Οι Έλληνες αναγνώστες, και ιδίως εκείνοι που οι γονείς τους ή οι παππούδες τους κατάγονται από την Μικρά Ασία, την Κωνσταντινούπολη, την Πρίγκηπο ή ακόμη καλύτερα την Σμύρνη, γνωρίζουν καλά το πογκρόμ της 6ης και της 7ης Σεπτεμβρίου 1955.
 
Για πρώτη φορά το 2005, δηλαδή πενήντα χρόνια μετά τις σφαγές, στην Κωνσταντινούπολη μια ομάδα αριστερών διανοούμενων και πανεπιστημιακών οργάνωσαν εκδηλώσεις μνήμης για εκείνη τη μαύρη σελίδα της ιστορίας του τουρκικού έθνους κράτους. Χρειάστηκε μόνο μια έκθεση φωτογραφιών της εποχής για να δείξει το μέγεθος του λιντσαρίσματος. Φασίστες οπλισμένοι με μαχαίρια και ρόπαλα εισέβαλαν στην έκθεση για να σκίσουν τις φωτογραφίες. Παρόλα αυτά η σιωπή της κοινωνίας έλαβε τέλος και αυτά τα δώδεκα χρόνια, γίνονται όλο και περισσότερες δράσεις για να γίνει καλύτερα κατανοητή η ιστορία της 6ης και 7ης Σεπτεμβρίου.
 
Πολλοί εμπλεκόμενοι έχουν βγει δημόσια και έχουν αποκαλύψει τους ιθύνοντες, τους δράστες και τις λεπτομέρειες του πογκρόμ:
 
Ο Στρατηγός Sabri Yirmibesoglu, υπεύθυνος τότε της Διεύθυνσης Μεταφορών του τουρκικού στρατού δήλωσε αξιοσημείωτα: «Η 6η και 7η του Σεπτέμβρη ήταν μια επιχείρηση της Διεύθυνσης Ειδικού Πολέμου. Ήταν μια οργάνωση πολύ ικανή, και φυσικά ο στόχος επετεύχθη». Αυτός ο στρατιωτικός του τουρκικού κράτους ή καλύτερα αυτός ο υπάλληλος του τουρκικού μιλιταριστικού κράτους έγινε κατόπιν Διοικητής της πολιορκημένης Άγκυρας μετά το πραξικόπημα της 12ης Σεπτεμβρίου του 1980 και γενικός γραμματέας του Εθνικού Συμβουλίου Ασφαλείας – του ανώτερου συνταγματικού πολιτικού και στρατιωτικού θεσμού στη χώρα. Κανόνας απαράβατος: Το κράτος πάντα φροντίζει τους πιστούς του υπαλλήλους.
 
Το ίδιο συνέβη και με τον Engin Aydin, με καταγωγή από την Θράκη, πράκτορα των Υπηρεσιών Πληροφοριών της Τουρκίας και σπουδαστή Νομικής στη Θεσσαλονίκη το 1955. Έφυγε από την Ελλάδα μετά την βομβιστική επίθεση στο σπίτι του Ατατούρκ, πήγε στην Τουρκία όπου ακολούθησε λαμπρή καριέρα για να καταλήξει Δήμαρχος της Καππαδοκίας το 1994.
 
Ένας τρίτος ύποπτος, ο δημοσιογράφος Goksin Sipahioglu, ιδρυτής του πρακτορείου Sipa στο Παρίσι, ήταν εκείνη την εποχή ο αρχισυντάκτης μιας μικρής εφημερίδας, της Istanbul Expres, που με δυσκολία πουλούσε 20.000 φύλλα. Όμως τύπωσε μια ειδική έκδοση σε τιράζ 290.000 αντιτύπων, ο προβοκατόρικος τίτλος της οποίας έδωσε το έναυσμα στους επιτιθέμενους που ήδη ήταν έτοιμοι με τις αξίνες, τα μαχαίρια και τα ρόπαλά τους. Ο Sipahioglu, που κατηγορήθηκε ότι συνεργάστηκε με τις τουρκικές υπηρεσίες πληροφοριών, έλαβε στα τέλη της δεκαετίας του 1990 οικονομική ενίσχυση από αυτές τις ίδιες υπηρεσίες προκειμένου να σώσει το φωτογραφικό του πρακτορείο που ήταν στα πρόθυρα κατάρρευσης.
 
Τέλος, ο Hasan Pulur, διάσημος δημοσιογράφος, εκείνη την περίοδο ήταν ανταποκριτής του αστυνομικού ρεπορτάζ, περιέγραψε σε έναν νεαρό συνεργάτη του μια σκηνή: «Εκείνη την ημέρα, ήμουν στην πλατεία Ταξίμ. Ένας επιθεωρητής της αστυνομίας που γνώριζα δε ήταν καθόλου χαρούμενος. ‘Όπως πάντα υπερέβαλαν. Τους είπαμε να τους χτυπήσουν, όχι να τους σκοτώσουν’. Αυτό μου είπε».   
 
Όλες αυτές οι διασαφηνίσεις και οι δημόσιες ομολογίες στα μέσα ενημέρωσης δείχνουν ξεκάθαρα ότι στις 6 και στις 7 Σεπτεμβρίου έλαβε χώρα μια επιχείρηση της κυβέρνησης του Μεντερές και όχι ενός κινήματος, τάχα λαϊκού και αυθόρμητου, το οποίο αποτελούσαν οι μάζες που εξοργίστηκαν από την βομβιστική επίθεση στο σπίτι του Ατατούρκ. Η Άγκυρα εκείνη την εποχή είχε ανάγκη μια λαϊκή βάση για να υποστηρίξει τις θέσεις της στις διαπραγματεύσεις του Λονδίνου για το Κυπριακό. Γνωρίζουμε πια ότι το πογκρόμ ενορχηστρώθηκε από τις τοπικές οργανώσεις του κόμματος εξουσίας, του Δημοκρατικού Κόμματος του Μεντερές, και της ένωσης «Η Κύπρος είναι τουρκική».
 
Σε μία σπάνια συνέντευξη που δημοσιεύθηκε το 2013 στην εβδομαδιαία αρμένικη εφημερίδα της Κωνσταντινούπολης, Agos, από την δημοσιογράφο Funda Tosun, γίνεται αναφορά στις ομολογίες ενός αρχηγού της μαφίας, ονόματι Mikdat Remzi Sancak: «Λεηλατήσαμε όλα τα σπίτια και τα μαγαζιά των μη μουσουλμάνων στο Πέραν. Έγιναν και δολοφονίες και βιασμοί».
 
Σύμφωνα με τα ανεπίσημα στοιχεία: Τουλάχιστον 15 άνθρωποι σκοτώθηκαν, πάνω από 300 τραυματίστηκαν, βιάστηκαν το λιγότερο 400 γυναίκες, 4314 σπίτια, 1004 μαγαζιά και επιχειρήσεις, 73 εκκλησίες, μια συναγωγή, δυο μοναστήρια, και 26 σχολεία, παραβιάστηκαν, λεηλατήθηκαν και καταστράφηκαν. Εξ αυτών το 59% ανήκαν σε πολίτες ελληνικής καταγωγής, 17% σε Αρμένιους και 12% σε Εβραίους.
 
Από το 2005, όλο και περισσότεροι σπάνε τη σιωπή τους και καταθέτουν δημοσίως τις μαρτυρίες τους: «Η μεγαλύτερη ντροπή της Τουρκίας και του Δημοκρατικού Κόμματος που κυβερνούσε. Το ψηφιδωτό σβήστηκε εκείνη την συγκεκριμένη μέρα», είπε ο Ivo Molinas, διευθυντής έκδοσης της εβραϊκής εφημερίδας της Κωνσταντινούπολης, Salom.
 
«Εμάς δεν μας κυνήγησαν. Αλλά κάθε μέρα μας έκαναν να φοβόμαστε όλο και περισσότερο μέχρι να φύγουμε», είπε ο Διαμαντής Ηλιάδης από την Πρίγκηπο.
 
Κατ’ εξαίρεση το 2017, ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου, Πρόεδρος του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος, CHP, έγραψε στον λογαριασμό του στο Twitter: «Η κοινωνική ενότητα είναι η σημαντικότερη αξία σε ένα κράτος. Όλοι εκείνοι που αγαπάνε τον τόπο τους, οφείλουν να δουλέψουν για να εμποδίσουν την επανάληψη γεγονότων όπως εκείνα της 6ης και 7ης Σεπτεμβρίου».  
 
Παρόλες αυτές τις νέες εξαγγελίες, όμως, το τουρκικό κράτος ακόμη δεν έχει παραδεχθεί την ευθύνη του ούτε έχει δικάσει τους υπεύθυνους του πογκρόμ. Μήπως υπήρξε αυτοδικαίωση;
 
Τέλος, ο Garo Paylan, αρμένιος βουλευτής στην Κωνσταντινούπολη με το Δημοκρατικό Κόμμα των Λαών (HDP), το δεύτερο μεγαλύτερο στην αντιπολίτευση, δήλωσε πως «για τα εγκλήματα που δεν τιμωρούνται υπάρχει ο κίνδυνος να επαναληφθούν». Ακόμη, ο αρθρογράφος Koray Pehlivanoglu έγραψε: Μην έχετε την εντύπωση πως η 6η και η 7η Σεπτέμβρη είναι απλά ένας μαύρος λεκές στην Ιστορία. Με μια μικρή πρόκληση, υπάρχουν ακόμη και σήμερα χιλιάδες άνθρωποι που θα μπορούσαν να κάνουν τα ίδια και ακόμη περισσότερα».

Ads

* Ο δημοσιογράφος Ραγκίπ Ντουράν, με ρεπορτάζ και αναλύσεις, καταγράφει κάθε Σαββατοκύριακο στο Tvxs.gr,  τις εξελίξεις στη Τουρκία.