«Idle no more!» (« Τέλος στην αδράνεια ! »): από τον Δεκέμβριο του 2012, το σύνθημα συσπειρώνει τις κοινότητες αυτοχθόνων του Καναδά που, από τη Βρετανική Κολομβία έως το Μπρούνσγουικ, απαιτούν κοινωνική δικαιοσύνη, ισότητα των φύλων και σεβασμό στα εδαφικά δικαιώματά τους, σε ένα κίνημα που μπορεί να συνενώσει ευρύτερες κοινωνικές δυνάμεις –και εκτός Καναδά.

Ads

« Ταΐστε εκείνους που πεινούν ! Φάτε τους πλούσιους ! » Με αφίσες στα χέρια, καμιά δεκαπενταριά άτομα διαδηλώνουν μπροστά από την είσοδο του Πίτζιν, ενός ολοκαίνουργιου εστιατορίου στο Νταουντάουν Ιστ Σάιντ, « τον πιο φτωχό ταχυδρομικό κώδικα [1] του Καναδά », όπως λένε εδώ. H παλιά κεντρική συνοικία του Βανκούβερ διασχίζεται από δύο μεγάλες αρτηρίες, τις λεωφόρους Μέιν και Χάστινγκς : « Pain and Wastings » (« Πόνος και Ερήμωση »), όπως τις αποκαλούν ειρωνικά οι κάτοικοί της, πολλοί από τους οποίους είναι αυτόχθονες. Κατά κανόνα, κάπου χίλιοι άστεγοι, σπρώχνοντας με θολό βλέμμα και μηχανικά βήματα το καροτσάκι τους, περιφέρονται σε αυτά τα οικοδομικά τετράγωνα που είναι σφηνωμένα ανάμεσα στις τουριστικές συνοικίες της Γκαστάουν και της Τσαϊνατάουν. Τοξικομανείς, αλκοολικοί, έμποροι ναρκωτικών, πόρνες : η κοινωνική εξαθλίωση των Αμερικανών Ινδιάνων επιδεικνύεται στο κέντρο των περισσότερων μεγάλων πόλεων της δέκατης πλουσιότερης χώρας στον κόσμο.

« Idle no more ! » (« Τέλος στην αδράνεια ! »), φωνάζουν ρυθμικά οι διαδηλωτές. Από τον έναν ωκεανό ως τον άλλο, το σύνθημα αυτό γίνεται το εγερτήριο κάλεσμα στον αγώνα εναντίον της κυβέρνησης του συντηρητικού πρωθυπουργού Στίβεν Χάρπερ και της παραβίασης των προγονικών συμφωνιών. « Χτες μας έπαιρναν τη γη μας. Σήμερα απαλλοτριώνουν τις ιδιοκτησίες μας. Και αύριο ; », αναρωτιέται η Κάρεν, μια κάτοικος της περιοχής με καταγωγή Σαλίς, δηλαδή απόγονος ενός από τα « Πρώτα Έθνη » που κατοικούσαν στη Βρετανική Κολομβία πριν από την άφιξη των Ευρωπαίων. Ο Συνταγματικός Νόμος του 1982 αναγνωρίζει τρεις μεγάλες ομάδες αυτοχθόνων : τα « Πρώτα Έθνη », ή Ινδιάνους της Βόρειας Αμερικής, τους μιγάδες και τους Ινουίτ [2]. Το 2011 αποτελούσαν αντίστοιχα το 61%, το 32% και το 4% –στα ποσοστά αυτά θα πρέπει να προσθέσουμε και ένα 3% « διάφορων »– του ενός εκατομμυρίου τετρακοσίων χιλιάδων ιθαγενών κατοίκων, που αποτελούν το 4,3% του συνολικού πληθυσμού του Καναδά [3].

Ads

Το κίνημα Idle No More ξεκίνησε στα τέλη του 2012 από τέσσερις γυναίκες του Σασκάτσουαν, μιας επαρχίας στις Μεγάλες Πεδιάδες (στα κεντροδυτικά της χώρας). Οι Σύλβια ΜακΆνταμ, Τζέσικα Γκόρντον, Νίνα Ουίλσον και Σίλα ΜακΛιν κατήγγειλαν την υιοθέτηση των νόμων C-45 και C-38 από το καναδικό Κοινοβούλιο. Ψηφισμένα με τη διαδικασία του επείγοντος, χωρίς να δοθεί η δυνατότητα συζήτησης, τα δύο αυτά κείμενα, τετρακοσίων σελίδων το καθένα, έχουν σημαντικότατες επιπτώσεις. Το πρώτο τροποποιεί τον νόμο για τους Ινδιάνους, που χρονολογείται από το 1876 : το κράτος μπορεί πλέον να ενοικιάζει ή να αγοράζει τη γη μιας ινδιάνικης περιοχής χωρίς να έχει εξασφαλίσει τη σύμφωνη γνώμη της πλειοψηφίας των εκλεκτόρων του συμβουλίου της φυλής –του οργάνου λήψης αποφάσεων των ινδιάνικων περιοχών– παρά μόνο της πλειοψηφίας των παρόντων. Το δεύτερο κείμενο περιορίζει το πεδίο εφαρμογής του νόμου για την προστασία των πλωτών υδάτων, σε ενενήντα επτά λίμνες και εξήντα δύο ποταμούς, ήτοι σε λιγότερο από το 1% του γλυκού νερού της χώρας.

Τα μέτρα αυτά σκοπό έχουν να εξασφαλίσουν σε ξένους επενδυτές την πρόσβαση σε γη και σε βεβαιωμένα σημαντικά αποθέματα πετρελαίου (τα τρίτα σε μέγεθος στον κόσμο), που προέρχονται από πετρελαιοφόρο άμμο [4]. Η ιστορική ειρωνεία είναι ότι αυτά βρίσκονται στον Μέσο και τον Άπω Βορρά του Καναδά, εκεί όπου κατέφυγε η πλειοψηφία των αυτοχθόνων μετά την εκδίωξή τους από τον Νότο από τους Ευρωπαίους αποίκους. Το ζήτημα των εδαφικών δικαιωμάτων τίθεται με ακόμη μεγαλύτερη οξύτητα σήμερα, καθώς τα οικονομικά διακυβεύματα είναι κολοσσιαίου μεγέθους.

Μέχρι τη δεκαετία του 1920, η αντιμετώπιση του ζητήματος μπορούσε να αποφευχθεί: « Οι συνθήκες αποσκοπούσαν κυρίως να εξασφαλίσουν ότι τα αυτόχθονα έθνη θα εγκατέλειπαν τα εδαφικά δικαιώματά τους. Σε αντάλλαγμα, το κράτος παραχωρούσε στις ινδιάνικες κοινότητες μικροσκοπικές περιοχές, των οποίων η λειτουργία οριζόταν στενά από το πλαίσιο του νόμου για τους Ινδιάνους », υπενθυμίζει ο Ζαν Λεκλέρ, καθηγητής Δικαίου στο Πανεπιστήμιο του Μόντρεαλ [5]. Σταδιακά, η νομολογία και στη συνέχεια ο συνταγματικός νόμος του 1982 εγγυήθηκαν στους αυτόχθονες « προγονικά δικαιώματα » –μια έννοια τόσο ασαφής, ώστε σε κάθε εδαφική διένεξη τα δικαστήρια έπρεπε να την προσδιορίζουν από την αρχή.

Ήδη από το 1990, η κρίση της Όκα κατέδειξε τα όρια αυτών των νομικών εγγυήσεων. Επί εβδομήντα οκτώ ημέρες, οι αστυνομικοί της Ασφάλειας του Κεμπέκ, και στη συνέχεια ο καναδικός στρατός, βρέθηκαν αντιμέτωποι με τις κοινότητες των Μοχόκ που κατοικούν σε αυτόν τον γειτονικό στο Μόντρεαλ δήμο. Χωρίς καν να διαβουλευθεί μαζί τους, ο δήμαρχος της Όκα είχε αποφασίσει να επεκτείνει ένα γήπεδο του γκολφ σε εκτάσεις διεκδικούμενες από τους Μοχόκ –σε αυτές βρισκόταν και ένα προγονικό κοιμητήριο– πυροδοτώντας μια εξέγερση που κατεστάλη με τη δύναμη των όπλων.

Η ίδια αίσθηση αδικίας δίνει σήμερα την ώθηση στο κίνημα Idle No More, οι απαιτήσεις του οποίου ξεπερνούν κατά πολύ τα εδαφικά ζητήματα. Αρχηγός του καταυλισμού των Κρι στο Αταβαπισκάτ (βρίσκεται στα βόρεια του Οντάριο), η Τερέζα Σπενς, που έχει καταστεί μία από τις εμβληματικές φιγούρες του κινήματος, ξεκίνησε απεργία πείνας στις 11 Δεκεμβρίου του 2012. Πρόθεσή της ήταν με αυτό τον τρόπο να καταγγείλει την κοινωνική καταστροφή που απειλεί τα χίλια επτακόσια μέλη της κοινότητάς της. Ανθυγιεινά καταλύματα, ανεργία, ερειπωμένες σχολικές τάξεις, περιορισμένες παροχές ύδρευσης : όλα αυτά σε απόσταση μικρότερη των επτά χιλιομέτρων από το ορυχείο Βίκτορ, που βρίσκεται σε περιοχή των Κρι. Με υψηλότατη περιεκτικότητα σε πολύτιμους λίθους, το ορυχείο αυτό εκμεταλλεύεται από το 2008 η εταιρεία De Beers, οι μεγαλύτεροι έμποροι διαμαντιών στον κόσμο. Από τα 6,7 δισεκατομμύρια προβλεπόμενων εσόδων, η κοινότητα δεν έχει εισπράξει μέχρι στιγμής παρά μόνο 90 εκατομμύρια.

Συμβολική και πολύ προβεβλημένη από τα μέσα ενημέρωσης, η απεργία πείνας της Σπενς πρόσφερε πανεθνική έκταση σε αυτό το κίνημα, που έκτοτε δεν σταματά να επεκτείνεται, οργανώνοντας μπλόκα και διαδηλώσεις και προκαλώντας ένα ευρύ κύμα συνειδητοποίησης. Οι αυτόχθονες έχουν διπλάσια ποσοστά ανεργίας από τον εθνικό μέσο όρο (15%) και σαφώς κατώτερο προσδόκιμο επιβίωσης από την υπόλοιπη χώρα : μικρότερο κατά εννέα χρόνια για τους άνδρες και πέντε για τις γυναίκες (68,9 και 76,6 έτη αντίστοιχα) [6]. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι το κίνημα ξεκίνησε, κυοφορήθηκε και υποστηρίχθηκε από γυναίκες και όχι από τους αρχηγούς που συμμετέχουν στη Συνέλευση των Πρώτων Εθνών, που εκπροσωπεί τα εξακόσια δεκαεπτά ινδιάνικα έθνη του Καναδά.

« Κάτι τέτοιο δεν πρέπει να προκαλεί έκπληξη », σχολιάζει η Βιβιάν Μισέλ, με καταγωγή Ινού και πρόεδρος των Αυτοχθόνων Γυναικών του Κεμπέκ (Femmes Autochtones du Québec, FAQ). « Οι γυναίκες έχουν βιώσει τόσες αδικίες, ώστε να θέλουν να διεκδικήσουν τα δικαιώματά τους. Είναι ιδιαίτερα ενεργές και μαχητικές, καθώς βρίσκονται εκτός των διπλωματικών οδών που περιορίζουν το περιθώριο ελιγμών των παραδοσιακών αρχηγών. Όταν είσαι γυναίκα και αυτόχθων, σημαίνει ότι ζεις μια διπλή διάκριση σε βάρος σου ». « Έχουμε σταθερή υπερεκπροσώπηση στις αρνητικές στατιστικές », υπερθεματίζει η Κάρεν. « Κι ωστόσο, ο Θεός ξέρει αν έχουν προσπαθήσει να μας εξοντώσουν ! Σας λέει τίποτε το όνομα Ρόμπερτ Πίκτον ;»

Αυτός ο κατά συρροή δολοφόνος, που συνελήφθη το 2002, έχει καταστεί το σύμβολο της βίας που χτυπά τις αυτόχθονες γυναίκες. Καταδικασμένος το 2007 για έξι ανθρωποκτονίες χωρίς προμελέτη, είχε ομολογήσει σαράντα εννέα φόνους πριν ανακαλέσει. Τα θύματά του, συχνά πόρνες, ήταν οι πιο ευάλωτοι κάτοικοι του κέντρου του Βανκούβερ, « εγκαταλειφθείσες δύο φορές, μία από την κοινωνία και μία από την αστυνομία », σύμφωνα με τον πρώην Γενικό Εισαγγελέα Γουόλι Όπαλ. Επιφορτισμένη να ρίξει φως σε αυτή την υπόθεση, η ανακριτική επιτροπή για τις εξαφανισμένες γυναίκες, της οποίας ο Όπαλ ήταν επικεφαλής μεταξύ του 2010 και του 2013, κατηγορεί την αστυνομία πως είχε επιδείξει « γενικευμένες αρνητικές προκαταλήψεις » [7].

Αν και ιδιαίτερη, αυτή η υπόθεση δεν είναι η μοναδική. Δεκάδες αυτόχθονες γυναίκες έχουν δολοφονηθεί στη Βρετανική Κολομβία, κατά μήκος της εθνικής οδού 16, που πήρε το προσωνύμιο « η εθνική οδός των δακρύων » [8]. Η Μάριαν Πιρς, ερευνήτρια σε θέματα δικαίου στο Πανεπιστήμιο της Οτάβα, κατέγραψε οκτακόσιες είκοσι τέσσερις εξαφανίσεις γυναικών κατά τη διάρκεια των σαράντα τελευταίων ετών [9]. Μια μέτρηση που υποτιμά τον πραγματικό αριθμό, σύμφωνα με ορισμένους, παρ’ όλα αυτά όμως ιλιγγιώδης : « Αν οι γυναίκες στον γενικό πληθυσμό εξαφανίζονταν ή δολοφονούνταν με τους ίδιους ρυθμούς, η χώρα θα είχε απολέσει δεκαοκτώ χιλιάδες γυναίκες από το τέλος της δεκαετίας του 1970 ! », εξανίσταται η Μισέλ Οντέτ, πρόεδρος του Συνδέσμου Αυτοχθόνων Γυναικών του Καναδά.

Το καθεστώς κατωτερότητας των αυτοχθόνων γυναικών έχει ισχυρές ιστορικές ρίζες. Επί δεκαετίες, ο νόμος περί Ινδιάνων στερούσε από εκείνες που παντρεύονταν μη Ινδιάνο το νομικό καθεστώς του αυτόχθονα. Κυνηγημένες από τις κοινότητές τους, εξέπιπταν των προγονικών δικαιωμάτων τους, όπως εκείνα που προβλέπονταν από τις συνθήκες. Ούτε εκείνες ούτε τα παιδιά τους μπορούσαν πλέον να κληρονομήσουν οικογενειακή περιουσία. Η διάκριση αυτή, υπαγορευμένη από το πατριαρχικό σύστημα των αποικιοκρατικών κοινωνιών, αποτέλεσε έναν ισχυρό παράγοντα βίαιης αφομοίωσης, αφού οι κοινωνίες των αυτοχθόνων ήταν τότε μητριαρχικές και μητρογραμμικές [10]. « Ας μην ξεχνάμε ότι, πριν από την άφιξη των Ευρωπαίων, οι γυναίκες είχαν αυθεντικό λόγο και συμμετείχαν ενεργά στη λήψη αποφάσεων », υπογραμμίζει η Καρόλ Λεβέσκ, ανθρωπολόγος στο Εθνικό Ινστιτούτο Επιστημονικής Έρευνας (INRS) του Μόντρεαλ.

Αρκετές από τις γυναίκες που έπεσαν θύματα αυτής της αδικίας, εγκαταλειμμένες, απομονωμένες, μεταναστεύουν στις πόλεις κατά τη δεκαετία του 1970. « Πολλές βρήκαν τότε καταφύγιο στα κέντρα φιλίας αυτοχθόνων που πρωτοεμφανίστηκαν κατά τη δεκαετία του 1950 », συνεχίζει η κ. Λεβέσκ. « Εκκολαπτήρια προγραμμάτων και υπηρεσιών προορισμένων να προσφέρουν βοήθεια σε πολλαπλά πεδία (υγεία, εκπαίδευση, απασχόληση κ.λπ.), τους επέτρεπαν να αλληλοϋποστηρίζονται, να χρησιμοποιούν τους δημόσιους χώρους και, για τις πιο μαχητικές, να ακονίζουν τα όπλα που θα χρησιμοποιούσαν προκειμένου να παλέψουν εναντίον των συστηματικών διακρίσεων ».

Το 1985, ο νόμος C-31 επέστρεψε τα δικαιώματα σε αυτές τις γυναίκες. Καθώς είχε αναδρομική ισχύ, τους επέτρεψε μάλιστα να ανακτήσουν το νομικό καθεστώς τους ως Ινδιάνες. Ωστόσο, η κατάσταση δεν βελτιώθηκε καθόλου στους καταυλισμούς. « Εδαφική στενότητα, υπερπληθυσμός, ανεργία, απουσία κεφαλαίων, αλκοολισμός, αυτοκτονίες : οι συνθήκες ζωής είναι δύσκολες για τις γυναίκες. Όσες μπορούν, αναζητούν όλο και περισσότερο ένα μέλλον έξω από τον καταυλισμό τους », καταθέτει τη μαρτυρία της η Αλάνις Ομπομσάμβιν, μέλος του έθνους των Αμπενάκι, μία από τις πιο διακεκριμένες δημιουργούς ντοκιμαντέρ στον Καναδά, η οποία αυτό τον καιρό γυρίζει μια ταινία για το κίνημα Idle No More [11].

« Το μεγάλο στοίχημα του κινήματος είναι η ευαισθητοποίηση των μη αυτοχθόνων σε σχέση με αυτό που ζούμε », δηλώνει η Μισέλ. Κι αυτό, διότι πολλοί Καναδοί συνεχίζουν να αντιλαμβάνονται το νομικό καθεστώς των αυτοχθόνων ως ένα σύστημα φορολογικών προνομίων και υπέρογκων κοινωνικών βοηθημάτων. Λίγη σημασία έχει ότι στην πραγματικότητα μόνο τα « Πρώτα Έθνη » που ζουν σε καταυλισμό απαλλάσσονται από δασμούς και φόρους : οι προκαταλήψεις είναι βαθιά ριζωμένες. Στις 18 του περασμένου Οκτωβρίου, για παράδειγμα, στη Huffington Post, ο δοκιμιογράφος Φρανσουά Λ. Παραντί κατηγορούσε τους αυτόχθονες πως θέλουν « να χρηματοδοτούν την οκνηρία τους εισπράττοντας δελεαστικότατα ενοίκια για τους φυσικούς πόρους που βρίσκονται στα εδάφη τους ». Και συνέχιζε διαβεβαιώνοντας ότι ο ενδημικός αλκοολισμός δεν είχε κοινωνικά αίτια.

Κάποιοι ελπίζουν πως η επονομαζόμενη υπόθεση των « ινδιάνικων οικοτροφείων » θα οδηγήσει στην αλλαγή των αντιλήψεων. « Ανασηκώνοντας το πέπλο που καλύπτει ένα από τα πιο σκοτεινά κεφάλαια στην ιστορία της χώρας », εξηγεί η Μισέλ, « η Επιτροπή Αλήθειας και Συμφιλίωσης για τα ινδιάνικα οικοτροφεία θα επιτρέψει να κατανοηθούν καλύτερα οι δυσκολίες τις οποίες αντιμετωπίσαμε ». Από τη δεκαετία του 1880 έως το 1996, εκατόν πενήντα χιλιάδες παιδιά, ηλικίας 6 έως 16 ετών, αποσπάστηκαν από τις οικογένειές τους και στάλθηκαν διά της βίας σε εκατόν τριάντα εννέα οικοτροφεία, που διοικούνταν από τις ενορίες και χρηματοδοτούνταν με ομοσπονδιακά κονδύλια. Δηλωμένος στόχος αυτών των ιδρυμάτων : « Να σκοτώσουν τον Ινδιάνο που είχε μέσα του το παιδί », σύμφωνα με την έκφραση που χρησιμοποίησε το 2008 ο Χάρπερ, όταν ζητούσε συγγνώμη εκ μέρους των Καναδών.

Τουλάχιστον τέσσερις χιλιάδες διακόσια παιδιά πέθαναν από το κρύο, τις στερήσεις ή τις κακοποιήσεις : μερικά χρησίμευσαν ακόμη και ως πειραματόζωα σε επιστημονικά πειράματα. Σήμερα, πολλές γλώσσες λύνονται μεταξύ των εβδομήντα χιλιάδων οικοτρόφων που βρίσκονται ακόμη στη ζωή. Οι μαρτυρίες, που θα συλλέγονται έως τον Ιούνιο του 2015, είναι ήδη συντριπτικές. Μεγάλος αριθμός παιδιών –μερικές φορές και το 100% των μαθητών ενός οικοτροφείου– υπέστησαν σεξουαλική κακοποίηση ή βιασμό. Μακριά από τα φληναφήματα του Παραντί, έχει αποδειχθεί ότι υπάρχει αιτιώδης σχέση μεταξύ του εγκλεισμού σε οικοτροφείο –ιδίως όταν αυτός συνοδεύεται από σωματική και σεξουαλική βία– και των προβλημάτων αλκοολισμού και τοξικομανίας, τα οποία επηρεάζουν πιο έντονα τους αυτόχθονες. Αυτά τα βαριά ψυχικά τραύματα ίσως επίσης να εξηγούν και τα πενταπλάσια του μέσου όρου ποσοστά αυτοκτονίας, τα οποία γίνονται ενδεκαπλάσια αν υπολογίσουμε μόνο τους νεαρούς Ινουίτ [12].

« Ξαναδίνουμε στους αυτόχθονες την περηφάνια για αυτό που είναι, για τον τόπο απ’ όπου κατάγονται. Είναι μία από τις μεγάλες αρετές του κινήματος », εκτιμά η σκηνοθέτιδα Ομπομσάμβιν. Θα έχει, όμως, διάρκεια αυτή η εξέγερση ; Θα μπορέσει να επιβιώσει κατά τις ομοσπονδιακές εκλογές του 2015 και να προχωρήσει πέρα από την απλή αντιπολίτευση στην κυβέρνηση Χάρπερ, εφόσον η πολιτική γραμμή του κινήματος αποτελεί το σημείο σύγκλισης και συνοχής πολλαπλών διεκδικήσεων ; Πολλοί αμφιβάλλουν. Υπογραμμίζουν την πολυπλοκότητα της πραγματικότητας των αυτοχθόνων : εξακόσιες δέκα επτά φυλές με αλληλοσυγκρουόμενα συμφέροντα και διαφορετικά νομικά κεκτημένα. « Αυτό το κίνημα διαμαρτυρίας πρέπει τώρα να οδηγήσει σε ένα ευρύτερο κίνημα κοινωνικού μετασχηματισμού », προσθέτει η Λεβέσκ. « Προς το παρόν, ακουγόμαστε –και πολύ πέρα από τον Καναδά », απαντά η Μισέλ. « Εξάλλου, αν δεχόμαστε τόση υποστήριξη, δεν είναι άραγε σημάδι ότι κυοφορείται μια αλλαγή στην κοινωνία ; »

Notes
[1] Στις καναδικές πόλεις, κάθε συνοικία έχει τον δικό της ταχυδρομικό κώδικα.
[2] Σ.τ.Ε. : Οι αυτόχθονες κάτοικοι της Αλάσκας, της Γροιλανδίας και του Καναδά, που οι Ευρωπαίοι αποκαλούσαν Εσκιμώους.
[3] « Les peuples autochtones au Canada : Premières Nations, Métis et Inuits. Enquête nationale auprès des ménages, 2011 », Statistique Canada, Οττάβα, 8 Μαΐου2013.
[4] Βλ. Emmanuel Raoul, « Sous les sables bitumineux de l’Alberta », Le Monde Diplomatique, Απρίλιος 2010.
[5] Βλ. Irène Bellier (επιμ.), Peuples autochtones dans le monde. Les enjeux de la reconnaissance, L’Harmattan, συλλογή « Horizons autochtones », Παρίσι, 2013.
[6] « Santé des premières nations au Canada », Πανεπιστήμιο της Οτάβα, 11 Σεπτεμβρίου 2013, www.med.uottawa.ca.
[7] www.missingwomeninquiry.ca.
[8] Βλ. Emmanuelle Walter, Soeurs volées, Lux, Μόντρεαλ, υπό έκδοση τον Νοέμβριο του 2014.
[9] Maryanne Pearce, « An awkward silence : Missing and murdered vulnerable women and the Canadian justice system », Τμήμα Νομικής του Πανεπιστημίου της Οτάβα, 2013.
[10] Σ.τ.Ε. : Όταν ένα σύστημα συγγένειας είναι μητρογραμμικό, η μεταβίβαση του επωνύμου, των περιουσιακών στοιχείων και της ένταξης σε μια ευρύτερη οικογενειακή/κοινωνική ομάδα γίνεται μέσω της γενεαλογικής γραμμής της μητέρας και όχι του πατέρα, όπως συμβαίνει στα σημερινά δυτικά συστήματα συγγένειας, τα οποία είναι πατρογραμμικά.
[11] Παραγωγή του Εθνικού Συμβουλίου Κινηματογράφου (ONF). Τα ντοκιμαντέρ της είναι διαθέσιμα στο https://onf-nfb.gc.ca
[12] « Santé des Premières Nations et des Inuits : prévention du suicide », Υπουργείο Υγείας του Καναδά, Οτάβα, 8 Νοεμβρίου 2013, www.hc-sc.gc.ca.

Πηγή: Monde – Diplomatique