Την ίδια ώρα που το μετεκλογικό ελληνικό τοπίο δημιουργεί νευρικότητα στους κόλπους των αναλυτών και αναζωπυρώνουν τα σενάρια περί εξόδου της χώρας από το ευρώ, ευρωζώνη και ΔΝΤ φαίνεται ότι αφήνουν ανοιχτό το ενδεχόμενο αλλαγής της πολιτικής λιτότητας που επελέγη από την τρόικα στις χώρες της ευρωζώνης με δημοσιονομικά προβλήματα, ώστε να υπάρξει επικέντρωση σε περισσότερες αναπτυξιακές δράσεις. Την ίδια ώρα, αυξάνονται οι πιέσεις προς την Άγκελα Μέρκελ για αλλαγή πολιτικής.

Ads

 
Εν τω μεταξύ, άτυπο δείπνο των αρχηγών κρατών και κυβερνήσεων της ΕΕ θα πραγματοποιηθεί στις 23 Μαΐου, όπως ανακοίνωσε ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Ένωσης Χέρμαν Βαν Ρόμπεϊ στο λογαριασμό του στο Twitter.
 
Λίγες ημέρες πριν ο κ. Ρόμπεϊ είχε δηλώσει ότι στα τέλη Μαΐου ή στις αρχές του Ιουνίου θα πραγματοποιηθεί άτυπη σύνοδος κορυφής της Ε.Ε. για την ανάπτυξη και την απασχόληση, η οποία θα είναι «μια προπαρασκευαστική σύνοδος» για τη Σύνοδο Κορυφής της 28ης και 29ης Ιουνίου στις Βρυξέλλες.
 
Μιλώντας στο τηλεοπτικό δίκτυο ZDF, ο πρόεδρος του Eurogroup Ζαν Κλόντ Γιούνκερ ανέδειξε την ανάγκη επικέντρωσης σε θέματα ανάπτυξης, φέροντας ως παράδειγμα την Ελλάδα και τις επιπτώσεις της λιτότητας στα πολιτικά πράγματα της χώρας. «Πρέπει να δώσουμε ελπίδα. Τα αποτελέσματα των εκλογών στην Ελλάδα δείχνουν ότι δεν υπάρχει καθόλου ελπίδα. Πρέπει να λύσουμε αυτό το δίλημμα» υποστήριξε.
 
Εν τω μεταξύ χθες, η επικεφαλής του ΔΝΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, μιλώντας στη Ζυρίχη, άφησε ανοιχτό το ενδεχόμενο ηπιότερης δημοσιονομικής προσαρμογής σε χώρες που πλήττονται από την ύφεση. Συγκεκριμένα τόνισε ότι η παγκόσμια οικονομία χρειάζεται σήμερα μεγαλύτερη και καλύτερη ανάπτυξη, κάτι που εξαρτάται από την επιλογή του σωστού συνδυασμού πολιτικών.
 
Επεσήμανε πως φέτος  η παγκόσμια ανάπτυξη θα είναι περίπου 3,5%, αλλά πολύ ασθενέστερη στις προηγμένες οικονομίες, στο 1,5% συμπεριλαμβανομένης της Ευρωζώνης, η οποία αναμένεται να διολισθήσει σε ήπια ύφεση. Σημείωσε δε, ότι με τις λάθος επιλογές, υπάρχει κίνδυνος να χαθεί μια δεκαετία ανάπτυξης.
 
Αναφερόμενη πάντως στη διχογνωμία που υπάρχει στην Ευρώπη για τους τρόπους επιστροφής στην ανάπτυξη, αναγνώρισε ότι η περιοριστική δημοσιονομική πολιτική  καθυστερεί την ανάπτυξη σε πολλές χώρες και έχει πολύ αρνητικές επιπτώσεις σε οικονομίες που βρίσκονται σε ύφεση, ωστόσο, υποστήριξε ότι το δίλημμα είναι άστοχο. Διευκρίνισε δε, πως είναι δυνατή η σχεδίαση στρατηγικών που είναι χρήσιμες τόσο για τη σταθερότητα όσο και την ανάπτυξη.
 
«Εάν η ανάπτυξη είναι χειρότερη της αναμενόμενης, θα πρέπει οι χώρες να προτιμήσουν την ανακοίνωση δημοσιονομικών μέτρων αντί να ανακοινώνουν δημοσιονομικούς στόχους» επεσήμανε, ωστόσο.
 
Υποστήριξε, τέλος, ότι οι οικονομίες των αναπτυγμένων χωρών πρέπει να κάνουν βήματα προς την κατεύθυνση της μείωσης των χρεών, όμως το σωστό μείγμα πολιτικών θα διαφέρει από χώρα σε χώρα.
 
Στον αντίποδα, ο υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας, Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, αναφερόμενος στην περίπτωση της Ελλάδας, επισημαίνει την εφαρμογή των συμφωνηθέντων ως τον καλύτερο δρόμο για την κρίση. Υπογραμμίζει ότι η Ευρώπη τηρεί όσα έχουν συμφωνηθεί και υποστηρίζει ότι το δημοσιονομικό σύμφωνο αποσκοπεί στην ανάπτυξη, αποκλείοντας, το ενδεχόμενο επαναδιαπραγμάτευσής του.
 
Αυξάνονται κριτική και πιέσεις στη Μέρκελ
 
Την ίδια ώρα, πάντως, μετά την αντιπολίτευση και έγκυροι Γερμανοί οικονομολόγοι, μεταξύ των οποίων ακόμα και σύμβουλοι της Μέρκελ, ζητούν τώρα από την Γερμανίδα καγκελάριο να αναθεωρήσει την οικονομική πολιτική της, «χαλαρώνοντας» τη λιτότητα και προωθώντας μέτρα για τη στήριξη της ανάπτυξης.
 
Ο καθηγητής και μέλος της ομάδας των «σοφών», που συμβουλεύουν την καγκελαρία, Πέτερ Μπόφινγκερ, σε τοποθέτησή του ενώπιον της Επιτροπής Προϋπολογισμού της Ομοσπονδιακής Βουλής ενόψει της ψήφισης του Δημοσιονομικού Συμφώνου, στις 25 Μαΐου, ζήτησε χαλάρωση των προγραμμάτων αυστηρής λιτότητας που εφαρμόζονται στα υπερχρεωμένα κράτη της Ευρώπης.
 
Σύμφωνα με πληροφορίες, που επικαλείται η οικονομική εφημερίδα Handelsblatt, ο κ. Μπόφινγκερ εξέφρασε την ελπίδα ότι το αποτέλεσμα των εκλογών στη Γαλλία και στην Ελλάδα, θα οδηγήσει σε αναπροσανατολισμό της στρατηγικής του Βερολίνου και εισηγήθηκε την επιμήκυνση των προγραμμάτων που εφαρμόζονται ώστε να εξοικονομηθούν χρήματα, αλλά και να μετριασθεί η κοινωνική πίεση.
 
Επιμήκυνση των προγραμμάτων σταθεροποίησης ζητεί, σε συνέντευξή του στην ίδια εφημερίδα και ο επικεφαλής οικονομολόγος του Γερμανικού Ινστιτούτου Οικονομικών Ερευνών (DIW) Φέρντιναντ Φίχτνερ, ο οποίος τονίζει ότι η ηπιότερη δημοσιονομική εξυγίανση αποτελεί τον καλύτερο δρόμο για μακροπρόθεσμη σταθερότητα.