Δεν αποτελεί σπουδαία έκπληξη η απομάκρυνση του Τραμπ από παλαιότερες δηλώσεις του για να εξυπηρετήσει κάποια ανάγκη της στιγμής. Ποτέ, ωστόσο, αυτή η μετατόπιση δεν ήταν τόσο ακραία και οι συνέπειές της τόσο επικίνδυνες, από την ξαφνική «αγάπη» του Αμερικανού προέδρου για την βασιλική οικογένεια της Σαουδικής Αραβίας.

Ads

Ο νέος «ζήλος» του Τραμπ για το καθεστώς της Σαουδικής Αραβίας είναι μακριά από τις προηγούμενες θέσεις του, συμπεριλαμβανομένου του ισχυρισμού, ότι η Σαουδική Αραβία ήταν πίσω από τις επιθέσεις της 9/11 και τις καταγγελίες, μόλις τον περασμένο Απρίλιο, ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες χάνουν τεράστια ποσά υπερασπιζόμενες το βασίλειο. Δεδομένων των παραπάνω, αποτέλεσε έκπληξη για τους ειδήμονες επί της εξωτερικής πολιτικής, όταν ο Τραμπ επέλεξε το Ριάντ, πρωτεύουσα της Σαουδικής Αραβίας, ως την πρώτη στάση, στο πρώτο του ταξίδι στο εξωτερικό.

«Μαζί υπερέχουμε» έγραφαν οι διαφημιστικές πινακές που γέμισαν τους δρόμους του Ριάν κατά την πρόσφατη επίσκεψη του αμερικανού προέδρου. Μπορεί να μην διευκρινόζαν έναντι ποιου, όπως αναφέρει σε άρθρο της η «Le Monde diplomatique», αλλά σύντομα αποδείχθηκε πως κατά νου είχαν το Κατάρ και το Ιράν, τόσο οι Σαουδάραβες όσο και ο Τραμπ. Λίγο μετά τη συνάντηση η Σαουδική Αραβία ανακοίνωσε τον αποκλεισμό και την απομόνωση του Κατάρ, ενώ ο Ντόναλντ Τραμπ εμφανιζόταν υπερήφανος, δηλώνοντας πως αυτός ήταν ο ενορχυστρωτής. 

Οι Σαουδάραβες ισχυρίστηκαν ότι επικεντρώνονται στο υποτιθέμενο ρόλο του Κατάρ στη χρηματοδότηση των τρομοκρατικών ομάδων στην περιοχή, μια κατηγορία στην οποία, όπως σημειώνει το δημοσίευμα, οι ίδιοι οι Σαουδάραβες «ταιριάζουν εξαιρετικά καλά». Αυτό που στην ουσία ήθελε να κάνει η βασιλική οικογένεια ήταν να στριμώξει το Κατάρ, αφού δεν κατάφερε να το κάνει να «πηδήξει» με ενθουσιασμό στο αντι-ιρανικό «τρένο» της Σαουδικής Αραβίας. Εξάλλου σύντομα τα απειλητικά μηνύματα των δύο εταίρων, ΗΠΑ και Σαουδικής Αραβίας, στράφηκαν προς την Τεχεράνη. 

Ads

Ο Bruce Riedel του Ινστιτούτου Brookings, όπως αναφέρει η Monde Diplomatique, θεωρεί ότι «οι Σαουδάραβες έπαιξαν τον Τραμπ σαν βιολί. Ενθάρρυνε τα χειρότερα ένστικτά τους απέναντι στους γείτονές τους». Οι «New York Times» κατέγραψαν ακόμη μία πιθανή συνέπεια της κίνησης της Σαουδικής Αραβίας κατά του Κατάρ, σημειώνοντας, ότι η δημόσια στήριξη του Τραμπ στο Ριάντ, εξέπεμψε «ψύχρα» στα άλλα κράτη του Κόλπου, συμπεριλαμβανομένου του Ομάν και του Κουβέιτ, επειδή πλέον φοβούνται, ότι κάθε χώρα που θα αψηφά τους Σαουδάραβες ή τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί όπως το Κατάρ.

Ποιες είναι ακριβώς οι προθέσεις των Σαουδαράβων προς τους γείτονές τους; Η ηγεσία στο Ριάντ, με επικεφαλής τον 31χρονο γιο του βασιλιά Σάλμαν, υπουργό Άμυνας και αναπληρωτή πρωθυπουργό, τον Μοχάμεντ Μπιν Σάλμαν, εκμεταλλεύεται και προωθεί κάθε επιθετική ευκαιρία για περιφερειακή κυριαρχία με στόχο την απομόνωση του Ιράν. Ο υπουργός Άμυνας και πιθανός μελλοντικός ηγέτης του βασιλείου, η πολιτική του οποίου χαρακτηρίστηκε ως απερίσκεπτη και παρορμητική, υπογράμμισε τη νέα, σκληρότερη γραμμή εναντίον του Ιράν σε συνέντευξη στην ιδιόκτητη «Al Arabiya TV», στην οποία είπε: «Δεν θα περιμένουμε μέχρι η μάχη να είναι στην Σαουδική Αραβία, αλλά θα δουλέψουμε έτσι ώστε η μάχη να είναι στο Ιράν».

Η εναρκτήρια «κανονιά» στην αντι-ιρανική εκστρατεία της Σαουδικής Αραβίας ρίχτηκε τον Μάρτιο του 2015, όταν ένας συνασπισμός υπό την ηγεσία της Σαουδικής Αραβίας, συμπεριλαμβανομένων μικρότερων πετρελαϊκών κρατών του Περσικού Κόλπου (μεταξύ αυτών και του Κατάρ), καθώς και της Αιγύπτου, παρενέβη στρατιωτικά σε μια χαοτική κατάσταση στην Υεμένη, σε μια προσπάθεια στήριξης του καθεστώτος της χώρας. Περίμεναν μια γρήγορη νίκη επί των όχι καλά εξοπλισμένων εχθρών τους, των ανταρτών Χούτι, που έχουν τη στήριξη του Ιράν. Όμως σύντομα διαψεύστηκαν και ανέδειξαν τη συγκρουση ως έναν έμμεσο πόλεμο με το Ιράν καθώς χαρακτηρίστηκαν ως «υποτελείς» της Τεχεράνης τους αντάρτες.

Στην πραγματικότητα, οι αιτίες του εμφυλίου στην Υεμένη είναι μακροχρόνιες, βαθιά  πολιτικές και οικονομικές, προηγούνται της τρέχουσας σύγκρουσης και αναμφισβήτητα, οι Χούτι θα πολεμούσαν αυτή τη στιγμή με ή χωρίς την υποστήριξη από το Ιράν, σημειώνεται στο δημοσίευμα της Monde Diplomatique. Όπως ανέφερε πρόσφατα ο ειδικός στην Μέση Ανατολή, Thomas Juneau, στην «Washington Post», «η στήριξη της Τεχεράνης στους Χούτι είναι περιορισμένη και η επιρροή της στην Υεμένη είναι περιθωριακή. Είναι απλά ανακριβές να ισχυριζόμαστε ότι οι Χούτι είναι εκπρόσωποι των Ιρανών».

Η επέμβαση της Σαουδικής Αραβίας στην Υεμένη είχε καταστροφικά αποτελέσματα. Χιλιάδες άμαχοι σκοτώθηκαν από τις αεροπορικές επιδρομές, οι οποίες στοχεύουν αδιακρίτως νοσοκομεία, σχολεία, γειτονιές, ακόμη και κηδείες. Η Ουάσινγκτον, η οποία προμηθεύει την Σαουδική Αραβία με βόμβες, συμπεριλαμβανομένων πυρομαχικών διασποράς, και αεροσκάφη, παρέχει υπηρεσίες εναέριου ανεφοδιασμού στα μαχητικά της Σαουδικής Αραβίας, ώστε να εξασφαλίζουν την δυνατότητα να βρίσκονται περισσότερο χρόνο στον αέρα και την ικανότητα να πλήττουν περισσότερους στόχους. Η καταστροφή των λιμενικών εγκαταστάσεων της χώρας και η επιβολή ναυτικού αποκλεισμού είχαν ακόμη πιο καταστροφικό αποτέλεσμα, μειώνοντας καθοριστικά την ικανότητα των ομάδων βοήθειας να προσφέρουν στον πληθυσμό τρόφιμα, φάρμακα και άλλα απαραίτητα εφόδια σε μια χώρα που τώρα υποφέρει από ένα μεγάλο ξέσπασμα  επιδημίας χολέρας και βρίσκεται στο χείλος ενός μαζικού λιμού.

Αυτός ο πόλεμος της Σαουδικής Αραβίας, που υποστηρίζεται από τις ΗΠΑ, δεν προκάλεσε μόνο ανθρωπιστική κρίση, αλλά ενίσχυσε και την Αλ Κάιντα στην Αραβική Χερσόνησο, αυξάνοντας την επιρροή της στην Υεμένη. Η ολόπλευρη πολεμική υποστήριξη του Τραμπ στους Σαουδάραβες είναι συνέχεια της αρχικής υποστήριξης από την κυβέρνηση Ομπάμα, ως μέρος μιας προσπάθειας να καθησυχάσει τους βασιλείς ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν ακόμα στο πλευρό τους, μετά την συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν. Μόνο μετά από μια συντονισμένη πίεση του Κογκρέσου, των κινημάτων ειρήνης, ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ανθρωπιστικής βοήθειας, η κυβέρνηση Ομπάμα προχώρησε τελικά σε ένα συγκεκριμένο, αν και περιορισμένο, βήμα για να εκφράσει την αντίθεσή της προς τη σαουδαραβική στόχευση πολιτών στην Υεμένη. Με μια απόφαση του Δεκεμβρίου του 2016, ανέστειλε την πώληση βομβών καθοδηγούμενων από λέιζερ και άλλων πυρομαχικών ακριβείας.

Η κίνηση εξόργισε τους Σαουδάραβες, αλλά τελικά αποδείχθηκε ως ημίμετρο, στην καλύτερη περίπτωση, καθώς συνεχίστηκε ο ανεφοδιασμός των αεροσκαφών της Σαουδικής Αραβίας και δεν επηρεάστηκε το ρεκόρ των 115 δισεκατομμυρίων δολαρίων που διατέθηκαν στη χώρα κατά τη διάρκεια των ετών της προεδρικής θητείας του Ομπάμα. Και ύστερα ήρθε ο Τραμπ. Η κυβέρνησή του ανέστειλε την απόφαση Ομπάμα για την μη παροχή βομβών ακριβείας στο Ριάντ, παρά τις αντιρρήσεις ενός «μπλοκ» της Γερουσίας με επικεφαλής τον Chris Murphy, τον Rand Paul και τον Al Franken που πρόσφατα συγκέντρωσε ένα άνευ προηγουμένου αριθμό 47 ψήφων κατά αυτής της απόφασης του Τραμπ.

Εκτός από τα καλά λόγια του Αμερικανού προέδρου στο Twitter, το πιο ξεκάθαρο σημάδι της άκριτης υποστήριξης της κυβέρνησής του στο καθεστώς της Σαουδικής Αραβίας ήταν η προσφορά 110 δισεκατομμυρίων δολαρίων στο βασίλειο, ποσό σχεδόν ίσο με τα επίπεδα ρεκόρ που έλαβαν χώρα κατά τη διάρκεια των οκτώ ετών της διακυβέρνησης Ομπάμα. Όπως όλα τα «τραμπιανά πυροτεχνήματα», το πακέτο αυτό αποδείχθηκε υπερβολικό και σύμφωνα με αναλυτές δύσκολα θα υλοποιηθεί σε όλο του το μέγεθος. Πάντως ακόμα και έτσι, πρόκειται να δοθεί ένα τεράστιο πακέτο, το οποίο, σύμφωνα με το Πεντάγωνο, θα περιλαμβάνει περισσότερες από 100.000 βόμβες του είδους που μπορούν να χρησιμοποιηθούν στον πόλεμο της Υεμένης, εάν οι Σαουδάραβες επιλέξουν να το αγοράσουν.

Εάν υπάρχει ακόμη μια αίσθηση ελπίδας στην κατάσταση αυτή, θα μπορούσε να έγκειται στις προσπάθειες τόσο του υπουργού Αμυνας, Μάτις όσο και του υπουργού Εξωτερικών, Ρεξ Τίλερσον, να αποστασιοποιηθούν από την πλήρη υποστήριξη του Τραμπ σε μια σαουδαραβική αντιπαράθεση με το Κατάρ. Ο Τίλερσον, για παράδειγμα, προσπάθησε να μεσολαβήσει ζητώντας έναν «ήρεμο και προσεγμένο διάλογο» μεταξύ των δύο πλευρών. Ομοίως, την ίδια μέρα που ο Τραμπ «τουίταρε» την στήριξη στους Σαουδάραβες, το Πεντάγωνο εξέδωσε ανακοίνωση με την οποία επαινεί την «διαρκή δέσμευση του Κατάρ στην περιφερειακή ασφάλεια». Αυτό δεν προκαλεί έκπληξη, δεδομένου ότι οι ΗΠΑ διατηρούν 10.000 στρατιώτες στην αεροπορική βάση al-Udeid στην πρωτεύουσα Ντόχα, που παίζουν ρολό – κλειδί στην αμερικανική παρουσία στην περιοχή. Πρόκειται για την μεγαλύτερη αμερικανική βάση στη Μέση Ανατολή και έδρα της Κεντρικής  Στρατιωτική Διοίκησης των ΗΠΑ στον πόλεμο κατά του ISIS.

Η σύγχυση της αμερικανικής ηγεσίας σχετικά με τον τρόπο αντιμετώπισης του Κατάρ υπογραμμίστηκε περαιτέρω, όταν ο υπουργός Άμυνας, Μάττις και ο ομόλογός του Khalid Al-Attiyah του Κατάρ, υπέγραψε συμφωνία ύψους 12 δισεκατομμυρίων δολαρίων για 36 πολεμικά αεροσκάφη F-15, μόλις μια εβδομάδα μετά από τις δηλώσεις του Τραμπ  με τις οποίες υπονοούσε ότι το Κατάρ είναι η παγκόσμια πρωτεύουσα της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας. Επιπλέον ο υπουργός Άμυνας Μάτις πρότεινε ότι ίσως ήρθε η ώρα να ακολουθηθεί μια διπλωματική διευθέτηση του πολέμου στην Υεμένη. Τον Απρίλιο, δήλωσε στους δημοσιογράφους ότι «όσον αφορά την εκστρατεία της Σαουδικής Αραβίας και των Εμιράτων στην Υεμένη, ο στόχος μας είναι να τεθεί υπό την μεσολάβηση του ΟΗΕ (…) να δημιουργηθεί μια διαπραγματευτική ομάδα και να προσπαθήσει να επιλύσει το ζήτημα αυτό πολιτικά το συντομότερο δυνατόν». Ο Μάτις συνέχισε να καταδικάζει τον θάνατο αμάχων, δηλώνοντας ότι ο πόλεμος εκεί «έχει απλώς τερματιστεί».

Μένει να δούμε αν τα «συμβιβαστικά» λόγια του Τίλερσον και του Μάτις είναι υπαινιγμοί για ένα πιθανό «φρένο» της διοίκησης Τραμπ, την ώρα που δημιουργείται μια δυναμική για αυτό που θα μπορούσε τελικά να αποτελέσει στρατιωτικό χτύπημα των ΗΠΑ εναντίον του Ιράν, υποκινούμενο από τους «καλούς φίλους» του Τραμπ στην Σαουδική Αραβία. Όπως επεσήμανε ο Ali Vaez της Διεθνούς Ομάδας Κρίσεων, εάν οι ΗΠΑ καταλήξουν να πολεμήσουν εναντίον του Ιράν, θα «κάνουν τις συγκρούσεις στο Αφγανιστάν και το Ιράκ να φαίνονται σαν μια βόλτα στο πάρκο».

Μέχρι την στιγμή που η Σαουδική Αραβία ηγήθηκε της επίθεσης στην Υεμένη, η αραβική χερσόνησος παρέμενε το μοναδικό σημείο σταθερότητας στο χάος της Μεγάλης Μέσης Ανατολής. Η επιθετικότητα που ακολουθείται κατά του Κατάρ, και σε σχέση με το Ιράν θα μπορούσε, ωστόσο, να κάνει τα πράγματα πολύ χειρότερα. Δεδομένης της σημερινής κατάστασης στην περιοχή, συμπεριλαμβανομένης της εξάπλωσης των τρομοκρατικών κινήσεων και των προβληματικών κρατών, η σκέψη ότι η ίδια η Σαουδική Αραβία μπορεί να αποσταθεροποιηθεί (και το Ιράν μαζί της) θα πρέπει να είναι πραγματικά τρομακτική.

Μέχρι στιγμής, όπως σημειώνει η «Le Monde diplomatique», μέσω ενός συνδυασμού εσωτερικής καταστολής και γενναιόδωρων κοινωνικών παροχών προς τους πολίτες του – μια μορφή δωροδοκίας που αποσκοπεί στην εξαγορά πίστης – η βασιλική οικογένεια του Ριάντ κατόρθωσε να αποφύγει την τύχη άλλων περιφερειακών «αυτοκράτορων» που εκδιώχθηκαν από την εξουσία. Ωστόσο, με τις χαμηλές τιμές του πετρελαίου και τον δαπανηρό πόλεμο στην Υεμένη, το καθεστώς αναγκάζεται να μειώσει τις κοινωνικές δαπάνες που συνέβαλαν στο «τσιμεντάρισμα» της εξουσίας του. Είναι πιθανό, ότι περαιτέρω στρατιωτικές περιπέτειες, σε συνδυασμό με την αντίδραση κατά των καταπιεστικών πολιτικών της, θα μπορούσαν να σπάσουν αυτό που στις αναλύσεις της Sarah Chayes και του Alex de Waal περιγράφεται ως «εύθραυστη κατοχή της εξουσίας». Και το δημοσίευμα καταλήγει με μια ειρωνική αναφορά: «Ίσως είναι καιρός για τους αντιπάλους του ενισχυμένου στρατιωτικού ρόλου των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή, να ρίξουν στον Ντόναλντ Τραμπ μια μεγάλη, λαμπερή παρέλαση με στόχο να ενισχύσει το εγώ του και να καθηλώσει τον ενθουσιασμό του για τη βασιλική οικογένεια της Σαουδικής Αραβίας. Μπορεί να μην αλλάξει τις πολιτικές του, αλλά τουλάχιστον θα τραβούσε την προσοχή του»…