Aν δεν πάρει εδώ και τώρα κοινωνικά μέτρα, η αλαζονεία του Μακρόν μπορεί να του στοιχίσει την προεδρία, τονίζει σε παρέμβαση του στην εφημερίδα Le Monde,  ο γνωστός οικονομολόγος Τομά Πικετί.

Ads

Κατά τη διάρκεια του πρώτου γύρου των προεδρικών εκλογών του 2017, τέσσερις υποψήφιοι είχαν συγκεντρώσει μεταξύ 20% και 24% των ψήφων: με άλλα λόγια, μέσα σε ένα βαθιά κατακερματισμένο πολιτικό και ιδεολογικό τοπίο, πολλές ήταν οι πιθανές εκβάσεις του δεύτερου γύρου.

Μέχρι την τελευταία στιγμή, οι ψηφοφόροι του 2022 διστάζουν ως προς την επιλογή μεταξύ της ακροδεξιάς και της δεξιάς (Λεπέν εναντίον Μακρόν, τον οποίο η συντριπτική πλειοψηφία των ψηφοφόρων τοποθετεί πλέον, και πολύ λογικά, στα δεξιά) ή μεταξύ της δεξιάς και της αριστεράς (Μακρόν εναντίον Μελανσόν).

Αυτή η επιλογή κάθε άλλο παρά ασήμαντη είναι και έχει συνέπειες για το είδος της δημόσιας συζήτησης που θα απασχολήσει τη χώρα για δύο εβδομάδες, μέχρι τον Β γύρο (ίσως και μετά): μία συζήτηση επικεντρωμένη στο κυνήγι των μεταναστών και μουσουλμάνων στην πρώτη περίπτωση, ή την ελπίδα για μία συζήτηση ως προς τους μισθούς και τις συνθήκες εργασίας, την υγεία και την εκπαίδευση, την κοινωνική και φορολογική δικαιοσύνη, τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και τους οργανισμούς δημόσιας ωφέλειας, στη δεύτερη.

Ads

Ωστόσο, ανεξαρτήτως του αποτελέσματος των εκλογών, μπορούμε ήδη να είμαστε σίγουροι για ένα πράγμα: δεν θα δούμε την  επιστροφή του κλασικού διαχωρισμού αριστεράς-δεξιάς. Πρώτον, διότι η  δεξιοποίηση του πολιτικού τοπίου και η ανάδειξη ενός ισχυρού αντι-μεταναστευτικού εκλογικού μπλοκ αντιστοιχούν σε μία γενικότερη τάση, την οποία ο Μακρονισμός στην εξουσία έχει  ενισχύσει επικίνδυνα. Στη συνέχεια, διότι θα χρειαστεί πολλή δουλειά, για να καταφέρουν οι δυνάμεις της Αριστεράς να ενωθούν και να ανακτήσουν την εξουσία.

Θεμελιώδης τροπισμός

Ας ξεκινήσουμε με το πρώτο σημείο.  Με την ιδιοποίηση του οικονομικού προγράμματος της δεξιάς, ο Μακρόν βοήθησε και στη δεξιοποίηση της χώρας, ωθώντας τη ρεπουμπλικανική δεξιά σε αδιέξοδο κυνηγητό με την ακροδεξιά σε θέματα ταυτότητας.

Το πιο επικίνδυνο είναι η αλαζονεία του υποψηφίου προέδρου, ο οποίος ισχυρίζεται ότι επανεκλέγεται χωρίς συζήτηση ή πρόγραμμα, ή με πρόχειρα μέτρα που προδίδουν το θεμελιώδη τροπισμό του: κυβερνά πρώτα και πάντα για τους ισχυρούς, ποντάροντας στις διαιρέσεις των αντιπάλων του.

Ο κυνισμός έχει επιτευχθεί με το ζήτημα των συντάξεων. Υπενθυμίζουμε ότι, για να δικαιούστε πλήρη σύνταξη, πρέπει να πληρούνται δύο προϋποθέσεις: η επίτευξη της ελάχιστης νόμιμης ηλικίας (σήμερα 62 ετών) και η διάρκεια των εισφορών, η οποία αυξάνεται σταθερά και θα φτάσει σύντομα τα 43 συντάξιμα έτη (από τη γενιά του 1973).

Με άλλα λόγια, για όλους αυτούς που ακολουθούν ανώτατες σπουδές και αρχίζουν να εργάζονται στην ηλικία των 22 ετών και άνω, η αύξηση της νόμιμης ηλικίας στα 65 έτη δεν θα έχει απολύτως καμία επίδραση: σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, θα πρέπει ήδη να περιμένουν έως τα 65 ή και άνω, για να έχουν πλήρη συνταξιοδότηση.

Από την άλλη πλευρά, για όσους άρχισαν να εργάζονται σε ηλικία 18 ετών, θα πρέπει πλέον να περιμένουν μέχρι να συμπληρώσουν τα 65 έτη, ήτοι 47 χρόνια εισφορών, παρόλο που το προσδόκιμο ζωής τους είναι χαμηλότερο από αυτό των πρώτων.

Το να προτείνειται μία τέτοια μεταρρύθμιση, υποστηρίζοντας ότι θα προστατευθούν τα πολλά έτη εργασίας, είναι ένα χονδροειδές ψέμα. Συμπεριφερόμενος με αυτόν τον τρόπο, ο Μακρόν επιτρέπει στη Λεπέν να παρουσιάζεται ανέξοδα ως υπερασπίστρια της εργατικής τάξης και αυτών που εργάζονται σκληρά.

Το ίδιο πράγμα, όταν η Λεπέν προτείνει την επαναφορά του φόρου επί του οικονομικού πλούτου. Η πρόταση είναι σε μεγάλο βαθμό υποκριτική, καθώς προβλέπει ταυτόχρονα την πλήρη απαλλαγή για τις κύριες κατοικίες: οι πολυεκατομμυριούχοι που κατέχουν ένα κάστρο στο Saint-Cloud θα δικαιούνται σημαντική μείωση του Φόρου Ακίνητης Περιουσίας τους, ενώ οι απλοί Γάλλοι υπόκεινται σε αυξήσεις του.

Αλλά όσο ο Μακρόν αρνείται να φορολογήσει εκ νέου τα υψηλά χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία, αυτό επιτρέπει, επίσης, στη Λεπέν να παρουσιάζεται ως φιλολαϊκή υποψήφια.

Ειλικρινές Mea culpa

Αυτό το εκρηκτικό πολιτικό κοκτέιλ, βασισμένο σε βίαιη αντι-μεταναστευτική ρητορική και κοινωνικά μέτρα για τη λευκή εργατική τάξη, έχει ήδη λειτουργήσει με επιτυχία στην Πολωνία και την Ουγγαρία. Ο κίνδυνος σήμερα είναι η επικράτηση μιας τέτοιας κοινωνικής-διχαιστικής (ή κοινωνικής-ρατσιστικής) στάσης στη Γαλλία. Συγκεκριμένα, εάν ο Μακρόν δεν προβεί επειγόντως σε ισχυρές κοινωνικές δράσεις, για τις συντάξεις και τη φορολογική δικαιοσύνη, τότε η αλαζονεία του μπορεί να τον κάνει να χάσει σ’ ένα δεύτερο γύρο από τη Λεπέν.

Ας έρθουμε στο δεύτερο σημείο. Για να ανακτήσει η Αριστερά την εξουσία, θα πρέπει να συμφιλιώσει τις -βαθιά σήμερα διχασμένες- εργατικές τάξεις διαφορετικών προελεύσεων και να προσελκύσει ξανά εκείνους που δεν πιστεύουν πλέον στις κοινωνικές και οικονομικές υποσχέσεις και που βασίζονται σε αντι-μεταναστευτικά μέτρα, για να αλλάξουν τη μοίρα τους.

Αυτό θα απαιτήσει ένα φιλόδοξο πρόγραμμα αναδιανομής του πλούτου και ένα τελικά ειλικρινές Mea culpa για τα λάθη οταν η αριστερά στην εξουσία. Θα χρειαστεί χρόνος, διότι η ρήξη με τις λαϊκές τάξεις είναι παλιά. Τα διάφορα κόμματα («ανυπότακτοι» του Μελανσόν, σοσιαλιστές, περιβαλλοντολόγοι, κομμουνιστές κλπ.) θα πρέπει να ξεπεράσουν τις μνησικακίες τους και να βρεθούν σε μία νέα λαϊκή, δημοκρατική και διεθνιστική Συμμαχία.

Δεν μπορεί κανείς να επικρίνει τον αρχηγισμό του Μακρόν, ενώ αρνείται την εσωτερική δημοκρατία, όταν πρόκειται για την επιλογή του υποψηφίου της Αριστεράς. Δεν μπορεί κανείς να υποστηρίζει το διεθνισμό, περιορίζοντας ταυτόχρονα την υπεράσπιση της δημοκρατίας στα εθνικά σύνορα. Ένας λόγος παραπάνω, για να το προσπαθήσουμε από τώρα. 

Πηγή: Le Monde