Η απόφαση του Τραμπ να αποσύρει τις ΗΠΑ από τη συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν επανέφερε το «φάντασμα» ενός ακόμη περιφερειακού, αλλά μεγάλης κλίμακας, πολέμου, πάνω από τον Κόλπο. Τον τρίτο στην περιοχή που θα έχει τη «σφραγίδα» της Ουάσιγκτον.

Ads

Οι «New York Times» δημοσίευσαν πρόσφατα την πληροφορία, ότι οι αμερικανικές ειδικές δυνάμεις βοηθούσαν κρυφά τον στρατό της Σαουδικής Αραβίας εναντίον των ανταρτών Χούτι στην Υεμένη, τους οποίους υποστηρίζει το Ιράν. Για τον Michael Klare, καθηγητή του Hampshire College και ειδικό σε θέματα γεωστρατηγικής, άρθρο του οποίου δημοσιεύει η «Monde Diplomatique», αυτό ήταν μόνο το τελευταίο σημάδι, πριν την ανακοίνωση του Τραμπ για το Ιράν, που έδειχνε πως η Ουάσιγκτον προτίθεται να προχωρήσει σε μία ακόμη σύγκρουση στην περιοχή του Περσικού Κόλπου.

Οι δύο πρώτοι πόλεμοι στον Κόλπο – η Επιχείρηση «Καταιγίδα της Ερήμου», η εκστρατεία του 1990 για την εκδίωξη των ιρακινών δυνάμεων από το Κουβέιτ και η αμερικανική εισβολή στο Ιράκ το 2003 – έληξαν με αμερικανικές «νίκες», οι οποίες όμως οδήγησαν στην εμφάνιση νέων τρομοκρατικών ομάδων όπως ο ISIS και σε εκατομμύρια πρόσφυγες. Ο ενδεχόμενος Τρίτος Πόλεμος του Κόλπου, αυτή τη φορά εναντίον του Ιράν, ακόμη και σε περίπτωση νίκης των Αμερικανών, θα απελευθέρωνε ακόμη πιο τρομακτικές δυνάμεις χάους και αιματοχυσίας.

Μπορείτε να διαβάσετε σχετικά: «Η σύγκρουση των φονταμενταλιστών: Σταυροφορίες, τζιχάντ και νεωτερικότητα» του Ταρίκ Αλί

Ads

Όπως και οι δύο πρώτοι πόλεμοι του Κόλπου, ο τρίτος μπορεί να περιλαμβάνει σφοδρές συγκρούσεις μεταξύ αμερικανικών δυνάμεων και εκείνων του Ιράν, ενός άρτια εξοπλισμένου κράτους. Θα διαφέρει από τις πρόσφατες συγκρούσεις στη Μέση Ανατολή, τόσο σε γεωγραφική έκταση, όσο και  στον αριθμό των σημαντικών πλευρών που θα μπορούσαν να εμπλακούν. Κατά πάσα πιθανότητα, το πεδίο της μάχης θα εκτείνεται από τις ακτές της Μεσογείου, όπου ο Λίβανος γειτνιάζει με το Ισραήλ, μέχρι τα στενά του Ορμούζ, όπου ο Περσικός Κόλπος ενώνεται με τον Ινδικό Ωκεανό. Στους εμπόλεμους θα βρίσκεται το Ιράν, μαζί με την Συρία (υπό τον ΄Ασαντ), τη Χεζμπολάχ στο Λίβανο και οι διάφορες πολιτοφυλακές των Σιιτών στο Ιράκ και την Υεμένη. Πιθανότατα και η Ρωσία. Από την άλλη πλευρά θα βρίσκεται το Ισραήλ, η Σαουδική Αραβία, οι Ηνωμένες Πολιτείες και τα Αραβικά Εμιράτα.

Όλες αυτές οι δυνάμεις εξοπλίστηκαν με σύγχρονα όπλα τα τελευταία χρόνια, γεγονός που οδηγεί στο εύκολο συμπέρασμα ότι οι μάχες θα είναι έντονες, αιματηρές και τρομακτικά καταστροφικές. Το Ιράν αποκτά μια συλλογή σύγχρονων όπλων από τη Ρωσία και διαθέτει τη δική του σημαντική πολεμική βιομηχανία όπλων. Προμηθεύει το καθεστώς ΄Ασαντ επίσης με σύγχρονα όπλα και είναι πιθανό να μεταφέρει μια σειρά από πυραύλους και άλλα πυρομαχικά στη Χεζμπολάχ. Το Ισραήλ, η Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα είναι από καιρό σημαντικοί παραλήπτες δεκάδων δισεκατομμυρίων δολαρίων εξελιγμένων αμερικανικών όπλων και ο  Τραμπ έχει υποσχεθεί να τους προμηθεύσει πολλά περισσότερα.

Αυτό σημαίνει ότι, μόλις αναφλεγεί, ένας Τρίτος Πόλεμος στον Κόλπο θα μπορούσε να κλιμακωθεί γρήγορα και θα δημιουργούσε αναμφίβολα μεγάλο αριθμό πολιτικών και στρατιωτικών «ατυχημάτων» και νέες ροές προσφύγων. Οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι σύμμαχοί τους θα προσπαθούσαν να παραλύσουν γρήγορα την ικανότητα του Ιράν για την κατασκευή οπλικών συστημάτων, επιχείρηση που θα απαιτούσε πολλαπλά κύματα αεροπορικών επιδρομών και βομβαρδισμών με πυραύλους, μέσα σε πυκνοκατοικημένες περιοχές. Το Ιράν και οι σύμμαχοί του θα προσπαθήσουν να απαντήσουν επιτιθέμενοι σε στόχους υψηλής σημασίας στο Ισραήλ και τη Σαουδική Αραβία, συμπεριλαμβανομένων των πόλεων και των εγκαταστάσεων πετρελαίου. Οι Σιίτες σύμμαχοι του Ιράν στο Ιράκ, την Υεμένη και αλλού θα μπορούσαν να αναλάβουν τις δικές τους επιθέσεις στην συμμαχία υπό την ηγεσία των ΗΠΑ.

Το πού θα πάει η κατάσταση με την έναρξη των μαχών είναι αδύνατο να προβλεφθεί, αλλά η μέχρι στιγμής πείρα του εικοστού πρώτου αιώνα υποδηλώνει πώς ό,τι και αν συμβεί δεν θα είναι αποτέλεσμα προσεκτικά σχεδιασμένων στρατηγικών και δεν θα τελειώσει είτε αναμενόμενα είτε καλά. Αναλόγως απρόβλεπτη είναι και η αφορμή ενός τέτοιου πολέμου. Παρ’ όλα αυτά είναι προφανές ότι ο κόσμος κινείται όλο και πιο κοντά σε μια στιγμή που ένας σπινθήρας θα μπορούσε να προκαλέσει μια αλυσίδα γεγονότων, η οποία οδηγεί σε εχθροπραξίες πλήρους κλίμακας στην Μέση Ανατολή.

Είναι δυνατόν, για παράδειγμα, να φανταστούμε μια σύγκρουση μεταξύ ισραηλινών και ιρανικών στρατιωτικών δυνάμεων στη Συρία που θα προκαλούσαν έναν τέτοιο σπινθήρα. Το δημοσίευμα επικαλείται πληροφορίες σύμφωνα με τις οποίες οι Ιρανοί δημιούργησαν βάσεις τόσο για να στηρίξουν το καθεστώς ΄Ασαντ όσο και για να διοχετεύσουν όπλα στη Χεζμπολάχ στο Λίβανο. Στις 10 Μαΐου, ισραηλινά πολεμικά αεροπλάνα έπληξαν αρκετές από αυτές τις τοποθεσίες, ύστερα από εκτοξεύσεις πυραύλων στα κατεχόμενα από το Ισραήλ υψώματα του Γκολάν.

Περισσότεροι ισραηλινοί βομβαρδισμοί αναμένονται σίγουρα στο μέλλον, καθώς το Ιράν φέρεται να εντείνει την προσπάθειά του να δημιουργήσει την λεγόμενη «γαιο-γέφυρα» μέσω του Ιράκ και της Συρίας στον Λίβανο. Μια άλλη πιθανή σπίθα θα μπορούσε να προκληθεί με περιστατικά μεταξύ αμερικανικών και ιρανικών πολεμικών πλοίων στον Περσικό Κόλπο.

Όποια και αν είναι η φύση της αρχικής σύγκρουσης, η ταχεία κλιμάκωση σε εχθροπραξίες πλήρους κλίμακας μπορεί να συμβεί με ελάχιστη προειδοποίηση.

Όλα αυτά θέτουν το ερώτημα: Γιατί οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι σύμμαχοί τους στην περιοχή κινούνται όλο και πιο κοντά σε έναν ακόμη πόλεμο στον Περσικό Κόλπο; Γιατί τώρα;

Η γεωπολιτική του πετρελαίου

Οι δύο πρώτοι πόλεμοι του Κόλπου προήλθαν, σε μεγάλο βαθμό, από τη γεωπολιτική του πετρελαίου. Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, καθώς οι Ηνωμένες Πολιτείες γίνονταν όλο και περισσότερο εξαρτημένες από τις εισαγωγές πετρελαίου, προσελκύονταν όλο και πιο κοντά στη Σαουδική Αραβία, τον κορυφαίο παραγωγό πετρελαίου παγκοσμίως. Με το δόγμα του Κάρτερ, τον Ιανουάριο του 1980, οι ΗΠΑ δεσμεύτηκαν για πρώτη φορά να χρησιμοποιήσουν βία, εάν ήταν απαραίτητο, για να αποτρέψουν οποιαδήποτε διακοπή της ροής πετρελαίου από τη Σαουδική Αραβία και άλλες χώρες του Κόλπου, τόσο προς τις ΗΠΑ όσο και προς τους συμμάχους της. Ο Ρίγκαν, ο πρώτος πρόεδρος που εφάρμοσε το δόγμα αυτό, ενέκρινε την αλλαγή σημαίας στα τάνκερ της Σαουδικής Αραβίας και του  Κουβέιτ, τοποθετώντας την αμερικανική, κατά τη διάρκεια του οκταετούς πολέμου Ιράν-Ιράκ που ξεκίνησε το 1980. Επίσης, το πολεμικό ναυτικό των ΗΠΑ προστάτευε αυτά τα τάνκερ.

Όταν τα ιρανικά πυροβόλα απειλούσαν τα υπο αμερικανική σημαία σαουδαραβικά δεξαμενόπλοια, τα αμερικανικά πλοία απαντούσαν με τρόπο που αντιπροσώπευε τις πρώτες πραγματικές στρατιωτικές συγκρούσεις μεταξύ των ΗΠΑ και του Ιράν. Εκείνη την εποχή, ο Ρήγκαν έθεσε το θέμα ως εξής: «Η χρήση των θαλάσσιων οδών του Περσικού Κόλπου δεν θα υπαγορεύεται από τους Ιρανούς».

Η γεωπολιτική του πετρελαίου ήταν αυτή που έπαιξε καταλυτικό ρόλο στην απόφαση των ΗΠΑ να παρέμβει στον Πρώτο Πόλεμο του Κόλπου. Όταν οι ιρακινές δυνάμεις κατέλαβαν το Κουβέιτ τον Αύγουστο του 1990 και εμφανίστηκαν έτοιμες να εισβάλουν στη Σαουδική Αραβία, ο Μπους πατήρ ανακοίνωσε ότι οι ΗΠΑ θα στείλουν δυνάμεις για να υπερασπιστούν την χώρα, εφαρμόζοντας το δόγμα Κάρτερ σε πραγματικό χρόνο: «Η χώρα μας εισάγει σχεδόν το ήμισυ του πετρελαίου που καταναλώνει και μπορεί να αντιμετωπίσει σοβαρή απειλή για την οικονομική ανεξαρτησία της», δήλωσε, προσθέτοντας ότι «η ανεξαρτησία της Σαουδικής Αραβίας είναι ζωτικής σημασίας για τις Ηνωμένες Πολιτείες».

Αν και η πετρελαϊκή διάσταση της στρατηγικής των ΗΠΑ ήταν λιγότερο εμφανής στην απόφαση του Μπους υιού να εισβάλει στο Ιράκ το Μάρτιο του 2003, ήταν ακόμα εκεί. Μέλη του εσωτερικού κύκλου του, ειδικά ο αντιπρόεδρος Ντικ Τσένι, έλεγαν ότι ο Σαντάμ Χουσεΐν έθετε σε κίνδυνο την ασφάλεια των διαδρόμων του πετρελαίου στον Περσικό Κόλπο και έπρεπε να εξαλειφθεί. Άλλοι στον Λευκό Οίκο ήταν πρόθυμοι να ακολουθήσουν την προοπτική της ιδιωτικοποίησης των κρατικών πετρελαϊκών πηγών του Ιράκ και της μετατροπής τους σε αμερικανικές πετρελαϊκές εταιρείες.

Σήμερα, το πετρέλαιο έχει υποχωρήσει, αν δεν  έχει εξαφανιστεί εξ ολοκλήρου, ως μείζων παράγοντας στη γεωπολιτική του Περσικού Κόλπου. Μεγαλύτερο ρόλο παίζει ο κλιμακούμενος ανταγωνισμός για περιφερειακή κυριαρχία μεταξύ του Ιράν και της Σαουδικής Αραβίας, με το εξοπλισμένο με πυρηνικά Ισραήλ να «φιγουράρει» στο φόντο.

Το Ιράν και η Σαουδική Αραβία θεωρούν τον εαυτό τους ως το κέντρο ενός δικτύου ομοειδών κρατών και κοινωνιών – το Ιράν ως ηγέτης των πληθυσμών των Σιιτών της περιοχής, η Σαουδική Αραβία των Σουνιτών – και αμφότεροι αμφισβητούν την ύπαρξη του άλλου.

Για να περιπλέξει περισσότερο τα πράγματα, ο Τραμπ, ο οποίος σαφώς θρέφει βαθιά αντιπάθεια προς τους Ιρανούς, επέλεξε να συμμετάσχει στο «παιχνίδι» υπέρ της Σαουδικής Αραβίας, όπως έκανε και το Ισραήλ, φοβούμενο την πρόοδο του Ιράν στην περιοχή. Το αποτέλεσμα, όπως λέει ο στρατιωτικός αναλυτής, Αντριου Μπάσεβιτς, είναι τα «εγκαίνια ενός Σαουδο-Αμερικανο-Ισραηλινού άξονα» και μια «σημαντική επανευθυγράμμιση των αμερικανικών στρατηγικών σχέσεων».

Αρκετοί σημαντικοί παράγοντες εξηγούν αυτή τη μετάβαση από μια πετρελαϊκή στρατηγική που δίνει έμφαση στη στρατιωτική δύναμη σε έναν πιο συμβατικό αγώνα μεταξύ περιφερειακών αντιπάλων που έχει ήδη εμπλέξει βαθιά την Αμερική.

Καταρχήν, η εξάρτηση της Αμερικής από το εισαγόμενο πετρέλαιο έχει μειωθεί ταχύτατα τα τελευταία χρόνια, χάρη σε μια πετρελαϊκή «επανάσταση» στις ΗΠΑ, η οποία επέτρεψε την μαζική εκμετάλλευση των εγχώριων αποθεμάτων μέσω της διαδικασίας «fracking» (σσ. τεχνική διέγερσης στρώματος πετρελαίου με υδραυλική πίεση). Το 2001, σύμφωνα με τον πετρελαϊκό γίγαντα ΒΡ, οι Ηνωμένες Πολιτείες βασίστηκαν στις εισαγωγές για το 61% της καθαρής κατανάλωσης πετρελαίου. Μέχρι το 2016, το μερίδιο αυτό είχε μειωθεί στο 37% και εξακολουθούσε να μειώνεται. Παρόλα αυτά οι ΗΠΑ εξακολουθούν να εμπλέκονται βαθιά στην περιοχή εδώ και πάνω από μια δεκαετία με κάθε τρόπο.

Με την εισβολή και την κατοχή του Ιράκ το 2003, η Ουάσινγκτον εξάλειψε ένα μεγάλο προπύργιο της σουνιτικής εξουσίας με επικεφαλής τον Σαντάμ Χουσεΐν, ο οποίος, δυο δεκαετίες νωρίτερα, βρισκόταν στην ίδια πλευρά με τις ΗΠΑ εναντίον του Ιράν.

Ωστόσο, ως ιστορική ειρωνεία, εκείνη η εισβολή, είχε ως αποτέλεσμα να επεκταθεί η σιιτική επιρροή και να κάνει το Ιράν τον σημαντικότερο – ίσως τον μόνο – νικητή των πολέμων που ακολούθησαν. Ορισμένοι δυτικοί αναλυτές πιστεύουν ότι η μεγαλύτερη τραγωδία της εισβολής, από γεωπολιτική άποψη, ήταν η δημιουργία στενότατων δεσμών Σιιτών πολιτικών με την Τεχεράνη στο μετα-Χουσεϊνικό Ιράκ. Αν και οι σημερινοί ηγέτες της χώρας εμφανίζονται πρόθυμοι να ακολουθήσουν μια δική τους πορεία στη μετα-ISIS εποχή, πολλές ισχυρές σιιτικές ιρακινές πολιτοφυλακές – συμπεριλαμβανομένων και ορισμένων που έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην εκδίωξη του ISIS από τη Μοσούλη και άλλες μεγάλες πόλεις – διατηρούν στενούς δεσμούς με τους Ιρανούς Φρουρούς της Επανάστασης.

Μπλέκοντας κι άλλο το κουβάρι

Ο πόλεμος στη Συρία και την Υεμένη περιέπλεξε κι άλλο την κατάσταση. Στη Συρία, το Ιράν έχει επιλέξει να συμμαχήσει με τη Ρωσία για να διατηρήσει το καθεστώς ΄Ασαντ, παρέχοντάς του όπλα, κεφάλαια και ανθρώπινο δυναμικό. Η Χεζμπολάχ, αυτό το ισχυρό σιιτικό κίνημα στο Λίβανο με σημαντική στρατιωτική πτέρυγα, έστειλε πολλούς δικούς της μαχητές στη Συρία για να βοηθήσει τις δυνάμεις του ΄Ασαντ. Στην Υεμένη, οι Ιρανοί πιστεύεται ότι παρέχουν τεχνολογία όπλων και πυραύλων στους Χούθι, τους Σιίτες αντάρτες που ελέγχουν τώρα το βόρειο μισό της χώρας, συμπεριλαμβανομένης της πρωτεύουσας, Σαναά.

Οι Σαουδάραβες, με τη σειρά τους, διαδραματίζουν όλο και πιο ενεργό ρόλο, ενισχύοντας τη στρατιωτική τους δύναμη, εμφανιζόμενοι ως προστάτες των σουνιτικών κοινοτήτων της περιοχής. Προσπαθώντας να αντισταθούν και να αντιστρέψουν αυτό που βλέπουν ως ιρανική επέλαση, βοήθησαν ακραίες στρατιωτικές πολιτοφυλακές, προφανώς ακόμη και ομάδες που συνδέονται με την Αλ Κάιντα, για να αμυνθούν από  επιθέσεις από ιρανικές σιίτες δυνάμεις στο Ιράκ και τη Συρία. Το 2015, στην περίπτωση της Υεμένης, οργάνωσαν έναν συνασπισμό σουνιτικών αραβικών κρατών για να συντρίψουν τους αντάρτες Χούθι, σε έναν βάναυσο πόλεμο που περιλάμβανε αποκλεισμό της χώρας, προκαλώντας μαζικό λιμό και βομβαρδίζοντας, με αμερικανική υποστήριξη και όπλα… αγορές, γάμους και σχολεία. Αυτός ο νοσηρός συνδυασμός προκάλεσε τουλάχιστον 10.000 θανάτους αμάχων και μια μοναδική ανθρωπιστική κρίση σε αυτήν την ήδη φτωχή χώρα.

Ο Ομπάμα προσπάθησε να ηρεμήσει την κατάσταση με τη συμφωνία για τα πυρηνικά του Ιράν. Η στρατηγική του όμως ποτέ δεν κέρδισε την υποστήριξη του Ισραήλ και της Σαουδικής Αραβίας. Αλλά και στα χρόνια του Ομπάμα, η Ουάσιγκτον εξακολούθησε να υποστηρίζει σημαντικά και τις δύο χώρες με πολλούς τρόπους, συμπεριλαμβανομένων της προμήθειας μεγάλου όγκου στρατιωτικού εξοπλισμού, ανεφοδιασμού των Σαουδαραβικών αεροσκαφών, έτσι ώστε να μπορούν να χτυπήσουν βαθύτερα στην Υεμένη

Η αντι-ιρανική τριανδρία

Η έλευση του Τραμπ στον Λευκό Οίκο έδωσε πρόσθετη αρνητική δυναμική. Κατά τη διάρκεια της προεκλογικής του εκστρατείας, τάχθηκε ενάντια στην πυρηνική συμφωνία που υπογράφηκε τον Ιούλιο του 2015 από το Ιράν, τις ΗΠΑ, τη Βρετανία, τη Γαλλία, τη Γερμανία, τη Ρωσία, την Κίνα και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Γνωστή ως Κοινό Γενικό Σχέδιο Δράσης (JCPOA), η συμφωνία ανάγκασε το Ιράν να αναστείλει το πρόγραμμα εμπλουτισμού ουρανίου με αντάλλαγμα της άρση όλων των κυρώσεων που συνδέονται με την πυρηνική ενέργεια. Πρόκειται για ένα σχέδιο το οποίο το Ιράν τήρησε σχολαστικά. Αντίθετα ο Τραμπ χαρακτήρισε εξαρχής τη συμφωνία ως «καταστροφική».

Ο Τραμπ, αφού γέμισε με ιρανόφοβους αξιωματούχους την κυβέρνησή του, πραγματοποίησε το πρώτο του ταξίδι στο Ριάντ, τον Μάιο του 2017, όπου έβαλε τις βάσεις για μια στενή συνεργασία με τον Μοχάμεντ Μπιν Σαλμάν, τον 31χρονο γιο του Βασιλιά Σάλμαν και βασικό αρχιτέκτονα του γεωπολιτικού ανταγωνισμού της Σαουδικής Αραβίας με τους Ιρανούς. Μιλώντας σε Σουνίτες Άραβες από το Ριάντ, ο Τραμπ δήλωσε ότι «από τον Λίβανο, μέχρι το Ιράκ και την Υεμένη, το Ιράν χρηματοδοτεί, οπλίζει και εκπαιδεύει τρομοκράτες, πολιτοφυλακές και άλλες εξτρεμιστικές ομάδες που σπέρνουν την καταστροφή και το χάος στην περιοχή. Πρόκειται για μια κυβέρνηση που μιλά ανοιχτά για μαζική δολοφονία, την καταστροφή του Ισραήλ, τον θάνατο της Αμερικής».

Δεν χάρηκαν μόνο οι Σουνίτες ηγέτες με το παραλήρημα του Αμερικανού προέδρου. Αυτές οι λέξεις αντανακλούσαν τις απόψεις του τρίτου βασικού παίκτη στην στρατηγική τριανδρία που μπορεί να οδηγήσει σύντομα την περιοχή σε πόλεμο: Τον Ισραηλινό πρωθυπουργό Μπέντζαμιν Νετανιάχου. Επί σειρά ετών, έχει φρενάρει τις ιρανικές φιλοδοξίες στην περιοχή και απείλησε με στρατιωτική δράση εναντίον οποιουδήποτε ιρανικού κινήματος το οποίο θα έπληττε την ισραηλινή ασφάλεια. Τώρα, με τον Τραμπ και τους Σαουδάραβες, έχει τους συμμάχους των ονείρων του.

Κανείς δεν μπορεί να πει με βεβαιότητα πότε, ή ακόμα και αν, αυτές οι ισχυρές δυνάμεις θα προκαλέσουν έναν καταστροφικό νέο πόλεμο ή ένα σύνολο πολέμων στη Μέση Ανατολή. Μια απροσδόκητη υποτροπή της κρίσης στην Κορεατική Χερσόνησο, μια νέα κρίση με τη Ρωσία ή μια παγκόσμια οικονομική κατάρρευση θα μπορούσαν να στρέψουν την προσοχή αλλού, μειώνοντας τη σημασία του γεωπολιτικού ανταγωνισμού στον Περσικό Κόλπο.

Χωρίς τέτοιες εξελίξεις όμως, ο δρόμος προς τον πόλεμο, ο οποίος σίγουρα θα αποδειχθεί ο δρόμος προς την κόλαση, φαίνεται ανοιχτός. ‘Ενας Τρίτος Πόλεμος του Κόλπου απειλεί την ανθρωπότητα.