Κυβερνητικά έγγραφα αλλά και πληροφορίες που προέρχονται από το καθεστώς Άσαντ υποδεικνύουν ότι γερμανικές εταιρείες μπορεί να συμβάλλουν στη δημιουργία του χημικού οπλοστασίου της Συρίας εδώ και δεκαετίες. Αυτό αποκαλύπτει το γερμανικό περιοδικό Der Spiegel, σημειώνοντας ότι μέχρι στιγμής η κυβέρνηση της Άγκελας Μέρκελ δεν έχει δείξει την προθυμία να διερευνήσει το ζήτημα. 

Ads

Επικαλούμενο «απόρρητα έγγραφα του υπουργείου Εξωτερικών» της Γερμανίας που χρονολογούνται από το 1984 και αποχαρακτηρίστηκαν πρόσφατα, το περιοδικό σημειώνει ότι πολλές γερμανικές εταιρείες μεταξύ των οποίων και η φαρμακευτική Merck, βοήθησαν το καθεστώς του Σύρου προέδρου Χάφεζ αλ Άσαντ και στη συνέχεια τον γιο του, τον Μπασάρ αλ Άσαντ, να αποκτήσουν χημικό οπλοστάσιο. Η λίστα με τα ονόματα των εταιρειών που πιστεύεται ότι εμπλέκονται βρίσκονται στα χέρια της γερμανικής κυβέρνησης για πάνω από 16 μήνες. 

Η γερμανική κυβέρνηση παρέλαβε τη λίστα από τον Οργανισμό για την Απαγόρευση των Χημικών Όπλων (OPCW). Ο ΟΑΧΟ τιμήθηκε με το Νόμπελ Ειρήνης το 2013 για τις «εκτεταμένες προσπάθειες για την εξάλειψη των χημικών όπλων». Μαζί με εμπειρογνώμονες από του ΟΗΕ οργάνωσε και πραγματοποίησε την καταστροφή των χημικών όπλων του Άσαντ. 

Το Βερολίνο υποστηρίζει ότι η «πιθανή αποκάλυψη των ονομάτων θα επηρεάσει σημαντικά τα συμφέροντα της εξωτερικής πολιτικής. Επιπλέον κάτι τέτοιο θα ήταν σαν να αποκαλύπτονταν «εμπορικά μυστικά» κάτι που θα παραβίαζε το γερμανικό σύνταγμα».

Ads

Σύμφωνα με το Spiegel, ένα από τα έγγραφα αναφέρει χημικά προϊόντα που χρησιμοποιήθηκαν για την παρασκευή του αερίου σαρίν. Τον Αύγουστο του 2013 το συριακό καθεστώς φέρεται ότι χρησιμοποίησε αυτό το αέριο σε μια επίθεση που στοίχισε τη ζωή σε εκατοντάδες ανθρώπους κοντά στη Δαμασκό.

Το Ινστιτούτο Σύγχρονης Ιστορίας (Institut für Zeitgeschichte), το οποίο χρηματοδοτείται από την κυβέρνηση, δημοσίευσε έναν κατάλογο από το 1984 στον οποίο βρέθηκαν τα σχετικά έγγραφα. Περιλαμβάνει ονόματα ύποπτων εταιρειών για την παροχή χημικών όπλων μεταξύ τους βρίσκονται: η φαρμακευτική εταιρεία Merck, η υαλουργική βιομηχανία Schott, η εταιρεία Kolb που ειδικεύεται σε υλικά εργαστηρίου και τον τεχνολογικό όμιλο Heraeus. Κάνει επίσης αναφορά στη χημική βιομηχανία Riedel-de Haën και στην εταιρεία Gerrti van Delden.

Όταν ρωτήθηκαν από το περιοδικό για το θέμα αυτό, οι εταιρείες Riedel-de Haën, Schott και Heraeus απάντησαν ότι δεν διαθέτουν «κανένα έγγραφο» για τις εμπορικές δραστηριότητές τους των περασμένων δεκαετιών. Από την πλευρά της, η φαρμακοβιομηχανία Merck διαβεβαίωσε ότι δεν βοήθησε «στην κατασκευή εξοπλισμού» ούτε παρέδωσε υλικά «για την κατασκευή εργαστηρίων (παρασκευής) χημικών προϊόντων».

Η περίπτωση του Ιράκ 

Τα έγγραφα αυτά περιέχουν πολύ περισσότερες πληροφορίες σχετικά με την κατασκευή των εγκαταστάσεων παραγωγής χημικών όπλων στο Ιράκ από ό,τι για τις προσπάθειες δημιουργίας εγκαταστάσεων στη Συρία. Και στις δυο περιπτώσεις, τα έγγραφα δείχνουν ότι διαδοχικές γερμανικές κυβερνήσεις προστάτευσαν τις εταιρείες που -εν γνώσει ή εν αγνοία τους- συμμετείχαν σε μαζικές δολοφονίες. Επιπλέον, οι εν λόγω εταιρείες που κατονομάστηκαν από την κυβέρνηση της Συρίας πριν από δύο χρόνια ως προμηθευτές ήταν πιθανό προηγουμένως να έδρασαν στο Ιράκ.

Μετά την επίθεση του 2013 η Δαμασκός δέχτηκε να καταστρέψει το χημικό οπλοστάσιό της, ώστε να αποφύγει μια αμερικανική στρατιωτική επέμβαση. Η Συρία έχει ήδη παραδώσει 1.300 τόνους χημικών όπλων και η καταστροφή των τελευταίων εγκαταστάσεων παρασκευής αναμένεται ότι θα ολοκληρωθεί φέτος, σύμφωνα με τον ΟΗΕ. Στις αρχές Ιανουαρίου το Der Spiegel κατηγόρησε το συριακό καθεστώς ότι χτίζει μυστικά ένα συγκρότημα στο οποίο θα μπορούσαν να κατασκευαστούν πυρηνικά όπλα, μια πληροφορία που διαψεύστηκε από τη Δαμασκό.

Ακόμα και σήμερα, πολλά χρόνια αργότερα, η συμπεριφορά της γερμανικής κυβέρνησης σε σχέση με τα χημικά όπλα εγείρει ερωτήματα, σύμφωνα με το Spiegel. «Όταν ο βουλευτής του Αριστερού Κόμματος, Jan van Aken, πρώην επιθεωρητής του ΟΗΕ για τα βιολογικά όπλα, έκανε μια επίσημη έρευνα σχετικά με την λίστα, του δόθηκε απλώς η δυνατότητα να διαβάσει την απάντηση της κυβέρνησης σε ένα δωμάτιο στο κοινοβούλιο, ειδικά σχεδιασμένο για άκρως απόρρητα έγγραφα. Η διαδικασία αυτή είναι εντελώς ασυνήθιστη» σχολιάζει το περιοδικό.