Η αναζωπύρωση της «φωτιάς» στην Μέση Ανατολή με την μονομερή αναγνώριση από τις ΗΠΑ της Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσας του Ισραήλ, οδήγησε σε πολλαπλά αδιέξοδα τις διεθνείς διπλωματικές προσπάθειες επίλυσης του Παλαιστινιακού ζητήματος, αλλά και σε ανάλογα, σοβαρά διλήμματα, που εμπεριέχουν και χαρακτηριστικά αδιεξόδου, και για την ίδια την παλαιστινιακή ηγεσία.

Ads

Σε ό,τι αφορά στον διεθνή αντίκτυπο αυτής της κίνησης του Τραμπ  τα πράγματα είναι ξεκάθαρα: Χάος. Η απόφασή του έρχεται σε μια περίοδο κατά την οποία:

  • Η κατάσταση στην Συρία μετά την υποχώρηση του ISIS παραμένει ρευστή σε πολιτικό και γεωστρατηγικό επίπεδο (ΗΠΑ και Ρωσία προσπαθούν να επιβάλουν την παρουσία τους στην χώρα με το βλέμμα στραμμένο στον έλεγχο των ενεργειακών πηγών και περασμάτων)
  • Η Τουρκία κλιμακώνει την διπλωματική σύγκρουσή της με Ισραήλ, ΗΠΑ και Ευρωπαϊκή Ένωση (και ενισχύει τις σχέσεις της με την Ρωσία)
  • Οι Κούρδοι στις χώρες της περιοχής προσπαθούν να κατοχυρώσουν τα πολιτικά και στρατιωτικά κέρδη τους από την μετα-ISIS εποχή, ενώ μένει να αποδειχθεί εάν το κουρδικό δημοψήφισμα για την δημιουργία κράτους στο Ιράκ ήταν «πυροτέχνημα» ή «προοίμιο» εξελίξεων
  • Η Υεμένη εξακολουθεί να φλέγεται
  • Η κόντρα Σαουδικής Αραβίας – Κατάρ υποβόσκει
  • Στο εσωτερικό του Ιράν η κατάσταση έγινε αίφνης ασταθής
  • Ο… «πόλεμος των κουμπιών» μεταξύ Τραμπ και Κιμ στην Κορεατικό Χερσόνησο κλιμακώνεται.

Οι συνέπειες από την αλλαγή στάσης των ΗΠΑ

Σε ό,τι αφορά στην θέση και στάση των Παλαιστινίων, τα πράγματα έχουν επίσης περιπλεχθεί και η κατάσταση στο εσωτερικό του παλαιστινιακού πολιτικού σκηνικού δεν μπορεί παρά να επηρεάζει, αντικειμενικά και τις διεθνείς εξελίξεις.

Ads

Η πρώτη αντίδραση της Παλαιστινιακής Αρχής στην απόφαση Τραμπ ήταν να αποκλείσει τις ΗΠΑ από τις διαπραγματεύσεις με το Ισραήλ και η έκκλησή της προς την Ρωσία να αναλάβει αναβαθμισμένο ρόλο, σε συνδυασμό με την διεθνή κατακραυγή που προκάλεσε η κίνηση του Λευκού Οίκου. Ακολούθησε η σπάνια, αν όχι πρωτοφανή, αγνόηση του «βέτο» των ΗΠΑ στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ και η πανηγυρική υπερψήφιση του ψηφίσματος καταδίκης της Ουάσιγκτον από την Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ μερικές μέρες αργότερα, παρά τις πρωτοφανείς και προκλητικές απειλές των ΗΠΑ εναντίον όσων κρατών πήγαιναν ενάντιά τους.

Το αν και πώς θα επηρεάσουν την παλαιστινιακή υπόθεση οι παραπάνω εξελίξεις, μένει να αποδειχθεί στην πράξη. Προς το παρόν, η παλαιστινιακή ηγεσία εκτιμά ότι πλέον, οι σχέσεις της με την διοίκηση Τραμπ έχουν απλουστευθεί: «Θα σπάσουμε όλους τους δεσμούς με τους Αμερικανούς», δήλωσε στον ιστότοπο του Foreign Policy ο Αχμέντ Ματζνταλανί, μέλος του στενού περιβάλλοντος του προέδρου της Παλαιστινιακής Αρχής Μαχμούντ Αμπάς. «Αυτό σημαίνει το τέλος της ειρηνευτικής διαδικασίας και του ρόλου των ΗΠΑ σε αυτήν», πρόσθεσε. Ανάλογη ήταν η αντίδραση της παλαιστινιακής ηγεσίας και στο tweet του Τραμπ στις 2 Ιανουαρίου, με το οποίο απείλησε να κόψει την οικονομική βοήθεια προς τους Παλαιστίνιους, με έναν ανώτερο αξιωματούχο της παλαιστινιακής κυβέρνησης στην Ραμάλα να διαπιστώνει ότι ο Αμερικανός πρόεδρος «δεν είναι σοβαρός άνθρωπος».

Ωστόσο, πέρα από την διπλωματική – προπαγανδιστική ρητορική, είναι γεγονός ότι η τακτική «ταύρου σε υαλοπωλείο» του Τραμπ, έχει φέρει την παλαιστινιακή ηγεσία σε μία κατάσταση στην οποία είχε να βρεθεί μάλλον πολλά χρόνια: Σε αναζήτηση μιας νέας στρατηγικής.

Μέχρι και την αμερικανική αναγνώριση της Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσας του Ισραήλ, το πάγιο σχέδιο «επί χάρτου» της παλαιστινιακής ηγεσίας ήταν η επιδίωξη της διεθνούς στήριξης της κρατικής υπόστασης από τα Ηνωμένα Έθνη. Ο Αμπάς δήλωσε πρόσφατα ότι θα επιδιώξει ξανά την ένταξη της Παλαιστινιακής Αρχής στα Ηνωμένα Έθνη ως πλήρες μέλος, βήμα το οποίο, όμως, έκανε επίσης το 2011, το 2012 και το 2014. Επιπλέον, ο Αμπάς αναζητά και άλλους τρόπους για να αποκτήσει διεθνή αναγνώριση: Στις 11 Δεκεμβρίου υπέγραψε 22 διεθνείς συμβάσεις και συνθήκες και ανακοίνωσε ότι θα συνεχίσει να υπογράφει μέχρις ότου οι Παλαιστίνιοι ενταχθούν σε περισσότερους από 500 διεθνείς οργανισμούς. Αλλά και αυτή η στρατηγική εντοπίζεται επίσης κάπου γύρω στο 2011.

Εκ των πραγμάτων, από στρατηγικής πλευράς, αυτές οι επαναλαμβανόμενες προσπάθειες διεθνοποίησης της σύγκρουσης μεταξύ Ισραήλ και Παλαιστινίων ήταν αποτυχημένες. Οι διαδοχικές ψηφοφορίες στη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών (με την πρόσφατη με την οποία καταδικάστηκε η απόφαση του Τραμπ για την Ιερουσαλήμ να μην έχει ακόμη προλάβει να δείξει τις συνέπειές της), η αναγνώριση από τα ευρωπαϊκά κοινοβούλια και η προσχώρηση στις διεθνείς συνθήκες, είναι γεγονός ότι δεν οδήγησαν σε περισσότερη πολιτική ή οικονομική αυτονομία τους Παλαιστίνιους.

Μέχρι τώρα, ακόμα και στις περιπτώσεις που τρίτες χώρες προσφέρονται να παρέμβουν – όπως η Ιαπωνία την περασμένη εβδομάδα που πρότεινε να διαδραματίσει μεσολαβητικό ρόλο μεταξύ των δύο μερών – το κάνουν με την προϋπόθεση ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα εξακολουθούν να συμμετέχουν ενεργά στην διαδικασία. Έτσι, η εκστρατεία των Παλαιστινίων, με δεδομένο των υπέρ των ΗΠΑ διεθνή συσχετισμό και την παραδοσιακή στήριξή τους στο Ισραήλ, οδηγούσε σε ελάχιστες πραγματικές αλλαγές για τους Παλαιστινίους. Το αν το τελευταίο ψήφισμα κατά των ΗΠΑ στην Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ, παρά το αμερικανικό «βέτο» στο Συμβούλιο Ασφαλείας, καθώς και η πρόσκληση για πιο ενεργητική ρωσική παρέμβαση θα αλλάξει αυτήν την πραγματικότητα, είναι κάτι που θα το δείξει ο χρόνος.

Το βέβαιο είναι, ότι η παλαιστινιακή ηγεσία έχει να αντιμετωπίσει μια εντελώς διαφορετική Αμερική μετά τον Ομπάμα, επί διοίκησης του οποίου οι Παλαιστίνιοι είχαν προωθήσει κάποια σημεία πίεσης προς το Ισραήλ στο πλαίσιο των ειρηνευτικών διαπραγματεύσεων, εκμεταλλευόμενοι και την αλλαγή, προς το χειρότερο, της στάσης της Ουάσιγκτον έναντι του Τελ Αβίβ. Πλέον, αυτό το «χαρτί» όχι μόνο δεν υπάρχει, αλλά ο Τραμπ προώθησε της σχέσεις των ΗΠΑ με το Ισραήλ ακόμη πιο μακριά από κάθε άλλη περίοδο.

Ωστόσο, στην παραπάνω εξίσωση θα πρέπει να ληφθεί υπόψην και η Ρωσία, στην περίπτωση που αποδεχθεί την παλαιστινιακή πρόσκληση για αναβαθμισμένο ρόλο στις διαπραγματεύσεις με το Ισραήλ. Διότι οι σχέσεις της Μόσχας με το Τελ Αβίβ βρίσκονται εδώ και πολλά χρόνια σε πολύ καλό επίπεδο, ενισχυόμενες από τις συνεχιζόμενες ροές του ρωσο-εβραϊκού πληθυσμιακού στοιχείου προς το Ισραήλ και αντανακλώμενες στις ανθηρές διμερείς πολιτιστικές και εμπορικές σχέσεις.

Διαιρεμένοι απέναντι στον Τραμπ

Προς το παρόν, στο εσωτερικό των Παλαιστινίων, τα πράγματα είναι εξίσου σκούρα με την αλλαγή της στάσης της Ουάσιγκτον. Μπροστά στον«τοίχο» Τραμπ, ακόμη και η Ιντιφάντα, η παλαιστινιακή εξέγερση, κινδυνεύει από «αφλογιστία» ως προς τις πολιτικές συνέπειες. Φυσικά, η ρητορική μετά την απόφαση Τραμπ ήταν ίδια. Για παράδειγμα, ο αντιπρόεδρος της Φατάχ, Μαχμούντ Αλούλ, σε πρόσφατη τηλεοπτική του εμφάνιση, δήλωσε ότι «όλες οι μορφές αντίστασης είναι νόμιμες». Ενώ, η κοινοβουλευτική ομάδα της οργάνωσή τους κάλεσε σε συγκρότηση τοπικών επιτροπών για την καθοδήγηση της λαϊκής αντίστασης. Αυτή η τακτική έρχεται σε συνέχεια των επαναλαμβανόμενων κλήσεων για «μέρες οργής» και διαδηλώσεων στους δρόμους που εμψυχώθηκαν από το σύνολο της Παλαιστινιακής Αρχής.

Αν και η παλαιστινιακή ηγεσία κάλεσε τον λαό στους δρόμους, ο Αμπάς φαίνεται πως ήθελε να αποφύγει μια κλιμάκωση της έντασης. «Έχει αποφασιστεί στα ανώτατα πολιτικά επίπεδα ότι δεν θα υπάρξει καμία στρατιωτική αντιπαράθεση μεταξύ του Ισραήλ και των Παλαιστινίων στη Δυτική Όχθη» δήλωσε στο Foreign Policy ο Αχμέτ Χανούν, αξιωματούχος της ΟΑΠ (Οργάνωση για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης). «Είμαστε πρόθυμοι να διατηρήσουμε αυτόν τον τρόπο».

Είναι όμως όλες οι παλαιστινιακές πολιτικές δυνάμεις πρόθυμες για κάτι τέτοιο; Η απόφαση του Τράμπ για την Ιερουσαλήμ εμφανίστηκε από την παλαιστινιακή ηγεσία ως αφορμή εκκλήσεων για συμφιλίωση μεταξύ της Φατάχ και της Χαμάς. «Αυτό το ιστορικό στάδιο απαιτεί να ενώσουμε όλοι τις δυνάμεις μας και να επιταχύνουμε τα βήματα προς την ενοποίηση της πατρίδας», δήλωσε ο πρωθυπουργός της Παλαιστινιακής Αρχής, Ράμι Χαμντάλα. Ωστόσο, μόλις λίγες εβδομάδες μετά την υπογραφή μιας ακόμη συμφωνίας συμφιλίωσης των δύο πλευρών τον περασμένο Οκτώβριο, ο επικεφαλής της Χαμάς στη Λωρίδα της Γάζας δήλωσε  ότι αυτή καταρρέει.

Οι αντίπαλες παλαιστινιακές οργανώσεις υπέγραψαν στις 12 Οκτωβρίου στο Κάιρο μια συμφωνία βάσει της οποίας η Χαμάς επρόκειτο να παραδώσει τον διοικητικό έλεγχο της Γάζας, περιλαμβανομένων των μεθοριακών της περασμάτων με την Αίγυπτο και το Ισραήλ, στη Φάταχ, μία δεκαετία αφού ανέλαβε την εξουσία στον παλαιστινιακό θύλακα. Η συμφωνία είχε στόχο να γεφυρώσει το χάσμα μεταξύ της αναγνωρισμένης από τη Δύση κυβέρνησης του Αμπάς και του ισλαμιστικού κινήματος της Χαμάς που θεωρείται τρομοκρατική οργάνωση.

Ο Γεχία αλ Σίνουαρ, ο επικεφαλής της Χαμάς στη Γάζα και βασικός συντελεστής της συμφωνίας, εμφανίστηκε απαισιόδοξος, μόλις δέκα εβδομάδες μετά την υπογραφή, αφήνοντας να εννοηθεί ότι και αυτή ενδέχεται να έχει την ίδια τύχη με τις προηγούμενες απόπειρες συμφιλίωσης. «Το σχέδιο συμφιλίωσης καταρρέει. Μόνο ένας τυφλός δεν το βλέπει», σχολίασε ο Σίνουαρ μιλώντας σε μέσα ενημέρωσης που πρόσκεινται στη Χαμάς.

Μια από τις διαφωνίες προέκυψε νωρίτερα τον Δεκέμβριο όταν η Χαμάς, σύμφωνα με τους αξιωματούχος της Φάταχ, δεν παρέδωσαν τον πλήρη έλεγχο της Γάζας στην κυβέρνηση Αμπάς. Η Χαμάς απαντά ότι έχει παραδώσει τον διοικητικό έλεγχο του παλαιστινιακού θύλακα. «Η συμφιλίωση καταρρέει διότι κάποιοι άνθρωποι θέλουν να πετύχουν μέσω αυτής την παράδοση των όπλων και το κλείσιμο των τούνελ», εξήγησε ο Σίνουαρ χωρίς όμως να δώσει άλλες διευκρινίσεις, σε μια προφανή όμως αναφορά στην Φατάχ.

‘Οποιος κι αν φταίει για την κατάρρευση της συμφωνίας συμφιλίωσης, το γεγονός είναι ότι απέναντι στον Τραμπ, οι Παλαιστίνιοι βρίσκονται διαιρεμένοι. Η μόνη ελπίδα του Αμπάς – όχι μόνο για το δικό του προσωπικό πολιτικό μέλλον – είναι να του «βγει» η κίνηση με την Ρωσία και να αποκτήσει δυναμική διεθνοποίησης του Παλαιστινιακού το ψήφισμα της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ. Σε αντίθετη περίπτωση, το στρατηγικό αδιέξοδο της Ραμάλα είναι προφανές. Και η έλλειψη στρατηγικής απέναντι σε μια αλλοπρόσαλλη στρατηγική… «κουμπιών» εκ μέρους της Ουάσινγκτον, κάθε άλλο παρά σε αισιοδοξία παραπέμπει για το μέλλον της παλαιστινιακής υπόθεσης.