έξω. Περιμένει λοιπόν τα αποτελέσματα των εξετάσεών της.

Άλμπερτ και Άγκνιες

Ο Άλμπερτ, 21 ετών, βρίσκεται στο χωράφι της οικογένειάς του και κόβει φυτά με ένα μαχαίρι. Εδώ, στον αγροτικό τομέα, νιώθει ακόμη, λίγο εκτός τόπου και χρόνου, καθώς μόλις πέρσι αποφοίτησε από ένα οικοτροφείο κοντά στο Κιγκάλι.  

Ο Άλμπερτ μεγάλωσε σε ορφανοτροφείο, περίπου τέσσερις ώρες μακριά από το σπίτι του με λεωφορείο. Παλεύοντας με γαλλικά και αγγλικά λεξικά, ονειρευόταν ένα μέλλον στην πολιτική. Τώρα φυλλάδια διαφόρων κολεγίων της Αμερικής βρίσκονται εδώ κι εκεί στο δωμάτιό του. Προς το παρόν, βοηθά τη μητέρα του με τα 2½ στρέμματα γης που έχουν.

Τη μητέρα του τη λένε Άγκνιες. Ήταν μια έφηβη Τούτσι όταν ξεκίνησε η σφαγή. Ένας Χούτου από το χωριό της πρόσφερε αρχικά καταφύγιο. Στη συνέχεια όμως την φυλάκισε ως σκλάβα του σεξ, απειλώντας να την σκοτώσει αν προσπαθούσε να φύγει.

Όταν η κυβέρνηση των Χούτου έπεσε και οι μαχητές τους άρχισαν να φεύγουν από τη Ρουάντα, ο άντρας ανάγκασε την Άγκνιες να τον συνοδεύσει εκτός των συνόρων. Γέννησε δυο μωρά στην Τανζανία, τον Άλμπερτ και τον μικρότερο αδελφό του.

Η Άγκνιες κάποια στιγμή κατάφερε να δραπετεύσει και να γυρίσει στην παλιά της γειτονιά. Οι άνθρωποι άρχισαν να την ρωτούν για τα μωρά: ήταν παιδιά των δολοφόνων; Η Άγκνιες έβαλε και τα δυο αγόρια της σε ένα δημόσιο ορφανοτροφείο. Εκεί μπορούσε να τα επισκέπτεται μια φορά το χρόνο.

image

Τελικά η Άγκνιες παντρεύτηκε έναν παλιό της φίλο και μετακόμισε σε ένα σπίτι στην εξοχή. Ωστόσο, ο χωρισμός από τα παιδιά της, της ράγισε την καρδιά. Και μπέρδεψε τον Άλμπερτ. «Της είπα: θέλω να είμαι μαζί σου», θυμάται, κι εκείνη απάντησε: «προσπαθώ να βγάλω χρήματα για εσάς».

Ο Άλμπερτ δεν γνώριζε ότι ήρθε στη ζωή έπειτα από έναν βιασμό. Στο ορφανοτροφείο βρέθηκε μαζί με παιδιά που είχαν χάσει και τους δυο γονείς τους στην γενοκτονία. Αισθανόταν τυχερός που εκείνος είχε τουλάχιστον τον ένα. «Υπήρχαν 2.000 παιδιά σαν κι εμάς», λέει, «με διαφορετικό υπόβαθρο και διαφορετικές ιστορίες. Άλλοι άνθρωποι είχαν παλέψει περισσότερο από μένα».

Ο Άλμπερτ έμαθε για τον πατέρα του σε ηλικία 17 ετών. Ο άντρας αυτός επέστρεψε στη Ρουάντα πριν από χρόνια και καταδικάστηκε σε ισόβια φυλάκιση. Βρίσκεται σε μια φυλακή περίπου 30 μίλια βόρεια από το σπίτι της Άγκνιες. Ο Άλμπερτ αναρωτιέται πως θα ήταν αν τον συναντούσε. Δεν έχει καταφέρει να επεξεργαστεί κάτι τέτοιο. «Είναι σοκαριστικός ο τρόπος που τον γνώρισε η μητέρα μου. Δε νομίζω ότι είναι απάνθρωπος. Θέλω να δω το πρόσωπό του», λέει ο Άλμπερτ.

Το ορφανοτροφείο έδωσε στον Άλμπερτ ένα πλεονέκτημα. Τα δημόσια κονδύλια κάλυπταν τα εκπαιδευτικά του έξοδα. Πήρε εξαιρετικούς βαθμούς με τους οποίους τον δέχτηκαν στο  καλύτερο γυμνάσιο της χώρας. Στη συνέχεια χτύπησε ένα τέλειο σκορ στις κρατικές εξετάσεις.

Στη συνέχεια έκατσε απέναντι σε έναν εκπαιδευτικό σύμβουλο μιας εταιρείας στο Κίγκαλι η οποία βοηθά τους νέους σπουδαστές της Ρουάντα να μπουν σε διεθνή πανεπιστήμια. «Με τους βαθμούς σου θα είναι πολύ πιο εύκολο», είπε ο σύμβουλος στον Άλμπερτ, χαμογελώντας.

Ο Άλμπερτ ήθελε να πάει σε κάποιο κολέγιο στις ΗΠΑ ή τον Καναδά. Δεν είχε κάποια συγκεκριμένη προτίμηση, απλά μια επιθυμία να εξερευνήσει στον κόσμο. Ο σύμβουλος του είπε να υπολογίζει από 10.000 έως 20.000 δολάρια το χρόνο για στέγαση, βιβλία και δίδακτρα. Θα κυνηγούσαν υποτροφίες φυσικά. Υπήρχε όμως μια μικρή εκκρεμότητα: «Για να υποβάλετε την αίτησή σας σε εμάς θα πρέπει να φέρετε 200 δολάρια για τα τέλη της αίτησης».

Ο Άλμπερτ όμως δεν είχε καν 5 δολάρια για το εισιτήριο του λεωφορείου για να γυρίσει στο σπίτι του. Ωστόσο, η ζωή τον έφερε ως εδώ. Θα ζητούσε από ένα φίλο να του δανείσει κάποια μετρητά. Στη συνέχεια θα επέστρεφε στο σπίτι και στα γυαλιστερά φυλλάδια των κολεγίων που είχε στο δωμάτιό του.

Ντάρε και Ασσούμπτα

Όταν αρχίζουν οι σκέψεις, ο Ντάρε γράφει. Σε ένα σημειωματάριο, σε διάφορα κομμάτια χαρτιού, σε ότι μπορεί να βρει. Είναι ένας τρόπος για να διώχνει το σκοτάδι από το κεφάλι του και να το παγιδεύει σε μια σελίδα. Τον τελευταίο καιρό, έγραψε κι ένα τραγούδι.

Θα μπορούσε να το ηχογραφήσει σε έναν υπολογιστή στην πανεπιστημιούπολη και να το στείλει σε έναν ραδιοφωνικό σταθμό του Κιγκάλι. Ένας DJ εκεί παίζει κομμάτια που έχουν ηχογραφηθεί ερασιτεχνικά, δωρεάν. Η ιδέα ενθουσιάζει και τον φοβίζει.

Αυτή την περίοδο, ο Ντάρε ολοκληρώνει την πρακτική του ως οικοδόμος στα προάστια της πόλης Γκιταράμα. Αλλά μέσα του, είναι καλλιτέχνης, εραστής της μουσικής και του κινηματογράφου. Μετά τη δουλειά του, πετάει τις πορτοκαλί φόρμες, φορά μια ρόμπα και κάθεται να παρακολουθήσει την αμερικανική σειρά Empire, που αφορά την hip hop σκηνή.

Μαζί με τη δημιουργικότητα όμως έρχεται και η εξομολογητική διάθεση. Το τραγούδι του είναι αυτοβιογραφικό. Πολλοί από τους φίλους του και η φιλενάδα του, δεν γνωρίζουν την ιστορία του.

«Μερικοί από αυτούς είναι στους δρόμους/ Άλλοι φυλακή λόγω των εγκλημάτων τους/Αλλά μερικές φορές οι συνέπειες πέφτουν πάνω μας/Για παράδειγμα, είμαι μεταξύ εκείνων που ονομάζονται «Interahamwe» (πολιτοφυλακή των Χούτου)/Αλλά δεν ανησυχούμε/Ανυπομονούμε», ραπάρει.

Ο βιολογικός πατέρας του Ντάρε ανήκε τους πολιτοφύλακες των Χούτου, οι οποίοι ήταν ένα από τα κύρια σώματα εφόδου της γενοκτονίας. Μερικοί επιζώντες τον βλέπουν ως παιδί των δολοφόνων. Το ίδιο και η οικογένεια της μητέρας του. Δεν του ρίχνουν ούτε ένα βλέμμα.

Δεν ήξερε το γιατί μέχρι τα 12 του χρόνια. Η Ασσούμπα θυμάται την ημέρα που του το είπε. Τότε ο γιος της ήταν αγριεμένος. Ξεκινούσε καβγάδες με τα άλλα παιδιά. Θα έκανε αυτή η αποκάλυψη τα πράγματα χειρότερα; Εκείνη δεν θέλησε να καλύψει την αλήθεια με ένα ζαχαρένιο συννεφάκι. Του είπε για τη γενοκτονία.

Οι Χούτου την βρήκαν σε ένα σχολείο και τη βίασαν. Οι συγγενείς την έδιωξαν από το σπίτι μόλις άρχισε να φαίνεται η κοιλιά της. Αυτός ήταν ο λόγος που νευρίαζε εύκολα και τον χτυπούσε. Ο Ντάρε έμεινε σιωπηλός. Δεν την κοίταξε στα μάτια για μια εβδομάδα μετά την αποκάλυψη. Μετά άρχισε να κάνει περισσότερες δουλειές. Σταμάτησε τους καβγάδες. Της έφερνε φρούτα και της έλεγε ότι έπρεπε να κάνει μια καλή διατροφή.

Όπως διηγείται η Ασσούμπτα, ο Ντάρε άρχισε να ενεργεί ως ο άντρας του σπιτιού. Δεν την κατηγόρησε ποτέ που τον χτύπησε, ούτε για τους ανθρώπους που τον φώναζαν «μπάσταρδο». Ο Ντάρε θυμάται μια αίσθηση ανακούφισης. Αυτό ήταν ως ύπαρξη. Η μητέρα του δεν είχε καμιά επιλογή. Εκπαιδεύτηκε ακόμη και στο να κομπάζει. «Είμαι ένας μπάσταρδος; Ναι, είμαι ένας μπάσταρδος».

Ο Ντάρε συναντήθηκε με άλλα παιδιά σαν και αυτόν σε μια διοργάνωση του Ιδρύματος Ρουάντα. Έγραψε ένα θεατρικό έργο για μια μητέρα που λέει στον γιο της την αλήθεια και μάζεψε μερικούς από τους καινούργιους του φίλους για να τον βοηθήσουν να το ανεβάσει.

Αυτό όμως ήταν κάτι που έμεινε μεταξύ τους. Το τραγούδι του όμως θα ήταν κάτι δημόσιο. Ίσως πρέπει να μοιραστεί την αλήθεια με τη φίλη του. Είναι μαζί για σχεδόν δυο χρόνια και θα ήθελε να την παντρευτεί κάποια μέρα. Της αποκαλύπτει τα μυστικά του αργά – «βήμα, βήμα», όπως λέει. Εκείνη μέχρι στιγμής γνωρίζει ότι δεν έχει πατέρα.

Αλλά πρέπει να αποκαλύψει την αλήθεια κάποια στιγμή. Θέλει τα «παιδιά των δολοφόνων» να ακούσουν το τραγούδι του και να αισθάνονται λιγότερο μόνοι. Ο τίτλος του είναι: «Ο γιος της Ρουάντα».

* Σημείωση: Μήνες μετά τις εξετάσεις της, η Έιντζελ έλαβε τους βαθμούς της. Δεν ήταν αρκετά υψηλοί για να κερδίσει μια υποτροφία για το κολέγιο. Ο Άλμπερτ δεν βρήκε ποτέ τα 200 δολάρια για να απευθυνθεί στα κολέγια που θέλει μέσω της συμβουλευτικής εταιρείας. Έχει ζητήσει από την κυβέρνηση της Ρουάντα να τον σπονσοράρει για να μπορέσει να φοιτήσει σε ένα διεθνές κολέγιο. Όσον αφορά τον Ντάρε, θα τελειώσει το σχολείο τον Νοέμβριο. Εξακολουθεί να ελπίζει ότι το τραγούδι του θα παιχτεί στο ραδιόφωνο.