Οι εκλογές που διεξήχθησαν την προηγούμενη εβδομάδα στο Αφγανιστάν ανέδειξαν την Κυριακή τα πρώτα αποτελέσματα (καταμέτρηση 10%). Σύμφωνα με τα στοιχεία, στις 26 από τις 34 επαρχίες προηγείται ο πρώην ηγέτης της αντιπολίτευσης Αμπντουλά Αμπντουλά με 41,9%. Όμως ο γεωπολιτικός αναλυτής και αρθρογράφος του περιοδικού New Eastern Outlook, Ούλσον Γκουνάρ, σχολιάζει πως οι εκλογές παρουσιάστηκαν ως ένα επίτευγμα της ΝΑΤΟϊκής κατοχής αλλά δεν θα καταφέρουν να αλλάξουν πολλά. Αντιθέτως ίσως να είναι ένα από τα πρώτα βήματα ώστε να πέσει ξανά η χώρα στο σκοτάδι και την ύφεση.

Ads

«Η ανικανότητα του ΝΑΤΟ», κατά τον αναλυτή, «να εξασφαλίσει την σταθερότητα ακόμη και στα αστικά κέντρα του Αφγανιστάν θα είναι εμφανής οποιαδήποτε κυβέρνηση και αν αναλάβει την εξουσία στην Καμπούλ, ειδικά υπό την σκιά της απόσυρσης των δυτικών στρατευμάτων». 

Διαβάστε επίσης: Κάλπες στο Αφγανιστάν: Τα φυλετικά κριτήρια κυριαρχούν

Οι υποσχέσεις για ένα «δημοκρατικό αύριο» είναι πιο πιθανό να αντικατασταθούν στην καλύτερη περίπτωση με ένα άβολο, και πιθανώς προσωρινό, καθεστώς αποτελούμενο από τοπικούς φύλαρχους και κυβερνητικά στελέχη στην Καμπούλ. «Με τον καιρό, καθώς οι τοπικοί φύλαρχοι θα μεταφέρουν τον στόχο τους από τα ΝΑΤΟϊκά στρατεύματα προς την κυβέρνηση, που θα εγκατασταθεί στην Καμπούλ, το καθεστώς μπορεί να εξελιχθεί σε μια νέα διακυβέρνηση των Ταλιμπάν», γράφει ο Γκουνάρ. 

Ads

Οι εκλογές της περασμένης εβδομάδας εκθειάστηκαν από τον ΟΗΕ και τις ΗΠΑ. Η Washington Post συγκεκριμένα έγραψε ότι πρόκειται για ένα «επίτευγμα» ειδικά για τις γυναίκες που μπορούν πλέον να ψηφίσουν σε εκλογικό κέντρο.

Παρόλα αυτά, όπως σχολιάζει ο αναλυτής, το άρθρο είναι ύποπτα μικρό για ένα τόσο φαινομενικά σημαντικό ιστορικό γεγονός. Παρόλα αυτά, η συντομία οφείλεται στο ότι από ιστορικής πλευράς η κοινωνική εξέλιξη των γυναικών στο Αφγανιστάν δεν αποκαλύπτει ένα έθνος που ασπάζεται μοντέρνα ήθη αλλά ένα έθνος που για δεκαετίες βρισκόταν στο σκοτάδι εξαιτίας της παρέμβασης των δυτικών την δεκαετία του 1980. 

Δεν χρειάζεται να ψάξει κανείς βαθιά για να ανακαλύψει την αλήθεια για το πολλά υποσχόμενο παρελθόν του Αφγανιστάν, για την ένοπλη σύγκρουση που το κατέστρεψε κατ’ εντολή των ΗΠΑ και για τον Μεσαίωνα στον οποίο κατέληξε. 

Εάν γίνει μια χρονολογική παρουσίαση της κοινωνικής εξέλιξης των γυναικών μεταξύ του 1907 και του 2011, θα βρει κανείς την αποκορύφωση στις δεκαετίες του 1960 και 1970, όταν το Αφγανιστάν ήταν υπό Σοβιετική επιρροή. Τα επιτεύγματα αυτά όμως, γράφει ο Ούλσον Γκουνάρ, βρήκαν ένα τέλος με την άνοδο των Ταλιμπάν, μιας ένοπλης συμμαχίας, που υποστηριζόταν από τις ΗΠΑ προκειμένου να χτυπηθούν οι Σοβιετικοί με αντάρτικο. 

Σύμφωνα με το «Πολιτεία: Όψεις της Μέσης Ανατολής και της Βορείου Αφρικής», κεφάλαιο «Η Ισλαμική Επανάσταση και Τα Δικαιώματα της Γυναίκας στην Λαϊκή Δημοκρατία του Αφγανιστάν, η απομάκρυνση από την αντίληψη της γυναίκας ως αντικείμενο και η προσέγγιση της αντίληψης της γυναίκας ως ανθρώπου, περιγράφεται με ιδιαίτερη έμφαση να δίνεται στην εκπαίδευση της γυναίκας στην λογοτεχνία, στην γραφή αλλά και στην ένταξή της στο εθνικό ανθρώπινο δυναμικό. 

Συγκεκριμένα αναφέρει ότι «η Λαϊκή Δημοκρατία του Αφγανιστάν είχε επιχειρήσει να εφαρμόσει ότι οι ρεφορμιστές και οι επαναστάτες έκαναν στην Τουρκία, στην Σοβιετική Κεντρική Ασία (βλ. Μassell, 1974) και στην Νότια Υεμένη, όπως και ότι είχαν προσπαθήσει να κάνουν οι ρεφορμιστές και οι εκσυγχρονιστές στο Αφγανιστάν στις αρχές του 20ου αιώνα χωρίς επιτυχία (βλ. Gregorian, 1969)».

Οι μεταρρυθμίσεις αυτές συμπεριελάμβαναν νόμους για τον γάμο, για την διάδοση της λογοτεχνίας και για την εκπαίδευση των κοριτσιών ακόμη και στην επαρχία. Οι νόμοι βρήκαν εμπόδιο τους φυλάρχους, που αργότερα οι ΗΠΑ χρησιμοποίησαν για να καταπολεμήσουν την επιρροή της ΕΣΣΔ στην χώρα μέσω ενός καταστροφικού πολέμου. Όταν τα σημερινά άρθρα σε δυτικές εφημερίδες γράφουν για το πολλά υποσχόμενο παρελθόν του Αφγανιστάν σχόλια όπως «η πρώτη φορά που ψήφισαν γυναίκες εδώ και δεκαετίες» αναφέρονται στην ουσία στην περίοδο της σοβιετικής επιρροής, γράφει ο Γκουνάρ.

Από ειρωνεία της ιστορίας τα στρατεύματα του ΝΑΤΟ πολεμούσαν εκείνους τους φυλάρχους που είχαν οπλίσει και χρηματοδοτήσει ώστε να διεξάγουν ανταρτοπόλεμο κατά των Σοβιετικών. Το ρητό «ο εχθρός του εχθρού μου είναι φίλος μου» συχνά χρησιμοποιήθηκε από τις ΗΠΑ για να δώσουν βοήθεια στους Ταλιμπάν, την ώρα που στην πραγματικότητα οι Σοβιετικοί επιχειρούσαν να εφαρμόσουν μεταρρυθμίσεις «δυτικές» και «προοδευτικές». Η απόφαση της Δύσης να ενισχύσει τους φυλάρχους που εμπόδιζαν αυτές τις μεταρρυθμίσεις δεν είχαν ιδεολογικό κίνητρο αλλά καθοδηγούνταν από την επιθυμία για γεωπολιτική κυριαρχία. 

«Και όταν ο εχθρός νικήθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1980 και στις αρχές του 1990, οι φίλοι της Δύσης προώθησαν μέτρα που έριξαν το Αφγανιστάν σε ένα Μεσαίωνα από τον οποίο ακόμη πασχίζει να βγει. Ενώ λοιπόν τότε οι Σοβιετικοί αντιμάχονταν τους φύλαρχους για να φέρουν τα ανθρώπινα δικαιώματα στο Αφγανιστάν, τώρα οι αστοί Αφγανοί επιχειρούν το ίδιο, χωρίς όμως οι σύμμαχοί τους διεθνώς να είναι το ίδιο αφωσιομένοι στον σκοπό τους. Οι Αφγανοί βρίσκονται υπό μια κυβέρνηση διαφθοράς, αναποτελεσματικότητας που εμπλέκεται σε σκάνδαλα και καθοδηγείται από ξένα συμφέροντα που δεν ενδιαφέρονται για την πρόοδο αλλά για γεωπολιτική επιρροή», τονίζει ο αναλυτής.

Με τους δυτικούς να φεύγουν και τους φυλάρχους να κερδίζουν το έδαφος που αφήνουν οι πρώτοι, το μέλλον του Αφγανιστάν μοιάζει παρελθόν και οι εκλογές, η ψήφος των γυναικών και αυτό που ο Αμερικανός Πρόεδρος, Μπαράκ Ομπάμα, αποκαλεί «δημοκρατική μεταβίβαση εξουσίας» να είναι ένα προσωρινό παρόν. 

Η Δύση θα συνεχίσει να ασκεί πολιτική βάσει γεωπολιτικών συμφερόντων. Το Αφγανιστάν θα κάνει να δει τις ελευθερίες που είχε πριν το 1980 πιθανόν πολλά χρόνια. Αλλά σίγουρα θα είναι το ζωντανό παράδειγμα όχι της επιτυχίας ή της αποτυχίας της «δυτικής δημοκρατικοποίησης» αλλά η αλήθεια του τι πραγματικά κρύβεται πίσω από μια ψευδή «δημοκρατικοποίηση».