Κάποια στιγμή πρέπει να το παραδεχτούμε. Η ενημέρωση περνάει κρίση. Και δεν είναι μόνο εξαιτίας των fake news…

Ads

Ξυπνάς, ανοίγεις το κινητό σου, κάνεις ένα scroll down στο χρονολόγιο των λογαριασμών σου στα social media και τα ερεθίσματα που φτάνουν στο μάτι σου δεν προλαβαίνουν να φτάσουν στον εγκέφαλό σου, που δεν έχει διεγερθεί ακόμα από τον πρώτο καφέ και την πρώτη δόση νικοτίνης της ημέρας. Κάπου από το βάθος του σαλονιού σου ακούς στην τηλεόραση σκόρπιες λέξεις: Τσίπρας, Μητσοτάκης, Τραμπ, Συμφωνία των Πρεσπών, Βουλή, πυρηνικά, κλιματική αλλαγή και κάποιες απροσδιόριστα γνωστές φωνές αγνώστων να τσακώνονται. Ξεκινάς να πας στη δουλειά.

Στο περίπτερο της γειτονιάς οι εφημερίδες κρέμονται σαν πολύχρωμα ρούχα στα μανταλάκια που έβαψαν στο πλύσιμο ή στο… ξέπλυμα με μαύρες βούλες. Οδηγάς και το ραδιοφωνικό μονόλεπτο των ειδήσεων μπερδεύεται με τους ήχους της πόλης που βιάζεται – όπως βιαστικός είναι και ο λόγος – να σημάνει την έναρξη της μέρας. Φτάνεις στο γραφείο, ανοίγεις το μέιλ σου και ψάχνεις με αγωνία να βρεις κάποιο προσωπικό ή κάποιο επαγγελματικό μήνυμα μέσα στο χάος των newsletter που έχουν γεμίσει και πάλι το διαδικτυακό ταχυδρομικό σου κουτί με 1.884 αδιάβαστα γράμματα. Ας ρίξω μια ματιά τι γίνεται στον κόσμο λες και μπαίνεις σε μια ενημερωτική ιστοσελίδα. Μπαίνεις και σε άλλη μία, κι ακόμα μία… Τίτλοι καθρεφτίζονται απλά στα μάτια σου, αλλά δεν τα διαπερνούν. Μοιάζουν ίδιοι παντού. Και είναι πολλοί, πάρα πολλοί για να μπορέσεις να τους δώσεις το πολυπόθητο κλικ που θα τους δώσει υπόσταση.

Αγωνία… Είναι μόλις 9:00 το πρωί και νιώθεις αγωνία που βλέπεις τις ειδήσεις του κόσμου αυτού να τρέχουν με ιλλιγγιώδεις ρυθμούς και εσένα σαν χελώνα να προσπαθείς αλλά να μην μπορείς να τις προλάβεις. Από εικόνα γίνονται βοή. Ένας ενοχλητικός θόρυβος που σου ξυπνά μια γνώριμη αίσθηση πονοκέφαλου. Απάθεια. Αποφασίζεις ότι δεν σε ενδιαφέρει τίποτα.

Ads

Tα fast news και τα slow news

Το σημερινό δημοσιογραφικό τοπίο θυμίζει ένα πολυσύχναστο ταχυφαγείο. Οι ειδήσεις θυμίζουν μικρές μερίδες, χαμηλού κόστους και ποιότητας, κακού ακόμη και στην όψη αλλά γρήγορα σερβιρισμένου fast food. Και δεν μπορεί κανείς να μην σκεφτεί το πόσες ειδήσεις έχουν γραφτεί για τις βλαβερές για την υγεία συνέπειες του fast food και να απορήσει πως οι δημοσιογράφοι που σερβίρουν fast news δεν εννοούν να καταλάβουν το πόσο βλαβερά είναι για την υγιή δημοσιογραφία και το μέλλον της.

Δεν φταίνε όμως αυτοί. Τουλάχιστον όχι μόνο. Οι κανόνες που έχουν επιβάλει οι µηχανές αναζήτησης και οι κολοσσιαίες διαδικτυακές πλατφόρµες είναι σαφείς. Για να αναδειχτεί ψηλότερα μια είδηση πρέπει να είναι γρήγορη, μικρή και εύπεπτη. Οι κανόνες που έχει επιβάλει η αγορά είναι ακόμη πιο σαφείς. Για να επιβιώσει ένα μέσο πρέπει να βγαίνει στις πρώτες σελίδες της αναζήτησης της Google. Πρόκειται για έναν φαύλο κύκλο που ανακυκλώνει fast news και δημιουργεί fake news.

Αποτέλεσμα της κατάστασης αυτής είναι η συρρίκνωση της εμπιστοσύνης των πολιτών στα ΜΜΕ. Σε πρόσφατη διεθνή έρευνα που έγινε ανάμεσα σε 38 χώρες, μάλιστα, η χώρα μας βρίσκεται στην τελευταία θέση όσον αφορά την εμπιστοσύνη των πολιτών προς τα ΜΜΕ. Παράλληλα, η συρρίκνωση της κυκλοφορίας και της θεαματικότητας κι ακροαματικότητας, λόγω της έλλειψης αξιοπιστίας, αδυνατίζει οικονομικά τα ΜΜΕ, με αποτέλεσμα να διευκολύνει τον έλεγχο τους από οικονομικούς παράγοντες, που τα χρησιμοποιούν ως εργαλεία κι όπλα άσκησης πολιτικών πιέσεων και εκβιασμών, και οδηγεί σε ανεξέλεγκτα μονοπώλια ολιγαρχών.

Πρόκειται για μια σπάνια συγκυρία που αντί η τέχνη να αντιγράφει την πραγματικότητα, η πραγματικότητα αντιγράφει την τέχνη, φέρνοντας μας στο μυαλό μια παραλίγο παρωδία της ταινίας «Πολίτης Κέιν». Και τι κρίμα σε μια εποχή που η πληροφορία ρέει και όλοι έχουν τη δυνατότητα να εκφραστούν, αντί η δημοκρατία να εμβαθύνει… να απειλείται. Γιατί η υποβάθμιση της δημοσιογραφίας είναι συγκοινωνούν δοχείο με την υποβάθμιση του κοινωνικού διαλόγου αλλά και την καχυποψία των πολιτών όχι μόνο απέναντι στα ΜΜΕ, αλλά στο πολιτικό σύστημα και τους θεσμούς.

Κόντρα σε αυτή την κατάσταση, που δεν αποτελεί ελληνικό, αλλά παγκόσμιο φαινόμενο αναδεικνύεται μια νέα τάση, που επιχειρεί αν όχι να τη σταματήσει, τουλάχιστον να την επιβραδύνει: τα slow news.

Νέα με ρυθμούς χελώνας

Εδώ και δύο χρόνια ο πρώην διευθυντής Ειδήσεων του BBC, Τζέιµς Χάρντινγκ, και η έως πρόσφατα πρόεδρος της «Wall Street Journal» και της επενδυτικής εταιρείας Dow Jones, Κέιτι Βάνικ Σµιθ, αποφάσισαν να κάνουν την αρχή ιδρύοντας ένα ειδησεογραφικό σάιτ που θα παρακολουθεί τα τεκτενόμενα με ρυθμούς… χελώνας. Το όνομά του Tortoise.

Κουβαλώντας στις αποσκευές τους πολύτιμη εμπειρία από τον κόσμο δύο ΜΜΕ που έχουν κυριαρχήσει παγκοσμίως, οι δύο δημοσιογράφοι αποφάσισαν πως έχει έρθει η ώρα να χτιστεί από την αρχή ένα διαφορετικό μοντέλο ενημέρωσης. Αυτό που ανοίγει, που δίνει σε όλους θέση στο τραπέζι, που δημιουργεί ένα σύστημα οργανωμένης ακρόασης. Νέα που αντικατοπτρίζουν τον τρόπο που πραγματικά είμαστε και διαμορφώνουμε τον κόσμο στον οποίο θέλουμε να ζήσουμε.

Έτσι στο σάιτ τους, που θα βγει σε τελική μορφή στον διαδικτυακό αέρα τον Απρίλιο, θα φιλοξενούνται μέσα στην ημέρα μόλις 5 ιστορίες, αλλά αυτές θα είναι διαφορετικές και εις βάθος. Στο νέο μέσο που φιλοδοξούν να στήσουν δεν θα υπάρχουν έκτακτες ειδήσεις, αλλά ανάλυση για τους παράγοντες που δημιουργούν τις ειδήσεις. Δεν θέλουν να δείξουν το δέντρο, αλλά το δάσος. Όπως λένε θέλουν να ανοίξουν τη δημοσιογραφία και να κατανοήσουν μέσα από έναν εποικοδομητικό διάλογο με τους αναγνώστες τους τα θέματα που μας απασχολούν σήμερα και τις ιδέες που θα διαμορφώσουν τον επόμενο αιώνα.

Οι πρώτες αντιδράσεις αποτελούν καλή «τροφή» για σκέψη. Στην ηλεκτρονική πλατφόρμα crowdfunding που ανάρτησαν το πλάνο για το όραμά τους, ήδη 2.530 άνθρωποι έχουν προσφέρει τον οβολό τους, συγκεντρώνοντας 539,035 λίρες για να τους βοηθήσουν να ξεκινήσουν ένα μέσο με τη στήριξη των μελλοντικών αναγνωστών τους, δίνοντάς τους τη δυνατότητα να γυρίσουν την πλάτη στη διαφήμιση και τους κανόνες της.

Η αργή ενημέρωση κάνει καλό

Πολλές φορές το να είσαι ο τελευταίος που θα μεταδώσει μια έκτακτη είδηση μπορεί να βοηθήσει τους αναγνώστες σου να καταλάβουν καλύτερα τον κόσμο γύρω τους.

Το 2011 ο Rob Orchard με μια μικρή ομάδα δημοσιογράφων επιχείρησαν να δώσουν την απάντηση σε αυτό που ονόμαζαν «καταιγίδα της πληροφορίας», εκδίδοντας στη Βρετανία το περιοδικό Delayed Gratification. Τα παραδοσιακά μέσα έκλειναν το ένα μετά το άλλο, οι δημοσιογράφοι απολύονταν και όσοι έβρισκαν δουλειά στο νέο χώρο των ιντερνετικών μίντια καλούνταν να δημιουργήσουν με λιγότερους πόρους, περισσότερο περιεχόμενο σε λιγότερο χρόνο.

«Ήταν ξεκάθαρο για μας ότι το τοπίο των μέσων ενημέρωσης ήταν εξαιρετικά ζοφερό, οι άνθρωποι μιλούσαν για το θάνατο των εντύπων και ο ψηφιακός κόσμος ήταν η μόνη δυνατή λύση. Αλλά πιστεύαμε ότι οι άνθρωποι ήταν πιθανό να ξε-ερωτευτούν τα smartphones τους κάποια στιγμή», λέει σε μια συνέντευξή του στο journalism.co.uk, ο ιδρυτής του περιοδικού.

Ήταν το πρώτο περιοδικό – Slow Journalism στον κόσμο. Πρόκειται για μια όμορφα τυπωμένη τριμηνιαία έκδοση που αναθεωρεί τα γεγονότα των προηγούμενων τριών μηνών και εξετάζει τι συνέβη αφού καταλάγιασε η σκόνη των ειδήσεων που τους σημάδεψαν. Οκτώ χρόνια μετά, είναι υπερήφανοι που είναι οι τελευταίοι στη μετάδοση ειδήσεων. Έχοντας πια χιλιάδες συνδρομητές, η μικρή ομάδα απέδειξε ότι υπάρχει όρεξη για επανεξέταση βασικών γεγονότων, ακόμη και αν η συζήτηση στη δημόσια σφαίρα έχει μετακινηθεί. Τα άρθρα του που πολλές φορές ξεπερνούν τις 5.000 λέξεις έκαστο, συνοδεύονται με infographics, χρονολόγια, γελοιογραφίες και φωτογραφίες.

Γιατί έχει λοιπόν σημασία η «αργή» δημοσιογραφία; Γιατί η ποιότητα μετράει ακόμη περισσότερο από την ποσότητα για κάποιους. Σύμφωνα με την ομάδα του Delayed Gratification αυτοί που ασκούν αυτό το είδος δημοσιογραφίας παίρνουν τον χρόνο τους για να κάνουν τα πράγματα σωστά. Αντί να προσπαθούν απεγνωσμένα να ρίξουν πρώτοι στα κοινωνικά μέσα δικτύωσης ιστορίες επικαιρότητας, εστιάζουν στις αξίες που όλοι περιμένουμε από την ποιοτική δημοσιογραφία:στην ακρίβεια, το βάθος, το πλαίσιο, την ανάλυση και τη γνώμη εμπειρογνωμόνων.

Στο μεταξύ, την ίδια στιγμή που τα παραδοσιακά μέσα απολύουν δημοσιογράφους και μειώνουν τους προϋπολογισμούς τους καλύπτοντας κενά στις σελίδες τους με ιστορίες κοινής λήψης, στο περιοδικό της καθυστέρησης, χρησιμοποιούν και την τελευταία δεκάρα από τις συνδρομές των αναγνωστών του για να χρηματοδοτήσουν ακόμα μία καταπληκτική ιστορία από δημοσιογράφους και φωτογράφους που βρίσκονται στο δρόμο κι όχι κλεισμένοι σε ένα γραφείο. Μη έχοντας τον άπειρο χρόνο που σου δίνει το διαδίκτυο, αλλά μόλις 120 σελίδες, φροντίζουν ώστε κάθε μία από αυτές να αξίζει να διαβαστεί. Σκοπός τους να εμπνέουν και να ενημερώνουν.

Είναι αυτές οι νέες προσπάθειες ουσιαστικές ή μια μόδα που θα περάσει όσο γρήγορα περνούν και οι τίτλοι των ειδήσεων γύρω μας; Θα αντέξουν αυτά τα γαλατικά δημοσιογραφικά χωριά την επέλαση της αγοράς; Το μέλλον θα δείξει. Tο στοίχημα πάντως θα πρέπει να κερδηθεί καθώς η μόνη απάντηση που μπορεί να δοθεί στα fake news, δεν μπορεί να είναι άλλη από τα slow news.