Είναι κοινό μυστικό ότι Γερμανοί επιστήμονες και μηχανικοί -πολλοί εξ αυτών πρώην ναζί- ήταν εκείνοι που ουσιαστικά έθεσαν τα θεμέλια του πυραυλικού και διαστημικού προγράμματος των ΗΠΑ, το οποίο έφθασε στο αποκορύφωμά του με τις αποστολές «Απόλλων» και την αποστολή του πρώτου ανθρώπου στη Σελήνη. Στις 3 Ιουνίου πέθανε σε ηλικία 104 ετών, στο σπίτι του στην Αλαμπάμα, ο Γκέοργκ φον Τιζενχάουζεν, ο τελευταίος εκείνης της γενιάς των Γερμανών που έστειλαν στο διάστημα την πρώην εχθρό του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, την Αμερική.

Ads

Στη διάρκεια του πολέμου, ο Τιζενχάουζεν -ο οποίος είχε γεννηθεί στη Ρίγα της Λετονίας το 1914 από γονείς Γερμανούς της Βαλτικής και είχε σπουδάσει μαθηματικά και μηχανική στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου- είχε στρατολογηθεί ως φοιτητής στο γερμανικό στρατό (Βέρμαχτ). Το 1941 είχε σταλεί να πολεμήσει το Ανατολικό Μέτωπο, αλλά στη συνέχεια του επετράπη να γυρίσει στη Γερμανία και να συνεχίσει τις σπουδές του.

Μετά την αποφοίτησή του, έγινε από το 1943 μέλος της ομάδας που, με επικεφαλής τον Βέρνερ φον Μπράουν, τον κατοπινό «εγκέφαλο» του πυραυλικού προγράμματος των ΗΠΑ, ανέπτυξε το πρόγραμμα των στρατιωτικών πυραύλων V-2 στη Γερμανία για λογαριασμό του Χίτλερ. Ο ίδιος ήταν επικεφαλής πυραυλικού τμήματος στο στρατιωτικό κέντρο ερευνών της Βέρμαχτ στο Πεενεμούντε.

Ο Τιζενχάουζεν δεν μεταφέρθηκε αμέσως στις ΗΠΑ μετά τη λήξη του πολέμου, αλλά το 1953 στο πλαίσιο της άκρως μυστικής αμερικανικής επιχείρησης «Paperclip», που μεταξύ 1945-1959 μετακίνησε πέραν του Ατλαντικού περισσότερους από 1.600 γερμανούς επιστήμονες και μηχανικούς, αρκετοί εκ των οποίων ήσαν πρώην μέλη ή και ηγετικά στελέχη του ναζιστικού κόμματος.

Ads

Μετά την επανένωσή του με τον φον Μπράουν και την υπόλοιπη γερμανική ομάδα στο Κέντρο Διαστημικών Πτήσεων Μάρσαλ στο Χάντσβιλ της Αλαμπάμα, στις αρχές της δεκαετίας του 1950, ο Τιζενχάουζεν έπαιξε ρόλο-κλειδί στην ανάπτυξη του αμερικανικού διαστημικού προγράμματος, αρχικά για λογαριασμό του αμερικανικού στρατού και στη συνέχεια της NASA, έχοντας σημαντική συμβολή στην εκτόξευση του πρώτου δορυφόρου και των πρώτων αστροναυτών των ΗΠΑ.

Μεταξύ άλλων, ο Γερμανός επιστήμονας σχεδίασε και κατασκεύασε το σεληνιακό ρόβερ που συνόδευσε τις τελευταίες τρεις αποστολές «Απόλλων» στη διάρκεια της διετίας 1971-72. Στο κέντρο Μάρσαλ, όπου τον φώναζαν με το παρατσούκλι «φον Τ», είχε βγάλει τη φήμη του οραματιστή, καθώς από τότε προωθούσε την ιδέα της δημιουργίας μιας μόνιμης βάσης στη Σελήνη και μετά στον ‘Αρη.

Το 2011, τιμήθηκε για το σύνολο του έργου του με το κορυφαίο αμερικανικό διαστημικό βραβείο, που του επιδόθηκε από τον πρώτο άνθρωπο που πάτησε το πόδι του στο φεγγάρι, τον Νιλ ‘Αρμστρονγκ. Όπως είπε ο αμερικανός αστροναύτης, «ο φον Τιζενχάουζεν ήταν πάντα ένας άνθρωπος που φανταζόταν τι μπορεί να γίνει και είχε τις ικανότητες να μετατρέψει τη φαντασία του σε πραγματικότητα». Το 1986, ο Τιζενχάουζεν αποσύρθηκε από το Κέντρο Μάρσαλ, αλλά, αν και συνταξιούχος, συνέχισε να συνεργάζεται με το διαστημικό κέντρο σε εκπαιδευτικές δραστηριότητες. Όπως δήλωσε ο δήμαρχος του Χάντσβιλ Τόμι Μπατλ, «θα μας λείψει. Ήταν ο τελευταίος μιας γενιάς που πάντα είχε ως στόχο τα άστρα».