Πριν λίγες εβδομάδες ο Ταντέσε Φισάχ επέστρεψε στη Λαμπεντούζα για να ευχαριστήσει τον ψαρά, που του είχε σώσει τη ζωή. «Έτρεμα όταν πάτησα το πόδι μου στο νησί», δήλωσε ο Φισάχ. Όταν αντίκρισε τα ναυάγια και τη θάλασσα, ήρθαν στο μυαλό του εικόνες από γυναίκες που έκλαιγαν ζητώντας βοήθεια και από άψυχα σώματα. Επιμέλεια: Μαρία Αγγελοπούλου

Ads

Ο Φισάχ, ο οποίος είναι από την Ερυθραία δεν γνώριζε τίποτα πριν ένα χρόνο για τον άνδρα, που τον έβγαλε από το νερό, εκτός από το όνομα του: Κοσταντίνο Μπαράτα. Όταν έφτασε στο νησί, ρώτησε τους περαστικούς, που είναι το λιμάνι. Εκεί του είχε πει ο Μπαράτα τότε, ότι θα τον έβρισκε. Ο Φισάχ περίμενε και μετά από λίγες ώρες ο ψαράς επέστρεψε στο λιμάνι και έδεσε τη βάρκα του. Ο Φισάχ περπάτησε προς το μέρος του Μπαράτα μη ξέροντας τι να του πει. Ο ψαράς τον αναγνώρισε αμέσως και οι δύο άντρες με δάκρυα στα μάτια αγκαλιάστηκαν. Το πρωί της 3ης Οκτωβρίου, ο Μπαράτα είχε σώσει 12 άτομα, ενώ η ακτοφυλακή δεν έκανε τίποτα. Παρά το γεγονός ότι ο ίδιος μαζί με άλλους ψαράδες μάζεψαν συνολικά 155 άτομα, άλλα 366 άτομα πνίγηκαν, μόλις 800 μέτρα από την Ευρώπη. Οι περισσότεροι από αυτούς ήταν από την Ερυθραία.

Ο Φισάχ εκείνο το μοιραίο βράδυ κοιμόταν, ενώ το πλοίο πλησίαζε την Λαμπεντούζα. Κοιμόταν μέχρι και την ώρα που ο καπετάνιος στην προσπάθεια του να επισημάνει ότι το πλοία βρισκόταν σε κίνδυνο, έβαλε φωτιά σε ένα φύλλο εμποτισμένο με βενζίνη. Το καιόμενο φύλλο έπεσε στο κατάστρωμα και οι επιβάτες άρχισαν να πανικοβάλλονται. Εκείνη τη στιγμή ο Φισάχ ξύπνησε.

Άρχισε να ψάχνει για τον αδερφό του αλλά δεν μπόρεσε να τον βρει. «Βιαστείτε! Πηδήξτε!», φώναξε κάποιος, και ο Φισάχ πήδηξε στη θάλασσα. Δεν μπορούσε να κολυμπήσει, αλλά χτυπούσε τα χέρια του για να παραμείνει στη ζωή. Άνθρωποι προσπαθούσαν να στηριχθούν πάνω του με αποτέλεσμα να τον βουλιάζουν, αλλά με κάποιο τρόπο κατάφερνε να βγαίνει και πάλι στην επιφάνεια.

Ads

Δίπλα στον Φισάχ, ήταν ο συμπατριώτης του, ο Τσεγάζι Χαντίς όπου κρατούσε στην αγκαλιά του τη γυναίκα του Σελίνα. Καθώς τα κύματα έσκαγαν στα πρόσωπα τους ο Χαντίς έχασε στιγμιαία τις αισθήσεις του. Όταν επανήλθαν συνειδητοποίησε ότι ήταν μόνος. Βούτηξε κάτω από το νερό και το μόνο, που μπορούσε να δει ήταν πτώματα. Ο Μπερχάν Γιομπόγιο, επίσης από την Ερυθραία, βρισκόταν στο κάτω κατάστρωμα όταν το σκάφος αναποδογύρισε. Ευτυχώς κατάφερε να απεγκλωβιστεί την ώρα που το πλοίο βούλιαζε.

Μέσα σε λίγα λεπτά το πλοίο είχε βυθιστεί και οι περισσότεροι από τους επιβάτες είχαν χαθεί. Σχεδόν όλες οι γυναίκες και τα παιδιά του πλοίου ήταν νεκροί, αλλά οι τρεις άνδρες επέζησαν. Οι ψαράδες τους έβγαλαν από το νερό, αρκετές ώρες αργότερα.

Ήταν το μεγαλύτερο ατύχημα με μετανάστες, τουλάχιστον μέχρι τις αρχές του Σεπτέμβρη του τρέχοντος έτους, όταν 500 πρόσφυγες έχασαν τη ζωή τους σε ναυάγιο κοντά στη Μάλτα. Όμως το συμβάν της 3ης Οκτωβρίου του περασμένου έτους δεν ήταν απλά ένα ατύχημα, ήταν το αποτέλεσμα της αντιφατικής προσέγγισης της Ευρώπης σχετικά με τη μετανάστευση.

Μετά το ατύχημα, πολλοί πολιτικοί ταξίδεψαν μέχρι το νησί. Όπως είπαν ποτέ δεν θα ξεχάσουν το θέαμα με τα εκατοντάδες φέρετρα στη σειρά, ενώ υποσχέθηκαν βοήθεια στους 155 επιζώντες, καθώς και την ταχεία πολιτογράφηση και ψυχολογική υποστήριξη τους. Επίσης υποσχέθηκαν να ενισχύσουν τους νόμους σχετικά με την ανθρώπινη  μετανάστευση και την προστασία εκείνων που μπαίνει η ζωή του σε κίνδυνο. Τα λόγια τους ακούστηκαν ελπιδοφόρα σαν να ήταν πραγματικά κάτι έτοιμο να αλλάξει.

Η ιταλική κυβέρνηση ανακοίνωσε την λειτουργία του «Mare Nostrum», το οποίο σχεδιάστηκε για να βοηθήσει τους πρόσφυγες, που βρίσκονται στα διεθνή ύδατα. Αλλά υπάρχει και η κακή πλευρά του θέματος. Αν και έκανε το πέρασμα των προσφύγων ασφαλέστερο, ενθάρρυνε τους πρόσφυγες να ταξιδεύουν με ετοιμόρροπα πλοία. Περισσότεροι από 100.000 άνθρωποι, έχουν βρεθεί στις ιταλικές ακτές το 2014, και οι περισσότεροι από αυτούς διασώθηκαν ενώ τα πλοία τους βρίσκονταν σε κίνδυνο. Πάνω από 2.500 έχασαν τη ζωή τους.

Όμως, η αποστολή διάσωσης «Mare Nostrum» θα διακοπεί λόγω του υψηλού κόστους των 9 εκατομμυρίων ευρώ το χρόνο, τα οποία η ιταλική κυβέρνηση δεν μπορεί να πληρώσει. Αυτό θα οδηγήσει σε πιο επικίνδυνες διελεύσεις και ακόμη περισσότερους θανάτους. Από την άλλη κανείς δεν ξέρει τι να κάνει με τους επιζώντες, οι οποίοι φτάνουν καθημερινά. Η ΕΕ είναι αβοήθητη, καθώς εμμένει στον κανονισμό του Δουβλίνου, ο οποίος αναφέρει ότι ένας πρόσφυγας πρέπει να υποβάλει αίτηση για άσυλο στην χώρα της ΕΕ στην οποία φτάνει για πρώτη φορά.

Η πορεία που πήραν οι επιζώντες του ναυαγίου, δείχνει πόσο παράλογη και απάνθρωπη είναι αυτή η πολιτική μετανάστευσης. Όλοι έφυγαν για τους ίδιους λόγους – οι περισσότεροι από την Ερυθραία και κάποιοι από τη Σομαλία – και δεν είχαν υπάρχοντα όταν έφτασαν στη Λαμπεντούζα. Σήμερα, οι 155 επιζώντες βρίσκονται διάσπαρτοι σε όλη την Ευρώπη. Σε κάποιους δόθηκε άσυλο, σε άλλους τους επιτράπηκε να μείνουν προσωρινά και άλλοι απελάθηκαν. Μόνο ένας από αυτούς, ο Ταντέσε Φισάχ, παρέμεινε στην Ιταλία, δηλαδή στην πρώτη χώρα της Ευρώπης, που βρέθηκε.

Τα δύο χαμένα αδέρφια

Ένα χρόνο μετά τη διάσωση του ο Φισάχ ζει στο Salaam Palace ή αλλιώς στο «Παλάτι της Ειρήνης». Έτσι αποκαλούν οι πρόσφυγες, το εγκαταλελειμμένο, αυτό κτήριο του πανεπιστημίου στα προάστια της Ρώμης, που είναι υπό κατάληψη τα τελευταία οκτώ χρόνια. Στην πραγματικότητα δεν είναι Παλάτι, αλλά ένας σωρός από μπετόν με σπασμένα παράθυρα, στρώματα, κόντρα πλακέ και άλλα συντρίμμια συσσωρευμένα μπροστά στην είσοδο. Το κτήριο αυτό προσφέρει στέγη σε περίπου 1.600 πρόσφυγες, που δεν είχαν χρήματα για να συνεχίσουν να ταξιδεύουν βόρεια, δηλαδή στις χώρες εκείνες, που θέλουν όλοι οι πρόσφυγες να πάνε.

Σχεδόν κανείς δεν θέλει να μείνει στην Ιταλία, παρόλο που η χώρα ενέκρινε το 64% των αιτήσεων ασύλου πέρσι, ποσοστό υπερδιπλάσιο του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Οι προσφυγικοί καταυλισμοί της Ιταλίας είναι υπερπλήροι, αναγκάζοντας έτσι χιλιάδες μετανάστες  να ζουν στο δρόμο. Είναι λίγοι οι μετανάστες που εργάζονται νόμιμα και λαμβάνουν ιατρική φροντίδα. Αυτός είναι και ο λόγος που θέλουν οι περισσότεροι να φύγουν από την Ιταλία και να πάνε σε άλλες χώρες, όπως η Γερμανία. Πάνω από το ¼ των προσφύγων δεν έχουν καταχωρηθεί από τους ιταλούς, δίνοντας τους έτσι τη δυνατότητα να υποβάλλουν αίτηση ασύλου σε άλλη χώρα.

Αλλά ο Φίσαχ δεν ήταν μέρος αυτής της ομάδας. Το ταξίδι του ξεκίνησε από την Ερυθραία, όπου εργαζόταν ως φωτογράφος. Ο αδερφός του ο Μενγκστέαμπ, ήταν τρία χρόνια μικρότερος του και ήθελε να γίνει δάσκαλος. Όμως, το καθεστώς τους κατηγόρησε ότι υποστήριζαν την αντιπολίτευση και έτσι τα δύο αδέρφια έφυγαν για την Αιθίοπα, από εκεί πέρασαν στο Σουδάν και στη συνέχεια στη Λιβύη. Όταν ξεκίνησαν το ταξίδι τους τα αδέρφια έδωσαν μια υπόσχεση μεταξύ τους «Δεν έχει σημασία τι θα συμβεί, εμείς θα μείνουμε μαζί»

Αλλά ο Φισάχ έχασε τον αδερφό του, όταν βυθίστηκε το πλοίο. Μετά τη διάσωση του, τον οδήγησαν σε ένα νοσοκομείο της Σικελίας και μετά από 10 μέρες αστυνομικοί τον πήγαν σε ένα αστυνομικό τμήμα. Εκεί του πήραν τα δακτυλικά αποτυπώματα και τον άφησαν. «Μου φέρθηκαν σαν να ήμουν εγκληματίας», είπε ο Φισάχ. Ζούσε στους δρόμους του Παλέρμο για μια βδομάδα και στις αρχές του Νοεμβρίου πήγε στη Ρώμη όπου κατέληξε στο Salaam Palace.

Προσπάθησε να βρει τον αδερφό του αλλά το κινητό του δεν χτυπούσε. «Είχα τρελαθεί. Δεν ήξερα τι είχε συμβεί, αν είχε επιβιώσει από το ναυάγιο». Μετά από λίγο καιρό είχε πιστεί ότι ο αδερφός του ήταν νεκρός.

Επειδή το «παλάτι» δεν ήταν από τα μέρη που κάποιος θα μπορούσε να μείνει για πολύ καιρό, ο Φισάχ τον Δεκέμβριο στοιβάχτηκε σε ένα τρένο για την Στοκχόλμη. Υπέβαλε αίτηση για άσυλο στη Σουηδία, αλλά απορρίφθηκε. Ο Φισάχ ήταν άτυχος. Η Ιταλία είχε δώσει τα δακτυλικά του αποτυπώματα στη βάση δεδομένων Eurodac. Όσοι θέλουν να κινηθούν προς τις βόρειες χώρες είτε καίνε τις άκρες των δακτύλων τους είτε περιμένουν δύο χρόνια μέχρι να διαγραφούν τα δακτυλικά του αποτυπώματα από τη βάση δεδομένων. Οι Σουηδοί τον έστειλαν και πάλι πίσω στην Ιταλία.

Από τον Μάρτιο ζούσε και πάλι στο Salaam Palace έξω από τη Ρώμη. Μια φορά την ημέρα έπαιρνε το λεωφορείο για το κέντρο, για να προμηθευτεί ένα πακέτο τρόφιμα από την Caritas.

Υπάρχει και το καλό κομμάτι της ιστορίας. Ο Ταντέσε Φισάχ βρήκε τον αδερφό του στη Γερμανία. Ο Μενγκστέαμπ Φίσαχ ζει σε ένα σπίτι για τους αιτούντες ασύλου σε μια πόλη στο δυτικό κρατίδιο της Έσσης. Μετά το ναυάγιο, κι αυτός αναζήτησε για τον αδελφό του. Είχε σταλεί από το κέντρο κράτησης στην Ρώμη και γύριζε στους δρόμους μόλις λίγα χιλιόμετρα μακριά από τον αδελφό του. Τότε πλήρωσε έναν λαθρέμπορο για να τον πάει στη Γερμανία. Υπάρχουν πολλές πιθανότητες να επιτραπεί στον Μενγκστέαμπ να παραμείνει στη Γερμανία, σύμφωνα με το γερμανικό περιοδικό Spiegel.

Ο Μενγκστέαμπ έκανε μια τελευταία προσπάθεια για να βρει τον αδερφό του δημοσιεύοντας ένα μήνυμα στο Facebook «Ταντέσε που είσαι; Σε παρακαλώ έλα σε επαφή μαζί μου!». Δεν είχαν ακούσει ποτέ για το Facebook στην Ερυθραία, γι’ αυτό και δεν τους πήγε το μυαλό να ψάξει ο ένας τον άλλον. Πλέον μιλούν στο τηλέφωνο κάθε μέρα. Ο Μενγκστέαμπ κάνει μαθήματα γερμανικών τρεις φορές την εβδομάδα, αλλά ο Ταντέσε παλεύει να επιβιώσει στους δρόμους της Ρώμης. Τώρα μαζέυει χρήματα με στόχο να πάει στην Γερμανία. 

Τσεγκάζι Χαντίς

Ο συμπατριώτης του Φισάχ, ο Τσεγκάζι Χαντίς, όπως και άλλοι επιζήσαντες της Λαμπεντούζα έχουν κάνει αίτηση για άσυλο στη Γερμανία. Σήμερα ζει σε μια πόλη στο βόρειο γερμανικό κρατίδιο της Κάτω Σαξονίας. «Είμαι καταδικασμένος να μην κάνω τίποτα» δηλώνει ο Χαντίς. Παρά το γεγονός ότι τώρα είναι σε ασφαλές μέρος οι μέρες και οι ώρες του περνούν αργά. Περνά τον χρόνο του μπροστά στην τηλεόραση και μερικές φορές κάνει ποδήλατο στην πόλη.

Ο Χαντίς έχει αδύνατο πρόσωπο και κουρασμένα μάτια. Λέει ότι εύχεται να μην είχε κάνει ποτέ αυτό το ταξίδι. « Γιατί να μπήκα σε αυτό το πλοίο;» ρωτάει. «Γιατί η Σελίνα έπρεπε να πεθάνει;»

Ο Χάντις και η Σελίνα μεγάλωσαν μαζί σε ένα χωριό στη νότια Ερυθραία και παντρεύτηκαν όταν εκείνος ήταν 23 και η Σελίνα 18. Τότε ο Χάντις ξεκινούσε τη στρατιωτική θητεία, η οποία είναι περισσότερο σαν καταναγκαστική εργασία στον στρατό. Μετά από τρία χρόνια αυτός και η Σελίνα εγκατέλειψαν τη χώρα τους και όταν, μήνες αργότερα, έφτασαν στην Τρίπολη, ήταν εξαντλημένοι αλλά και ανακουφισμένοι. «Νόμιζα ότι είχαμε γλιτώσει τα χειρότερα», λέει ο Χαντίς. Αλλά τότε ήρθε η πραγματική κόλαση.

Μετά τη διάσωση του, ο Χαντίς μεταφέρθηκε στα κέντρα υποδοχής της Λαμπεντούζα. Όταν η αστυνομία τον ρώτησε για τον εντοπισμό της Σελίνα, είδε στις φωτογραφίες των νεκρών πτωμάτων το πρησμένο σώμα της συζύγου του. Από τότε, του έρχονται αυτές οι εικόνες κάθε βράδυ στο μυαλό.

Η Ιταλία υποσχέθηκε μια δημόσια κηδεία. Στη συνέχεια όμως τα φέρετρα μεταφέρθηκαν στην Σικελία και η κηδεία δεν έγινε ποτέ. Τα περισσότερα σώματα θαφτήκαν αθόρυβα και μυστικά. Ο Χάντις δεν είχε τη δυνατότητα να παρακολουθήσει τη νεκρώσιμη ακολουθία και δεν ξέρει που έχει θαφτεί η γυναίκα του.

Μετά από έξι εβδομάδες στη Λαμπεντούζα, αυτός και οι υπόλοιποι επιζώντες πέταξαν για τη Ρώμη, όπου ο δήμαρχος τους συνάντησε στο αεροδρόμιο. Ο ίδιος τους υποσχέθηκε ότι θα τους βοηθήσει σε ότι χρειαστούν. Το επόμενο βράδυ ο Χαντίς κατάλαβε ότι ήταν μόνος του. Όπως σχεδόν όλοι οι πρόσφυγες που επιθυμούν να ταξιδέψουν στον βορρά, πήγε στο Μιλάνο, όπου μπήκε στο αυτοκίνητο ενός εμπόρου λευκής σαρκός. Με αυτόν τον τρόπο έφτασε στην Βέρνη, λίγες μέρες πριν τα Χριστούγεννα. Οι ελβετικές αρχές τον απέλασαν στην Ιταλία έξι μήνες αργότερα.

Πίσω στο Μιλάνο κοιμόταν σε πάρκα και έτρωγε σκουπίδια. «Δεν μπορούσα να επιβιώσω στην Ιταλία» δήλωσε. Αποφάσισε να προσπαθήσει ξανά και πλήρωσε έναν διακινητή να τον μεταφέρει στη Σουηδία. Αλλά η αστυνομία συνέλαβε τον Χαντίς λίγο πιο έξω από την βαυαρική πόλη του Ρόζενχαιμ και τον μετέφεραν σε ένα κέντρο κράτησης στο Μόναχο. Αργότερα μεταφέρθηκε στο Φρίντλαντ, στην Κάτω Σαξονία. Οι αρχές μετανάστευσης επανεξετάζουν την αίτηση ασύλου, αλλά το πιο πιθανό είναι να τον στείλει πίσω στην Ιταλία, όπως είχαν κάνει και οι ελβετικές αρχές. «Γιατί οι Ευρωπαίοι μας το κάνουν αυτό;» ρωτά, κουνώντας το κεφάλι του. «Δεν είμαστε ανθρώπινα όντα;»

Μπερχάν Γιομπόγιο

Ο Μπερχάν Γιομπόγιο έχει φτάσει πιο μακριά από οποιονδήποτε άλλο. Χρειάστηκαν τρία χρόνια για να φτάσει στο βόρειο άκρο της Ευρώπης από τη γενέτειρα του το Τεννεσί, στην Ερυθραία. Το ταξίδι του κόστισε 38.000 ευρώ, για τα τέλη των διακινητών και τα λύτρα των απαγωγών του στο Σουδάν, στο Σινά και στη Λιβύη, καθώς και για τα αυτοκίνητα, τρένα και πλοία. Οι γονείς του πούλησαν το σπίτι τους για να πληρώσουν αυτά τα έξοδα. Βασανίστηκε, πείνασε και είδε ανθρώπους να πεθαίνουν, και όλα αυτά για να φτάσει στη Σουηδία.

Τώρα ζει στην πόλη Gallivare, βόρεια του Αρκτικού Κύκλου, σε ένα κόκκινο ξύλινο σπίτι δίπλα σε μια λίμνη. Το χιόνι καλύπτει τα πάντα στην περιοχή από τον Οκτώβριο μέχρι τον Απρίλιο και επικρατεί σκοτάδι για 14 ολόκληρες μέρες του Δεκεμβρίου. Όταν ο Γιομπόγιο έφτασε εκεί στα τέλη Νοεμβρίου, φοβόταν να βγει από το σπίτι για τέσσερις εβδομάδες.

Παρά το γεγονός ότι η πλάτη του είναι γεμάτη σημάδια, το πρόσωπο του μοιάζει με παιδιού κι ας είναι 23 ετών. Οι ιταλικές αρχές δεν έχουν πάρει τα δακτυλικά του αποτυπώματα επειδή νόμιζαν ότι ήταν ανήλικος. Οδηγήθηκε στη Σικελία και στην τρίτη νύχτα του εκεί ενώ οι φύλακες κοιμόντουσαν, αυτός και άλλοι πρόσφυγες το έσκασαν μέσα από ένα παράθυρο.

Ο Γιομπόγιο πήγε στη Ρώμη, που είχε συγγενείς. Του είπαν ότι οι γονείς του είχαν πεθάνει, χωρίς όμως να γνωρίζουν ότι εκείνος είχε επιζήσει από τα βασανιστήρια στο στρατόπεδο του Σινά, γεγονός, που είναι ιδιαίτερα οδυνηρό γι’ αυτόν σήμερα. Ταξίδεψε στο Μιλάνο και αγόρασε ένα πλαστό δελτίο ταυτότητας πρόσφυγα για 900 ευρώ. Ήθελε να πετάξει μέχρι τη Δανία και από εκεί να πάρει το τρένο για τη Σουηδία, αλλά συνελήφθη πριν προλάβει να επιβιβαστεί στο αεροπλάνο. Η αστυνομία του πήρε τα δακτυλικά του αποτυπώματα και στη συνέχεια τον άφησε ελεύθερο.

Αντί για την πτήση, αποφάσισε να πάρει το τρένο από το Μιλάνο προς τη Φρανκφούρτη και στη συνέχει να πάει στο Μάλμο στη νότια Σουηδία. Οι διακινητές τον είχαν ενημερώσει ότι η Σουηδία ήταν η καλύτερα χώρα για τους Ερυθραίους. Όπως επίσης του έμαθαν μια φράση, τη μόνη που ξέρει να λέει στα αγγλικά «Θέλω να πάω στη Στοκχόλμη». Έφτασε εκεί στις 21 Νοεμβρίου του 2013.

Παρά το γεγονός ότι η αστυνομία είχε λάβει τα δακτυλικά του αποτυπώματα στο αεροδρόμιο του Μιλάνου, ήταν σε θέση να υποβάλει αίτηση για άσυλο στη Σουηδία. Όλοι οι Ερυθραίοι επιτρέπεται να υποβάλουν αίτηση για άσυλο στη Σουηδία, σύμφωνα με τον κανονισμό του Δουβλίνου. Τώρα έχει σχεδόν τα ίδια δικαιώματα με ένα Σουηδό πολίτη, εκτός από το δικαίωμα της ψήφου στις εθνικές εκλογές. Μπορεί επίσης να γίνει πολίτης σε πέντε χρόνια. Αυτό σημαίνει ότι θα λαμβάνει παροχές κοινωνικής πρόνοιας. Τώρα περιμένει για ένα ελεύθερο διαμέρισμα έτσι ώστε να φύγει από αυτό το χωριό, που βρίσκεται στο τέλος του κόσμου. Θέλει να ολοκληρώσει ένα πρόγραμμα εκπαίδευσης ως μηχανικός αυτοκινήτων. Τα αυτοκίνητα είναι το μόνο κοινό που έχουν η Σουηδία με την πατρίδα του, τη Ερυθραία.

Περισσότεροι από 50.000 άνθρωποι έχουν υποβάλει αίτηση για άσυλο στη Σουηδία μέχρι το τέλος Αυγούστου, συμπεριλαμβανομένων 8.632 υπηκόων της Ερυθραίας, την δεύτερη ομάδα προσφύγων μετά τους Σύριους. Πολλοί Σουηδοί φαίνεται να ανησυχούν ότι η χώρα δέχεται πάρα πολλούς πρόσφυγες. Ο Γιομπόγιο μετά από 8 μήνες έχει λίγα να πει για το νέο του σπίτι: «Είναι μια καλή χώρα. Οι άνθρωποι είναι ιδιαιτέρα επιφυλακτικοί, αλλά δεν είναι εχθρικοί».

Ένας κυβερνητικός αξιωματούχος τους επισκέπτεται δύο φορές την εβδομάδα, αλλά κατά τα άλλα έχουν μείνει μόνοι τους. Ο Γιομπόγιο έχει ξεκινήσει την εκμάθηση μερικών φράσεων στα σουηδικά, όπως «Ποιο είναι το όνομά σου;» και «Πώς είσαι;»

Δεν αφήνει ποτέ το κινητό του, το οποίο τον κρατάει σε επαφή με τον έξω κόσμο. «Σχεδόν όποιος ξέρω από τη χώρα μου έχει διαφύγει» λέει. Οι στενότεροι φίλοι του είναι οι επιζήσαντες από τη Λαμπεντούσα.

Ο ίδιος αφηγείται την ιστορία του σε ένα διαμέρισμα στην Στοκχόλμη του Σουηδού ακτιβιστή Μέρον Εστέφανος. Οι δυό τους συναντήθηκαν στην Λαμπεντούσα αλλά γνωρίζονται περισσότερο καιρό. Ο Εστέφανος ανέβασε ένα βίντεο στο Youtube «Τον βασανίσαμε με ηλεκτροσόκ. Δεν μπορεί να κουνήσει ούτε τη γλώσσα του πια», λέει ένα άντρας, που μιλούσε σε ένα τηλέφωνο στο βίντεο. Αναφερόταν στον Γιομπόγιο. Στη συνέχεια το βίντεο δείχνει τον Γιομπόγιο να τηλεφωνεί από το στρατόπεδο του Σινά «Παρακαλώ βοηθήστε με. Αν πληρώσετε θα με αφήσουν να φύγω», ακούγεται να ικετεύει. Ο Εστέφανος παρουσιάζει ένα ραδιοφωνικό πρόγραμμα για πρόσφυγες που έχουν απαχθεί, σε μια προσπάθεια του να βοηθήσει αυτούς τους ανθρώπους να εντοπίσουν τους συγγενείς τους.

Ο Γιομπόγιο βλέπει το βίντεο για πρώτη φορά. Μιλά για τη φυγή στο Σουδάν και για τους στρατιώτες, οι οποίοι τον πούλησαν στους διακινητές ανθρώπων από το Σινά. Ήταν αλυσοδεμένος εκεί για 11 μήνες: κάθε μήνα μου ζητούσαν 5.000 δολάρια. Αναφέρει ότι του έσταζαν λιωμένο πλαστικό στην πλάτη του, όταν ο ίδιος δεν μπόρεσε να πείσει τους συγγενείς του να του στείλουν τα χρήματα. Όταν πλέον δεν μπορούσε να τους δώσει χρήματα, οι απαγωγείς τον έβαλαν σε μια σακούλα σκουπιδιών και τον πέταξαν στο πλάι του δρόμου.

Ο ίδιος παραμένει ήρεμος όταν αφηγείται αυτές τις εμπειρίες, αλλά όταν ρωτήθηκε για το ατύχημα στη Λαμπεντούσα άρχισε να τρέμει. Η θάλασσα, λέει, ήταν πολύ χειρότερη από το Σινά.

«Όταν είσαι πρόσφυγας, περιμένεις ότι τα πράγματα θα είναι δύσκολα», λέει ο Γιομπόγιο. Αλλά δεν καταλαβαίνει γιατί η ακτοφυλακή της Ιταλία δεν προσπάθησε να τους σώσει. Ακόμα, λέει, δεν έχει μετανιώσει που έκανε αυτό το ταξίδι. «Τουλάχιστον έχω μια επιλογή εδώ. Στην Ερυθραία δεν είχα καμία».