Το ρήγμα μεταξύ Ευρωπαϊκής Ένωσης και ΗΠΑ βαθαίνει και τίποτα δεν φαίνεται αυτή τη στιγμή ικανό να φρενάρει αυτή τη διαδικασία. Αντίθετα, μετά τα τρία ηχηρότατα, απανωτά «χτυπήματα» της Ουάσιγκτον – τη μονομερή αναγνώριση της Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσας του Ισραήλ, με τη μεταφορά της αμερικανικής πρεσβείας από το Τελ Αβίβ στην Ιερουσαλήμ και τα εγκαίνιά της που πνίγηκαν στο παλαιστινιακό αίμα, την επιβολή δασμών στις αμερικανικές εισαγωγές αλουμινίου και χάλυβα και την απόσυρση των ΗΠΑ από τη συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν – η κατάσταση οδεύει γοργά στο να καταστεί μη αναστρέψιμη. Τουλάχιστον με τον σημερινό ένοικο του Λευκού Οίκου.

Ads

Οι διαπιστώσεις του διεθνούς Τύπου συμφωνούν, πως η διατλαντική συμμαχία έχει πληγεί σοβαρά. Για τo Foreign Policy, έτσι κι αλλιώς, αυτή η συμμαχία άρχισε να πεθαίνει μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, αφού, αυτό που τη δημιούργησε μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ήταν η ύπαρξη της Σοβιετικής Ένωσης. ‘Ετσι, σύμφωνα με αυτή την προσέγγιση, αυτό που κράτησε ζωντανή τη συμμαχία τις τελευταίες τρεις δεκαετίες ήταν λιγότερο μια στρατηγική αναγκαιότητα και περισσότερο η «σύγκλιση αξιών της φιλελεύθερης μεταπολεμικής τάξης». Τώρα, ο βασικός εταίρος αυτής της συμμαχίας, οι ΗΠΑ, φαίνεται να έχουν χάσει κάθε ενδιαφέρον γι΄ αυτές τις αξίες. Συνεπώς, η απόφαση του Τραμπ για απόσυρση των ΗΠΑ από τη συμφωνία για τα πυρηνικά του Ιράν, είναι «το τελευταίο καρφί στο φέρετρο» του «πτώματος» της διατλαντικής συμμαχίας.

Και τώρα, τι;

Το ερώτημα είναι εύλογο και «μοιραίο»: Και τώρα, τι; Οι ΗΠΑ θα οδεύουν από κρίση σε κρίση – αφού πρώτα οι ίδιες τις δημιουργήσουν -, αλλά η Ευρώπη αντιμετωπίζει πιο υπαρξιακά ζητήματα: Πρέπει να οικοδομήσει ένα νέο, δικό της «σπίτι», μακριά από τη στρατιωτική και διπλωματική «ομπρέλα» των ΗΠΑ. Οι Ευρωπαίοι συνομιλητές του Foreign Policy από τον διπλωματικό κόσμο, καθώς και αναλυτές, δεν είναι σίγουροι εάν η Ευρώπη είναι σε θέση να προχωρήσει σε αυτό το βήμα.

Ads

Το πρόβλημα δεν είναι μόνο ο Τραμπ, ο οποίος, όσο περνάει ο καιρός, προκύπτει μάλλον ως σύμπτωμα, παρά ως αιτία. Διότι, όπως σημειώνει η ανάλυση της διπλωματικής επιθεώρησης, στην πραγματικότητα, η Ευρώπη έπαψε να είναι το γεωστρατηγικό κέντρο του κόσμου όταν εξαφανίστηκε η σοβιετική «απειλή». Οι ανθρωπιστικές κρίσεις της επόμενης δεκαετίας ενίσχυσαν τις κοινές αξίες της Δύσης, αλλά η 11η Σεπτεμβρίου απότομα εξέτρεψε τις Ηνωμένες Πολιτείες σε μια εμμονή με έμφαση στη Μέση Ανατολή. Αν και ο Ομπάμα αποκατέστησε την κοινή πίστη στην πολυμέρεια και στους θεσμούς, πίστη που είχε διαταράξει ο Τζορτζ Μπους, τα δικά του συμφέροντα βρίσκονταν περισσότερο στον Ειρηνικό.

Με τον Τραμπ όμως οι ΗΠΑ μπήκαν σε μια φάση την οποία ο Γάλλος πρέσβης στον ΟΗΕ, Φρανσουά Ντελάρντ χαρακτηρίζει ως «απομόνωση». Φοβάται, επίσης, ότι αυτός ο «αναχωρητισμός» των ΗΠΑ θα είναι ανθεκτικός και δομικός και θα διαρκέσει και μετά από τον Τραμπ.

Η απόφαση του Τραμπ για το Ιράν – αν και γνωστή ως πρόθεση ήδη από την προεκλογική του εκστρατεία – ήχησε στους Ευρωπαίους σαν βόμβα σε κλειστό δωμάτιο. Ο λόγος είναι, ότι η συμφωνία αυτή με το Ιράν ήταν η πρώτη απόδειξη της ικανότητάς τους να ενεργούν με συνέπεια και αποτελεσματικότητα. Οι Ευρωπαίοι ήταν αυτοί που διαπραγματεύτηκαν με τους Ιρανούς όταν ο Μπους αρνήθηκε να το κάνει. Ήταν αυτοί που σχεδίασαν τόσο το πακέτο κυρώσεων, αλλά και το πακέτο κινήτρων που τελικά εγκρίθηκαν και προωθήθηκαν στο Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών από τον Ομπάμα και αποτέλεσαν τη βάση της συμφωνίας. Από αυτή την άποψη, όπως παρατηρεί ο Μαρκ Λέοναρντ, διευθυντής του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Εξωτερικών Σχέσεων, η συμφωνία ήταν μια «πηγή υπερηφάνειας» για τους Ευρωπαίους, την οποία ο Τραμπ «τσαλάκωσε».

Επίσης, η γεωγραφική εγγύτητα της Ευρώπης στη Μέση Ανατολή, δημιουργεί απειλές από τις οποίες οι ΗΠΑ είναι πολύ μακριά. Το ξέσπασμα της προσφυγικής κρίσης με τον πόλεμο στη Συρία από το 2015, αποτέλεσε την αφορμή για να βγουν στην επιφάνεια ακροδεξιές και ρατσιστικές δυνάμεις, που έχουν αναδιαμορφώσει το πολιτικό σκηνικό στη γηραιά ήπειρο. Συνεπώς, η Ευρώπη απλά δεν έχει την πολυτέλεια να ακολουθήσει τις ΗΠΑ, στην περίπτωση που αυτές θελήσουν να σπείρουν περαιτέρω χάος στην περιοχή.

Αυτή η αντικειμενική διαφορά έγινε εμφανέστατη με το κοινό και συμπαγές ευρωπαϊκό «όχι» στην απαίτηση του Τραμπ να διαλυθεί η συμφωνία για τα πυρηνικά, απειλώντας με κυρώσεις εταιρίες και χώρες που θα εξακολουθήσουν να έχουν εμπορικές σχέσεις με την Τεχεράνη. Μάλιστα, ο νέος πρέσβης των ΗΠΑ στη Γερμανία, μόλις λίγες ώρες μετά την ανάληψη των καθηκόντων του, έθεσε αυτή την απαίτηση με τον πλέον κυνικό και αντιδιπλωματικό τρόπο, γράφοντας στο Twitter ότι οι γερμανικές επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στο Ιράν, πρέπει να τερματίσουν την παρουσία τους εκεί. Για τον Λέοναρντ όλα αυτά σημαίνουν ότι «θα πρέπει να αντιμετωπίσουμε τις ΗΠΑ ως εχθρική δύναμη» και να ληφθούν αντίμετρα εναντίον των αμερικανικών εταιριών.

Επίθεση στην υπερηφάνεια της Ευρώπης

Η διάθεση στο Παρίσι, στις Βρυξέλλες και στο Βερολίνο θυμίζει την περίοδο λίγο πριν τον πόλεμο στο Ιράκ εκτιμά το Spiegel. Το μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης αρνήθηκε να στηρίξει τις ΗΠΑ σε εκείνη τη σύγκρουση, ακόμα και αν οι τελικά οι Βρετανοί και οι Ιταλοί συμμετείχαν στην επίθεση. Σήμερα, ωστόσο, οι Ευρωπαίοι είναι ενωμένοι στην επιθυμία τους να διατηρήσουν τη συμφωνία με το Ιράν, ακόμα κι αν κανείς δεν ξέρει πώς θα μπορούσαν να το κάνουν. Σίγουρα όμως, μια επίθεση κατά της συμφωνίας του Ιράν είναι μια επίθεση στην υπερηφάνεια και το κύρος της ευρωπαϊκής εξωτερικής πολιτικής. Μάλιστα το γερμανικό περιοδικό το προχωράει κι άλλο, γράφοντας ότι ο Τραμπ «έχει ταπεινώσει την Ευρώπη σε μεγαλύτερο βαθμό από οποιονδήποτε πρόεδρο των ΗΠΑ πριν από αυτόν».

Για το Foreign Policy καμία πλευρά δεν έχει συμφέρον να τραβηχτεί η κατάσταση στα άκρα. Ωστόσο, ένας συνδυασμός δασμών και κυρώσεων από τις ΗΠΑ μπορεί να προκαλέσει την Ευρωπαϊκή Ένωση να δημιουργήσει φραγμούς έναντι των αμερικανικών προϊόντων και υπηρεσιών στην Ευρώπη, οδηγώντας σε εμπορικό πόλεμο τους πρώην εταίρους.

Προς το παρόν, ο Τραμπ φαίνεται να έχει «καταφέρει» να κάνει τους Ευρωπαίους να επαναφέρουν στο τραπέζι του διαλόγου σχέδια που είχαν στην πράξη ουσιαστικά «παγώσει», όπως η δημιουργία ευρωστρατού. Ο Μακρόν ήδη έχει προσκαλέσει τους υπουργούς άμυνας 10 ευρωπαϊκών χωρών στο Παρίσι τον επόμενο μήνα για να συζητήσει το σχέδιό του να δημιουργήσει μια στρατιωτική δύναμη μέχρι και 100.000 στρατιωτών. Μάλιστα, οι Βρετανοί και οι Γερμανοί έχουν ξεπεράσει την αρχική απροθυμία και συμφώνησαν να εξετάσουν ένα τέτοιο ενδεχόμενο.

Η Γαλλία είναι αυτή η στιγμή η «πρωτεύουσα» της «περισσότερης Ευρώπης». Τον περασμένο Σεπτέμβριο, ο Μακρόν ζήτησε από τη Σορβόννη επιτάχυνση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης τόσο στον στρατό όσο και στον οικονομικό τομέα. Πριν από λίγο καιρό, ο Γάλλος πρόεδρος άδραξε την ευκαιρία της τελετής για την απονομή του Βραβείου Καρλομάγνου, το οποίο έλαβε για τις προσπάθειές του στην προώθηση της ευρωπαϊκής ενότητας, για να ζητήσει μια ευρωπαϊκή διπλωματική αντίδραση στη μονομερή προσέγγιση του Τραμπ. «Η Ευρώπη πρέπει να πάρει τη μοίρα της στα χέρια της», είπε. «Επειδή μια χώρα παραβιάζει την υπόσχεσή της δεν σημαίνει ότι πρέπει να αλλάξουμε την πορεία μας».

Η Μέρκελ μοιράζεται σε μεγάλο βαθμό τις απόψεις του Μακρόν σε ό,τι αφορά στη στάση έναντι των ΗΠΑ, αλλά παραμένει αποστασιοποιημένη σχετικά με τις προτάσεις του για τη μεταρρύθμιση της ΕΕ. Γερμανοί αναλυτές εκτιμούν ότι η Μέρκελ θα αφήσει συνειδητά τον Μακρόν να ηγείται της πρωτοβουλίας για μεταρρυθμίσεις και θα συνεχίσει να επικεντρώνεται σε μια πιο μετριοπαθή και τεχνοκρατική πολιτική της ΕΕ, τη Μόνιμη Διαρθρωμένη Συνεργασία (PESCO). ‘Αλλωστε, οι Γερμανοί τώρα δεν θέλουν να ακούσουν καν για αύξηση του κονδυλίου για στρατιωτικές δαπάνες, όπως θα χρειαστεί στην περίπτωση δημιουργίας ευρωστρατού.

Από την άλλη, οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν εδώ και καιρό πιέσει την Ευρώπη να ενισχύσει τις αμυντικές δαπάνες και τη συμβολή της στο ΝΑΤΟ. Η ανεξάρτητη εξωτερική πολιτική, ωστόσο, είναι άλλο θέμα. Η Ευρώπη προχωρεί τώρα στον δικό της δρόμο για την αλλαγή του κλίματος με το Ιράν. Το εμπόριο μπορεί να έρθει στη συνέχεια. Δεδομένου ότι η κυβέρνηση Τραμπ δεν ενδιαφέρεται να παίξει το ρόλο του διαμεσολαβητή μεταξύ Ισραηλινών και Παλαιστινίων, η νέα έξαρση της βίας ωθεί την Ευρώπη να αναλάβει αυτό τον παραδοσιακό αμερικανικό ρόλο. 

Αλλά μπορεί όντως η Ευρώπη να πάρει τη μοίρα της στα χέρια της; Είναι σε θέση να δηλώσει την ανεξαρτησία από τον παραδοσιακό ηγέτη της Δύσης; Είναι σε θέση να καταλήξει σε συμφωνία για κοινές θέσεις; Και πώς μπορεί να υπερασπιστεί τον εαυτό της όταν ο γερμανικός στρατός δυσκολεύεται να διατηρήσει λειτουργικό τον βασικό εξοπλισμό του όπως τα αεροπλάνα και τα υποβρύχια; Τώρα που ο Τραμπ παραβίασε την πυρηνική συμφωνία με το Ιράν, οι Ευρωπαίοι έχουν τρεις σημαντικές ανησυχίες: Τις συνέπειες για την ασφάλεια στη Μέση Ανατολή και την Ευρώπη, τους κινδύνους για τις ευρωπαϊκές εταιρείες που έχουν επενδύσει στο Ιράν και το μέλλον της σχέσης με τις ΗΠΑ.

Ο πρόεδρος και ο «σκληρός»

Οι παραπάνω ανησυχίες δεν είναι υπερβολικές. Ο σύμβουλος εθνικής ασφάλειας του Τραμπ, Τζον Μπόλτον, χαρακτηρίζεται από τη συνέπειά του στην άποψη ότι δεν υπάρχει κρίση στον κόσμο που να μην μπορεί να λυθεί με πόλεμο. Η λύση στο ελεγχόμενο από το Σαντάμ Χουσεΐν Ιράκ; Βόμβα. Το Ιράν υπό τον Χασάν Ροχανί; Βόμβα. Λιβύη, Συρία, Βόρεια Κορέα, εφαρμόστε πίεση, αλλαγή καθεστώτος, βομβαρδισμό. Για τον Μπόλτον, ο πόλεμος είναι μια «πιο αποτελεσματική επέκταση της πολιτικής». Ο Μπόλτον «είναι εθνική απειλή για την ασφάλεια», έγραψε το Foreign Policy. Ο Μπόλτον θεωρείται ο συγγραφέας της ομιλίας του Τραμπ για το Ιράν και ο αρχιτέκτονας της απόσυρσης των ΗΠΑ από τη συμφωνία.

Ο Μπόλτον και ο Τραμπ μοιράζονται την προτίμηση για καταστροφή γράφει το Spiegel. Και ο Τραμπ αρέσκεται στο να καταστρέφει τις πολιτικές του προκατόχου  του. Στην περίπτωση του Ιράν, αυτή η προτίμηση λαμβάνει και γκροτέσκα χαρακτηριστικά. Παρουσιάζοντας τη συμφωνία το 2015, ο Ομπάμα κατέστησε σαφές ποιος ήταν ο πρωταρχικός στόχος: Να αποτρέψει έναν πόλεμο με το Ιράν. Είδε επίσης τη συμφωνία ως ευκαιρία για τη χώρα να «μεταμορφωθεί«. «Η πορεία της βίας και της άκαμπτης ιδεολογίας, μια εξωτερική πολιτική που βασίζεται σε απειλές προς τους γείτονές σας ή στην εξάλειψη του Ισραήλ, είναι αδιέξοδη», είπε. Η συμφωνία ανοίγει το δρόμο προς την ανεκτικότητα, την ειρηνική επίλυση των συγκρούσεων και τη μεγαλύτερη ένταξη στην παγκόσμια οικονομία, συνέχισε.

Αυτό ήταν το δεύτερο, περισσότερο ιδεαλιστικό κομμάτι της συμφωνίας: η ιδέα ότι το Ιράν δεν θα αποκλειστεί μόνο από τη δημιουργία βόμβας μέσω οικονομικών κινήτρων, αλλά ότι η χώρα θα μπορούσε να βιώσει μια θεμελιώδη μεταμόρφωση ως αποτέλεσμα της προσέγγισης με τη Δύση. Και ένας τέτοιος μετασχηματισμός φαινόταν πιθανός. Μόλις δύο μήνες μετά την ομιλία του Ομπάμα, ο πρόεδρος των ΗΠΑ έδωσε  τα χέρια με τον υπουργό Εξωτερικών του Ιράν, Γιαβάντ Ζαρίφ στο περιθώριο της Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών, την πρώτη τέτοια κίνηση μεταξύ ενός προέδρου των ΗΠΑ και ενός ανώτερου Ιρανού αξιωματούχου από την επανάσταση του 1979. Οι σκληροπυρηνικοί στο Ιράν ήταν εξαιρετικά επικριτικοί απέναντι στον Ζαρίφ επειδή είχε δώσει τα χέρια με τον «μεγάλο Σατανά». Πολλοί Ρεπουμπλικανοί στις ΗΠΑ είχαν επίσης επικρίνει τη σύντομη συνάντηση μεταξύ Ομπάμα και Ζαρίφ, και μάλιστα είναι οι ίδιοι που πανηγυρίζουν σήμερα την προγραμματισμένη συνάντηση του Τραμπ με τον Βορειοκορεάτη ηγέτη Κιμ Γιονγκ Ουν, ζητώντας, μάλιστα, να δοθεί στον Τραμπ… το Νόμπελ Ειρήνης.

Ευκαιρίες και κίνδυνοι

Το κρίσιμο ερώτημα είναι εάν οι ελπίδες της Δύσης για τη συμφωνία έχουν εκπληρωθεί. Το Spiegel σημειώνει ότι το Ιράν σταμάτησε το πυρηνικό του πρόγραμμα, αλλά συνέχισε να αναπτύσσει εκείνες τις δυνατότητες που δεν απαγορεύονται από τη συμφωνία: Έχει εντατικοποιηθεί περισσότερο στους περιφερειακούς πολέμους και συνεχίζει να εξελίσσει το πυραυλικό του πρόγραμμα. Όσον αφορά στο Ισραήλ, οι Ιρανοί επέκτειναν τις δραστηριότητές τους σε διάφορα μέτωπα. Υποστηρίζουν εδώ και πολύ καιρό τη Χεζμπολάχ στο Λίβανο και τη Χαμάς στη Λωρίδα της Γάζας και τώρα η Συρία έχει προστεθεί στον κατάλογο. Βρίσκονται κοντά στην επίτευξη του στόχου τους να κυριαρχούν σε μια «σιιτική ημισέληνο» στην περιοχή, που εκτείνεται από το Ιράκ και τη Συρία στον Λίβανο.

Υπάρχει ένα είδος αμοιβαίας επωφελούς συμφωνίας μεταξύ της Δαμασκού και της Τεχεράνης: Οι Σύριοι χρειάζονται τα χρήματα και τους μαχητές του Ιράν. Οι Ιρανοί θέλουν τη γεωγραφική θέση της Συρίας. Από εκεί, είναι σε θέση να στείλουν στρατιωτικές πολιτοφυλακές αποτελούμενες από Αφγανούς, Πακιστανούς και Ιρακινούς στα ισραηλινά σύνορα.

Από την άλλη πλευρά, η επισφαλής οικονομική κατάσταση της χώρας είναι ένας λόγος που ο Τραμπ πιστεύει ότι μπορεί να την αναγκάσει να γονατίσει. Αλλά η στρατηγική του Τραμπ είναι επικίνδυνη. Θέλει να κάνει στο Ιράν αυτό που έκανε στη Βόρεια Κορέα: Εφαρμόζει τη μέγιστη πίεση για να αναγκάσει τους αντιπάλους του να ενδώσουν. Οι Ευρωπαίοι πιστεύουν ότι αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα το αντίθετο: Οι σκληροπυρηνικοί στο Ιράν θα κερδίσουν και πάλι το πάνω χέρι, η χώρα θα αρχίσει και πάλι να εμπλουτίζει ουράνιο και τελικά, το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν θα καταστεί αναπόφευκτο. Πολλοί Ευρωπαίοι ελπίζουν τώρα ότι η Ρωσία, από όλες τις χώρες, θα συγκρατήσει τους σκληροπυρηνικούς της Τεχεράνης από το να κλιμακώσουν την κατάσταση, επειδή το συριακό καθεστώς εξαρτάται έντονα από τους Ρώσους. Η επίσκεψη του Ισραηλινού πρωθυπουργού Μπέντζαμιν Νετανιάχου στη Μόσχα την Τετάρτη πιθανότατα θα ασκήσει πίεση και στον Βλαντίμιρ Πούτιν για να ασκήσει επιρροή στους Ιρανούς.

Μεσοπρόθεσμα, ο κίνδυνος είναι ένας μεγάλος πόλεμος στη Μέση Ανατολή, αλλά ο βραχυπρόθεσμος κίνδυνος είναι μια κλιμάκωση μεταξύ του Ισραήλ και του Ιράν στη Συρία. Αυτό που κάνει τη διάλυση της συμφωνίας με το Ιράν τόσο επικίνδυνη αυτή τη στιγμή είναι η άλλη στρατιωτική πρωτοβουλία της χώρας: η ανάπτυξη ενός σκιώδους στρατού σιιτικών πολιτοφυλακών που οι Ιρανοί Φρουροί της Επανάστασης στρατολογούν από το Ιράκ, το Αφγανιστάν και το Πακιστάν τα τελευταία χρόνια και έχει αναπτυχθεί στη Συρία και αλλού. Υπολογίζεται ότι αυτή η παραστρατιωτική πολεμική μηχανή διαθέτει πάνω από 100.000 μαχητές.

Τελικά, τίθεται το ερώτημα κατά πόσο η Ευρώπη μπορεί να δει αυτή την κρίση ως έκκληση αφύπνισης, ως αρχή μιας νέας κοινής εξωτερικής πολιτικής ή αν θα συνεχίσει να υπομένει τις ταπεινώσεις του Τραμπ. Ο Βόλφγκανγκ Ισίνγκερ, Γερμανός διπλωμάτης, εκτιμά, πάντως, ότι η κρίση εμπιστοσύνης με τις ΗΠΑ θα μπορούσε να μετατραπεί σε κάτι θετικό: «Για το ευρωπαϊκό εγχείρημα, δεν μπορώ να φανταστώ ένα καλύτερο κίνητρο από αυτό το σοκ από τον Τραμπ».