Το ημερολόγιο έγραφε 1983. Σε μια ταλαιπωρημένη και σκοτεινή πόλη, που τότε πολλοί λόγω της κατάστασης που επικρατούσε την συνέκριναν με το Γκόθαμ, την παρηκμασμένη πόλη από το κόμικ του Μπάτμαν, ένα τεράστιο φανταχτερό κτίριο κάνει τα εγκαίνιά του: Ο Πύργος του Τράμπ. 

Ads

Η είσοδός του έφερε μια πορτοκαλί μαρμάρινη αψίδα, με έναν καταρράκτη μπροστά από γυαλιστερές βιτρίνες με τα ακριβότερα κοσμήματα, παπούτσια και ρούχα. Στο πεζοδρόμιο όμως δεν μπορούσε κανείς να βρει ένα αυτοκίνητο που να μην είναι καλυμμένο με γκράφιτι και δίπλα τους να μην παρατηρήσει έναν ολοένα και αυξανόμενο πληθυσμό αστέγων που ζητούσε ψιλά κρατώντας ένα πλαστικό ποτήρι. Στο εσωτερικό του κτιρίου δεν “μπορούσε να μπει το κοινό” καθώς προοριζόταν για “τους καλύτερους ανθρώπους του κόσμου”. Στην κορυφή του Πύργου, όπου μπορούσε να φτάσει μόνο ο Τράμπ με ένα χρυσό ανελκυστήρα, βρισκόταν το τεράστιο ρετιρέ του. 

Η άνοδος αυτή προς το ρετιρέ σηματοδοτούσε και την άνοδό του σε μια πόλη βρώμικη και γεμάτη έγκλημα. Την δεκαετία του 1970, η Νέα Υόρκη έφτασε στο χείλος της χρεωκοπίας, και είχε τρομοκρατηθεί από έναν μανιακό δολοφόνο. Την δεκαετία του 1980 οι δολοφονίες προσέγγιζαν τις 2000 ετησίως και μια ομάδα εθελοντών με το όνομα “Άγγελοι Προστάτες” περιπολούσε το μετρό με τα μέλη της να φορούν κόκκινους μπερέδες με σκοπό να προκαλέσουν ένα αίσθημα ασφάλειας στους ταξιδιώτες. Η μητρόπολη είχε πιάσει “πάτο”, και ο Τράμπ το αξιοποίησε πλήρως για να δώσει την απαραίτητη ώθηση στην καριέρα του επιτυγχάνοντας φοροαπαλλαγές. 

Το γεγονός ότι είχε “δική” του την πόλη έγινε σαφές το 1989 όταν υποστήριξε ένθερμα την ρατσιστική αντίδραση του κοινού για μια υπόθεση πενταπλού βιασμού στο Σέντραλ Παρκ. Συνέχισε πάντα να αναπτύσσεται ενάντια στα συμφέροντα της πόλης, απομυζώντας την για δικό του όφελος την ώρα που διαμαρτυρόταν εντόνως για την κατάσταση στη Νέα Υόρκη. Οι απόψεις του δεν άλλαξαν ποτέ, και ενσωματώθηκαν και στην προεκλογική του εκστρατεία για την Προεδρεία των ΗΠΑ, όπου ενημέρωσε τους χορηγούς του από την επαρχία πως θα “τιμωρήσει” τις πόλεις. 

Ads

image

Μια ταραγμένη σχέση

Ο Τράμπ μεγάλωσε σε μια έπαυλη στα καταπράσινα Jamaica Estates στο Κουίνς, το πιο διακεκριμένο τότε προάστιο της Νέας Υόρκης. Το 1971, όμως, στην ηλικία των 25 ετών έφυγε από το σπίτι του και κατευθύνθηκε στο Μανχάταν για να κυνηγήσει το χρήμα και τη δόξα. Όμως για την νεοϋοκρέζικη ελίτ, για την αποδοχή της οποίας ήλπιζε, έβλεπε τον Τράμπ ως ιδιαίτερα άξεστο. Ήταν από μια μακρινή γειτονιά, που μπήκε στα πράγματα με τα χρήματα και τις πολιτικές διασυνδέσεις του μεσίτη πατέρα του. Σύμφωνα με μαρτυρίες της εποχής, ο απότομος και χυδαίος τρόπος του με τους εργάτες του Μπρούκλιν, του Στάτεν Άιλαντ και του Κουίνς, τον έκαναν αποκρουστικό για την ελίτ του Μανχάταν. 

O πλέον Πρόεδρος των ΗΠΑ έδωσε λύση στα προβλήματα που αντιμετώπιζε στον δρόμο, φτιάχνοντας ένα καταφύγιο 200 μέτρα ψηλά στον ουρανό, όπου η πολυτέλεια περίσσευε. Σύμφωνα με τον βιογράφο του, Τιμ Ο’ Μπράιεν, “εκεί μπορούσε να ζήσει μακριά από την πόλη και την απίστευτη ροή ιδεών, ανθρώπων και πολιτισμών”, εντός “της δικής του φούσκας καθαρότητας και προνομίων”. Από τα μπρούτζινα παράθυρά του μπορούσε να βλέπει το Empire State Building, τους Δίδυμους Πύργους, τις οροφές των κίτρινων ταξί και τους μικροσκοπικούς ανθρώπους να περπατούν στα πεζοδρόμια, 58 ορόφους χαμηλότερα. Αυτό που δεν μπορούσε να δει, ήταν η μεταμόρφωση της πόλης από ό,τι ήταν τις δεκαετίες του ’70 και του ’80, σε ένα πιο καθαρό και ασφαλές κέντρο για έξυπνους και πλούσιους ανθρώπους, όπως είναι σήμερα. 

Την ίδια περίοδο, η τάση αυτή εξαπλώθηκε σε όλη την Αμερική στις προαστιακές και επαρχιακές περιοχές, υπό το φως του πλούτου και της καινοτομίας που λάμβανε χώρα στα αστικά κέντρα. Οι πόλεις άλλαξαν, ο Τράμπ όχι. Πως έγινε αυτό; Πως την στιγμή που οι αμερικανικές πόλεις έγιναν οι μηχανές παραγωγής πλούτου και επιτυχίας, εκείνος επέμενε να καταφέρεται εναντίον τους; Η απάντηση κρύβεται στην Νέα Υόρκη, στην πόλη που τον “έφτιαξε”.

Το deal των 70’s

Η συμφωνία που εκτόξευσε τον Τράμπ ήταν η ανακαίνιση του βρώμικου, απαρχαιωμένου και αδιάφορου ξενοδοχείου Commodore στο φανταχτερό, γυάλινο Grand Hyatt. Αυτό δεν θα είχε επιτευχθεί εάν η Νέα Υόρκη δεν ήταν βούρκος που υπολειτουργούσε. Επίσης δεν θα είχε γίνει χωρίς τα χρήματα του πατέρα του και την πίστωση που του παρείχαν οι διασυνδέσεις του. Έγινε, όμως, και σε μια κομβική χρονική στιγμή, που οδήγησε σε φοροαπαλλαγές, χωρίς τις οποίες δεν θα είχε λειτουργήσει το μοντέλο.  

image

Όταν ο Τραμπ πήγε στο Μανχάταν η κατάσταση δεν ήταν καθόλου διαφορετική από την υπόλοιπη Νέα Υόρκη. Τον Οκτώβριο του 1975 ο Πρόεδρος Τζ. Φόρντ είχε δηλώσει ότι είναι έτοιμος να μπλοκάρει οποιαδήποτε νομοθετική πρόταση, που θα στόχευε σε οικονομική διάσωση της πόλης από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση. Δυο μήνες αργότερα από τον βαρύγδουπο τίτλο της New York Daily News “Φόρντ προς την πόλη: Ψοφήστε!”, ο τότε Αμερικανός Πρόεδρος υπέγραψε κονδύλι 2,3 δισεκατομμυρίων δολαρίων ως ομοσπονδιακή βοήθεια για την πόλη, με ταυτόχρονες ρήτρες απολύσεων δημοσίων υπαλλήλων για πρώτη φορά από την Μεγάλη Ύφεση. Ανάμεσα σε αυτούς ήταν και οι αστυνομικοί. Ομάδες αστυνομικών που διαδήλωναν εναντίον των μέτρων μοίραζαν φυλλάδια που έγραφαν “Καλώς ήρθατε στην Πόλη του Φόβου”.

Το 1976 ένα ζευγάρι ηλικιωμένων που ζούσε 40 χρόνια στο Μπρόνξ αυτοκτόνησε γράφοντας σε ένα σημείωμα ότι “δεν αντέχουν άλλο να ζουν μέσα στον φόβο”. Το 1977 έκανε την εμφάνισή του ο μανιακός δολοφόνος Ντέιβιντ Μπέρκοβιτς, που είχε το παρατσούκλι “Υιός του Σάμ”. Δολοφόνησε έξι ανθρώπους και τραυμάτισε άλλους εννέα πριν συλληφθεί. “Κανείς δεν είναι ασφαλής”, έγραφε στα πρωτοσέλιδά της η New York Post.

Μέσα σε αυτές τις συνθήκες, ο Τράμπ με την Κάντιλάκ του διέσχισε την γέφυρα του Κούινσμπορο και να πετύχει την κατασκευή του “πλέον απίστευτου κτίσματος στην πόλη και των πλέον απίθανων κρατικών φοροαπαλλαγών που έγιναν ποτέ”. Συγκεκριμένα πήρε σε επιδοτήσεις 360 εκατομμύρια δολάρια μέσα σε 40 χρόνια! Για τους γνώστες της πόλης, η Νέα Υόρκη βοήθησε περισσότερο τον Τράμπ από ότι εκείνος επέστρεψε σ’ αυτή. Όμως κάθε κίνησή του την παρουσίαζε ως ωθούμενη από καθαρό αλτρουισμό προς την πόλη.

Το ξενοδοχείο Commodore, το οποίο απέκτησε για 10 εκατομμύρια δολάρια, ήταν άθλιο. Γάτες κυνηγούσαν αρουραίους στο υπόγειο και πόρνες χρησιμοποιούσαν τα δωμάτια. Ο δήμος ανησυχούσε ότι η περιοχή θα μετατραπεί σε μια δεύτερη Τάιμς Σκουέρ, η οποία είχε μετατραπεί ήδη σε ένα κατωτάτου επιπέδου ερωτικό παζάρι γεμάτο μπανιστηρτζίδες και πόρνες. Ο Τράμπ, σύμφωνα με όσους τον πλαισίωναν εκείνη την περίοδο, έβλεπε αυτή την βρώμικη Νέα Υόρκη ως τον χώρο που μπορεί να λάμψει. Τριγυρνούσε το Μανχάταν με την λιμουζίνα του, που είχε πινακίδες με τα αρχικά του (DJT) και την οποία οδηγούσε ένας απολυμένος αστυνομικός, που παρίστανε τον ένοπλο σωματοφύλακα-σοφέρ. Κυκλοφορούσε στα μπαρ του Ίστ Σάιντ, όπου έβγαιναν κυρίως τα μοντέλα των οίκων υψηλής ραπτικής, και φυσικά στο κάθιδρο άντρο των διασήμων, το Studio 54, όπου μπορούσε “να βλέπει τα μοντέλα να πηδιούνται”, όπως είπε χαρακτηριστικά ο ίδιος στον βιογράφο του. Σύμφωνα με τον βιογράφο, ο Τραμπ δεν έβγαινε έξω για να πιεί – μέχρι και σήμερα πίνει μόνο τσάι. Έβγαινε για να τον δουν. 

image

Όμως το λάθος του ήταν πως περίμενε η Νέα Υόρκη να τον σεβαστεί με την ίδια ευκολία που του χάρισε τις φοροαπαλλαγές. Τα μίντια, εκτός όλων των άλλων, του συμπεριφέρθηκαν με απέχθεια, όμοια με αυτή που τους προκαλούσε. Βέβαια, και εκείνος τους επιτέθηκε. Γκρέμισε, για παράδειγμα, κάποιες ζωοφόρους της αρ ντεκό έξω από το Bonwit Teller, ενώ είχε υποσχεθεί να τα δωρίσει στο Μουσείο Metropolitan. Ήταν μια επίθεση ακριβώς σε εκείνους τους Νεοϋορκέζους που τον έβρισκαν άκομψο. “Δεν ήταν τίποτα. Ήταν σκουπίδια”, είχε πει ο Τράμπ. “Ήταν αναντικατάστατα ντοκουμέντα αρχιτεκτονικής”, του απάντησε ένας άνθρωπος του Μουσείου. “Προφανώς, τα μεγάλα κτίρια δεν κάνουν μεγάλους ανθρώπους”, είχαν γράψει οι Times σε ένα άρθρο τους. 

“Εταιρικός βάνδαλος”

Το κτίριο που πήρε τη θέση του Bonwit Teller, ήταν φυσικά ο Πύργος του Τράμπ – ένα εγχείρημα που τον τοποθέτησε στην λίστα των διασήμων της πόλης, αν όχι όλου του κόσμου. Όμως δεν τον έβαλε και ανάμεσα στους κύκλους της ελίτ. “Ένας εταιρικός βάνδαλος!”, “Ένας ανεξέλεγκτος δισεκατομμυριούχος, που τριγυρνά ελεύθερος στην πόλη σαν κάποιο είδος τέρατος”: Αυτά ήταν αποσπάσματα από άρθρα των Times εναντίον του. Όταν μάλιστα ξεκίνησε να αγοράζει ακίνητα στο Ατλάντικ Σίτι, τον “αποκαθήλωσαν” από νεοϋορκέζο, ονομάζοντάς τον “καζινιέρη του Νιου Τζέρσι”. “Ήταν αντικείμενο χλευασμού”, θυμάται μιλώντας στο Politico ο αρθρογράφος Πιτ Χαμιλ.

Ο Τράμπ συνήθιζε να κοιτάζει κάτω από τα παράθυρα του Πύργου του. Εκεί εντόπιζε τις περιοχές που ήθελε να αποκτήσει. Από εκεί είδε τις ημιτελείς υποδομές του παγοδρομίου του Σεντραλ Παρκ, για την ανακαίνιση του οποίου ο δήμος είχε ξοδέψει μέσα σε έξι χρόνια 12 εκατομμύρια δολάρια χωρίς αποτέλεσμα. Το 1986 αποφάσισε να το ανακαινίσει ο ίδιος. Ο δήμος αποδέχθηκε την προσφορά του και το ολοκλήρωσε μέσα σε έξι μήνες με κόστος κατά 800.000 δολάρια μικρότερο του προϋπολογισμού. Στο τέλος, δεν γιόρτασε μόνο για όσα πέτυχε εκείνος, αλλά και για όσα είχε αποτύχει η πόλη. 

Αργότερα θέλησε να χτίσει στο Γουεστ Σάιντ, έξι ουρανοξύστες των 76 ορόφων, 8000 διαμερίσματα και τον υψηλότερο ουρανοξύστη του κόσμου. Αυτό δεν έγινε ποτέ πραγματικότητα γιατί ο δήμαρχος, Έντ Κοχ, δεν του έδωσε μια φοροαπαλλαγή του ένα δισεκατομμύριου δολαρίου. Ο Τραμπ, που πάντοτε εμφανιζόταν ως ένα κράμα ανθρώπου που αντλεί δημόσιες επιδοτήσεις, που αυτο-ορίζεται ως σωτήρας και κριτικάρει ανοιχτά την πόλη, απάντησε σε αυτή την απόφαση χαρακτηρίζοντας τον δήμαρχο ως “ηλίθιο” και “καταστροφικό”. “Άπληστο γουρούνι, άπληστο γουρούνι, άπληστο γουρούνι”, του ανταπάντησε εκείνος. 

New York, New York…

Η Νέα Υόρκη δεν συνήλθε ομαλά από το τραύμα των 70’s. Αντιθέτως η Wall Street εκτοξεύθηκε στην δεκαετία του 1980, όπως και ο πληθυσμός των αστέγων, με την φτώχεια να χτυπά αλύπητα το Μπρουκλιν και το Μπρονξ. Όταν μάλιστα ο λευκός Μπέρνχαρτ Γκότζ σκότωσε τέσσερις μαύρους έφηβους γιατί όπως είπε επιχείρησαν να τον κλέψουν στο Νότιο Μανχάταν, οι περισσότεροι Νεοϋορκέζοι πανηγύρισαν. Οι εφημερίδες, δε, υποστήριξαν τον δράστη. Το 1989 μια 28χρονη λευκή κοπέλα απόφοιτη του Γέηλ και εργαζόμενη σε επενδυτική τράπεζα, έπεσε θύμα βιασμού στο Σέντραλ Παρκ. Πέντε έφηβοι μαύροι ή ισπανικής καταγωγής, συνελήφθησαν, κατηγορήθηκαν και καταδικάστηκαν, με αβάσιμες καταθέσεις και στοιχεία, όπως αποδείχθηκε αργότερα. Όσο όμως η ιστορία “έβραζε”, τόσο οι εφημερίδες όσο και ο ίδιος ο δικαστής μιλούσαν για “εξαγριωμένους εφήβους” που έχουν μετατρέψει το πάρκο “σε θάλαμο βασανιστηρίων” συμπεριφερόμενοι σαν “ζώα που τρέφονται άπληστα”. 

image

Ο Τραμπ βρήκε μια ακόμη ευκαιρία να εκμεταλλευτεί τον φόβο σε αυτή την υπόθεση: Πλήρωσε 85.000 δολάρια σε τέσσερις εφημερίδες της Νέας Υόρκης ζητώντας να μπει ολοσέλιδη διαφήμιση που ζητούσε την θανατική ποινή. “Η διαφήμιση αυτή αποκάλυψε για πρώτη φορά όσα χρειαζόταν ο καθένας να ξέρει για τον Ντόναλντ Τράμπ”, έγραφε την επόμενη ημέρα η Newsday. “Ο Τράμπ κατέστρεψε τον εαυτό του. Στο τέλος, όλοι οι δημαγωγοί αυτό κάνουν”, έγραφε το άρθρο. Το πιο ανησυχητικό, όμως, ήταν πως οι απόψεις του Τραμπ δεν ήταν απορριπτέες από το σύνολο της κοινωνίας της Νέας Υόρκης. Μπορεί να μην ήταν αγαπητός σαν προσωπικότητα, αυτό δεν σήμαινε όμως ότι δεν εισακουγόταν. Ήταν βέβαια χαρακτηριστικό παράδειγμα των απόψεών του για την πόλη τότε, και κατά μια έννοια εάν λάβουμε υπόψη τα ρατσιστικά του νομοσχέδια ως Πρόεδρος των ΗΠΑ, χαρακτηριστικό των απόψεών του εν γένει. “Ο Δήμαρχος Κοχ δήλωσε πως πρέπει το μίσος και η έχθρα να βγουν από τις καρδιές μας. Δεν το πιστεύω. Θέλω να μισώ αυτούς τους αλήτες και δολοφόνους. Πάντα θα το κάνω. Ας τους μισήσουμε όλοι μαζί, γιατί ίσως το μίσος είναι αυτό που χρειαζόμαστε εάν θέλουμε να πετύχουμε κάτι”, είχε πει τότε στο CNN. 

Cash-tastrophe

Η αθωωτική απόφαση για τους πέντε νέους, όμως, που ήρθε το 1990, συνέβη ταυτόχρονα με κάτι ακόμη: Την αποκάλυψη ότι ο ισολογισμός του Τραμπ είναι χειρότερος από εκείνον της πόλης. “Cash-tastrophe!”, ήταν ο γιγάντιος τίτλος της Daily News. 

Καθόλη τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990 ο Τράμπ προσπαθούσε να αποφύγει την υποβολή δήλωσης χρεωκοπίας. Λίγο με τα χρήματα της οικογένειάς του, λίγο με την ανοχή των τραπεζών και λίγο με… εταιρικές χρεωκοπίες, τα κατάφερε. Μαζί του την ίδια περίοδο σώθηκαν και οι υποδεέστερες περιοχές πολλών πόλεων, ανάμεσά τους και αυτές της Νέας Υόρκης. Όμως καθόλη τη διάρκεια της προεκλογικής του εκστρατείας μιλούσε για “κακά αστικά κέντρα”, για “γεμάτα έγκλημα αστικά κέντρα”, για “θλιβερά αστικά κέντρα”, για αστικά κέντρα που “υποφέρουν”, που είναι πιο “επικίνδυνα ακόμη και από κάποιες εμπόλεμες ζώνες για τις οποίες διαβάζουμε”. “Δείτε τα αστικά κέντρα και θα παρατηρήσετε ελλιπή παιδεία, ανεργία και ανασφάλεια. Περπατάς για το μανάβικο με το παιδί σου και σε πυροβολούν. Θέλεις να κοιτάξεις έξω από το παράθυρο τι συμβαίνει, και σε πυροβολούν”, είχε πει ένα μήνα πριν τις εκλογές από τη Φλόριντα. 

Σίγουρα τα πράγματα στις αμερικανικές πόλεις δεν είναι ιδανικά, όμως ο κόσμος δεν καταλάβαινε γιατί μιλούσε ο Ντόναλντ Τράμπ. Αυτό φάνηκε όταν έγινε ο δεύτερος νεοϋορκέζος Πρόεδρος μετά τον Φράνκλιν Ρούσβελτ, που εκλέχθηκε από ανθρώπους εκτός της πόλης του. Τον Τραμπ ψήφισαν άνθρωποι από επαρχιακές περιοχές που ως εικόνα της Νέας Υόρκης είχαν αυτή τη διαστρεβλωμένη που τους έδωσε εκείνος. 

Πίσω στο 1999 τον κάλεσαν σε ένα δημόσιο σχολείο στο Μπρονξ για δυο λόγους: ο πρώτος ήταν να φέρουν τους μαθητές σε επαφή με πρόσωπα που χαρακτηρίζονται από επιτυχία, ώστε να εμπνευστούν και κατά δεύτερον να δείξουν τα σχολεία σε ανθρώπους που διαφορετικά δεν θα τα έβλεπαν. Ο Τραμπ που είχε δηλώσει σε μια συνέντευξή του ότι “ποτέ δεν είχε σκεφτεί να στείλει τα παιδιά του σε δημόσιο σχολείο καθώς αυτό είναι ένα προνόμιο του πλούτου”, ήταν ό,τι έπρεπε για την επίσκεψη σύμφωνα με τον διευθυντή του σχολείου. 

Στο ίδρυμα φοιτούσαν 1700 παιδιά, εκ των οποίων το 97% ήταν από πολύ φτωχές οικογένειες. Πολλοί είχαν συμμετάσχει στο πρόγραμμα του σχολείου, με το όνομα “διευθυντής για μια μέρα”, και φεύγοντας έδωσαν χρήματα και βιβλία. Από την άλλη πλευρά, ο Τραμπ περπατούσε στους διαδρόμους σαν βικτωριανός ευγενής που αναγκαζόταν να πατήσει σε λάσπες με ένα βλέμμα αηδίας. Όταν έπρεπε να αγγίξει κάποιο κάγκελο σκάλας έβγαζε το μαντήλι του και το έπιανε με τη βοήθειά του. 

Τα παιδιά συγκέντρωναν χρήματα πουλώντας κουλουράκια για να στείλουν την σκακιστική ομάδα του σχολείου σε αγώνες. Ο πλέον Πρόεδρος των ΗΠΑ πέταξε μέσα στο κουτί με τα χρήματα ένα ψεύτικο χαρτονόμισμα του ενός εκατομμυρίου δολαρίων και εν τέλει έβαλε μόνο 200 δολάρια. Κατόπιν μάζεψε τα ονόματα των παιδιών προκειμένου να διαλέξει 15 από αυτά, στα οποία θα έστελνε δώρο από ένα ζευγάρι κάλτσες Nike, από το κατάστημα που βρισκόταν στον Πύργο του – ένα κτίριο που όπως τους είπε βρισκόταν στο “εσωτερικό αστικό κέντρο, που ονομάζεται 57η και Πέμπτη λεωφόρος”.